Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Ὁ Ντοστογιέφσκι καὶ ἡ ἠθικὴ



Ἰωάννης Ζηζιούλας (Μητροπολίτης Περγάμου)

«Δὲν μπορῶ νὰ πῶ πὼς ὁ Ντοστογιέφσκι ἦταν καλὸς ἤ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος... Ἦταν κακός, διεφθαρμένος καὶ γεμάτος ζήλεια. Ὅλη του τὴ ζωὴ ἦταν θύμα τοῦ πάθους, ποὺ θὰ τὸν εἶχε κάνει γελοῖο καὶ δυστυχισμένο, ἂν ἦταν λιγότερο ἔξυπνος καὶ λιγότερο κακός. Στὴν Ἐλβετία, μπροστὰ στὰ μάτια μου, φέρθηκε τόσο ἄσχημα στὸν ὑπηρέτη του, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστάτησε καὶ τοῦ εἶπε: «μὰ κι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος». Θυμᾶμαι πόση ἐντύπωση μοῦ ἔκαναν αὐτὰ τὰ λόγια... Εἰπωμένα σὲ κάποιον ποὺ πάντα δίδασκε τὸ αἴσθημα τῆς ἀνθρωπιᾶς στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα».

Τὰ λόγια αὐτὰ ἀνήκουν στὸν Στράχοβ, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γνώριζε καλὰ τὸν Ντοστογιέφσκι (βλέπε Gerarld Abraham, Dostoyevski) στηρίζονται ὅμως σὲ μία παρεξήγηση: ὁ Ντοστογιέφσκι ποτὲ δὲν θέλησε νὰ διδάξει στὴν ἀνθρωπότητα τὴν καλοσύνη καὶ τὴν ἀνθρωπιά. Ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἠθικολόγος, ἀντίθετα, θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι συνειδητὰ καὶ συστηματικὰ σὲ ὅλο του τὸ ἔργο δὲν ἔκανε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ μάχεται τὴν Ἠθικὴ σὲ βαθμὸ προκλητικό. Ἀλλὰ ἂς μὴ σπεύσουμε νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ αὐτὸ ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι ἦταν κήρυκας τοῦ ἀμοραλισμοῦ. Ὁ Ντοστογιέφσκι εἶχε τὸ πάθος τῆς ἀλήθειας. Εἶχε τὴ δύναμη νὰ διεισδύσει στὴν ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει μὲ τὸν πιὸ δραματικὸ καὶ συγχρόνως πειστικὸ τρόπο ὅτι αὐτὸ ποὺ ἡ Ἠθική μᾶς παρουσιάζει σὰν «ἠθικὸ» δὲν εἶναι ποτὲ ἀμιγῶς «καλό», καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ κακὸ μὲ τὴν Ἠθική, ἀφοῦ κανένας ἀπολύτως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀμιγῶς καλός. Ἐπιπλέον, σὲ ὅλο του τὸ ἔργο δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττει ὅτι αὐτὸ ποὺ μετράει στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ συμπεριφορὰ δὲν εἶναι ἡ ἠθική, ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία, καὶ πὼς μόνον ὅ,τι εἶναι ἐλεύθερο εἶναι ἀληθινὰ καλό. Αὐτὸ ποὺ θέλει νὰ πεῖ στοὺς ἀνθρώπους ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ «καλοὺς» καὶ «κακοὺς» εἶναι βασισμένη σὲ ἕνα ψέμα καὶ ὅτι ὁ μόνος τρόπος νὰ νικηθεῖ τὸ κακὸ εἶναι νὰ τὸ πάρει κανεὶς ἐλεύθερα ἐπάνω του. Ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν εἶναι ἀμοραλιστής, ἀφοῦ δὲν παύει νὰ περιγράφει τὸ κακὸ ὡς τραγικότητα καὶ συμφορὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ὅμως ἀντιμοραλιστής, διότι πιστεύει βαθιὰ ὅτι ἡ Ἠθικὴ δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει ποτὲ στὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ κακό.

Στὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ προσπαθήσω, στὸν λίγο χρόνο ποὺ ἔχω στὴ διάθεσή μου, νὰ ἀναλύσω τὴ θέση αὐτὴ ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή μας σὲ δύο κυρίως σημεῖα: α) στὸ πρόβλημα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ καὶ β) στὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας. Θὰ προσπαθήσω στὸ τέλος νὰ κάνω μία θεολογικὴ ἀποτίμηση τῆς θέσεως τοῦ Ντοστογιέφσκι ἔναντι τοῦ προβλήματος τῆς ἠθικῆς.



Τὸ πρόβλημα τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ

Ἡ ἔννοια τῆς Ἠθικῆς στηρίζεται στὴ διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Σωκράτη, ποὺ θεωρεῖται ἱδρυτής της. «Ὅπως ὁρίζεται σὲ ὅλα τὰ σύγχρονα λεξικά, «ἡ γενικὴ μελέτη τοῦ καλοῦ καὶ ἡ γενικὴ μελέτη τῆς ὀρθῆς πράξεως ἀποτελοῦν τὸ κύριο ἔργο τῆς ἠθικῆς» (The Cambridge Dictionary of Philosophy, 1955, σ. 244). Χωρὶς τὴ διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ ἡ ἔννοια τῆς ἠθικῆς καταρρέει.

Ἡ διάκριση αὐτὴ παίρνει συνήθως δύο μορφές. Ἡ μία εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν πράξεων ἢ τῶν αἰσθημάτων, κινήτρων, διαθέσεων κ.λπ. ὡς καλῶν ἢ κακῶν. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ, ἔμπρακτα ἢ στὶς διαθέσεις ἢ προθέσεις του, πρόκειται γιὰ κάτι «καλὸ» -σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα ἠθικὴ πάντοτε- ἐνῶ ἐὰν μισεῖ πρόκειται γιὰ κάτι «κακό». Ἔτσι προκύπτουν οἱ γενικὲς ἀρχὲς τῆς ἠθικῆς, ἀνάλογα πάντοτε μὲ τὶς πολιτισμικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικὲς κ,λπ. προϋποθέσεις κάθε ἐποχῆς καὶ κάθε κοινωνίας.

Ἡ ἄλλη μορφή, ποὺ παίρνει ἡ διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, εἶναι ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν προσώπων ὡς καλῶν ἢ κακῶν. Στὴν ἀγγλοσαξονικὴ ἠθικὴ τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ ὁποία ἐπέδρασε καὶ στὴ νοοτροπία καὶ τὸν πολιτισμὸ καὶ τῶν δικῶν μας κοινωνιῶν, αὐτὴ ἡ μορφὴ διακρίσεως μεταξὺ καλῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων ὁδήγησε στὴν ἐμφάνιση τῆς ἔννοιας τοῦ χαρακτῆρος. Ὁ «χαρακτήρας» (character) εἶναι τὸ ὑποκείμενο ἐπάνω στὸ ὁποῖο εἶναι «χαραγμένες» ὁρισμένες ἠθικὲς ἰδιότητες, καλὲς ἢ κακές, δηλαδὴ τὸ ὑποκείμενο τῆς ἠθικῆς. Ἡ ἔννοια τοῦ χαρακτῆρος ἐφαρμόζεται ἰδιαίτερα στὴν τέχνη, καὶ μάλιστα στὴ λογοτεχνία, τὸ μυθιστόρημα, τὸ θέατρο κ.λπ. (λέμε, π. χ. , «οἱ χαρακτῆρες» γιὰ τοὺς ἥρωες ἑνὸς λογοτεχνικοῦ ἔργου).

Τόσο στὸ ἐπίπεδο τῶν γενικῶν ἀρχῶν τῆς ἠθικῆς ὅσο καὶ σὲ ἐκεῖνο τῶν χαρακτήρων, ὁ Ντοστογιέφσκι ἀρνεῖται ἐπίμονα τὴ διάκριση μεταξὺ «καλοῦ» καὶ «κακοῦ», δηλαδὴ ἀρνεῖται τὴν ἴδια τὴ βάση τῆς ἠθικῆς.

Στὸ ἐπίπεδο τῶν γενικῶν ἀρχῶν ὁ Ντοστογιέφσκι θεωρεῖ τὴν ἀγάπη ὡς τὴν ὕψιστη ἠθικὴ ἀξία: «Τὸ κυριότερο πράγμα εἶναι νὰ ἀγαπᾶς τοὺς ἄλλους σὰν τὸν ἑαυτό σου, αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν, τίποτε ἄλλο δὲν χρειάζεται», ἔγραφε κάποτε. Κι ὅμως εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴ διαχωρίσει ἀπὸ τὸ μίσος. Γράφει χαρακτηριστικὰ στὸ Ὑπόγειο, ἕνα ἀπὸ τὰ πρώιμα καὶ συγκλονιστικά του ἔργα: «Ἐπῆγα τόσο μακριὰ ὥστε νὰ φθάσω στὸ βέβαιο συμπέρασμα πὼς κυριολεκτικὰ ἡ ἀγάπη συνίσταται στὸ παράξενο δικαίωμα νὰ τυραννᾶς ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶς. Στὰ ὀνειροπολήματά μου κάτω στὸ ὑπόγειο φανταζόμουν τὸν ἔρωτα σὰν μία πάλη ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ μίσος καὶ καταλήγει στὴν ἠθικὴ ὑποταγή». Γι’ αὐτό, τὸ παράξενο συμπέρασμα εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ καταπληκτικὴ ἀλήθεια ποὺ τὴν διατυπώνει μὲ τὸ παράπονο: «Στὸ μίσος μου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς μας ὑπάρχει πάντοτε μία νοσταλγικὴ ἀγωνία: γιατί νὰ μὴν μπορῶ νὰ τοὺς μισῶ χωρὶς νὰ τοὺς ἀγαπῶ;... Καὶ στὴν ἀγάπη μου γι' αὐτοὺς μέσα ἦταν μία νοσταλγικὴ θλίψη: γιατί νὰ μὴν μπορῶ νὰ τοὺς ἀγαπῶ χωρὶς νὰ τοὺς μισῶ;».

Τὰ λόγια αὐτὰ ἔρχονται σὰν ὁδοστρωτήρας νὰ γκρεμίσουν κάθε σαφῆ διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ, ἀκόμη καὶ στὸ ἐπίπεδο τῆς πιὸ μεγάλης ἠθικῆς ἀξίας, ποὺ εἶναι καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ἀγάπη. Τί νὰ πεῖ κανεὶς πλέον γιὰ τὶς ἄλλες ἠθικὲς ἄξιες, ποὺ εἶναι σχετικὲς καὶ μεταβάλλονται ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχή; Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ δὲν ἀποσυνδέονται, δὲν χωρίζουν, μὲ τίποτε.

Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὄχι μόνο στὸ ἐπίπεδο τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν προσώπων. Ὅλοι οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι συγχρόνως καλοὶ καὶ κακοί. Ἡ ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ «χαρακτῆρος» εἶναι στὸν Ντοστογιέφσκι ἀνύπαρκτη. Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ σταθοῦμε στὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἐκτενὲς ἔργο του, τοὺς Ἀδελφοὺς Καραμάζοβ, ποὺ περικλείει μία μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων ἀπὸ ὅλα τὰ κοινωνικὰ στρώματα καὶ τοὺς ψυχολογικοὺς τύπους: ἀπὸ τὸ γέρο παραλυμένο πατέρα Καραμάζοβ ὥς τὸν ἀσκητικὸ γιὸ του Ἀλιόσα, τὸν ἄλλο γιὸ Ἰβὰν τὸν ἐγκεφαλικὸ ἄθεο ὡς τὸν μοναχὸ Ζωσιμά, τὴ μαζοχίστρια Λιζαβέτα ὡς τὴν σαρκικὴ Γκρούσενκα. Ἀφορμὴ γιὰ νὰ ξετυλιχθεῖ τὸ ἔργο εἶναι οἱ παράξενες συνθῆκες τῆς δολοφονίας τοῦ γερο-Καραμάζοβ, ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι ἠθικὰ ἔνοχοι εἶναι σχεδὸν ὅλοι οἱ γιοί του, ὄχι μόνο ὁ πραγματικὸς δολοφόνος, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι, πού, ἐνῶ εἶναι de facto ἀθῶοι, ἔχουν ἀφήσει τὴν καρδιά τους νὰ ἀναπτύξει ἐγκληματικὲς προθέσεις. Στὸ ἔργο αὐτὸ σχεδὸν κάθε κύριο πρόσωπο διαπράττει κάποιο ἔγκλημα, ἂν ὄχι στὴν πράξη, πάντως στὴ σκέψη. Ἀκόμα καὶ ὁ Ἀλιόσα δὲν εἶναι ἄμοιρος ἐνοχῆς, ἀφοῦ δὲν κατάφερε νὰ ἀποτρέψει ἢ νὰ προλάβει τὸ ἔγκλημα. Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι ἠθικό, ἀλλὰ βαθύτατα ὑπαρξιακό. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα μεῖγμα πανουργίας καὶ ἁπλότητας, ἁγνότητας καὶ φιληδονίας, καλοσύνης καὶ κακότητας. Ὁ Ντιμίτρι λέει: «Ἤμουν ἕνας παλιάνθρωπος, κι ὅμως ἀγαποῦσα τὸν Θεό... Τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ βρίσκονται σὲ μία τερατώδη συνύπαρξη μέσα στὸν ἄνθρωπο». Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀντιφατικότητα τῶν ἀνθρώπων: διεφθαρμένοι ἄνθρωποι εἶναι συχνὰ καλοσυνάτοι, ἐγκληματίες εἶναι τρυφεροὶ καὶ αἰσθηματικοί, πουριτανοὶ καὶ ἠθικιστὲς εἶναι σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι, ὅλοι εἶναι ἐξίσου ἱκανοὶ γιὰ τὸ κακὸ καὶ γιὰ τὸ καλό.

Ἡ διαπίστωση αὐτή, ὅτι δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κακὸς συγχρόνως καὶ καλός, καταργεῖ τὴν Ἠθικὴ καὶ ἐμφανίζει τὸν Ντοστογιέφσκι ὡς μηδενιστή: αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση, δὲν θεραπεύεται μὲ τίποτε, τὸ κακὸ διαποτίζει τὸ καλό, τὸ μὴ εἶναι διατρέχει τὴν ὕπαρξη. Ἔτσι ὁ Νίτσε θὰ βρεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ Ντοστογιέφσκι τὸν μεγάλο του δάσκαλο, τὸν Προφήτη τοῦ μηδενισμοῦ του.

Ἀλλὰ ἐδῶ πρέπει νὰ σταθοῦμε μὲ προσοχή. Εἶναι ὁ Ντοστογιέφσκι πράγματι μηδενιστής; Ποιὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἀντι-ἠθικιστὴς ἀνθρωπολογίας του;

Ἡ πρώτη σημαντικὴ παρατήρηση εἶναι ὅτι ὁ Ντοστογιέφσκι καταρρίπτοντας τὴν ἠθική, ποὺ διακρίνει τοὺς ἀνθρώπους σὲ καλοὺς καὶ κακούς, κλονίζει τὴν ὑπεροψία τοῦ οὑμανισμοῦ, ὁ ὁποῖος πιστεύει ὅτι μὲ τὴν ἠθικὴ μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὸ κακὸ ἀπὸ τὸν κόσμο. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ὁ Ντοστογιέφσκι θεολογεῖ πατερικά: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ νὰ προέλθει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὸν Θεό.

Δεύτερον, ἀναγνωρίζοντας σὲ κάθε ἄνθρωπο τὴ συνύπαρξη τοῦ καλοῦ μὲ τὸ κακό, ὁ Ντοστογιέφσκι καλεῖ ὅλους νὰ ἀποφεύγουν τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ νὰ ἐπικεντρώνουν τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴ φροντίδα τους στὶς δικές τους ἁμαρτίες. Ἔτσι ἀποκτοῦν συγχρόνως τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ Ντοστογιέφσκι κινεῖται ἔτσι στὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ τῶν νηπτικῶν πατέρων («δὸς μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου» εὐχὴ Ἁγίου Ἐφραίμ).

Τρίτον, καὶ σπουδαιότερο, τὸ μεῖγμα καλοῦ καὶ κακοῦ, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση, δὲν ὁδηγεῖ ἀπαραίτητα στὸν μηδενισμό. Εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ὅσα περιγράφει ὁ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὸν ἥρωα τοῦ ἔργου του Τὸ ὄνειρο ἑνὸς Γελοίου ἀνθρώπου. Ἐκεῖ ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου, διαπιστώνοντας ὅτι ὅλα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεῖγμα ἀντιθέσεων (καλοῦ κακοῦ, λογικοῦ παραλόγου κ.λπ. ), πληγώνεται βαθιὰ καὶ κλονίζεται ἡ πίστη του στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη: «Ἔξαφνα νιώθω», λέει, «πώς μο\[υ ἦταν ἀδιάφορο ἂν ὁ κόσμος ὑπῆρχε, ἢ ἂν ποτὲ δὲν ὑπῆρξε τίποτε, ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι μὲ ὅλο μου τὸ εἶναι πὼς δὲν ὑπῆρχε τίποτε. Στὴν ἀρχὴ νόμισα πὼς πολλὰ πράγματα εἶχαν ὑπάρξει στὸ παρελθόν, ἀλλὰ μετὰ κατάλαβα πὼς οὔτε καὶ στὸ παρελθὸν δὲν ὑπῆρξε ποτὲ τίποτα, μὰ πὼς μόνο μου εἶχε φανεῖ πὼς ὑπῆρχε, γιὰ κάποιο λόγο. Σιγὰ - σιγὰ κατάλαβα πὼς οὔτε καὶ στὸ μέλλον θὰ ὑπάρχει τίποτα».

Αὐτὸς ὁ μηδενισμὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγήσει στὴν αὐτοκτονία. Ὁ ἥρωας τοῦ ἔργου ἀποφασίζει πράγματι νὰ σκοτωθεῖ. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ πήγαινε νὰ πραγματοποιήσει τὸ σχέδιό του, ἕνα κοριτσάκι τρεμάμενο καὶ τρομαγμένο, ποὺ γιὰ κάποια αἰτία βρισκόταν σὲ ἀπόγνωση, τοῦ ζήτησε βοήθεια, καὶ ὁ «γελοῖος ἄνθρωπος» ἀλλάζει σχέδιο. Αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει νὰ βρεῖ νόημα στὴν παράλογη, κατὰ τὰ ἄλλα, ὕπαρξη εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ Ἄλλου. Ὁ Ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν ὑπέρβαση τοῦ μηδενισμοῦ. Ὁ Ντοστογιέφσκι μᾶς φέρνει στὸ χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἀφήνει στὸ κενό. Αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἄλλου.

Αὐτὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ Ἄλλου, ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη, δὲν εἶναι οὔτε οἱ ἀρετὲς οὔτε οἱ κακίες τοῦ Ἄλλου, δηλαδὴ ἡ ἠθικὴ -εἶναι αὐτὴ καὶ μόνο ἡ ὕπαρξή του. Ἠθικά, ὁ Ἄλλος εἶναι ἕνα παράλογο, ἕνα μεῖγμα ἀντιθέσεων καλοῦ καὶ κακοῦ. Θὰ ἦταν γελοῖο νὰ τὸν προσεγγίσουμε ὡς ἠθικὴ ὑπόσταση. Μόνον ἡ ὕπαρξή του, γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἠθικὴ ἰδιότητα, δίνει νόημα καὶ στὴ δική μας ὕπαρξη. Ἂν ἀξίζει νὰ ὑπάρχουμε, νὰ μὴν αὐτοκτονήσουμε, νὰ μὴ γελοιοποιηθοῦμε, εἶναι γιατί ὑπάρχει ὁ Ἄλλος.

Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὁ Ἄλλος, ὅπως ἐμφανίζεται στὸ Ὄνειρο ἑνὸς Γελοίου, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπόσταση, ἕνα ὄν. Εἶναι μία ὕπαρξη ποὺ ὑποφέρει. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιάζον χαρακτηριστικό τοῦ ντοστογιεφσκικοῦ ὑπαρξισμοῦ. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ μηδενισμοῦ, αὐτὸ ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξή μας, εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀδύνης. Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὑπάρχει μία καὶ μόνη ἐπιλογὴ ἀντὶ τῆς αὐτοκτονίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Τὴν ἐκφράζει ὁ Ἰβὰν Καραμάζοβ μὲ τὸ δίλημμα: ἢ τὸν σταυρὸ ἢ τὴν ἀγχόνη. «Αὔριο», λέει, «τὸ σταυρὸ μὰ ὄχι τὸ ἰκρίωμα. Ὄχι, δὲν θὰ κρεμαστῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσω». Καὶ ὅπως λέει ὁ διάβολος στὸν Ἰβάν, «οἱ ἄνθρωποι ὑποφέρουν, ἀλλὰ ζοῦν, ζοῦν μία ζωὴ πραγματική, ὄχι φανταστική, γιατί τὸ νὰ ὑποφέρεις εἶναι ζωή».

Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ὀδύνη καὶ τὸ πάθος ἔχουν μεταφυσικὸ περιεχόμενο, ὑπάρχει μία «μεταφυσική της ὀδύνης». Ὁ Ρασκόλνικοβ στὸ Ἔγκλημα καὶ Τιμωρία γονατίζει μπροστὰ στὴ Σόνια καὶ τῆς φιλάει τὰ πόδια λέγοντας: «Γονάτισα ὄχι μπροστά σου, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα ποὺ ὑποφέρει». Καὶ ὁ Ζωσιμᾶς ἐξηγεῖ τὸ ὅτι γονάτισε μπροστὰ στὸν Ντιμίτρι Καραμάζοβ μὲ τὰ λόγια: «γονάτισα χθὲς μπροστὰ στὰ ὅσα πρόκειται νὰ ὑποφέρει (ὁ Ντιμίτρι)».

Αὐτὴ ἡ «μεταφυσική τῆς ὀδύνης» δημιουργεῖ ἕνα ἐρώτημα: μήπως τελικὰ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ὁ Σταυρὸς εἶναι τὸ ἔσχατο, τὸ ὕψιστο ἀγαθό; Μήπως ἔχομε μία «ἠθική τοῦ Σταυροῦ», στὴν ὁποία ἡ ὀδύνη ἐσχατολογοποιεῖται, γίνεται ἡ ἴδια μέρος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμα καὶ τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, κάτι σὰν τὸν «Πάσχοντα Θεὸ» τοῦ Moltmann; Μία τέτοια τάση φαίνεται νὰ ὑπάρχει στὴ ρωσικὴ παράδοση καὶ νὰ εἶναι ἴσως μέρος τῆς ἴδιας της ρωσικῆς ψυχῆς. Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Μπουλγκάκοβ ἢ ἀκόμα καὶ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντα Σωφρονίου τοῦ Essex. Εἶναι ἄραγε αὐτὸ ἀληθινὸ καὶ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι;

Ἄλλοι, βαθύτεροι γνῶστες τοῦ Ντοστογιέφσκι, θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα αὐτό. Προσωπικά, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι, ἐνῶ ὁ Σταυρὸς καὶ ἡ ὀδύνη εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ μόνη, ἀληθινὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα μέσα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τὸ μόνο ἀντίδοτο στὴ γελοιότητα τῆς ἠθικῆς ποὺ ἀγνοεῖ τὸ παράλογο τῆς συνύπαρξης μέσα στὸν ἴδιο ἄνθρωπο τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐντούτοις δὲν εἶναι γιὰ τὸν Ρῶσο συγγραφέα τὸ ἔσχατο μεταφυσικὸ ἀγαθό. Τὸ ἔσχατο μεταφυσικὸ ἀγαθὸ εἶναι γι’ αὐτὸν ἡ ὑπέρβαση τῆς ὀδύνης, ὄχι ἡ ὀδύνη καθαυτή. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ πραγματικότητα στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἡ ἔσχατη.

Στὸ τέλος τοῦ τμήματος ποὺ ἐπιγράφεται: «Οἱ δοκιμασίες μιᾶς ψυχῆς» στοὺς ἀδελφοὺς Καραμάζοβ, ὁ Ντιμίτρι βλέπει ἕνα τρομερὸ ὄνειρο. Στὰ κατάλοιπα ἑνὸς καμένου χωριοῦ μία χωρικὴ γυναίκα προσπαθεῖ νὰ ξεφύγει καὶ νὰ σωθεῖ, καὶ δίπλα της ἕνα βρέφος ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν πείνα προσπαθεῖ νὰ θηλάσει ἀπὸ τὸ ξερὸ στῆθος τῆς μητέρας του. Τότε ὁ Ντιμίτρι, γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι, «αἰσθάνθηκε ἕνα αἴσθημα οἴκτου, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὸ εἶχε νιώσει, νὰ ἀνεβαίνει στὴν καρδιά του, νὰ θέλει νὰ κλάψει, νὰ κάνει κάτι γιὰ ὅλους αὐτούς, ἔτσι ὥστε τὸ βρέφος νὰ μὴν κλαίει πιά, ἡ μαύρη καὶ κάτισχνη μάνα του νὰ μὴ δακρύζει, νὰ μὴν ὑπάρχουν πιὰ ἀπ' ἐδῶ καὶ πέρα δάκρυα».

Ἔτσι ὁ Ντοστογιέφσκι ὁραματίζεται τὸ ἔσχατο ἀγαθὸ πέρα ἀπὸ τὴν ὀδύνη. Ὁ Σταυρὸς πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάσταση. Δὲν ἔχει θέση στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὁ πόνος. Ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τὴν ὀδύνη, ὄχι γιὰ νὰ τῆς δώσει μεταφυσικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴ μετατρέψει σὲ χαρά. Ὁ Ντοστογιέφσκι δὲν τὸ λέγει, ἀλλὰ τὸ ὑπονοεῖ: ἡ Θεία εὐχαριστία εἶναι πρόγευση τῆς χαρᾶς, ὄχι τῆς λύπης -οὔτε κἄν τῆς χαρμολύπης.

Εἴπαμε ὅτι οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκι εἶναι μεῖγμα καλοῦ καὶ κακοῦ καὶ ὅτι μάταια θὰ ἀναζητούσαμε ἀνάμεσά τους τὸν ἠθικὰ τέλειο. Ἡ ὀδύνη εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια ποὺ μὲ τὴν ἀποδοχή της, ἰδιαίτερα στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ὑπερβαίνομε τὸ μηδενισμὸ καὶ καταλαβαίνομε ὅτι ἀξίζει νὰ ὑπάρχομε. Ἄλλα πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἐκεῖνο ποὺ δίνει νόημα στὴν ὕπαρξη εἶναι ἡ ἀνάσταση.

«Ὥστε στ' ἀλήθεια λέει ἡ θρησκεία πὼς ὅλοι μας θὰ σηκωθοῦμε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ θὰ ξαναζήσουμε καὶ θὰ ξαναδοῦμε πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο;

»Τὸ δίχως ἄλλο θ' ἀναστηθοῦμε... Καὶ χαρούμενα, εὔθυμα θὰ διηγηθοῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο ὅσα γίνανε... Ἀπάντησε ὁ Ἀλιόσα.

— Ἂχ πόσο ὄμορφα θὰ εἶναι τότε, ξέφυγε τοῦ Κόλια.

— Καὶ τώρα λοιπὸν ἂς τελειώσουμε τοὺς λόγους κι ἂς πᾶμε στὸ τραπέζι τῆς παρηγοριᾶς... Νὰ μᾶς τώρα ποὺ πηγαίνουμε χέρι μὲ χέρι».

Ἡ ἀνάσταση, τὸ τραπέζι τῆς εὐχαριστίας, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης -νὰ τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ τελευταίου, τοῦ πιὸ μεγάλου ἔργου του. Ἴσως ἂν ζοῦσε περισσότερο, νὰ μᾶς περιέγραφε τὴ Βασιλεία μὲ τὴν ἴδια γλαφυρότητα ποὺ μᾶς περιέγραψε τὸ Σταυρὸ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.



Τὸ πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας

Ἂν τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ ἀποτελοῦν ἕνα μεῖγμα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, αὐτὸ ὀφείλεται σὲ ἕναν καὶ μόνο λόγο, κατὰ τὸν Ντοστογιέφσκι: στὸ ὅτι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμη ποὺ κυβερνᾶ καὶ κατευθύνει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη εἶναι ἡ ἐλευθερία. «Πῶς, λοιπόν, φαντάστηκαν», ρωτάει ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου, «ὅλοι αὐτοὶ οἱ σοφοὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μία λογικὴ καὶ τίμια θέληση; Καὶ πῶς τοὺς κάπνισε νὰ βροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη νὰ ποθεῖ κατὰ τρόπο λογικὸ καὶ ὠφέλιμο; Ὁ ἄνθρωπος μόνο ἕνα πράγμα ἔχει ἀνάγκη: νὰ εἶναι ἡ θέλησή του ἐντελῶς ἀνεξάρτητη, ὅσο κι ἂν τοῦ στοιχίζει αὐτή του ἡ ἀνεξαρτησία, ὅσες κι ἂν εἶναι οἱ κακὲς συνέπειες ποὺ συνεπάγεται αὐτό».

Ὁ Ντοστογιέφσκι συνδέει αὐτὴ τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἐλευθερία ἄμεσα μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἠθικῆς. Λέγει καὶ πάλι ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου: «Νομίζω ὅτι ὁ καλύτερος ὁρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἀκόλουθος: ὂν δίποδο καὶ ἀχάριστο. Μὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ὅλο. Δὲν εἶναι αὐτὸ τὸ μεγαλύτερό του ἐλάττωμα. Τὸ μεγαλύτερό του ἐλάττωμα εἶναι ἡ ἐπίμονη ἀνηθικότητά του. Ἐπίμονη ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κατακλυσμὸς ὥς τὴν ἐποχή μας. Ἡ ἀνηθικότητα, καὶ ἑπομένως ὁ παραλογισμός: γιατί ξέρουμε χρόνια καὶ χρόνια τώρα ὅτι ὁ παραλογισμὸς γεννιέται μονάχα ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα. Ρίξτε μία ματιὰ στὴν ἱστορία... Ἕνα μόνο πράγμα δὲν μπορεῖτε νὰ πεῖτε: ὅτι κυβερνᾶ τὸν ἄνθρωπο ἡ λογική... Καὶ νὰ τί συναντᾶ κανεὶς κάθε φορά: παρουσιάζονται στὸν κόσμο ἄνθρωποι πολὺ ἠθικοί, φρόνιμοι, σοφοὶ καὶ φιλάνθρωποι, ποὺ θέτουν σὰν σκοπὸ τῆς ζωῆς τους νὰ γίνουν, ἂν μποροῦν, φρόνιμοι καὶ ἠθικοί. Θὰ 'λεγες πὼς θέλουν νὰ χρησιμέψουν σὰν παράδειγμα στὸ γείτονά τους καὶ νὰ τοῦ ἀποδείξουν ὅτι μπορεῖ πραγματικὰ νὰ ζήσουμε σὰν ἄνθρωποι ἠθικοὶ καὶ φρόνιμοι. Μὰ τί γίνεται κατόπιν; Εἶναι γεγονὸς ἀποδεδειγμένο ὅτι, ἀργὰ ἤ γρήγορα, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους αὐτοὺς στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους διαψεύδουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ ἀφήνουν πίσω τους ὑλικὸ γιὰ ἀνέκδοτα, πολὺ ἐπιλήψιμα καμιὰ φορά». Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι λογικὴ καὶ ἠθικὴ εἶναι ἀλληλένδετα, καὶ τὰ δύο μαζὶ συγκρούονται μὲ τὴν ἐλευθερία: «Ἄχ, κύριοι», ρωτάει ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου, «ποιὰ θέληση, λοιπόν, θὰ ἔχω, ὅταν τὰ πάντα θὰ εἶναι ἕνας πίνακας μονάχα, ἀριθμητικὴ καὶ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα; Εἴτε, λοιπόν, τὸ θέλω εἴτε ὄχι, «δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα» Εἶναι θέληση αὐτό;».

Γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι ἡ ὑποταγὴ τῆς ἐλευθερίας στὴ λογικὴ καὶ τὴν ἠθική, ὄχι μόνο εἶναι ἀδύνατη ἀλλὰ καὶ ἀνωφελὴς καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. «Τὸ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα, αὐτὸ δὲν εἶναι πιὰ ἡ ζωή, εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου», λέει ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου. Ἡ ἐλευθερία εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι αὐτὸ ποὺ διακρίνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα. «Τὰ μυρμήγκια ἔχουν ἕνα οἰκοδόμημα καταπληκτικὸ στὸ εἶδος του: τὴ μυρμηγκοφωλιά. Τὰ ἀξιοσέβαστα μυρμήγκια ἄρχισαν ἀπὸ τὴ μυρμηγκοφωλιὰ καὶ θὰ τελειώσουν ἀσφαλῶς ἐκεῖ, πράγμα ποὺ τοὺς περιποιεῖ μεγάλη τιμὴ γιὰ τὴν ἐπιμονή τους καὶ τὸ θετικό τους πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως... Ὅπως ὁ παίκτης τοῦ σκακιοῦ ἀγαπᾶ μόνο τὸ παίξιμο καὶ ὄχι τὸ σκοπὸ τοῦ παιχνιδιοῦ... Ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ καὶ ὄχι γιὰ τὸ σκοπό της».

Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σταθοῦμε λίγο, γιατί τὰ παραπάνω λόγια μᾶς ἀποκαλύπτουν κάτι σημαντικό: τὴ διαφορὰ μεταξὺ ὀντολογίας καὶ ἠθικῆς Ἂν τὴ λέξη ζωὴ τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ ἐκείνη τοῦ εἶναι, τῆς ὕπαρξης, τότε τὸ νὰ ἐνδιαφέρεται κανεὶς γιὰ τὸ εἶναι, καὶ ὄχι γιὰ τὸ σκοπὸ τοῦ εἶναι, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ θεωρεῖ τὸ εἶναι ὡς τὸ ὕψιστο καὶ ἔσχατο ἀγαθό, καὶ ὄχι ὡς μέσο γιὰ κάποιον ἠθικὸ σκοπό. Ἂν τοποθετήσουμε τὸ θέμα αὐτὸ στὰ πλαίσια τῆς θεολογίας, τὸ καίριο ἐρώτημα τοῦ σκοποῦ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἂν ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ μᾶς κάνει καλύτερους ἀνθρώπους, ἠθικοὺς κ,τ. λ. ἢ γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ ὑπάρχουμε. Ὅλη ἡ δυτικὴ παράδοση βλέπει τὴν Ἐνανθρώπηση ὡς τρόπο ἠθικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑστιάζουν τὸν σκοπὸ τῆς ἐνανθρωπήσεως στὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου ὡς ἀπειλῆς γιὰ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου (Ἀθανάσιος). Ἡ ἐλευθερία γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι εἶναι ὀντολογικὸ καὶ ὄχι ἠθικὸ ζήτημα: ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήσει τὴν ὕπαρξή του ἢ πῶς θὰ τὴ βελτιώσει, ἀλλὰ γι’ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Κυρίλοβ στοὺς Δαιμονισμένους, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ὁ Ντοστογιέφσκι ὠθεῖ τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας στὰ ὑπαρξιακά του ἄκρα: ἐλευθερία σημαίνει ἢ νὰ ἀποδεχθεῖς τὴν ὕπαρξη ὡς δῶρο Κάποιου (τοῦ Θεοῦ) ἢ νὰ ἀρνηθεῖς τὴν ἴδια σου τὴν ὕπαρξη (νὰ αὐτοκτονήσεις), ἂν θέλεις νὰ μὴν ἀποδεχτεῖς τὸν Θεὸ (δηλαδὴ νὰ κάνεις τὸν ἑαυτό σου Θεό).

Ὅλα στὸν Ντοστογιέφσκι παίζονται στὸ ὀντολογικὸ καὶ ὄχι στὸ ἠθικὸ ἐπίπεδο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ θυσιάσει τὸ εἶναι γιὰ τὸ εὖ εἶναι. Καὶ ὁ Χριστὸς δίνοντάς του ἐλευθερία, καὶ ὄχι ψωμὶ ἢ δύναμη ἢ καλοπέραση, σκανδαλίζοντας ἔτσι τὸν Μέγα Ἱεροεξεταστὴ στὴ γνωστὴ σκηνὴ τῶν Ἀδελφῶν Καραμάζοβ, σέβεται τὴν θεόσδοτη αὐτὴ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, (ὅπως π. χ. ὁ ἅγιος Μάξιμος), σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ εἶναι, ἀλλὰ τὸ εὖ εἶναι. Ἡ ἐλευθερία συνίσταται στὴν ἀπόρριψη ἢ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ εἶναι τῆς ὕπαρξης.

Ἀλλὰ ἂν τελικὰ ὁ ἄνθρωπος ἀσκώντας τὴν ἐλευθερία του ἐπιλέξει τὸ εἶναι ἀντὶ τοῦ μὴ εἶναι, δηλαδὴ τῆς αὐτοκτονίας ἢ τοῦ μηδενός, αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι δὲν εἶναι παρὰ τὸ εἶναι τοῦ ἔσχατου παραλογισμοῦ, δηλαδὴ τὴν ὀδύνη καὶ τὸ πάθος. Γράφει πάλι στὸ Ὑπόγειο: «καὶ γιατί εἶστε πεπεισμένοι πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι κανονικὸ καὶ θετικό, καὶ πῶς μόνη ἡ εὐτυχία εἶναι χρήσιμη γιὰ τὸν ἄνθρωπο; Λέτε ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ μόνο τὴν εὐτυχία; Μὰ ἴσως νὰ ἀγαπᾶ ἄλλο τόσο τὸν πόνο. Καὶ μπορεῖ ὁ πόνος νὰ τοῦ εἶναι τόσο χρήσιμος ὅσο καὶ ἡ εὐτυχία... Ὁ πόνος; Μὰ εἶναι καὶ ἡ μόνη αἰτία τῆς συνείδησης... Ἡ συνείδηση βρίσκεται πολὺ πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ δύο καὶ δύο κάνουν τέσσερα... Ὅσο ὀπισθοδρομικὸ καὶ ἂν φαίνεται, σίγουρα (ὁ πόνος) ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ τίποτε».

Γιὰ ν' ἀποφύγει, λοιπόν, κανεὶς τὸ «τίποτε», τὸ μηδέν, τὸ μὴ εἶναι, τὴν αὐτοκτονία, πρέπει νὰ ἐπιλέξει τὸ εἶναι ὡς πόνο. Ὁ Ντοστογιέφσκι δίνει τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι μαζοχιστής. Εἶναι, λοιπόν, καλὸ πράγμα ὁ πόνος; Οἱ ἔννοιες τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν ἔχουν θέση. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τὸν Ντοστογιέφσκι εἶναι τὸ ἀληθινό, ὄχι τὸ ἠθικό. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅλη ἡ ὕπαρξη εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὸν πόνο. Αὐτὸ ποὺ προβληματίζει ἔντονα τὸν Ντοστογιέφσκι εἶναι ἡ ὕπαρξη τοῦ πόνου, καὶ μάλιστα τοῦ ἄδικου πόνου, ὅπως τὸν βλέπομε στὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ κλαῖνε καὶ βασανίζονται χωρὶς νὰ φταῖνε σὲ τίποτε. Αὐτὸν τὸν πόνο καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγκαλιάσει καὶ νὰ κάνει δικό του, ἂν δὲν θέλει νὰ ἐπιλέξει τὸ μὴ εἶναι, τὸ μηδέν.

Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει τὸ εἶναι ὡς πόνο, δὲν κάνει μία ἀναγκαστικὴ ἐπιλογή. Τότε, καὶ μόνον τότε, ἀσκεῖ ἀληθινὰ τὴν ἐλευθερία του. Καὶ τότε, καὶ μόνον τότε, ἡ ἐλευθερία ταυτίζεται ὄχι μὲ τὸ μηδέν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη. Ὁ Ντοστογιέφσκι γίνεται ἔτσι ὁ θεολόγος τῆς ἀγάπης. Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα Ζωσιμᾶ, ἀληθινὴ ἀγάπη εἶναι τὸ «νὰ κάνεις τὸν ἑαυτό σου ὑπεύθυνο γιὰ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ὄντα καὶ γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο».

Δὲν χρειάζεται πολλὴ προσπάθεια γιὰ νὰ ἀνακαλύψει κανεὶς στὶς ἰδέες αὐτὲς τοῦ Ντοστογιέφσκι τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ντοστογιέφσκι θεολογεῖ χωρὶς νὰ τὸ λέγει. Καὶ θεολογεῖ Ὀρθοδόξως, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ὁσίων. Ἂς συνοψίσομε τὴ σκέψη του ὑπὸ τὸ φῶς τῆς θεολογίας.



Θεολογικὴ ἀποτίμηση τοῦ Ντοστογιέφσκι

Ὁ Ντοστογιέφσκι μάχεται τὴν ἠθικὴ γιὰ ἕνα καὶ μόνο λόγο: διότι, ὅπως καὶ ἡ λογική, στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ πιὸ σημαντικὸ χαρακτηριστικό του, χάρη στὸ ὁποῖο διαφέρει ἀπὸ τὰ ζῶα, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία. Αὐτὴ εἶναι ἡ «εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» στὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ μὲ τίποτε δὲν ἐξαλείφεται. Ὁ ἄνθρωπος πάντοτε θὰ ἐπιζητεῖ τὴν ἐλευθερία, ὅσες εὐεργεσίες καὶ ἂν τοῦ προσφέρει ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἠθική.

Ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι αὐτὸ ποὺ στὴ δυτικὴ φιλοσοφία ἐπικράτησε νὰ λέγεται ἐπιλογὴ μεταξύ του καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Μία τέτοια ἐπιλογὴ εἶναι γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκι γελοία, διότι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ εἶναι ἀνάμεικτα στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ἡ ἐλευθερία εἶναι κάτι ὀντολογικό, εἶναι ἡ ἀπόρριψη ἢ ἀποδοχὴ τῆς ἴδιας της ὕπαρξής μας.

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, ἀσκώντας τὴν ἐλευθερία του, ἀπορρίψει τὴν ὕπαρξη, δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία. Ἄν, ἀντιθέτως, ἀποδεχτεῖ τὴν ὕπαρξη, τότε δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸ νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ ὅπως ἀληθινὰ εἶναι, δηλαδὴ ὡς (παράλογη) ὀδύνη, ὡς Σταυρό. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη στὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.

Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ σημαίνει ταύτιση μὲ ὅλους τοὺς πάσχοντας, ἀνάληψη εὐθύνης γιὰ ὅλο τὸν πόνο τῆς κτίσεως, ταύτιση μέχρι θανάτου. Μόνον ἔτσι ἐπέρχεται ἡ λύτρωση ἀπὸ τὸ κακό, ὄχι μὲ τὴν ἠθικὴ καὶ τὴ λογική, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ αὐτοθυσιάζεται. Δὲν πρόκειται περὶ μαζοχισμοῦ, διότι δὲν πρόκειται γιὰ αὐτοϊκανοποίηση τοῦ θυσιασμένου. Πρόκειται γιὰ τὴν διαπίστωση ὅτι ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ νικηθεῖ τὸ κακὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος εἶναι νὰ τὰ ὑποστεῖ κανεὶς ἑκούσια, καὶ τοῦτο πρὸς χάρη τῶν ἄλλων.

Ἔτσι ὁ Ντοστογιέφσκι, ἀσφαλῶς ὄχι τυχαία, ἐπιλέγει ὡς προμετωπίδα τοῦ μεγάλου ἔργου του τὸ εὐαγγελικὸ ρητό: «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, καρπὸν πολὺν φέρει». Ὁ Σταυρὸς δὲν εἶναι αὐτοσκοπός. Τελικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ ἀνάσταση. Ἀλλὰ δὲν φθάνει κανεὶς ἐκεῖ παρὰ περνώντας ἀπὸ τὸ Σταυρό.

Ὁ Ντοστογιέφσκι ἀσκεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πιὸ βαθιὰ καὶ πειστικὴ κριτικὴ στὴ δυτικὴ παράδοση, ποὺ πίστεψε ὅτι μὲ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ὀρθὴ πράξη (ἠθικὴ) καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴ ὀργάνωση τοῦ κόσμου θὰ ἐξαλείψει τὸ κακό. Ὁλόκληρος ὁ 20ος αἰώνας μὲ τοὺς πολέμους καὶ τὴ φρίκη τῆς ἀπανθρωπιᾶς του ἀπέδειξε πόσο δίκαιο εἶχε ὁ Ντοστογιέφσκι στὴν κριτικὴ αὐτή.

Τὸ μήνυμά του ὑπῆρξε προφητικὸ καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι τέτοιο. Ὁ Ντοστογιέφσκι εἶναι, πάνω ἀπὸ ὅλα, θεολόγος. Ἀντλεῖ ἀπὸ τὴ μοναστική, κυρίως, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλὰ καὶ ἀποπνέει τὸ ἄρωμα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας. Ἀλλά, ἂς τὸ ὁμολογήσουμε μὲ λύπη, ἡ σύγχρονη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καὶ ἡ θεολογία της δείχνουν νὰ προτιμοῦν συχνὰ τὴ λογικὴ καὶ ἠθική τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστῆ.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου