Ἰδιαίτερα τὸ Βυζάντιο, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἡ ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα, δέχθηκε τὰ πυρὰ τῶν μελετητῶν αὐτῶν, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν δίστασαν νὰ γυρίσουν πίσω στὴν ἐποχὴ τοῦ Γίββωνα, ὅταν τὸν θεωροῦσαν «Bas Empire» (Ὑστέρα Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία), ὑποτιμῶντας τὴν προσφορά του καὶ διαστρέφοντας τὰ χαρακτηριστικά του. Ἂν εἶναι δυνατὸ τώρα πιὰ μετὰ ἀπὸ τόσες ἐπιστημονικὲς ἐργασίες νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται ἡ ἀξία. Ὄχι μόνο στὸν ἰδιαίτερα προβλημένο τομέα τῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ στὸν χῶρο τῆς φιλολογίας, τῆς ὑμνογραφίας καὶ ποιήσεως, τῆς διπλωματίας, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καὶ ἄλλων πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων. Ὅταν μάλιστα τὸν πολιτισμὸ του τὸ Βυζάντιο δὲν τὸν κράτησε ζηλότυπα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν διέδωσε πρὸς ὅλες τὶς γεωγραφικὲς κατευθύνσεις. Ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ Εὐρώπη χρωστάει στὸ Βυζάντιο πολλά. Δὲν τὰ ἰσχυριζόμαστε ἐμεῖς αὐτά. Τὰ ἀναγνωρίζουν οἱ ἐγκυρότεροι ξένοι βυζαντινολόγοι.
Ξεχωριστὰ μὲ τὸ θέμα ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ «σπουδαιότερος, κατὰ τὸν Α. Μουστακίδη - Μεσεμβρινὸ, ἐκπρόσωπος τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν στὴ μεταπολεμικὴ Σουηδία κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φωτισμένους ἡγέτες τοῦ σημερινοῦ σκανδιναβικοῦ οὑμανισμοῦ», ὁ Ἄλμπερτ Βίφστραντ (1901-1961) στὸ μελέτημά του «Τὸ βυζάντιο καὶ ἡ Εὐρώπη», ποὺ ὁ Μυστακίδης μετέφρασε στὴ γλώσσα μας μαζὶ μ' ἕνα ἄλλο κείμενό του («Ἡ ἀληθινὴ ἀρχαιότητα κι ἐμεῖς») καὶ παρουσίασε τὸ 1966 σ' ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι μὲ τὸν τίτλο «Δύο μελετήματα» τοῦ Ἄλμπερτ Βίφστραντ ( Ἑλληνοσκανδιναβικὴ Βιβλιοθήκη). Στὴν περισπούδαστη αὐτὴ ἐργασία ὁ Σουηδὸς σοφός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ τῶν Σλάβων καὶ τὴ συγκράτηση τῆς ἀραβικῆς ἀπειλῆς, ποὺ ἔδωσε στὴν Εὐρώπη τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτυχθεῖ, ἀναγνωρίζει στὸ Βυζάντιο τόσα πολλὰ καὶ σημαντικά, ποὺ ἐλάχιστα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχομε προσέξει. Ἀπανθίζομε ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ αὐτά:
Ξεχωριστὰ μὲ τὸ θέμα ἔχει ἀσχοληθεῖ ὁ «σπουδαιότερος, κατὰ τὸν Α. Μουστακίδη - Μεσεμβρινὸ, ἐκπρόσωπος τῶν ἑλληνικῶν σπουδῶν στὴ μεταπολεμικὴ Σουηδία κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ φωτισμένους ἡγέτες τοῦ σημερινοῦ σκανδιναβικοῦ οὑμανισμοῦ», ὁ Ἄλμπερτ Βίφστραντ (1901-1961) στὸ μελέτημά του «Τὸ βυζάντιο καὶ ἡ Εὐρώπη», ποὺ ὁ Μυστακίδης μετέφρασε στὴ γλώσσα μας μαζὶ μ' ἕνα ἄλλο κείμενό του («Ἡ ἀληθινὴ ἀρχαιότητα κι ἐμεῖς») καὶ παρουσίασε τὸ 1966 σ' ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι μὲ τὸν τίτλο «Δύο μελετήματα» τοῦ Ἄλμπερτ Βίφστραντ ( Ἑλληνοσκανδιναβικὴ Βιβλιοθήκη). Στὴν περισπούδαστη αὐτὴ ἐργασία ὁ Σουηδὸς σοφός, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Ρωσίας καὶ τῶν Σλάβων καὶ τὴ συγκράτηση τῆς ἀραβικῆς ἀπειλῆς, ποὺ ἔδωσε στὴν Εὐρώπη τὴ δυνατότητα νὰ ἀναπτυχθεῖ, ἀναγνωρίζει στὸ Βυζάντιο τόσα πολλὰ καὶ σημαντικά, ποὺ ἐλάχιστα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔχομε προσέξει. Ἀπανθίζομε ἐδῶ μερικὰ ἀπὸ αὐτά:
1. «Ἂν σκεφτοῦμε ποιὰ ἦταν ἡ ὄψη τῆς ὑπόλοιπης Εὐρώπης κατὰ τὸν Θ΄ καὶ Ι΄ αἰώνα, βλέπουμε καθαρά, ὅτι γιὰ κάμποσα ἑκατόχρονα ὡς τὰ μέσα τοῦ ΙΑ΄ αἰώνα τὸ Βυζαντινὸ κράτος ὑπῆρξε χωρὶς σύγκριση ἡ σπουδαιότερη πολιτιστικὴ δύναμη τῆς Εὐρώπης, κι ἀσφαλῶς τὸ γνώριζαν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Βυζαντινοὶ» (1).
2. «Τὰ παλαιότερα νομίσματα τῆς Σκανδιναβίας μιμοῦνται τὰ βυζαντινά. Οἱ συγκοινωνίες μας μὲ τὴ δυτικὴ καὶ νότια Εὐρώπη σὲ ὁρισμένες περιοχὲς δὲν ἦταν τόσο συχνὲς ὅσο ἦταν μὲ τὴ βυζαντινὴ νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Πιὸ ὕστερα, ὅταν βρεθήκαμε ὁλότελα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, τὰ πράγματα ἄλλαξαν καὶ ἡ πνευματική μας ζωὴ δέθηκε πιὸ στενὰ μὲ τῆς νοτιοδυτικῆς καὶ νότιας Εὐρώπης»(2).
3. «Οὔτε αὐτὴ ἡ δυτικὴ καὶ νότια εὐρωπαϊκὴ πνευματικὴ ζωὴ ἀναπτυσσόταν ἐντελῶς χωρὶς τὴν ἐπίδραση τῆς βυζαντινῆς, ὅπως φανταζόμαστε. Στὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας στὸ Βυζάντιο τοῦ Ζ΄ αἰ., ὅταν οἱ αὐτοκράτορες προσπαθοῦσαν νὰ βγάλουν τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες καὶ τὰ μοναστήρια, πολλοὶ καλόγεροι ἔφυγαν στὴ Ρώμη καὶ διέδωσαν ἐκεῖ τὴ γνώση γιὰ τὴ βυζαντινὴ λογοτεχνία καὶ τέχνη, καὶ ἡ νότια Ἰταλία γιὰ κάμποσο καιρὸ ξαναγύρισε στὴν κυριαρχία τῶν Βυζαντινῶν. Τὸν ΙΑ΄ αἰ., ἕνας ἡγεμόνας στὸ Μόντε Κασσίνο , ποὺ ἦταν ἀκόμη ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τῆς Ἰταλίας, ἔφερε μερικοὺς Ἕλληνες ζωγράφους γιὰ τὸ στόλισμα τοῦ καθολικοῦ. Καὶ στὴ Βενετία ἡ καλλιτεχνικὴ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἰσχυρὴ ὡς τὸν ΙΔ΄ αἰ.» (3).
4. «Ἡ πνευματικὴ ἀκτινοβολία τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν Εὐρώπη στάθηκε σπουδαία, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει κανεὶς γιὰ πνευματικὴ ἐπίδραση ἀπὸ τὴ δυτικὴ Εὐρώπη πρὶν ἀπὸ τὰ 1200 περίπου»(4).
5. «Θέλοντας νὰ γράψω μία ἔκθεση πάνω στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, ἄρχισα νὰ μελετῶ βαθύτερα τὴ βυζαντινὴ λογοτεχνία, καὶ ἔνιωσα μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ πολλὲς εὐχάριστες ἐκπλήξεις. Ἔπειτα προσπάθησα νὰ ἐνημερωθῶ στὴν τωρινὴ κατάσταση τῶν ἱστορικῶν ἐρευνῶν, καὶ πρόσεξα πὼς καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐπιστήμη ἔφτασε σὲ μία πιὸ δίκαια ἀντίληψη τῆς σημασίας καὶ τῆς προσφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν. Τοὺς πλησίασα ξεκινώντας ὄχι μὲ βάση τὴ μεσαιωνικὴ ἱστορία τῆς Δύσης, μήτε τὴ νεοελληνικὴ ἐποχή, παρὰ ἀπὸ τὴν ἀντίθετη μεριά, τὴν ἀρχαιότητα. Τέλος θέλω νὰ ἐπαναλάβω ὅτι Βυζαντινοὶ μεταβίβασαν τὸν ἀρχαῖο πολιτισμό, δὲν τὸν διέλυσαν, καὶ τὸ μετέδωσαν σὲ πολὺ μεγαλύτερη κλίμακα ἀπὸ τὸ δυτικὸ κόσμο στὸ διάστημα τοῦ Μεσαίωνα» (5).
Καὶ στὴν τελευταία αὐτὴ παρατήρησή του ὁ Σουηδὸς ἐπιστήμονας ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο, γιατί δὲν ἦταν μόνο ἡ Εὐρώπη ποὺ ποικιλότροπα ὠφελήθηκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Καὶ οἱ Ἄραβες τοῦ χρωστοῦν πολλά. Τὰ καταγράφει προσκομίζοντας πλούσια ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ὁ Αἰγύπτιος Ἑλληνιστὴς Ἀλὺ Νοὺρ στὴ διδακτορική του διατριβὴ «Τὸ Κοράνιον καὶ τὸ Βυζάντιον», ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1970. Συνοψίζουμε τὰ πιὸ σημαντικά:
1. «Ὁ χριστιανικὸς κόσμος ἐβασίζετο τότε κυρίως εἰς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ἕνεκα τῆς βυζαντινῆς ἐκκλησίας. Ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησία ἐτροφοδότει τὰς ἄλλας ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Ἀσίας μὲ ἱεραπόστολους, ἐπισκόπους καὶ ἄλλους κληρικούς. Ἀλλὰ καὶ στοὺς αἱρετικοὺς ἀκόμη ἡ βυζαντινὴ ἐκκλησία ἐφοδίαζε διὰ πλείστων θρησκευτικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν στοιχείων, ὁρισμοὶ τῶν ὁποίων ἔμειναν ἀπαραλλάκτως εἰς πολλὰς ξένας γλώσσας. Εἰς τὴν ἀραβικὴν διάλεκτον τῆς Ὑεμένης ἐνεφανίζοντο λέξεις μὲ καθαρῶς ἑλληνικὰς ρίζας. Ἡ δὲ ἀραμαϊκὴ, ἥτις μετωνομάσθη συριακὴ κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς αἰῶνας, περιέχει ἱκανὰ στοιχεῖα μαρτυροῦντα μεγάλη ἑλληνικὴν ἐπίδρασιν». (6).
2. «Ἐξ αἰτίας τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν στενῶν σχέσεων πρὸς τὸ Βυζάντιον, ὄχι μόνον οἱ Ἀραμαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Ἰνδοὶ καὶ ἄλλοι λαοὶ ἦλθον εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα» (7).
3. «Ὑπάρχει φιλολογικὴ σχέσις μεταξύ τοῦ κορανικοῦ κειμένου καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ της Ἁγίας Γραφῆς. Βάσει αὐτῆς τῆς σχέσεως εἶναι εὔκολον νὰ ἀνιχνεύσωμεν τὴν κορανικὴν ἀπόδοσιν τῶν κυριωτέρων θεμάτων ἅτινα ἐπλούτισαν τὴν ἀραβικὴν γλῶσσαν καὶ ἐδημιούργησαν ἐνδιαφέρον διὰ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα» (8). Οἱ ἐπιδράσεις αὐτὲς ἀναφέρονται κυρίως στὸ ζήτημα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, στὸ ζήτημα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, σὲ Προφῆτες καὶ Ἀποστόλους.
4. «Ἐκτὸς τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑπάρχουν εἰς τὸ Κοράνιον θρησκευτικοὶ θρύλοι καὶ ἁγιολογικαὶ παραδόσεις, αἵτινες εὐκόλως παραλληλίζονται πρὸς γραφέντα πρὸ τοῦ Ἰσλὰμ ἑλληνικὰ κείμενα (9). Τὰ κείμενα αὐτὰ εἶναι ἡ ψευδοκαλλισθένειος φυλλάδα (Θρύλοι τοῦ Μεγαλέξαντρου ), βυζαντινοὶ νόμοι καὶ ἀσκητικὰ κείμενα, βίοι ἁγίων, ὕμνοι καὶ πατερικοὶ λόγοι.
5. «Εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνιχθευθοῦν εἰς τὸ κορανικὸν κείμενο αἱ ἑξῆς ἀραβοελληνκαὶ λέξεις: χυντὰρ - ὕδωρ, χούντα-ὠδή, χοὺτ -κῆτος, τ(θ) οὔγκρα -θύρα, δέφυρα -γέφυρα, ἰγγὶλ - εὐαγγέλιον , ἰβλὶς -διάβολος, οὐαρ (ἰ)κ- ἀργύριον , σοὺρ -συσσωρεύω, Φὲ(ι)ρνταους -Παράδεισος, Μαγοὺς -Μάγοι, Γκὶν -Γὲν (πνεῦμα ἢ ἀόρατον ἢ καλυπτόμενον διὰ μανδύου ), κιρτάς -χάρτης, κίστ - justus (δίκαιος), κιστάς - εὐθύτης, ζυγός, δικαιοσύνη, ζούχρουφ -ζωγραφική, μιθὰκ -ἡ ρίζα, θὰκ -θήκη, διαθήκη, χουάρι -ἱερεύς, νούχα -νοῦς, μποὺργκ -πύργος, κούρα-χώρα, θάρα - terra (γῆ), Ἰουνᾶς -Ἰωνάς, ντία -φῶς Διός, Θεός, λάμψις κ.λπ.» (10).
6. «Μεταξὺ τῶν καλλιγράφων, οἵτινες ἔδωσαν εἰς τὴν ἀραβικὴν γραφὴν τοὺς γνωστοὺς μέχρι σήμερον χαρακτήρας, ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Ἄμντ ἐρ Ρούμι (ὁ Ρωμαῖος), ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι καὶ πλεῖστοι ἄλλοι δὲν ἦσαν Ρωμαῖοι, ἐφ' ὅσον αἱ τέχναι αἱ σχετικαὶ μὲ τὰ βιβλία ἦσαν ἀνεπτυγμέναι εἰς τὸ Βυζάντιον» (11).
7. Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ὑπῆρξαν πολλοὶ Ἄραβες γραμματικοί, ἑρμηνευτὲς τοῦ Κορανίου, ἱστορικοὶ καὶ νομικοὶ (12).
8. «Ἡ ἑλληνικὴ φυσιογνωμία διαφαίνεται καὶ εἰς τὰ ἀραβικὰ γράμματα ἐπὶ 14 αἰώνας καὶ ἀποτελεῖ μέχρι σήμερον παρθένον καὶ ἀξιόλογον θέμα ἐρεύνης » (13).
Ὁ Ἀλὺ Νοὺρ κατακλείει τὴ μελέτη του μὲ τοὺς στίχους «ἑνὸς μεγάλου δι' ἡμᾶς ποιητοῦ, ὅστις ἔζησε τὴν ἱστορικὴν ἑλληνοαραβικὴν ἀνάμειξιν», τοῦ Ἴμπν ἐρ -Ρούμι (: ὁ γιὸς τοῦ Ρωμαίου). Ἀξίζει νὰ τοὺς μεταφέρωμε στὴν ζωντανή μας γλώσσα:
Ἐμεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδας
τὴ σοφία μονοπωλοῦμε,
τὴ δόξα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνδρεία.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Μαουάλι εἶμαι,
Ὅμως ἡ καταγωγή μου εἶναι
τὸ ἔνδοξο Βυζάντιο.
Πατέρες ἔχω τὸν Θεόφιλο
καὶ τοὺς σοφοὺς Ἕλληνες.
Δὲν μὲ γέννησε Ράβαι τῆς ἐρήμου
οὔτε κανένας ἀπ' τοὺς νομάδες.
Εἶμαι παιδὶ τοῦ Ἴωνα,
τοῦ πατέρα τῶν βασιλιάδων.
Ἡ θέση μου πρέπει
νά ’ναι ψηλὰ κοντὰ στοὺς βασιλιάδες.
Κατέχω τὴ διάνοια καὶ τὴν κρίση
καὶ στὴ γλώσσα τῶν Ἀράβων, γιὰ νὰ γίνω κριτής.
Μοῦ ταιριάζει νὰ γίνω ἡγέτης
καὶ στὰ γράμματα κριτής.
Οἱ στίχοι αὐτοὶ μιλᾶνε πιὸ εὔγλωττα ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο στοιχεῖο καὶ γιὰ τὴ βυζαντινὴ ἐπίδραση καὶ γιὰ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ Βυζαντίου στοὺς Ἄραβες. Τεράστια, ἐξ ἄλλου, καὶ εὐρύτατα γνωστὴ ὑπῆρξε ἡ ἐκπολιτιστική του προσφορὰ στοὺς Ρώσους καὶ στοὺς Σλάβους, στοὺς ὁποίους μετέδωσε μέσω τῆς Ἐκκλησίας τὴν τέχνη καὶ ἄλλα πολιτιστικὰ στοιχεῖα. Χαρακτηριστικὰ εἶναι ὅσα ὁ Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Βλάσιος Φειδᾶς, ποὺ ἔχει ἰδιαίτερα ἀσχοληθῆ μὲ τὶς βυζαντινὲς ἐπιδράσεις στοὺς σλαβικοὺς λαούς, παρατηρεῖ στὴ διδακτορική του διατριβὴ « Ἡ πρώτη ἐν Ρωσίᾳ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ αἱ ρωσικαὶ πηγαὶ»:
«Ἡ ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου ἀποδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τῶν Ρώσων ὡδήγησε τούτους εἰς τὴν σφαῖραν τῆς ἐκκλησιαστικῆς τοῦ Βυζαντίου ἐπιδράσεως καὶ ἐχάραξε τὰ μελλοντικὰ πεπρωμένα τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ...Διὰ τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ παρὰ τοῖς βαρβάροις λαοῖς, οὗτοι περιήρχοντο ἀποφασιστικῶς εἰς τὴν σφαῖρα τῶν βυζαντινῶν ἐπιδράσεων, τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ βυζαντινοῦ πνεύματος, καὶ καθίσταντο, ἐκτὸς τινῶν ἐξαιρέσεων, στενοὶ φίλοι τῆς Αὐτοκρατορίας» (14).
(1) Ἄλμπερτ Βίφστραντ : Δύο μελετήματα, μτρφ. Α. Μυστακίδη, Ἑλληνοσκανδιναβικὴ Βιβλιοθήκη, 1966, σέλ. 48.
(2) ὅπ. παρ. σελ. 50.
(3) ὅπ. παρ. σελ. 51.
(4) ὅπ. παρ. σελ. 53.
(5) ὅπ. παρ. σελ. 64.
(6) Ἀλὺ Νοὺρ , Τὸ Κοράνιον καὶ τὸ Βυζάντιον , Ἀθῆναι, 1970, σελ. 45.
(7) ὅπ. παρ. σελ. 46.
(8) ὅπ. παρ. σελ. 54.
(9) ὅπ. παρ. σελ. 63.
(10) ὅπ. παρ. σελ. 78-79.
(11) ὅπ. παρ. σελ. 86.
(12) ὅπ. παρ. σελ. 85-91
(13) ὅπ. παρ. σελ. 94.
(14) Βλ. Ἰω. Φειδᾶ: Ἡ πρώτη ἐν Ρωσίᾳ ἐκκλησιαστικὴ ἱεραρχία καὶ αἱ ρωσικαὶ πηγαὶ, Ἀθῆναι, 1966, σελ. 11 κ. ἑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου