Πολλάκις ερωτώμεθα περί πόνου, ποίαν θέσιν και σημασίαν έχει εις την ζωήν τού ανθρώπου είτε γενικώς είτε μερικώς, ιδίως δε εις τας ημέρας μας, όπου φαίνεται, ότι πλεονάζει. Και τούτο μεν έχει λεπτομερώς ερμηνευθή υπό των Πατέρων μας, ώστε να μη γεννάται καμμία απορία, αλλ’ επειδή το πατερικόν πνεύμα δεν είναι τόσον προσιτόν εις τα κοινωνικά στρώματα, όπου και η δοκιμασία τού πόνου πλεονάζει, αναφέρομεν συντόμως κάτι σχετικόν με το ενδιαφέρον αυτό θέμα προς παρηγορίαν τών ενδιαφερομένων.
Ο πόνος αντίκειται εις την θέλησιν του ανθρώπου, εκβιάζει την προαίρεσιν, επιβάλλεται διά της βίας επί του σώματος ή επί της ψυχής και κατατυραννεί. Η φύσις τού πόνου είναι βεβαίως μία, αι μορφαί όμως και η έντασις αυτού ποικίλλουν, εξικνουμένων έως της καταλύσεως και αυτών των όρων τής ζωής. Εν τοιαύτη περιπτώσει, καλώς χαρακτηρίζουν τινές τον πόνον ως μόριον του θανάτου, δηλαδή της προσκαίρου ζωής.
Ο πόνος δεν έχει φυσικήν θέσιν εις την ζωήν τού ανθρώπου, ή μάλλον δεν είχε, ουδέ καν υπήρχεν, εφ’ όσον απέχει «οδύνης, λύπης και στεναγμού» η αποκατάστασίς μας εις την μέλλουσαν ζωήν, όπου ήτο και η αρχή τής πλάσεώς μας. Άρα λοιπόν η ύπαρξις του πόνου είναι μεταπτωτικόν παράσιτον και προϊόν τής εξορίας μας αυτής, η οποία ως κανών αποτελεί τρόπον τινά έκτισιν ποινής, όπως συμβαίνουν τα δεινά εις τους εν εξορία όντας.Και αυτή μεν είναι η έξωθεν φαινομένη μορφή του πόνου. Η αφανής όμως και κρυπτή του ιδιότης είναι διαφορετική και ενδιαφέρουσα, ως μεγίστη φιλοσοφία, και κατ’ εξοχήν δυναμένη ν’ αναβιβάση τον άνθρωπον εις τον ύψιστον βαθμόν τής τελειότητος και επιτυχίας του καθολικού του σκοπού. Όπως αρχικώς είπαμε, πόνος, θλίψις ή οδύνη είναι αυτό, που δεν το θέλομε, που το αρνούμεθα και που το αποστρεφόμεθα, όταν δε έρχεται μας καταπονεί. Εκ διαμέτρου δε πάλιν, ό,τι μας αρέσει και θέλομε και προαιρούμεθα, μας χαροποιεί και ικανοποιεί και ηδύνει και προκαλεί ανάπαυσιν. Οδύνη λοιπόν αφ’ ενός και ηδονή αφ’ ετέρου είναι τα αποτελέσματα των δύο διαφορετικών καταστάσεων. Η θλίψις και ο πόνος έλαβαν την αρχήν των από της πτώσεως της φύσεώς μας κατά δύο εξ ίσου σκληρούς τρόπους: πρώτον ως εκ Θεού επιτίμησις, «εν λύπαις και ιδρώτι του προσώπου σου…» και «πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου…», και δεύτερον ως φυσικόν επακόλουθον εκ της στερήσεως του άκρου αγαθού και εφετού, του οποίου εστερήθημεν χωρισθέντες εξ αυτού. Απ’ αρχής, άρα, της υπάρξεώς μας ευρισκόμεθα συνεζευγμένοι εις το πονηρότατον αυτό άρμα τού πόνου και του κόπου «Έως του επιστρέψαι ημάς εις την γην εξ ής ελήφθημεν».
Δεν ενδιαφέρει όμως εμάς τώρα η φυσική ανάλυσις των τόσο γνωστών εις ημάς πραγμάτων, αλλ’ η εκ τούτων πηγάζουσα φιλοσοφία, ή και — να πη κανείς — εμπορία, καθ’ ήν εξαγοράζομεν αυτήν την ζωήν μας και τον θρίαμβον. Όπως και πριν ο στόχος τής ενεργείας μας, που επροστάχθημεν εκ Θεού ήτο το «εργάζεσθαι και φυλάσσειν», ούτω και τώρα εν τη αναπλάσει ημών υπό του αυτού ως ανακαινιστού είναι ο αυτός, «το εργάζεσθαι και φυλάσσειν». Ίσως να ερωτήση κανείς, τι; Όπως τότε την εντολήν, και τώρα βεβαίως πάλιν τας εντολάς με την εξής μόνον διαφοράν, ότι τότε έχουσα η φύσις την αρχικήν της απλότητα και ακεραιότητα είχεν εκ φύσεως το αγαθόν και ευθές και άπλαστον με μόνον θέλημα και κίνημα το του Θεού και Πατρός ημών, του οποίου η χάρις έτερπε και καθίστα ευδαίμονα τον άνθρωπον. Ενώ τώρα η διαβολική απάτη και κακουργία παραπλανήσασα τον άνθρωπον εκ της αρχικής του θέσεως εις το σύνθετον και περίεργον και πονηρόν, τον κατεδίκασε εις «εγκειμένην επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» διάθεσιν και εις τα επακόλουθα αυτής. Και η μεν φύσις διεστράφη, αποστάσα της θείας υποταγής και θεωρίας, η εντολή όμως «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» μένει και εδώ ευρίσκομεν την αρχήν τού νήματος, πόθεν και προς τι ο πόνος.
Η διαφθαρείσα πλέον φύσις ημών λογιζομένη, επιθυμούσα και ενεργούσα πονηρώς είχε χρείαν θεραπείας αναλόγου, «ίνα μη το χολόν εκτραπή, ιαθή δε μάλλον», όπως και εθεράπευσεν ο Θεός Λόγος, γενόμενος όπερ εσμέν. Άλλα — ω βάθος πλούτου, και σοφίας και ελεημοσύνης τού Σωτήρος ημών Θεού! — δεν ηύξησε την απαίτησιν αφ’ ημών μετά την θείαν του κένωσιν, αλλ’ αφήκεν την ιδίαν ως και πρότερον εντολήν, «εργάζεσθαι και φυλάσσειν»! Η εντολή Αυτού είναι άρα το φάρμακον το θεραπεύον την αρρωστημένην παρά—φύσιν! Η «εγκειμένη επί τα πονηρά» διάθεσις απώλεσε τους φυσικούς νόμους τής πίστεως, της δικαιοσύνης, της αληθείας και των συναφών εναρέτων καταστάσεων, και αντ’ αυτών αναβρύει την απιστίαν, την αδικίαν, το ψεύδος, την απάτην και όσα «εστίν αισχρόν και λέγειν» ή φαντάζεσθαι. Η δοθείσα θεία εντολή, η οποία δεν αποτελεί εν απλούν πρόσταγμα κυρίου προς υποτελείς, είναι πολλαπλώς ιαματική και σωτήριος και — τρόπον τινά — η βαλβίς τής υποστάσεώς μας και επομένως δι’ αυτήν και μόνον «οφείλομεν φυλάσσειν οδούς σκληράς».
Εντεύθεν η πάλη, εξ ής ο αγών και η ύπαρξις του πόνου. Θέλοντος του ανθρώπου ποιείν το καλόν, το κακόν παράκειται, διότι «ο εν τοις μέλεσι νόμος, ο αντιστρατευόμενος τω νόμω τού νοός» και της προθέσεώς μας, μας αιχμαλωτίζει εις τον νόμον τής παραφύσεως! Μη υποτασσομένων δε ημών, δημιουργείται η διελκυνστίς και ιδού η θλίψις και ο πόνος. Εάν δε προκόψωμεν εις υψηλοτέραν γνώσιν και πίστιν, επαυξάνει και η αγωνία περισσότερον και επαληθεύει το γραφικόν «ο τιθείς γνώσιν προστίθησιν άλγημα».
Κατά τον συντόμως περιγραφέντα τρόπον αυτόν είναι η μία μορφή τού πόνου γενικώτερον. Η δευτέρα όμως μορφή αυτού είναι διαφορετική ως μη εκούσιος αλλ’ αλλαχόθεν πεμπομένη. Όσοι εκ των ανθρώπων συλλάβουν το νόημα του προορισμού των και δι’ ορθής πίστεως και υποταγής προς τας θείας εντολάς βιάζονται αντιπαλαίοντες προς την βίαν της διαστροφής, δεν θα αναγκάσουν την συντηρούσαν πατρικήν τού Θεού πρόνοιαν να επιβάλη την ισχύουσαν ποινήν, κατ’ αντίθεσιν προς το «εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαις, των μη εγγιζόντων προς σε». Όστις εξ απιστίας ή απροσεξίας ή ραθυμίας ή άλλης προφάσεως ανθίσταται, είτε μερικώς είτε ολικώς, εις τας θείας εντολάς κατ’ ανάγκην θα γευθή τας λεγομένας υπό των Πατέρων μας «συμβατικάς επιφοράς», δηλαδή τας οικονομικάς εγκαταλείψεις και παιδείας. Εδώ ευρίσκεται όλος ο δαίδαλος των θλίψεων και του πόνου εις όλην του την έκτασιν. Τότε «τις σοφός και φυλάξει ταύτα και συνήσει τα ελέη τού Κυρίου»; Εδώ όντως συμβαίνουν μυστήρια μυστηρίων τής δικαιοσύνης και των αποκρύφων τού Θεού κριμάτων.
Επειδή ο αγαθός ημών Δεσπότης γνωρίζει ότι η αποστασία μας προς τους κανόνας τού «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» δεν είναι εξ απολύτου αρνήσεώς μας εις το πανάγιόν του θέλημα, αλλ’ οφείλεται κυρίως εις άγνοιαν ή απειρίαν, εξ ών κατ’ ακολουθίαν γεννάται αδυναμία, επεμβαίνει πατρικώς διά πολυτρόπων μέσων παιδευτικών προς βιασμόν ημών και, αναλόγως της δυστροπίας εκάστου, επιφέρει και την αρμόζουσαν ποινήν. Ιδού η θλίψις και ο πόνος. Θλίψεις, πικρίαι, αποτυχίαι, υποτιμήσεις, ύβρεις, απογοητεύσεις εκ των έσωθεν και των έξω, συμπτωματικά τραύματα, ασθένειαι ενίοτε μακραί και οδυνηραί, εγκαταλείψεις και εκ των πλέον στενών και οικείων, και το έσχατον πάντων και αυτός ο θάνατος είναι τα προϊόντα των «συμβατικών επιφορών». Εμπλακείς εις την σκληράν αυτήν μοίραν τού κυκεώνος τών δεινών ο σκληρυνθείς προς υποταγήν εις το θείον θέλημα άνθρωπος και, μη δυνάμενος να εύρη παρηγορίαν ούτε και εξ αυτής του της γνώσεως ή της λογικής του, επιστρέφει κατ’ ανάγκην εις τον μόνον δυνάμενον σώζειν Σωτήρα αυτού Θεόν και κράζει μετά συντριβής και πόνου: «ήμαρτον εις Σε Σωτήρ ως ο άσωτος υιός, δέξαι με πάλιν μετανοούντα και ελέησόν με ο Θεός».
Ο τρόπος αυτός της θείας παιδεύσεως, όπως εμάθαμεν από τους οσιωτάτους Πατέρας μας, είναι τόσον απαραχάρακτος και σκληρός, ώστε είναι αδύνατος η ανακοπή του άνευ ολοκληρωτικής εφαρμογής εις τους «μη βουλομένους συνιέναι».
Εις τον μέγαν λαβύρινθον των ανθρωπίνων ατελειών, αι οποίαι δεν έμειναν μόνον ως φυσικαί, συγκαταλέγονται και αι παρείσακτοι, δυστυχώς, εκ των αθλίων συνθηκών τής καθημερινής ζωής, αι οποίαι ωθούν τον ταλαίπωρον άνθρωπον εις την επανάληψιν των άπαξ και δις και πολλάκις γενομένων σφαλμάτων και παραβάσεων. Αυτό είναι όντως το τραγικώτατον της συμφοράς, οπότε μετά πικρίας ακούεται το γραφικόν «ιατρεύσαμεν την Βαβυλώνα και ουκ ιάθη»! Αλλά μη γένοιτο, Κύριε των Δυνάμεων Ιησού Χριστέ, η εκ μέρους μας βαρύτης και ολιγοψυχία να συνεχίζεται. Δος ημίν, κατά το έλεός σου, θείον φωτισμόν και δύναμιν προς υποδοχήν των θείων σου κριμάτων, είτε οικονομικών είτε παιδευτικών, όπως συνιώμεν και φυλάξωμεν και ιαθώμεν και υποταγώμεν εξ ολοκλήρου εις το πανάγιόν σου θέλημα, «ότι εν αυτώ ζωή εστι» και αυτός είσαι η ζωή των ανθρώπων και το φως, ο οποίος εις τον κόσμον ελήλυθας και δεν σε ηγάπησαν πάντες οι άνθρωποι, αλλ’ επροτίμησαν μάλλον το σκότος ή σε, το αληθινόν φως!
Όστις βούλεται ν’ απαλλαγή από την οδυνηράν πείραν τών συμβατικών τούτων επιφορών και να λυτρωθή από την αισχύνην τού παραδειγματισμού, βιάζεται να τηρήση την συνείδησιν, και ολισθαίνων ανίσταται διά της συντόμου μετανοίας. Αλλιώς, υποχρεούται να υπομένη αγογγύστως τα επερχόμενα δεινά, ευχαριστών την φιλάνθρωπον τού Θεού οικονομίαν, η οποία υπό μορφήν εξοφλήσεως των οφειλομένων πραγματεύεται την σωτηρίαν μας.
Υπάρχουν ασφαλώς και αι δοκιμαστικοί θλίψεις, παραχωρούντος του Θεού, εις τας εναρέτους ψυχάς, για ν’ αποκαλυφθούν τίνες είναι προς ωφέλειαν του κόσμου. Ενίοτε παραχωρούνται είς τινας προς αναχαιτισμόν μελλόντων σφαλμάτων, τα οποία εν τη αγνοία ή εμπαθεία του θα έπραττεν ο άνθρωπος, εάν δεν τον προελάμβανε ο τεχνευθείς υπό του Θεού πειρασμός. Υπάρχουν και οι κατ’ οικονομίαν αναλαμβανόμενοι υπό άλλων ξένοι πειρασμοί και θλίψεις, όπως οι πειράζοντες τους πειραζομένους, οι αδικούντες τους αδικουμένους, οι συκοφαντούντες τους συκοφαντουμένους. Αντιστρόφως, αναλαμβάνουν τα βάρη και τους πειρασμούς των τέκνων οι πνευματικοί πατέρες, οι προσευχόμενοι υπέρ των ευχομένων και γενικώς οι συμπάσχοντες τοις πάσχουσι.
Δεν είναι βεβαίως εύκολον εις τον απλούν άνθρωπον να εισδύση εις την λεπτομέρειαν των αβυσσαλέων του Θεού κριμάτων, όπου και έγκειται ο πνευματικός νόμος. Προτιμότερον είναι να υπομένη κανείς καρτερικώς και αγογγύστως τα επερχόμενα δεινά ευχαριστών την σωστικήν πρόνοιαν του Θεού και στοργήν, ο οποίος οδηγεί τους πάντας προς επιστροφήν και σωτηρίαν. Γενικώς οι Πατέρες τονίζουν ιδιαιτέρως, ότι κάθε πειρασμός, ως θλίψις και οδύνη, είναι επωφελής και επομένως πάσα μορφή αντιστάσεως και γογγυσμού είναι παραλογισμός και αποτυχία. Ο αγαθός ημών Δεσπότης, όστις «τοσούτον ηγάπησεν τον κόσμον, ώστε έδωκε τον μονογενή αυτού υιόν», ίνα μηδείς απολεσθή, και όστις «ου θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το έπιστρέψαι και ζην αυτόν», πώς είναι δυνατόν να τέρπεται εις τας θλιβεράς περιπετείας τών δούλων του, εκείνος όστις «έτι αμαρτωλών όντων ημών υπέρ ημών απέθανε» κατά το ανθρώπινον εκουσίως;
Αναφερόμενοι εις τους εκουσίους πόνους και τας θλίψεις, εις τους οποίους υποβαλλόμεθα, θεωρούμεν απαραίτητον να προσθέσωμεν και το εξής συμπληρωματικόν. Ο αγών και η ανθέλκουσα ημάς δύναμις να μη πειθαρχήσωμεν εις τον νόμον τού καλού και της αρετής δεν είναι εντολή ή πρόσταγμα Δεσποτικόν εξαναγκάζον ημάς εις τυφλήν υποταγήν. Είναι ο δαμασμός τής αρρωστημένης παραφύσεως, «εγκειμένης επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτής», και επομένως ο κόπος τής αγωνίας είναι διά να μη παρασυρθώμεν εις τα παρά φύσιν κακά, τα οποία έλαβαν την αρχήν από της μεταπτωτικής διαστροφής και εγιγαντώθησαν επικτήτως διά της προτέρας εν τη αγνωσία αμελείας ημών. Ο αγών τού δικαίου να μη γίνη άδικος δεν γεννάται από την εντολήν τού δογματίζοντος την δικαιοσύνην, αλλ’ από την λογικήν κρίσιν τής ανθρώπινης προσωπικότητος, η οποία επιβάλλει τους κανόνας τής αξιοπρεπείας εκ της ευγενείας τής φύσεώς μας. Το αυτό συμβαίνει και επί των λοιπών αρετών, της σωφροσύνης, της πραότητος, της αοργησίας, της ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και των άλλων. Ο μη αγωνιζόμενος να διαμένη εις το ύψος των αρετών αυτών, κατ’ ανάγκην θα υποκύψη εις τας αντιστοίχους κακίας, οπότε διαφθείρεται και εκπίπτει και αποθνήσκει ο άνθρωπος. Πού λοιπόν ευρίσκεται δικαιολογημένη πρόφασις γογγυσμού εις τους μικροψύχους, οι οποίοι ανθίστανται εις την θλίψιν και τον πόνον και, θέλοντες να ζουν κατά το θέλημα της καρδίας ή μάλλον της ηδυπαθείας των, φθάνουν εις το κατάντημα να ερωτούν, τι πειράζει αυτό; και τι πειράζει εκείνο; Προτιμούν αυτοί να πνιγούν εις τα ρηχά! Τι πειράζει αν γίνη τις ολίγον άδικος, εννοείται και ηθικώς και υλικώς ή τι πειράζει αν γίνη τις ολίγον υποκριτής και φιλάρεσκος; ή πάλιν, τι πειράζει αν γίνη τις ολίγον εγωϊστής και κενόδοξος; ή εάν απολύση την καρδίαν εις το εμπαθές πεδίον τής φιλαυτίας; Εάν μας πλανέση ο εχθρός τής αληθείας και πατήρ τής αμαρτίας διάβολος να συγκαταβώμεν εις απλήν μόνον περιέργειαν ή περιγραφήν τής αμαρτίας, γνωρίζει, ότι ευκόλως αιχμαλωτιζόμεθα, διότι έχει έλξιν δυσαπόσπαστον και, μετά, βίαν ακράτητον προσπαθών να μας υποτάξη εις τον κανόνα τής συγκαταβάσεως και του συμβιβασμού. Όπως η σφήνα έχει αιχμήν λεπτοτάτην και ασήμαντον μεν αλλ’ όταν εισδύση εις ελαχίστην σχισμήν, διϊστά τα συνεστώτα ευρύτατα, ούτω και επί της αμαρτίας συμβαίνει, την οποίαν σοφώς χαρακτηρίζουν οι θειότατοι Πατέρες ως «πυρ κατά καλάμης, λίθον κατά πρανούς, χαράδραν τας διεξόδους ευρύνουσαν». Διά τούτο λέγουν πάλιν οι Πατέρες «ει φεύγεις, φεύγε παντελώς, ει δε κρατηθής μερικώς, αδύνατον να λυτρωθής από την ολικήν αιχμαλωσίαν». Αυτά εδώ τα ανεφέραμεν προς διασάφησιν της θέσεως των εκουσίων θλίψεων και πόνων, οι οποίοι κρίνονται εκ των ων ουκ άνευ διά τους φυσιολογικούς τρόπους και λόγους της στάσεως και συγκρατήσεώς μας εις την φυσικήν ζωήν και κατάστασιν.
H περίληψις δρα της αρχής τού θέματός μας, ποίαν θέσιν έχουν εις την ζωήν μας ο πόνος και αι θλίψεις γενικώς, είναι η θετική, ότι χωρίς τα θλιβερά ματαιώνεται η επιτυχία της συν τη χάριτι ανακαινίσεώς μας και μεταβολής απ’ αυτής της εισαγωγής μέχρι της τελειώσεώς μας εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας τού πληρώματος του Χριστού. Υπάρχουν εύστοχα παραδείγματα και αποφθέγματα και περιγραφαί από τους θεοφόρους Πατέρας μας, πλήρη πάσης σοφίας και επιστήμης εις το θέμα αυτό, και οι βουλόμενοι ας εγκύψουν ιδίως εις τον λεγόμενον πνευματικόν νόμον, ίνα διδαχθούν και φωτισθούν λεπτομερέστερον, διότι ημείς μόνον μίαν σύντομον απάντησιν εδώσαμεν εις το γενικόν αυτό ερώτημα.
Ο φιλανθρωπότατος ημών Δεσπότης ενεκέντρισε την απέχθειαν του πόνου και της οδύνης, η οποία παρά φύσιν ηκολούθησε την πτώσιν ημών, εις χρήσιμον ύλην και αφορμήν και μας έγινε αιτία κέρδους και προκοπής το όργανον του θανάτου και της φθοράς. Εκεί που άλλοτε η έννοια τού πόνου και του θανάτου προκαλούσε την φρίκην και την αποστροφήν τώρα, εκ διαμέτρου αντιθέτως προκαλεί εξυγίανσιν, κάθαρσιν, φωτισμόν, καί τελείωσιν εν Χριστώ. Αν ο Απόστολος Παύλος «εκαυχάτο εν τοις παθήμασιν » αυτού και γενικώς εν τω σταυρώ τού Χριστού και πάντες οι Άγιοι επλατύνθησαν εν ταις θλίψεσι και ετελειώθησαν και πολλάκις τους εδίδετο σκόλοψ πειρασμού, ίνα μη υπεραίρωνται, πόσοι άραγε σκόλοπες και σκώμματα και πειρατήρια θα δοθούν εις ημάς, διά να ταπεινωθώμεν και «μάθωμεν καλά ποιείν οι μεμαθηκότες τα κακά»;
Εγώ δε να ειπώ και κάτι, που να μη φανή παραδοξολογία. Και μόνον, ότι ο γλυκύτατός μας Ιησούς, η ζωή ημών, εκένωσεν εαυτόν και διά παθημάτων και Σταυρού κατειργάσθη την σωτηρίαν μας, και να μην επεβάλλετο ως φυσική πορεία η διά των θλιβερών οδός, έπρεπε, λέγω, να προτιμηθή αυτή, μόνον και μόνον διότι ο Κύριός μας δι’ αυτής εβάδισεν, εφ’ όσον κανών της αγάπης είναι η αφοσίωσις κατά το δυνατόν μετά του αγαπωμένου. Δεν νομίζω, ότι μένει πλέον περιθώριον εις τους, κατ’ εμέ, ραθύμους και οκνηρούς να παρατείνουν εισέτι την αδράνειάν των προφασιζόμενοι ματαίως, διότι «ώρα ημάς εξ ύπνου εγερθήναι, οι γαρ καθεύδοντες νυκτός καθεύδουσι. Ύπνωσαν ύπνον αυτών και ουδέν εύρον πάντες οι άνδρες τού ύπνου ταις χερσίν αυτών».
Ουδέποτε ουδείς πειράζει έτερον, μηδέ αυτού του σατανά εξαιρουμένου, ως πηγής του κακού, διότι τίποτε δεν ευρίσκεται απρονόητον παρά του Δημιουργού. Έκαστος πειρασμός ή θλίψις, που επισυμβαίνει, δεν προέρχεται εκ του μεταφορικού αιτίου, που τον μετέφερε ή τον προκάλεσε, αλλά επέμφθη προς ημάς παρά της του Δικαίου Κριτού ακριβεστάτης δικαιοσύνης με σκοπόν όχι την εκδίκησιν αλλά την θεραπείαν τής ιδικής μας νοσηρότητος. Εάν «επί χειρών αίρουσιν ημάς αι ουράνιαι δυνάμεις πεμπόμεναι, ίνα μη προσκόψωμεν προς λίθον τον πόδα ημών» και ο Κύριος διατείνεται, ότι «αι τρίχες ημών ηριθμημέναι εισίν» και τα τόσα άλλα της Γραφής, που επισημαίνουν την περιεκτικήν και σωστικήν τού Θεού προς τα κτίσματα αυτού πρόνοιαν, πώς δύναται να αδική ή να επιβουλεύεται ένα πλάσμα το έτερον; Όργανα κολαστικά μεταβάλλονται μόνον κατά καιρούς και περιστάσεις τα προκαλούντα τους διαφόρους πειρασμούς, διά να θαυμάζωμεν την δικαιοσύνην τού Θεού, εξικνουμένην έως των λεπτομερεστέρων μορίων τής κτίσεως προς ισορροπίαν τού γενικού σκοπού της εξ αρχής δημιουργίας.
(Πηγή: Περιοδικό “Ο Όσιος Γρηγόριος” τ. 2, 1977)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου