Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Samuel Huntington, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης


Tου Σπύρου Κουτρούλη από το ιστολόγιο koutroulis-spyros.blogspot.com

Στην νοτιανατολική Μεσόγειο η σύγκρουση για το φυσικό αέριο της κυπριακής ΑΟΖ διεξάγεται ανάμεσα από τη μια μεριά την Ελλάδα-Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο και από την άλλη μεριά την Τουρκία. Στη Συρία η ορθόδοξη Ρωσία και το Ιράν υποστηρίζουν τον Άσαντ εναντίον των φανατικών ισλαμιστών. Σε όλες αυτές τις αντιπαραθέσεις οι φίλοι και οι εχθροί δεν επιλέχθηκαν με πολιτιστικά αλλά γεωπολιτικά κριτήρια.
Συνεπώς το κριτήριο που ο Χάντιγκτον θεώρησε ότι μπορεί να ερμηνεύσει με τρόπο σχεδόν αποκλειστικό τις συγκρούσεις στο σημερινό κόσμο δεν επαληθεύεται ή τουλάχιστον δεν επαληθεύεται στην έκταση που αυτός πίστευε. Την Ελλάδα όπως και τις υπόλοιπες ορθόδοξες χώρες τις τοποθετεί από κοινού μαζί με το Ισλάμ (το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο αν αναλογιστούμε ότι από την εποχή του Α.Μαυροκορδάτου η γεωπολιτική ωθεί την Ελλάδα προς την Δύση παρά τις τριβές και τα προβλήματα που εμφανίζονται διαχρονικά, ενώ συγχρόνως στην επίθεση στην ορθόδοξη Σερβία οι Έλληνες τάχθηκαν με το μέρος της). Το συμπέρασμα του μετριάζεται αλλά δεν ανατρέπεται όταν συλλογίζεται την αρχαιοελληνική πλευρά του ελληνισμού. Στις αδυναμίες του θα προσθέταμε αυτή που επεσήμανε ο Π.Κονδύλης ότι όποιος επικαλείται την σύγκρουση των πολιτισμών οφείλει να αποδείξει ποια είναι τα στοιχεία που τους ωθούν σε σύγκρουση.
Όμως υπάρχουν ορισμένες θετικές πλευρές του που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Πρώτον συμπεραίνει ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος κόσμος και ούτε αυτός μπορεί να προκύψει από μια ενιαία αγορά. Δεύτερον ο εκσυγχρονισμός δεν συνεπάγεται εκδυτικισμό γι αυτό και οι επιμέρους ταυτότητες διατηρούν τον δυναμισμό τους. Τρίτον η επιρροή της Δύσης περνά παγκοσμίως σε παρακμή με αποτέλεσμα δυνάμεις όπως το ριζοσπαστικό ισλάμ να γίνονται πιο διεκδικητικές
Με μια φρασεολογία που θυμίζει τον Κ.Σμιτ (προφανώς στις ΗΠΑ είναι αρκετά γνωστός) επισημαίνει : «οι λαοί που αναζητούν ταυτότητα και ανακαλύπτουν εκ νέου τον εθνικό τους χαρακτήρα χρειάζονται εχθρούς, και η δυνητικά πιο επικίνδυνη εχθρότητα αναπτύσσεται κατά μήκος της «συνοριακής γραμμής» μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτισμών του κόσμου»(σελ. 24).
Πολύ γλαφυρά γράφει ότι μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων οι άνθρωποι προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα ποιοι είναι , και απαντούν με τον παραδοσιακό τρόπο. Ορίζουν τον εαυτό τους «σε σχέση με τους προγόνους τους, τη θρησκεία, τη γλώσσα, την ιστορία, τις αξίες, τα έθιμα και τους θεσμούς»(σελ. 26). Θα συμπληρώσει μάλιστα «τα εθνικά κράτη παραμένουν πρωταγωνιστές των διεθνών σχέσεων. Η συμπεριφορά τους διαμορφώνεται, όπως και στο παρελθόν, από την επιδίωξη της δύναμης και του πλούτου, αλλά και από τις πολιτισμικές προτιμήσεις και διαφορές. Οι σημαντικότερες ομάδες κρατών δεν είναι πια τα τρία μπλόκ του Ψυχρού Πολέμου, αλλά οι επτά ή οκτώ μεγάλοι πολιτισμοί του κόσμου(σελ. 26).
Οι θρησκείες είναι το στοιχείο που καθορίζει και διακρίνει τον ένα πολιτισμό από τον άλλο. Σε αυτό αναγνωρίζει διαχρονικά στους Έλληνες αφού του συγκρίνει με τους Πέρσες και συμπεραίνει «δεσμοί αίματος, γλώσσα θρησκεία και τρόπος ζωής ήταν τα κοινά στοιχεία των Ελλήνων που τους διαφοροποιούσαν από τους Πέρσες και άλλους μη Έλληνες. Από όλα τα αντικειμενικά στοιχεία που ορίζουν τον πολιτισμό, το σημαντικότερο είναι συνήθως η θρησκεία, όπως άλλωστε το παρατήρησαν οι αρχαίοι Αθηναίοι»(σελ.52). Γι’ αυτό συμπεραίνει «ο όρος «Δύση» χρησιμοποιείται παγκοσμίως για να περιγράψει αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε δυτική χριστιανοσύνη»(σελ.58) . Η παραδοχή ότι οι θρησκείες έχουν ανατολική και όχι δυτική προέλευση δεν εξομαλύνουν το συμπέρασμα αυτό, ενώ επιγραμματικά γράφει: » η ουσία του δυτικού πολιτισμού είναι η Magna Carta όχι το Magna Mac τωνMcDonald’s. Το γεγονός ότι οι μη δυτικοί γεύονται το δεύτερο αυτό δε σημαίνει ότι αποδέχονται το πρώτο»(σελ. 72,73). Αναρωτιέται δε «αλήθεια τι μήνυμα περνάει στον κόσμο για τη Δύση, όταν οι ίδιοι οι δυτικοί ταυτίζουν τον πολιτισμό τους με τα ανθρακούχα ποτά, τα μοντέρνα παντελόνια και τα παχυντικά φαγητά;»(σελ. 73).
Ο Χάντιγκτον ορθά επισημαίνει : » το εμπόριο αυξάνει ή μειώνει την πιθανότητα της σύγκρουσης; Η υπόθεση ότι μειώνει την πιθανότητα του πολέμου μεταξύ των εθνών δεν έχει αποδειχτεί , ενώ υπάρχουν στοιχεία για το αντίθετο…Τα στοιχεία που διαθέτουμε δε στηρίζουν τη φιλελεύθερη, διεθνιστική υπόθεση ότι το εμπόριο προωθεί την ειρήνη»(σελ. 84).
Περισσότερα αναλυτικός γράφει: «η Δύση ήταν Δύση πριν γίνει σύγχρονη. Τα κεντρικά χαρακτηριστικά της Δύσης που τη διακρίνουν από τους άλλους πολιτισμούς προϋπήρχαν του εκσυχρονισμού της»(σελ.87). Σε αυτό το σημείο προσδιορίζει περισσότερο τα στοιχεία της Δύσης: κλασσική κληρονομιά (ελληνική φιλοσοφία και ορθολογισμό, ρωμαϊκό δίκαιο, λατινικά χριστιανισμό. Ανακριβώς σε αυτό το σημείο γράφει ότι ο δυτικός χριστιανισμός αφομοίωσε περισσότερα στοιχεία τηςαρχαιοελληνικής σκέψης από ότι η ορθοδοξία), ρωμαιοκαθολικισμός-προτεσταντισμός- ευρωπαϊκές γλώσσες , χωρισμός της πνευματικής και κοσμικής εξουσίας, κράτος δικαίου, κοινωνικός πλουραλισμός, αντπροσωπευτικά σώματα, ατομικισμός.
Τελικά συμπεραίνει: «ο εκσυγχρονισμός δε συνεπάγεται απαραίτητα δυτικοποίηση. Οι μη δυτικές κοινωνίες μπορούν να εκσυγχρονιστούν και έχουν όντως εκσυγχρονιστεί, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν τη δική τους κουλτούρα και να υιοθετήσουν εξ ολοκλήρου τις δυτικές αξίες, θεσμούς και πρακτικές. Το δεύτερο άλλωστε θα ήταν σχεδόν απίθανο: τα όποια εμπόδια μπορεί να θέτουν οι μη δυτικές κοινωνίες στον εκσυγχρονισμό, ωχριούν μπροστά στα εμπόδια που θέτουν στη δυτικοποίηση. Όπως παρατηρεί ο Braudel θα ήταν τουλάχιστον «παιδαριώδες» να σκεφτόμαστε ότι ο εκσυγχρονισμός ή «ο θρίαμβος του πολιτισμού στον ενικό» θα οδηγούσε στο τέλος των ποικίλων ειδών κουλτούρας που ενσωματώνονται ολόκληρους αιώνες στους μεγαλύτερους πολιτισμούς του κόσμου. Αντιθέτως, ο εκσυγχρονισμός ενισχύει αυτά τα είδη κουλτούρας και μειώνει τη δύναμη της Δύσης. Κατά βάση, ο κόσμος γίνεται περισσότερο σύγχρονος και λιγότερο δυτικός»(σελ. 99).
Η αδυναμία πολλών μη δυτικών λαών τους ωθούσε να ασπάζονται τις δυτικές αξίες της οικουμενικότητας, ενώ η ισχυροποίηση τους απομακρύνει από αυτές:» αρχικά η εξέγερση εναντίον της Δύσης νομιμοποιήθηκε με την επίκληση της οικουμενικότητας των δυτικών αξιών. Τώρα η εξέγερση νομιμοποιείται με την επίκληση της ανωτερότητας των μη δυτικών αξιών»(σελ. 118).
Ο εκδημοκρατισμός δεν ευνοεί τον εκδυτικισμό αλλά την εμμονή στην εγχώρια παράδοση: «ο εκδημοκρατισμός έρχεται σε σύγκρουση με τη δυτικοποίηση. Η δημοκρατία είναι συμφυής με μια τοπικιστική και όχι κοσμοπολίτικη διαδικασία»(σελ. 120). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι αραβικές κοινωνίες όπου ο εκδημοκρατισμός συνήθως δίνει την εξουσία στο ριζοσπαστικό ισλάμ.
Ο Χάντιγκτον καταλήγει ότι η θρησκεία «σχετίζεται με τα πάντα και είναι πανταχού παρούσα φάνηκε πολύ ξεκάθαρα στα πρώην κομμουνιστικά κράτη. Η θρησκευτική αναβίωση κάλυψε το κενό που δημιούργησε η κατάρρευση της ιδεολογίας και έχει επεκταθεί σε πολλές χώρες από την Αλβανία ως το Βιετνάμ»(σελ. 123).Το γεγονός εξηγείται από ότι «οι άνθρωποι όμως δεν μπορούν να ζήσουν μόνο με τη λογική για να επιδιώξουν το προσωπικό συμφέρον τους αν δεν ορίσουν πρώτα τον εαυτό τους. Τα πολιτικά συμφέροντα προαπαιτούν αναγνώριση της ταυτότητας. Σε περιόδους γοργής κοινωνικής αλλαγής οι ήδη καθιερωμένες ταυτότητες υπόκειται σε αλλαγές. Ο «εαυτός» πρέπει να επαναπροσδιοριστεί και νέες ταυτότητες να δημιουργηθούν . Οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να απαντήσουν στο ερώτημα ποιος είμαι , που ανήκω. Η θρησκεία προσφέρει απαντήσεις ενώ οι θρησκευτικές ομάδες προσφέρουν μικρές κοινωνικές κοινότητες που αντικαθιστούν αυτές που χάθηκαν μέσα στη διαδικασία του εξαστισμού»(σελ. 124,125). Οι ξεριζωμένοι βρίσκουν στην θρησκευτική αναβίωση την τάξη, την πειθαρχία, την εργασία, την αλληλοβοήθεια , την ανθρώπινη αλληλεγγύη(σελ. 126). Ο Χάντιγκτον σε αυτό το σημείο επαναλαμβάνει την φράση του Ρεζί Ντεμπρέ: «η θρησκεία δεν είναι το όπιο του λαού, αλλά η βιταμίνη των αδυνάτων»(σελ. 129). Η δημογραφία όμως πρόκειται να παίξει ένα εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο στον 21ο αιώνα.
Αλλά ο Χάντιγκτον επαναλαμβάνοντας τον Κ. Σμίτ αφοριστικά γράφει: » κάθε κράτος πρέπει να μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό. Η απάντηση που δίνει κάθε κράτος, η πολιτισμική του ταυτότητα δηλαδή προσδιορίζει τη θέση του στην παγκόσμια πολιτική καθορίζει τους φίλους και τους εχθρούς»(σελ. 159). Κάθε συλλογικότητα χρειάζεται τον εχθρό για να ορίσει την ταυτότητα του»οι άνθρωποι για να αυτοπροσδιοριστούν και να κινητοποιηθούν χρειάζονται εχθρούς: ανταγωνιστές στη δουλειά, αντίζηλους στην επιτυχία, αντίπαλους στην πολιτική»(σελ.166). Κάθε ξεπέρασμα μίας εχθρότητας γεννά μια ή περισσότερες νέες. Αλλά θα επαναλάβει προς επίρρωση: «το ξερίζωμα και η απομόνωση που βιώνουν οι άνθρωποι σε ατομικό επίπεδο δημιουργούν την ανάγκη για πιο ουσιαστικές ταυτότητες»(σελ.164).
Για την χώρα γράφει κατηγορηματικά: «η Ελλάδα δεν αποτελεί μέρος του δυτικού πολιτισμού, αλλά υπήρξε η πατρίδα του κλασικού πολιτισμού. Στην αντιπαράθεση τους με την Τουρκία οι Έλληνες θεωρούν τους εαυτούς τους ιστορικά υπερασπιστές του χριστιανισμού. Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Ρουμάνους ή τους Βούλγαρους, η ιστορία τους εκτυλίσσεται μαζί με την ιστορία της Δύσης. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα αποτελεί μια εξαίρεση ως ορθόδοξος ξένος στους δυτικούς οργανισμούς. Δεν υπήρξε ποτέ ένα εύκολο μέλος ούτε για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και ούτε και για το ΝΑΤΟ, και δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις αρχές και τα ήθη και των δύο(σελ.208,209).
Ο Χάντιγκτον με ρεαλισμό αποφαίνεται:» αυτό που είναι παγκοσμιοποίηση για τη Δύση είναι ιμπεριαλισμός για τους υπόλοιπους» (σελ.234).
Οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που μετακινούνται φέρουν μαζί τους επιδιώξεις κυριαρχίας : «το κύριο πρόβλημα της Δύσης δεν είναι ο ισλαμικός φονταμεταλισμός. Είναι το ισλάμ, ένας διαφορετικός πολιτισμός, που οι άνθρωποι του είναι πεπεισμένοι για την ανωτερότητα της κουλτούρας τους και βασανίζονται από έμμονες ιδέες για την κατωτερότητα της δύναμης τους»( σελ. 280).
Ο Χάντιγκτον ισχυρίζεται ότι η Δύση θα πρέπει να αποδεχθεί ότι η Ρωσία θα είναι υπεύθυνη των ορθόδοξων χωρών εκεί όπου η ορθοδοξία κυριαρχεί(σελ. 314). Βεβαίως με αυτό τον τρόπο την εξοβελίζει από κράτη όπου κυριαρχεί ο καθολικισμός μεν αλλά στο παρελθόν ανήκαν στην σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Παράλληλα αναγνωρίζει ότι η Ευρώπη και η Ρωσία είναι δημογραφικά ώριμες περιοχές, με χαμηλούς ρυθμούς γεννήσεων που δεν μπορούν να εκδηλώσουν επεκτατικές και επιθετικές διαθέσεις(σελ.314).
Ολοκληρώνοντας το έργο του ο Χάντιγκτον συναντά την σκέψη του Ο. Σπενγκλερ: «οι κοινωνίες που υποθέτουν ότι η ιστορία τους έχει τελειώσει είναι αυτές που η ιστορία τους πρόκειται να παρακμάσει»(σελ. 397). Το κεντρικό ζήτημα για την Δύση είναι αν «είναι ικανή να σταματήσει ακόμα και να αντιστρέψει την εσωτερική διεργασία παρακμής»(σελ.400).
Η πολυπολιτισμικότητα καταστρέφει την ενότητα των κοινωνιών, ενώ η υποχώρηση του χριστιανισμού στις δυτικές κοινωνίες επιταχύνει την παρακμή. Καταγγελτικός είναι στην βαλκανική πολιτική Κλίντον:»επιδιώκοντας την χίμαιρα μιας πολυπολιτισμικής χώρας, η κυβέρνηση Κλίντον αρνήθηκε την αυτοδιάθεση της σερβικής και της κροατικής μειονότητας και βοήθησε στη γέννηση ενός βαλκανικού μονοκομματικού συνεταίρου του Ιράν»(σελ. 407).
Ο Χάντιγκτον ενώ αστόχησε στην βασική του σκέψη ότι όλες οι συγκρούσεις έχουν υπόστρωμα πολιτιστικό και ότι η γεωπολιτική και η γεωκονομία έχουν εξοβελιστεί από την θρησκεία, ήταν εύστοχος σε πολλές επιμέρους παρατηρήσεις. Δηλαδή ότι δεν υπάρχει παγκοσμιοποίηση, ότι ο εκσυγχρονισμός δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τον εκδυτικισμό, ότι οι λαοί αναζητούν ταυτότητα και την βρίσκουν εκεί που πάντα την έβρισκαν, ότι το ισλάμ αναπτύσσεται δημογραφικά και απειλεί τις κοινωνίες που παρακμάζουν. Συγχρόνως συνοψίζει την αμφίσημη αντιμετώπιση της Ελλάδας από την Δύση. Παρότι , η Δύση, στον κλασσικό πολιτισμό αναγνωρίζει ένα από τα τρία θεμέλια της (τα άλλα δύο είναι το ρωμαϊκό δίκαιο και ο ιουδαιοχριστιανισμός), παρότι στο Βυζάντιο διασώθηκαν τα περισσότερα από τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, παρότι η δυτική χριστιανοσύνη αφομοίωσε παρερμηνεύοντας συχνά την πατερική σκέψη, ο Χάντιγκτον επιμένει ότι η Ελλάδα παραμένει για την Δύση μια εξαίρεση, ένας δύσκολος συνεργάτης. Επειδή όμως η πολιτική χρησιμοποιεί ένα πλήθος κριτηρίων για να καθορίσει τους εχθρούς από τους φίλους η σχέση της Ελλάδος με την Δύση θα είναι περισσότερη σύνθετη και πολυκύμαντη από ότι ο Χάντιγκτον περιγράφει.

Μετάφραση Σήλια Ριζοθανάση, εκδόσεις Πατάκη, Μάιος 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου