Πετώντας χαρταετούς
Στην Ελλάδα, η πρώτη μέρα τής Σαρακοστής -η «Καθαρά Δευτέρα» όπως ονομάζεται, επειδή στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Σαρακοστή δεν αρχίζει την Τετάρτη, όπως στη Δύση, αλλά δυο μέρες νωρίτερα- είναι η πρώτη γιορτή τού έτους στην ύπαιθρο. Οι οικογένειες βγαίνουν στην εξοχή, ανεβαίνουν σε λόφους και πετούν χαρταετούς. Εδώ έχουμε μια ακόμη εικόνα τής έναρξης της νηστείας τής Σαρακοστής, που συγκρίνεται με τις δυτικές γιορτές τής «Τετάρτης των Τεφρών».
Είναι φανερό ότι οι γιορτές διαφέρουν πολύ ως προς τις συνέπειες που έχουν. Οι στάχτες που χύνονται στα κεφάλια μας και σημαδεύουν τα μέτωπά μας, με όλα όσα αυτή η πράξη υποδηλώνει -μια αίσθηση θνητότητας και μετάνοιας- σίγουρα συνιστά ένα ουσιώδες τμήμα τού όλου νοήματος της Σαρακοστής. Αυτό όμως δεν είναι κάτι που η Ορθοδοξία θέλει να τονίσει στην αρχή τής νηστείας. Αντίθετα, μας ενθαρρύνει να συνδέσουμε τη Σαρακοστή με τον φρέσκο αέρα, με τον άνεμο που πνέει στους λόφους, με τον ερχομό τής άνοιξης. Η Σαρακοστή είναι η εποχή πετάγματος των αετών – μια περίοδος περιπέτειας, εξερεύνησης, φρέσκων πρωτοβουλιών, νέας ελπίδας.
Από την άποψη αυτή είναι σίγουρο ότι δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός, ότι η περίοδος της Σαρακοστής δεν τοποθετείται στο φθινόπωρο, την περίοδο που πέφτουν τα φύλλα και οι μέρες γίνονται μικρότερες, ούτε στα μέσα τού χειμώνα, όταν τα δένδρα είναι γυμνά και τα νερά παγωμένα, αλλά την άνοιξη, όταν σπάζει ο πάγος και η ζωή εμφανίζεται ξανά παντού. Στην πραγματικότητα, η αρχική έννοια της αγγλικής λέξης «Lent» (Μεγάλη Τεσσαρακοστή) ήταν ακριβώς «άνοιξη», όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε από τις λέξεις τού μεσαιωνικού ποιήματος:
Μπορεί να φαίνεται παράξενο που θεωρούμε τη Σαρακοστή ως εποχή που ερωτεύεται κανείς, αλλά ίσως κι αυτό να είναι τμήμα τού νοήματός της. Η σύνδεση ανάμεσα στη Σαρακοστή και στην άνοιξη είναι επίσης φανερή και στα Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα:
Η Μετάνοια, η αλλαγή τού νου, δεν είναι μόνο στάχτες, αλλά και ένα λουλούδι που ανοίγει.
Αυτό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να τοποθετηθεί η Σαρακοστή: έχει σχέση με το πέταγμα των χαρταετών και την αρχή τής άνοιξης. Έχει επίσης σχέση με την ελευθερία. Είναι σημαντικό το ότι υπάρχει μια μεγάλη γιορτή τού εκκλησιαστικού έτους που σχεδόν πάντοτε πέφτει μέσα στη Σαρακοστή: ο Ευαγγελισμός, στις 25 Μαρτίου. Σ’ αυτήν ακριβώς την εορτή γιορτάζουμε την ελευθερία επιλογής που είχε η Παναγία.
Όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ ανήγγειλε το σχέδιο του Θεού στην Παναγία, η απάντησή της ήταν: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1, 38). Αυτή η απάντηση από την πλευρά της Παναγίας δεν ήταν μια προαποφασισμένη απόφαση· θα μπορούσε να έχει αρνηθεί. Η αγία Τριάδα σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία. Σύμφωνα με τη φρασεολογία της προς Διόγνητον επιστολής, του δεύτερου αιώνα, «…ως πείθων, ου βιαζόμενος· βία γαρ ου πρόσεστι τω Θεώ».
Τέτοια ακριβώς υπήρξε και η περίπτωση της Παναγίας: ο Θεός δεν έγινε άνθρωπος πριν ζητήσει κατ’ αρχάς τη σύμφωνη γνώμη αυτής που θα γινόταν μητέρα Του. Η αβίαστη συναίνεσή της ήταν η αναγκαία προϋπόθεση, «Θεού γαρ εσμεν συνεργοί», λέει ο απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. 3, 9), και αυτό κατεξοχήν εφαρμόζεται στην Παναγία. Στον Ευαγγελισμό υπήρξε ένας συνεργός, ένας συνεργάτης τού Θεού – όχι απλώς ένα κατάλληλο εργαλείο, αλλά ένας ενεργητικός συμμέτοχος στο μυστήριο. Σύμφωνα με τον άγιο Ειρηναίο Λουγδούνου, «sed sola Maria cooperante dispositioni» («μόνη η Παναγία συνεργάστηκε στην οικονομία»).
Εδώ λοιπόν υπάρχει μια επιπλέον ένδειξη του νοήματος της Σαρακοστής. Εκτός από το ότι είναι μια εποχή εξερεύνησης, μια πνευματική άνοιξη, έχει επίσης σχέση με τον τρόπο που χρησιμοποιούμε την ελευθερία εκλογής που έχουμε. Η Σαρακοστή είναι η εποχή που μαθαίνουμε να είμαστε ελεύθεροι, επειδή η ελευθερία, όπως και ο αυθορμητισμός, είναι κάτι που μπορεί να μαθευτεί. Αν με ρωτούσατε «μπορείτε να παίξετε βιολί», και εγώ σας απαντούσα «δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν έχω παίξει», θα αισθανόσασταν ότι υπάρχει κάτι το παράξενο στην απάντηοή μου, επειδή δεν είμαι ελεύθερος να παίξω τις σονάτες τού Μπαχ στο βιολί αν πρώτα δεν μάθω πώς να χειρίζομαι το βιολί, μετά από μακροχρόνια και επίμονη εκπαίδευση.
Στο ηθικό επίπεδο, συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά την εξάσκηση της ελευθερίας μας. Ως πρόσωπο δημιουργημένο κατ’ εικόνα Θεού, δεν είμαι ουσιαστικά ελεύθερος μέχρις ότου μάθω πώς να χρησιμοποιώ σωστά την ελευθερία μου, και αυτή η διαδικασία μάθησης προϋποθέτει υπακοή, πειθαρχία και αυταπάρνηση. Η ελευθερία δεν είναι μόνο δώρο. Είναι και καθήκον. Είναι αυτό που η Ρωσική πνευματικότητα αποκαλεί «podvig», ασκητικό κατόρθωμα. Όπως σωστά το έθεσε ο Νικόλαος Μπερντιάεφ (1874-1948), «η ελευθερία δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως ισχυρίζονται οι εχθροί και οι συκοφάντες της: η ελευθερία είναι δύσκολη, είναι βαρύ φορτίο». Είναι όμως ταυτόχρονα προνόμιο και χαρά.
Αυτές είναι λοιπόν τρεις «βυθομετρήσεις» που μας βοηθούν να διαπλεύσουμε με το πλοίο μας το αρχιπέλαγος της Σαρακοστής. Έχει ήδη γίνει πολύ σαφές ότι η Σαρακοστή δεν αφορά μόνο την κατανάλωση της τροφής και του ποτού. Ας προσπαθήσουμε τώρα να διευρύνουμε λίγο την αντίληψή μας για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, περνώντας, κατ’ αρχάς, σε κάτι το παράλληλο από την Παλαιά Διαθήκη, έπειτα στον τρόπο με τον οποίο εμφανίστηκε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή στην πρώτη Εκκλησία και τέλος, στην ιδιαίτερη και διακεκριμένη σημασία που έχει η νηστεία στον σημερινό κόσμο. Αυτό θα μας δείξει ότι η Σαρακοστή αφορά, πρώτον, την αντιπροοφορά τού κόσμου στον Θεό ως ευχαριστία. Δεύτερον, τη μύηση διά του βαπτίσματος και την ιεραποστολική μαρτυρία τής Εκκλησίας. Και τρίτον, τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τους συνανθρώπους μας και το υλικό περιβάλλον. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε τρεις λέξεις το νόημα της Σαρακοστής, αυτές oι λέξεις θα μπορούσαν να είναι θυσία, διαπαιδαγώγηση και συμμετοχή.
Θυσία
Στην Παλαιά Διαθήκη, ο λαός τού Ισραήλ είχε διδαχθεί να προσφέρει μια δεκάτη κάθε χρόνο στον Θεό, το ένα δέκατο δηλαδή από την παραγωγή τής γης:
Δεκάτην αποδεκατώσεις παντός γενήματος τού σπέρματός σου, το γέννημα τού αγρού σου ενιαυτόν κατ’ ενιαυτόν (Δευτερ. 14, 22).
Το μέρος προσφερόταν εκ μέρους τού όλου: οι Ισραηλίτες, προσφέροντας στον Θεό τους πρώτους καρπούς όσων Αυτός τους είχε δώσει, ζητούσαν την ευλογία Του πάνω σ’ ολόκληρη τη σοδειά τους. Ήταν ένας τρόπος να ομολογούν ότι η γη ανήκει στον Θεό, ενώ εμείς δεν είμαστε παρά οι οικονόμοι των δωρεών Του. Προσφέροντας έτσι τη δεκάτη, Του αντιπροσφέρουμε με ευγνωμοσύνη όλα όσα είναι δικά Του. Οι Ισραηλίτες αισθάνονταν πως αυτή η πράξη τής προσφοράς δεν ήταν μια απώλεια, αλλά ένας εμπλουτισμός. Ο εορτασμός τής σοδειάς ήταν καιρός χαράς και αγαλλιάσεως:
Και ευφρανθήση εναντίον Κυρίου τού Θεού σου, συ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου, ο παις σου και η παιδίσκη σου και ο Λευίτης και ο προσήλυτος και ο ορφανός και η χήρα η ούσα εv υμίν… (Δευτερ. 16, 11).
Αυτή η ιδέα τής δεκάτης εφαρμοζόταν από τους πρώτους Χριστιανούς κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η περίοδος της Σαρακοστής εθεωρείτο ως η δεκάτη τού έτους, το ένα δέκατο που αφιερώνεται ειδικά στον Θεό. Τηρώντας τη Σαρακοστή, ομολογούμε πως ολόκληρη η ζωή μας, μαζί με όλες τις στιγμές της, είναι δώρο τού Θεού προς εμάς. Προσφέροντας έτσι ένα κομμάτι της επικαλούμαστε την ευλογία Του σε ολόκληρη τη ζωή μας. Η Σαρακοστή υποδηλώνει τον εξαγιασμό τού χρόνου. Ο ασκητισμός τής Σαρακοστής επιβεβαιώνει ότι ο χρόνος δεν βρίσκεται απλώς υπό τον έλεγχό μας, ούτε μπορούμε να τον εκμεταλλευόμαστε εγωιστικά και με τον τρόπο που θεωρούμε καλύτερο, αλλά ότι ανήκει στον Θεό. Εμείς δεν είμαστε οι κυρίαρχοί του αλλά οι οικονόμοι του. Έτσι, η νηστεία τής Σαρακοστής γίνεται ένας τρόπος να επιστραφεί στον Θεό ό,τι είναι δικό Του, και μπορούμε να εφαρμόσουμε πάνω της τα λόγια που χρησιμοποιούνται στη θεία Λειτουργία αμέσως πριν από την επίκληση του αγίου Πνεύματος, πάνω από τα δώρα τού άρτου και του οίνου: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα».
Επιπλέον, όπως ακριβώς οι Ισραηλίτες βίωναν την προσφορά τής δεκάτης ως περίοδο αγαλλιάσεως, ως εμπλουτισμό και όχι ως απώλεια, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και για μας. Η Σαρακοστή είναι μια περίοδος χαράς, όπως μας διαβεβαιώνουν με σαφήνεια οι ύμνοι που ψέλνονται την Καθαρά Δευτέρα, την πρώτη μέρα τής νηστείας:
Η Σαρακοστή, λοιπόν, όπως δείχνει αυτός ο παραλληλισμός με την Παλαιά Διαθήκη, είναι ένας καιρός προσφοράς και θυσίας. Προσφέρουμε στον Θεό, θυσιάζοντας το ένα δέκατο του έτους, και μ’ αυτήν τη δεκάτη προσφέρουμε τον εαυτό μας, ολόκληρη τη ζωή μας, όλες τις μέρες και τις ώρες μας. Αν έχει κάποιο νόημα αυτή η προσφορά τού εαυτού μας και του χρόνου μας, πρέπει τότε να έχει και κάποιο κόστος: «Ουκ ανοίσω τω Κυρίω μου Θεώ ολοκαύτωμα δωρεάν» (Β’ Βασιλειών 24, 24). Κάθε αληθινή τήρηση της Σαρακοστής μας υποβάλλει σε μια προσπάθεια, που μερικές φορές είναι οδυνηρή και περιλαμβάνει έναν βαθμό αυταπάρνησης, που ξεπερνά κατά πολύ τις καθημερινές μας συνήθειες. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Σαρακοστή είναι μια περίοδος κατεξοχήν κατήφειας και αυτονέκρωσης. Η δική μας Χριστιανική γιορτή τής δεκάτης, όπως η Ιουδαϊκή προσφορά τών απαρχών, είναι χρόνος ευφροσύνης.
Η θυσία δεν είναι τόσο ένα ζήτημα αυτοπαραίτησης, όσο προσφοράς. Το κύριο βάρος δεν πέφτει τόσο στο τι εμείς αρνούμαστε στον εαυτό μας, αλλά στο τι προσφέρουμε στον Θεό και στον πλησίον μας. Το αποτέλεσμα μάλιστα της προσφοράς τού δώρου μας στον Θεό -ένα δώρο που το δέχεται ο Θεός- είναι η επαναδημιουργία τής προσωπικής σχέσης ανάμεσα σε μας και σ’ Εκείνον. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός κάθε ουσιαστικής προσφοράς: να αποκαταστήσει την κοινωνία. Πρέπει συνεχώς να έχουμε μπροστά στα μάτια μας την ιδέα ότι η Σαρακοστή είναι χρόνος αποκατάστασης των σχέσεων, πράγμα για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω.
Πώς θα εφαρμόσουμε, λοιπόν, ξεχωριστά ο καθένας αυτή την αντίληψη, ότι η Σαρακοστή είναι μια προσφορά δεκάτης; Μπορούμε να την εφαρμόσουμε πρώτα απ’ όλα με χρήματα. Ορισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί προσφέρουν στον Θεό το ένα δέκατο του ετήσιου εισοδήματός τους. Αμφιβάλλω για το αν πολλοί Ορθόδοξοι το κάνουν αυτό σε κανονική βάση. Ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, να ξεχωρίσουμε μια «δεκάτη» για να προσφερθεί στον Θεό. Αυτό όμως δεν είναι κάτι περισσότερο από μια αρχή, επειδή ο Θεός μάς προσκαλεί να προσφέρουμε όχι μόνο ό,τι έχουμε αλλά ό,τι είμαστε. Πρέπει να προσφέρουμε τόσο το χρόνο μας όσο και τα χρήματά μας.
Κατά τη Σαρακοστή πρέπει, πιο εντατικά από κάθε άλλη περίοδο του χρόνου, να αφιερώνουμε χρόνο στον Θεό μέσω της προσευχής, και χρόνο για τον πλησίον μας μέσω πράξεων διακονίας – επισκεπτόμενοι τους αρρώστους, τους αποκλεισμένους και τους μοναχικούς, προσκαλώντας τον ξένο στο σπίτι μας, γράφοντας γράμματα σε όλους αυτούς που για τόσο καιρό αμελήσαμε. Δεν θα μπορούσαμε άραγε, με τον τρόπο αυτό, να προσφέρουμε στον Θεό τουλάχιστον μια «δεκάτη» του χρόνου που είμαστε ξύπνιοι, ας πούμε δώδεκα ώρες κάθε εβδομάδα τής Σαρακοστής;
Διαπαιδαγώγηση
Περνώντας από την εποχή τής Παλαιάς Διαθήκης στην εποχή τής πρώτης Εκκλησίας, μπορούμε να ρωτήσουμε: πώς ξεκίνησε η Σαρακοστή; Ποιος ήταν αρχικά ο σκοπός και το νόημά της;
Η Σαρακοστή, όπως τη γνωρίζουμε, συνδέεται στενά με το μυστήριο του βαπτίσματος. Η κατάδυση στο νερό κατά το βάπτισμα, σημαίνει, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, ότι γινόμαστε «σύμφυτοι» με τον Χριστό ή ότι ενωνόμαστε με τον Χριστό στο θάνατο και στην ταφή Του, και με τον τρόπο αυτό ενωνόμαστε μαζί Του και στην ανάστασή Του (Ρωμ. 6, 3-5). Γι’ αυτόν το λόγο, στους πρώτους αιώνες τής Εκκλησίας, η κύρια περίοδος του έτους που ετελείτο το βάπτισμα ήταν η νύχτα τού Πάσχα, τη στιγμή που η Εκκλησία εορτάζει την ταφή και την ανάσταση του Σωτήρα. Το βάπτισμα δεν αποτελούσε, όπως πολύ συχνά συμβαίνει σήμερα, μια ιδιωτική οικογενειακή υπόθεση, αλλά ένα δημόσιο γεγονός, στο οποίο συμμετείχε ολόκληρη η κοινότητα
Στη σύγχρονη Ορθόδοξη πράξη, η αρχαία πασχαλινή αγρυπνία έχει μετακινηθεί από τα μεσάνυχτα του Πάσχα στο πρωί τού Μεγάλου Σαββάτου. Μια διαφορετική αγρυπνία την έχει υποκαταστήσει τα μεσάνυχτα του Πάσχα. Η ακολουθία το πρωί τού Mεγάλου Σαββάτου -Εσπερινός, που τον ακολουθεί η Λειτουργία τού Μεγάλου Βασιλείου- διατηρεί ακόμη τον αδιαμφισβήτητο βαπτισματικό της χαρακτήρα. Υπάρχουν δεκαπέντε αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη, και τουλάχιστον τέσσερα απ’ αυτά αναφέρονται συμβολικά στο βάπτισμα (αναγνώσματα 4, 6, 14 και 15).
Στην πασχαλινή αγρυπνία της πρώτης Εκκλησίας, τη στιγμή που ο αναγνώστης διάβαζε αυτά τα αναγνώσματα, ο επίσκοπος μαζί με τον κλήρο μετέβαινε στο βαπτιστήριο με τους υποψήφιους για το βάπτισμα και τους αναδόχους τους, και εκεί οι βαπτιζόμενοι κατεδύοντο στην κολυμβήθρα και εχρίοντο με το άγιο μύρο. Κατόπιν, καθώς τελείωναν τα αναγνώσματα, οι νεοφώτιστοι, σε σειρά, με τους λευκούς χιτώνες τους και κρατώντας στα χέρια τους αναμμένα κεριά, επέστρεφαν εν πομπή στην εκκλησία με τους αναδόχους τους, τον επίσκοπο και τον κλήρο, τη στιγμή που όλη η σύναξη έψελνε το «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε. Αλληλούια» (Γαλάτ. 3, 27).
Ο ίδιος ύμνος χρησιμοποιείται σήμερα το Μεγάλο Σάββατο αντί του τρισαγίου. Τα αναγνώσματα από τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο που ακολουθούν, αναφέρονται εμφανώς στο βάπτισμα. Η επιστολή (Ρωμ. 6, 3-11) μιλά για το βάπτισμα ως το θάνατο και την ανάσταση με τον Χριστό, ενώ το Ευαγγέλιο (Ματθ. 28, 1-20) καταλήγει με την ιεραποστολική εντολή τού Κυρίου μας προς τους αποστόλους Του να πορευθούν και να «μαθητεύσουν» όλα τα έθνη, «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28, 19).
Τώρα, η νηστεία τής Σαρακοστής, στην Ανατολική και στη Δυτική Χριστιανοσύνη, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την περίοδο της τελικής προετοιμασίας, που οδηγούσε στη μεγάλη γιορτή τού βαπτίσματος τα μεσάνυχτα του Πάσχα. Σε πολλά μέρη, κατά τον δωδέκατο αιώνα, οι κατηχούμενοι -αυτοί που εκατηχούντο για να λάβουν το βάπτισμα- περνούσαν από μια εντατική εκπαίδευση κατά τις σαράντα μέρες που προηγούντο της τελετής τής μυήσεώς τους, με αυστηρή νηστεία, αγρυπνίες και προσευχή, με εξορκισμούς και καθημερινό κήρυγμα.
Η προβαπτισματική αυτή διδασκαλία είχε, στις περισσότερες περιπτώσεις, ξεκινήσει μήνες ή και χρόνια πριν, τώρα όμως, τις τελευταίες εβδομάδες πριν από το βάπτισμα, οι κατηχούμενοι ανακεφαλαίωναν και ξανατόνιζαν τα πάντα. Στην Ιερουσαλήμ τού τέταρτου αιώνα, oι κατηχούμενοι, σ’ αυτές τις σαράντα μέρες, έπρεπε να προσέρχονται καθημερινά στην Εκκλησία, όπου παρέμεναν περίπου για τρεις ώρες. Πόσοι από τους υποψήφιους για το βάπτισμα σήμερα θα δέχονταν μια κατάσταση σαν αυτή;
Στους πρώτες αιώνες τής Εκκλησίας, υπήρχε μια ζωντανή συνείδηση αλληλεγγύης ανάμεσα στα μέλη τής Χριστιανικής κοινότητας, κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τη φαντασία μας. Oι πιστοί ένιωθαν, όχι με θεωρητικό τρόπο αλλά άμεσο, ότι ήσαν μέλη «αλλήλων» στο μοναδικό Σώμα, και ότι οι χαρές και τα βάσανα του ενός ήταν χαρές και βάσανα όλων (βλ. Α’ Κορινθ., 12, 26). Έτσι, πολλοί από τους ήδη βαπτισμένους εμπλέκονταν άμεσα σ’ ό,τι έκαναν οι κατηχούμενοι. Ήθελαν κι αυτοί να συμμετέχουν στην τελική προετοιμασία των υποψηφίων για το βάπτιομα, έτσι ώστε όταν έφθαναν τα μεσάνυχτα, αισθάνονταν ότι ανανέωναν και το δικό τους βάπτισμα, ενωμένοι μ’ αυτούς που μόλις είχαν λάβει τη μύηση.
Με τον τρόπο αυτό, ολόκληρο το εκκλησίασμα έφθασε στο σημείο να συμμετέχει στις σαράντα μέρες νηστείας, αγρυπνίας, προσευχής και διδασκαλίας, στις οποίες υποβάλλονταν οι κατηχούμενοι. Έτσι, οι σαράντα μέρες πριν από το Πάσχα γίνονταν κάθε χρόνο ένα αποφασιστικό γεγονός στην προσωπική εμπειρία κάθε Χριστιανού, ένα κοινό γεγονός, μια περίοδος πνευματικής εκπαίδευσης για όλη συνολικά την κοινότητα.
Αυτό λοιπόν που αρχικά υπήρξε μια εβδομάδα νηστείας αμέσως πριν από το Πάσχα -που την τηρούσαν πολλοί Χριστιανοί κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου αιώνα- αναπτύχθηκε στον τέταρτο και στους επόμενους αιώνες σε μια τήρηση της Σαρακοστής, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Γι’ αυτό η Σαρακοστή έχει έναν ουσιαστικό βαπτισματικό προσανατολισμό, που συχνά τον παραβλέπουμε και χρειάζεται να τον ξαναβρούμε. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια ετήσια ευκαιρία για να συλλογιζόμαστε εκ νέου τον κεντρικό ρόλο που έχει το βάπτισμα στη Χριστιανική εμπειρία, και μια πρόσκληση στον καθένα μας να ανανεώσει τις υποσχέσεις τού βαπτίσματος. Τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας την αλήθεια που ανέφερε ο Βλαδίμηρος Λόσκι (1903-58): «Η χάρη τού βαπτίσματος, και η παρουσία μέσα μας του αγίου Πνεύματος -που παραμένει αναπαλλοτρίωτο και προσωπικό στον καθένα μας- είναι το θεμέλιο κάθε Χριστιανικής ζωής».
Αυτό είναι το μήνυμα της Σαρακοστής. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο άγιος Μάρκος ο Ασκητής, τον πέμπτο αιώνα:
Όσον αν τις ηγωνίσατο κατά της εαυτού απιστίας, και προέκοψε τη πίστει, και κατέλαβέ τι αγαθόν, …ουδέν πλέον εύρεν ή ευρείν δυνήσεται, ει μη προειλήφει μυστικώς διά του βαπτίσματος, όπερ εστίν Χριστός… Χριστός δε τέλειος Θεός ων, τελείαν τοις βαπτισθείσι την χάριν τού Πνεύματος δεδώρηται. Προσθήκην δε παρ’ ημών ου λαμβάνουσαν, αποκαλυπτομένην δε και εμφανίζουσαν ημίν κατά αναλογίαν της εντολών εργασίας… Ει τι ουν προσφέρομεν αυτώ αναγεννηθέντες, τούτο ήδη παρ’ αυτού ην εγκεκρυμμένον.
Αναλογιζόμενοι λοιπόν τις απαρχές τής Σαρακοστής στην πρώτη Εκκλησία, φτάνουμε στο σημείο να εκτιμούμε τη Σαρακοστή όχι μόνο ως εορτή τής δεκάτης, όταν αντιπροσφέρουμε, δηλαδή, το χρόνο μας στον Θεό, αλλά και ως μία «επανακατάδυσή» μας στα νερά τής μύησης, για να αναζωπυρώσουμε την αφοσίωσή μας στον Χριστό, τον βαπτιστή. Είναι μια πρόσκληση να επαναβεβαιώνουμε, όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις, ότι το ρίζωμά μας στο βάπτισμα είναι το θεμέλιο όλης της Χριστιανικής μας ζωής. Είναι μια εποχή αυτοεξέτασης, κατά τη διάρκεια της οποίας συνειδητοποιούμε με ενεργητικό τρόπο τον Χριστό που κατοικεί μέσα μας και το άγιο Πνεύμα που υπάρχει «μυστικά» μέσα στην καρδιά μας από τη στιγμή τής βάπτισής μας. Η Σαρακοοτή είναι η εποχή που θέτουμε και εμείς το ερώτημα που είχε θέσει κάποτε ο απόστολος Παύλος: «Ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε και το Πνεύμα τού Θεού οικεί εν υμίν;» (Α’ Κορινθ., 3, 16). Η Σαρακοστή είναι η περίοδος για να γίνει ο καθένας μας αυτό που είναι: ένας βαπτισμένος θεοφόρος.
Την ίδια στιγμή, η Σαρακοστή είναι κάτι περισσότερο απ’ όλα αυτά. Μαζί με την ανανέωση της αφοσίωσής μου στο βάπτισμα, πρέπει επίσης να αναρωτηθώ: τι κάνω εγώ ο ίδιος για να φέρω και άλλους στην πίστη και στο βάπτισμα του Χριστού; Σήμερα, στις περισσότερες από τις εκκλησίες μας δεν υπάρχουν κατηχούμενοι. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι κατηχούμενοι είναι τόσο λίγοι στις Ορθόδοξες κοινότητές μας; Πού βρίσκονται; Υπάρχει κάποιος δυναμικός ιεραποστολικός ζήλος στη σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία; (Όταν μιλώ για ιεραποστολικό έργο, δεν εννοώ φυσικά τον προσηλυτισμό μεταξύ των Χριστιανών, αλλά τη μεταστροφή των απίστων).
Επιπλέον, είτε είμαστε κληρικοί είτε λαϊκοί, ο καθένας πρέπει να δει τον Ευαγγελισμό ως άμεση ευθύνη του. Τι κάνω εγώ για το κήρυγμα του Ευαγγελίου «σε όλα τα έθνη»; Στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, που τελείται τις καθημερινές τής Σαρακοστής -μια ακολουθία με πολλές αναφορές στο βάπτισμα- ο λειτουργός, κατά τη διάρκεια των αναγνωσμάτων από την Παλαιά Διαθήκη, εξέρχεται με μια αναμμένη λαμπάδα στα χέρια του, και λέγει: «Φως Χριστού φαίνει πάσι». Πρέπει ο καθένας μας να αναρωτηθεί: τι έκανα από το περασμένο Πάσχα μέχρι σήμερα για να μεταδώσω αυτό το φως στους άλλους;
Η Σαρακοστή λοιπόν συνδέεται με το βάπτισμα και την ιεραποστολή. Υποδηλώνει την αφύπνιση της μύησης που λάβαμε στο βάπτισμα, μια αναζωπυρωμένη ιεραποστολική αφιέρωση. Είναι σαν να λέμε ταυτόχρονα: «Ποιος είμαι» και «εδώ είμαι». Ανακαλώντας την ταυτότητα του βαπτισμένου Χριστιανού, αναρωτιόμαστε: «Ποιος είμαι;» Και ανταποκρινόμενοι στην ιεραποστολική εντολή τού Χριστού, διαβεβαιώνουμε, μαζί με τον προφήτη Ησαΐα (Ησ. 6, 8): « Ιδού εγώ είμι».
Συμμετοχή
Ποιο είναι το τρίτο σημείο στην κατανόηση της διακεκριμένης αξίας που έχει η Μεγάλη Τεσσαρακοστή στον σημερινό κόσμο; Η σύγχρονη κοινωνία, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι μας, σημαδεύεται από έναν διπλό κλονισμό τής κοινωνίας, έναν κλονισμό στο επίπεδο της ανθρώπινης κοινότητας και έναν κλονισμό στο επίπεδο της κοσμικής κοινότητας. Στο επίπεδο του ανθρώπου, δεν βλέπουμε μόνο μια αύξηση της παρανομίας και της βίας -που συνοδεύεται σε πολλές χώρες από το άνοιγμα της οικονομικής «ψαλίδας» ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς- αλλά, το σημαντικότερο, μία ολοένα μεγαλύτερη απειλή απέναντι στην οικογένεια, που είναι η πρωταρχική κοινωνική μονάδα, πάνω στην οποία βασίζονται όλες oι άλλες μορφές κοινωνίας.
Στο κοσμικό επίπεδο, έχουμε, κατά τραγικό τρόπο, αποδυναμώσει τους ζωτικούς δεσμούς που μας ενώνουν με το υλικό περιβάλλον μας. Καθώς καταστρέφουμε τα τροπικά δάση και δημιουργούμε τρύπες στο στρώμα τού όζοντος, θα κάναμε καλά να ξαναθυμηθούμε τα λόγια από τον «Κανόνα επί απειλή σεισμού», που βρίσκεται στο Μεγάλο Ευχολόγιο: «Η γη αγλώσσως βοά στενάζουσα. Τι με κακοίς μιαίνετε πολλοίς πάντες άνθρωποι».
Μπροστά σ’ αυτόν το διπλό κλονισμό, η Σαρακοστή έρχεται ως μια προσπάθεια επαναβεβαίωσης της αληθινής σχέσης με τους συνανθρώπους μας, καθώς και με την κτιστή τάξη. Η πρώτη άποψη, η αλληλεξάρτησή μας, δηλαδή, ως μελών τού ανθρώπινου γένους, βεβαιώνεται μ’ έναν καταπληκτικό τρόπο στα Βιβλικά αναγνώσματα που προηγούνται της περιόδου τής Σαρακοστής. Διατρέχοντας αυτά τα κείμενα, ανακαλύπτουμε αυτό που ο καθηγητής μου της Ιστορίας συνήθιζε να μας επαναλαμβάνει συνεχώς: «Όλα συνδέονται, βλέπετε, όλα συνδέονται».
Λίγο πριν από τη Σαρακοστή, στις 2 Φεβρουάριου, εορτάζουμε τη γιορτή που είναι γνωστή στη Δύση ως «παρουσίαση του Χριστού στον ναό», ή ως «εξαγνισμός της Παναγίας» (Candlemas). Στην Ορθόδοξη παράδοση η γιορτή αυτή ονομάζεται «Υπαπαντή τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Όταν η Παναγία με τον άγιο Ιωσήφ, τον θετό πατέρα του, μεταφέρουν το βρέφος Ιησού στο ναό, την τεσσαρακοστή ημέρα από τη γέννησή Του, και εκεί Τον καλωσορίζουν ο γέροντας Συμεών και η Άννα η προφήτις, αυτό θεωρείται πως συμβολίζει τη συνάντηση του Σωτήρα με τον εκλεκτό λαό Του (Λουκ. 2, 22-40, και ειδικά oι στίχοι 27-32). Έτσι, πολύ κοντά στην ουσιαστική έναρξη της Μεγάλη Τεσσαρακοστής, τίθεται ήδη το «leitmotif» της Σαρακοστής: συνάντηση, αντάμωση, σχέση. Γίνομαι αληθινό πρόσωπο μόνο αν συναντώ και αντικρίζω άλλα πρόσωπα, αν κοιτάζω μέσα στα μάτια τους και αυτά κοιτάζουν στα δικά μου. Σε χρειάζομαι για να γίνω ο εαυτός μου!
Τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, την Κυριακή που ονομάζεται «Κυριακή τού Τελώνου και του Φαρισαίου» (Λουκ. 18, 10-14), αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε το ειδικό λειτουργικό βιβλίο τής Σαρακοστής, το Τριώδιον. Το σφάλμα τού Φαρισαίου είναι ότι αρνείται να αναγνωρίσει τον Τελώνη ως αδελφό του. Ο Φαρισαίος, στην όλο και μεγαλύτερη απόρριψη του Τελώνου, αρνείται την ουσιαστική σχέση κοινωνίας που τον ενώνει με τους συνανθρώπους μας. Τονίζει ακριβώς την κατάσταση εκείνη, από την οποία αγωνιζόμαστε να ξεφύγουμε τις σαράντα μέρες της Σαρακοστής.
Ο επόμενος σταθμός, εφτά μέρες αργότερα, είναι η «Κυριακή τού Ασώτου» (Λουκ. 15, 11-32). Η παραβολή τού ασώτου είναι βασικά η ιστορία τής απώλειας και της επανεύρεσης της προσωπικής σχέσης. Ευθύς εξ αρχής, ο νεότερος γιος φεύγει επειδή σκέπτεται μάλλον με βάση τα πράγματα παρά τα πρόσωπα. «Δος μοι το επιβάλλον μέρος τής ουσίας» λέει στον πατέρα του (Λουκ. 15, 12). Δεν τον ενδιαφέρει η προσωπική σχέση με τον πατέρα του, αλλά μόνο η περιουσία που προσδοκά να κληρονομήσει. Και το αποτέλεσμα αυτής της αποκήρυξης των προσωπικών σχέσεων εκ μέρους του είναι να βρεθεί «εις χώραν μακράν» (Λουκ. 15, 13), αποξενωμένος, εξόριστος, έρημος και απομονωμένος.
Ο δρόμος τής μετάνοιας που πρέπει να διασχίσει περιλαμβάνει την αποκατάσταση των προσωπικών σχέσεων, την επιστροφή στον πατέρα του, στην οικογένειά του και στην κοινότητα του σπιτιού του. Η επιστροφή του σφραγίζεται με μια μεγάλη γιορτή, και σκοπός κάθε γιορτής είναι ακριβώς να εκφράσει την κοινωνία και την συντροφικότητα. Το φαγητό γίνεται ένας ενδιάμεσος κρίκος και έτσι κάθε κοινό τραπέζι αποτελεί μια επιβεβαίωση της κοινότητας. Όταν ο πρεσβύτερος αδελφός αρνείται να συμμετάσχει στη γιορτή, αυτό που στην πραγματικότητα κάνει είναι να αποκλείει τον εαυτό του από τη σχέση και την κοινωνία. Το πράγμα γίνεται σαφές από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται στην επιστροφή τού ασώτου: δεν τον αποκαλεί «αδελφό» του, αλλά λέει στον πατέρα του «ο υιός σου ούτος» (Λουκ. 15, 30). Μέχρι να ξαναμάθει να λέει «ο αδελφός μου», ο πρεσβύτερος γιος θα παραμένει αναπόφευκτα έξω στο κρύο, αυτοαποκλεισμένος από την ανθρώπινη κοινότητα – εν συντομία, θα παραμένει ένα «μή-πρόσωπο», διότι δίχως αμοιβαία αγάπη δεν υπάρχει αληθινό πρόσωπο.
Το επόμενο Σάββατο, μνημονεύουμε ιδιαίτερα τους νεκρούς, με μια ακολουθία που τους αγκαλιάζει όλους:
Σύμφωνα με όσα διακηρύσσουμε σ’ αυτό το «Σάββατο της Απόκρεω», η κοινότητα της οποίας είμαστε μέλη δεν εξαφανίζεται, ούτε καταστρέφεται με την αναχώρησή μας απ’ αυτήν τη ζωή. Ο αναοτάς Χριστός κατεπάτησε το θάνατο: εν Αυτώ είμαστε όλοι ζωντανοί, και εν Αυτώ είμαστε όλοι ένα. Έτσι, με τις προσευχές μας, αυτό το Σάββατο, για τους κεκοιμημένους, αποδεικνύουμε ότι η κοινωνία στην οποία ανήκουμε είναι μια μοναδική και αδιαίρετη ενότητα ζώντων και κεκοιμημένων.
Την επόμενη μέρα, οκτώ μέρες πριν από τη Σαρακοστή, έχουμε την «Κυριακή τής Κρίσεως» ή «Κυριακή τής Απόκρεω», όπως είναι επίσης γνωστή, λόγω του ότι είναι η τελευταία ημέρα που επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος πριν από την Κυριακή τού Πάσχα. Στον Απόστολο (Α’ Κορινθ. 8, 8-9, 2), το θέμα είναι ακόμη μια φορά οι προσωπικές σχέσεις. Τα πρόσωπα είναι πολύ σπουδαιότερα από τους κανόνες περί νηστείας, μας λέει ο απόστολος Παύλος: «Βρώμα δε ημάς ου παρίστησι τω Θεώ» (Α’ Κορινθ. 8, 8). Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι το πόσο αυστηρά ακολουθούμε τους κανόνες σχετικά με τη λήψη τροφής, αλλά ο βαθμός ευαισθησίας που δείχνουμε απέναντι στη δυστυχία και στη στενοχώρια των συνανθρώπων μας. Αν τρώγωντας «ειδωλόθυτα», «πληγώνω τη συνείδηση» ενός άλλου προσώπου, τότε είναι καλύτερα να αποφύγω μια τέτοια τροφή, αν και η λήψη της καθαυτή δεν αποτελεί αμαρτία (Α’ Κορινθ. 8, 10-12). Το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι η τήρηση ή μη της νηστείας και της αποχής, αλλά η αμοιβαία αγάπη.
Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, η παραβολή τών προβάτων και των εριφίων (Ματθ. 25, 31-46), ασχολείται ακριβώς με το ίδιο ζήτημα. Η καθοριστική αρχή τής έσχατης κρίσης δεν είναι η ακρίβεια της ασκητικής μας αυταπάρνησης, αλλά η πρακτική συμπάθεια που δείχνουμε στον πλησίον μας. Κατά τη Δευτέρα Παρουσία δεν θα ερωτηθώ πόσο αυστηρά νήστεψα, ούτε πόσες αγρυπνίες και μετάνοιες έκανα, θα ερωτηθώ: έδωσες τροφή στον πεινασμένο; Έδωσες νερό στον διψασμένο; Πήρες τον ξένο στο σπίτι σου, έντυσες τον γυμνό, επισκέφτηκες τον άρρωστο και τον φυλακισμένο; Για όλα αυτά θα ερωτηθώ.
Και στα δυο βιβλικά αναγνώσματα αυτής της Κυριακής, τοποθετούμαστε μπροστά σε μια σαφή και αδιαμφισβήτητη τάξη προτεραιοτήτων. Τα πρόσωπα προηγούνται, οι κανόνες τής νηστείας έπονται. Η αποχή μας από την τροφή κατά τη Σαρακοστή θα είναι περισσότερο κι από άχρηστη, αν δεν μας φέρνει κοντύτερα στους συνανθρώπους μας. Νηστεία δίχως αγάπη είναι νηστεία των δαιμόνων. Σε τι μας χρησιμεύει η αποχή μας, διαμαρτύρεται ο Μέγας Βασίλειος, αν αντί να τρώμε κρέας, καταπίνουμε τον αδελφό ή την αδελφή μας με ένα ανελέητο κουτσομπολιό; Είναι προτιμότερο να τρώει κάποιος κρέας και την ίδια στιγμή να είναι ταπεινός και ευγενικός, παρά να μην τρώει τίποτε άλλο από όσπρια και να είναι ένας πικρόχολος φανατικός.
Η «Κυριακή τής Τυροφάγου» ή «Κυριακή τής Συγγνώμης» είναι η τελευταία Κυριακή πριν από την περίοδο της Σαρακοστής, αφού την επόμενη ημέρα αρχίζει η πραγματική νηστεία. Το αποστολικό ανάγνωσμα (Ρωμ. 13, 11-14, 4) ξαναπιάνει το ίδιο θέμα με αυτό του αναγνώσματος της προηγούμενης Κυριακής. «Ο εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω, και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω» (Ρωμ. 14, 3). Αν νηστεύουμε με πνεύμα κατάκρισης, στερούμε από τη νηστεία μας κάθε πνευματική αξία. Ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τη δίαιτά μου αλλά για τις σχέσεις μου με τα άλλα πρόσωπα.
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής (Ματθ. 6, 14-21) υπογραμμίζει το ίδιο σημείο, μ’ έναν πολύ πιο θεμελιώδη και ευρύ τρόπο. Εδώ ο Χριστός τονίζει την τεράστια σημασία τής αμοιβαίας συγχώρησης: «Εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. 6, 15). Το νόημα εδώ δεν είναι ότι ο Θεός μας αρνείται τη συγγνώμη, ότι επιμελώς αποκρύπτει τη συγχώρεσή Του. Αντίθετα, ο Θεός θέλει πάντοτε να μας συγχωρεί. Αλλά αν εμείς από την πλευρά μας δεν είμαστε πρόθυμοι να συγχωρήσουμε τους άλλους, τότε απλώς καθιστάμεθα ανίκανοι να δεχτούμε στην καρδιά μας τη συγχώρηση που ο Θεός μας προσφέρει. Είμαστε ανοιχτοί στη θεία συγγνώμη μόνο αν δώσουμε και τη δική μας συγγνώμη. Ο Χριστός δεν μας κλείνει έξω. Εμείς είμαστε αυτοί που Του κλείνουμε την πόρτα κατάμουτρα, με τη σκληρότητά μας προς τους άλλους και με την ανυπόφορη μνησικακία μας.
Το μήνυμα του ευαγγελίου τής Κυριακής ξαναζωντανεύει με ορατό και απτό τρόπο στην τελετή τής αμοιβαίας συγγνώμης, που λαμβάνει χώρα σε πολλά μοναστήρια και ενορίες κατά το τέλος τού Εσπερινού της ίδιας μέρας. Ο ηγούμενος ή ο πρεσβύτερος γονατίζει μπροστά στο εκκλησίασμα, ζητώντας συγγνώμη και λέγοντας «συγχωρείστε με, τον αμαρτωλό», και κατόπιν όλο το εκκλησίασμα γονατίζει μπροστά του, επαναλαμβάνοντας ο καθένας τα ίδια λόγια. Η συγγνώμη δίνεται σε προσωπική βάση: ο καθένας διαδοχικά έρχεται και γονατίζει μπροστά στον ηγούμενο ή στον ιερέα, και αυτός γονατίζει με τη σειρά του, και κατόπιν όλα τα μέλη τού εκκλησιάσματος περιφέρονται στην εκκλησία, γονατίζοντας μπροστά στον καθένα, ζητώντας και δίνοντας συγγνώμη.
Αυτή η τελετή της αμοιβαίας συγγνώμης, στον βαθμό που δεν αποτελεί ένα απλό τυπικό, είναι, και συχνά γίνεται, μια βαθιά συγκινητική στιγμή, μεταβάλλοντας τη ζωή αυτών που συμμετέχουν. Οι συμβολικές χειρονομίες αυτού του είδους έχουν μεγάλο αποτέλεσμα. Μπορώ να θυμηθώ περιπτώσεις όπου αυτή η ανταλλαγή συγγνώμης στο κατώφλι τής Σαρακοστής έχει βοηθήσει σαν δυνατός καταλύτης, που ξαφνικά καταλύει μακροχρόνιους φραγμούς και κάνει δυνατή μια αληθινή αναδημιουργία των σχέσεων. Αυτό που διακηρύσσει ο Εσπερινός τής Συγγνώμης, με πράξεις που μιλούν δυνατότερα από τα λόγια, είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αναλάβει μόνος του το ταξίδι τής Σαρακοστής.
«Όλα συνδέονται». Η περίοδος πριν από τη Σαρακοστή μάς δείχνει καθαρά ποιος είναι ο αληθινός χαρακτήρας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η άνοιξη της Σαρακοστής είναι μια εποχή που, με το έλεος του Θεού, η παγωμένη μας καρδιά ζεσταίνεται και επιστρέφουμε στη σχέση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Οι δυο αυτές μορφές σχέσης, με τον Θεό και με τον άνθρωπο, προϋποθέτουν η μία την άλλη. Μπορώ να πλησιάσω τον Θεό μόνο αν πλησιάσω τον πλησίον μου, και μπορώ να πλησιάσω τον πλησίον μου μόνο αν πλησιάσω τον Θεό. Η Σαρακοστή, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν υποδηλώνει μόνο την προσφορά και την ιεραποστολή, αλλά και την αμοιβαία αγάπη.
Σκοπός τής Σαρακοστής είναι να πέσουν οι φραγμοί, έτσι ώστε να μπορούμε, με πληρότητα, να μοιράζουμε τη ζωή μας με τον Θεό και τον πλησίον. Από μία άποψη, σκοπός τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι η «αποκέντρωση», η εκτόπιση του πεπτωκότος εαυτού μου από το κέντρο τής προσοχής, έτσι ώστε να υπάρξει χώρος στην καρδιά μου για τους άλλους και για τον Δημιουργό μου. Η Σαρακοστή διδάσκει το κάθε πρόσωπο να μη λέει απλώς «Εγώ», αλλά «Εγώ-και- Συ», όχι απλώς «εγώ», αλλά «εμείς». Στη σημερινή καταναλωτική κοινωνία, που κυριαρχείται από τη φιλαυτία και τη λαχτάρα για κατοχή, αυτό δίνει στη Σαρακοστή μια άμεση και σύγχρονη σημασία.
Έτσι, γίνεται φανερό ότι η νηστεία, που συχνά θεωρείται ως το κύριο χαρακτηριστικό τής Σαρακοστής, δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσον. Η νηστεία είναι άχρηστη αν δεν μπορεί να φέρει την αποκατάσταση των σχέσεων. Ο Χριστός, στην πραγματικότητα δεν μιλά απλώς για τη νηστεία αλλά χρησιμοποιεί συχνά το ζευγάρι «προσευχή και νηστεία» (βλ. Mατθ. 17, 21. Μάρκ. 9, 29). Αν νηστεύουμε, το κάνουμε για να γίνουμε ικανότεροι για προσευχή, για να επιστρέψουμε, δηλαδή, στη σχέση με τον Θεό.
Oι πρώτοι Χριστιανοί είχαν μετατρέψει αυτό το ζευγάρι σε τριάδα: μαζί με την προσευχή και τη νηστεία τόνιζαν την ανάγκη για «ελεημοσύνη», για πράξεις συγκεκριμένης και πρακτικής συμπάθειας προς τους άλλους. Τα χρήματα που εξοικονομούμε με τη νηστεία και την αποχή δεν πρέπει ποτέ να ξοδευτούν για μας, αλλά πρέπει να δοθούν σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη. Επιπλέον, όπως έχουμε ήδη δει, δεν είναι μόνο τα χρήματα αυτά που πρέπει να μοιραζόμαστε με τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας. Πρέπει να δίνουμε το χρόνο μας, τη συντροφιά μας, τη φροντίδα μας. Έτσι, η ανανέωση της σχέσης μας με τον Θεό μέσω της προσευχής εκπληρώνεται στην ανανέωση της σχέσης μας με τους άλλους. Η νηστεία, η προσευχή και οι πράξεις συμπάθειας σχηματίζουν ένα μοναδικό όλον.
Ωστόσο, παρόλο που η ίδια η νηστεία δεν αποτελεί πρωταρχικό σκοπό τής Σαρακοστής, την ίδια στιγμή η νηστεία και η αποχή -στην Ορθόδοξη παράδοση οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται σχεδόν ταυτόσημα- δεν πρέπει να περιθωριοποιηθούν ή να καταργηθούν ως κάτι το ασήμαντο. Στην πραγματικότητα, οι Ορθόδοξοι ενθαρρύνονται να νηστεύουν αρκετά αυστηρά. Αν η Σαρακοστή πρέπει να είναι μια περίοδος θυσίας, αυτό πρέπει να εκδηλώνεται, ανάμεσα σε άλλα, και σ’ αυτό που τρώμε και πίνουμε. Στις εφτά εβδομάδες, από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, αναμένεται oι Ορθόδοξοι να τηρήσουν μια ουσιαστικά ακραία «χορτοφαγική» δίαιτα. Το κρέας απαγορεύεται, μαζί με όλα τα ζωικά προϊόντα (αυγά, γάλα, βούτυρο και τυρί). Κρασί και ελαιόλαδο επιτρέπονται μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές, και σε λίγες άλλες εορτές. Το ψάρι δεν επιτρέπεται, παρά μόνο κατά την εορτή τού Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σήμερα επιτρέπει συχνά στην πράξη κάποια χαλάρωση αυτών των κανόνων, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που ζουν σε οικογένειες, όπου κάποια μέλη δεν είναι Ορθόδοξα ή ακόμη ούτε και Χριστιανοί. Υπάρχουν τρεις χρήσιμες κατευθυντήριες οδηγίες που θα πρέπει να έχουμε κατά νου. Πρώτον, δεν πρέπει να νηστεύουμε με τρόπο που θα μπορούσε να βλάψει την υγεία μας ή θα μπορούσε να μας καταστήσει ανίκανους στη δουλειά μας. Δεύτερον, δεν πρέπει να νηστεύουμε «ώσπερ οι υποκριτές» (Ματθ. 6, 16), με τέτοιο τρόπο ώστε να τραβούμε την προσοχή επάνω μας. Όταν τρώμε σε σπίτια άλλων, φανερώνει συχνά μεγαλύτερη ταπείνωση και είναι πιο χριστιανικό αν φάμε ό,τι υπάρχει μπροστά μας, δίχως αντιρρήσεις, παρά αν απαιτήσουμε κάτι διαφορετικό, που να συμμορφώνεται προς τους κανόνες μας. Αν η νηστεία μας φέρνει τους άλλους σε αμηχανία ή τους προκαλεί περισσότερη δουλειά, τότε κάτι έχει πάει πολύ λάθος. Τρίτον, την ίδια στιγμή η νηστεία μας πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από μια τυχαία και κατ’ επίφασιν συνήθεια. Πρέπει να είμαστε αρκούντος μεθοδικοί στο να σημειώνουμε αυτό που αρνούμαστε στον εαυτό μας και να λυπούμαστε γι’ αυτό. Η Σαρακοστή θα έχει χάσει την αξία της αν παύσει να είναι μια podvig, ένας αγώνας απέναντι στη φιλαυτία τής πεπτωκυίας φύσης μας. «Διά του σταυρού χαρά τω κόσμω ελήληθε», μαρτυρούμε κάθε Κυριακή σε έναν ύμνο τού Όρθρου. Δεν μπορούμε να εισέλθουμε στη χαρά τής σαρακοστιανής άνοιξης χωρίς να φέρουμε το σταυρό.
Παρ’ όλα αυτά η νηστεία, ακόμη κι όταν εφαρμόζεται σωστά και περιλαμβάνει όντως θυσία και αυταπάρνηση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται αποκλειστικά με αρνητικούς όρους. Ο σκοπός της είναι πολύ πιο θετικός: δεν υπάρχει για να τιμωρείται το σώμα, αλλά για να γίνεται περισσότερο πνευματικό. Δεν υπάρχει για να μας γεμίζει με πλήξη και αηδία για τον εαυτό μας, αλλά για να καταλύει την αμαρτωλή αίσθηση της αυτάρκειας και να μας κάνει, συγχρόνως, να συνειδητοποιούμε την εξάρτησή μας από τον Θεό. Σίγουρα, η νηστεία είναι μια ασκητική podvig, αλλά σκοπό έχει να φέρει μια αίσθηση ελαφράδας και ελευθερίας, μια αίσθηση επαγρύπνησης και ελπίδας. «Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· νηστεία… έσονται τω οίκω Ιούδα εις χαράν και ευφροσύνην και εις εορτάς αγαθάς» (Ζαχαρίας 8, 19).
Περπατώντας ελαφρά πάνω στη γη
Η αίσθηση κοινότητας που επιζητά να δημιουργήσει η Σαρακοστή δεν περιορίζεται μόνο στη σχέση μας με τον Θεό και στη σχέση μας με τον συνάνθρωπο. Εκτείνεται ακόμη πιο πέρα. Η Σαρακοστή είναι επίσης μια περίοδος κατά την οποία αποκαθιστούμε τη σχέση μας με το υλικό περιβάλλον, κατ’ αρχάς με το ίδιο μας το σώμα και κατόπιν με τον φυσικό κόσμο -με τα ζώα και τα φυτά, τη γη, τον αέρα τη φωτιά και το νερό-, στοιχεία με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με το σώμα μας. Η Σαρακοστή ενεργοποιεί ξανά τη συμμετοχή μας, όχι μόνο στην ανθρώπινη κοινότητα αλλά και στην κοσμική κοινωνία. «Όποιος δεν αγαπά τα δένδρα, δεν αγαπά ούτε τον Χριστό», όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας Αμφιλόχιος (1888-1970), ο γέροντας της Πάτμου. Και αυτό είναι μόνο ένα μέρος τού νοήματος της Σαρακοστής.
«Το καθετί που ζει είναι ιερό», μας λέει ο μεγάλος προφήτης τής Αγγλίας τού δέκατου όγδοου αιώνα, ο Ουίλιαμ Μπλέικ. Σχολιάζοντας τα λόγια του, θα προσθέταμε ότι το καθετί που έχει δημιουργήσει ο Θεός είναι, κατά κάποιον τρόπο, ζωντανό. Η Σαρακοστή αποκαθαίρει τις πύλες τής αντίληψής μας, έτσι ώστε να αναγνωρίσουμε εκ νέου αυτήν τη βαθιά και οικουμενική αγιότητα. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας διδάσκει, με τη φράση που χρησιμοποιούν οι Ινδιάνοι τής Αμερικής, να «περπατούμε ελαφρά πάνω στη γη». Αντιμετωπίζοντας μια οικολογική κρίση που κλιμακώνεται με τρομακτικούς ρυθμούς, μπορούμε να ξαναβρούμε, με την τήρηση της νηστείας τής Σαρακοστής, μια μυστηριακή θέα τού σύμπαντος.
Με ποιον τρόπο; Είναι πάρα πολύ εύκολο να παρερμηνεύσουμε τη Σαρακοστή μ’ έναν μανιχαϊκό τρόπο. Οι άνθρωποι φαίνεται να σκέφτονται πως πρέπει να αισθάνονται ντροπή όταν ευχαριστιούνται το φαγητό τους, επειδή ενθαρρύνονται να νηστεύουν. Υπό την ίδια έννοια, όταν παροτρύνονται τα έγγαμα ζευγάρια να απέχουν από τη σεξουαλική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια τής Σαρακοστής, διατρέχουν τον κίνδυνο να φανταστούν ότι η σεξουαλικότητα αποτελεί μόλυνση. Τέτοια συμπεράσματα είναι λανθασμένα και πολύ βλαβερά «Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1, 31). Το σώμα μας, δημιουργημένο από τον Θεό, είναι ουσιωδώς καλό. Η τροφή και το ποτό είναι δώρα τού Θεού, καθώς και η σεξουαλικότητα. Όλα τα υλικά πράγματα αποτελούν δυνητικά μυστήριο της παρουσίας Του, μέσο κοινωνίας μαζί Του.
Γιατί λοιπόν πρέπει να νηστέψουμε και να απόσχουμε; Η απάντηση είναι ότι, παρόλο που ο κόσμος, ως δημιουργία τού Θεού, είναι «καλός λίαν», ωστόοο είναι ταυτόχρονα ένας πεπτωκός κόσμος. Ακριβέστερα, η στάση μας απέναντι στη θεία Δημιουργία έχει διαστραφεί από την αμαρτία – από το προπατορικό αμάρτημα που όλοι έχουμε κληρονομήσει και από τις αμαρτίες που ο καθένας έχει διαπράξει. Η νηστεία και η αποχή διορθώνουν αυτήν τη διαστροφή στη σχέση μας με τον υλικό κόσμο, εξαγνίζοντάς μας από την επίδραση της αμαρτίας και αποκαθιστώντας το πρωταρχικό μας όραμα για την κτιστή τάξη. Ο ασκητισμός από την άποψη αυτή δεν είναι μια άρνηση, αλλά μια υπεράσπιση της εσωτερικής αγιότητας κάθε υλικού πράγματος.
Η νηστεία μάς διδάσκει πρώτα απ’ όλα να διατηρούμε μια σωστή στάση απέναντι στο σώμα μας, με όλες τις ανάγκες και τις ροπές που αυτό έχει. Με τη νηστεία διαπαιδαγωγούμε το σώμα να συμμετέχει στην πνευματική ζωή, έτσι ώστε να γίνεται -χρησιμοποιώντας τη φράση τού αγίου Μαξίμου του Ομολογητή- «αγγελιαφόρος τής ψυχής». Σκοπός μας δεν είναι η καταπίεση του σώματος, αλλά η μεταμόρφωσή του. Ο ασκητισμός, αν κατανοηθεί σωστά, δεν είναι ένας αγώνας κατά του σώματος, αλλά υπέρ τού σώματος. Μέσα από την ασκητική αυτοσυγκράτηση επαναβεβαιώνουμε την υλικότητα του σώματός μας, αλλά ταυτόχρονα αναζητούμε να την καταστήσουμε μια πνευματική υλικότητα. Ασκητισμός δεν σημαίνει ότι αποκηρύσσουμε τη νόμιμη απόλαυση που έρχεται με το φαγητό, ή -σε ένα πολύ βαθύτερο επίπεδο- τη σεξουαλικότητα μέσα στο γάμο. Αυτό που κάνει η νηστεία και η αποχή είναι να μας βοηθά να απελευθερωθούμε από την απληστία και τη λαγνεία, έτσι ώστε αυτά να μη γίνονται μέσα ατομικής ευχαρίστησης αλλά εκφράσεις μιας διαπροσωπικής κοινωνίας.
Ξαναβρίσκοντας με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή μια σωστή στάση του σώματός μας, ανακαλύπτουμε επίσης μια σωστή στάση απέναντι σε ολόκληρη την κτίση. Μας βοηθά να εκτιμήσουμε το κάθε πράγμα χωριστά -όχι μόνο ως προς τον τρόπο που υπηρετεί τους στόχους μας- και ταυτόχρονα μας βοηθά να δούμε τη θεϊκή παρουσία στην καρδιά τού κάθε πράγματος. Έχει λεχθεί ότι ο Χριστιανός είναι αυτός που, όπου κι αν κοιτάζει, βλέπει παντού τον Χριστό και αγαλλιά γι’ αυτό: «Σηκώστε την πέτρα, και θα με βρείτε εκεί. Κόψτε το ξύλο και εκεί βρίσκομαι Εγώ». Αυτός είναι ο αληθινός σκοπός τής νηστείας: καθιστά την κτίση προσωπική και διαφανή, έτσι ώστε να ξαναβρούμε την αίσθηση του θαύματος μπροστά στην ιερότητα της γης. Μας βοηθά να δούμε όλα τα πράγματα εν Θεώ, και τον Θεό σε όλα τα πράγματα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, με τη νηστεία και τον εκούοιο αυτοπεριορισμό, προσεγγίζουμε πνευματικά την Παναγία τη στιγμή τού Ευαγγελισμού και επαναβεβαιώνουμε την εν Θεώ ελευθερία και προσωπικότητά μας. Όσο κυριαρχούμαστε από την πλεονεξία και τη λαγνεία, τόσο θα είμαστε, στη σχέση μας με τα υλικά πράγματα, βαθιά ανελεύθεροι και αποπροσωποποιημένοι. Μόλις σταματήσουμε να βλέπουμε τα υλικά πράγματα ως αντικείμενα και τα θεωρήσουμε ως μέσα προσωπικής κοινωνίας, μόλις σταματήσουμε να τα αρπάζουμε με καταναγκασμό και αρχίσουμε να τα αντιπροσφέρουμε στον Θεό ως ευχαριστία, τότε γινόμαστε για άλλη μια φορά ελεύθερα πρόσωπα. Ταυτόχρονα, κάνουμε την πολύ σημαντική μετάβαση -που τόσο συχνά τονίζεται από τους οικολόγους- από έναν τρόπο ζωής που βασίζεται στο τι εγώ θέλω, σ’ έναν τρόπο ζωής που θα βασίζεται στο τι χρειάζομαι.
Αυτοί είναι μερικοί από τους χαρταετούς που καλούμαστε να πετάξουμε στον ουρανό κάθε Σαρακοστή. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή προβάλλει ένα κοσμοείδωλο που βρίσκεται σε πλήρη ασυμφωνία προς τα πρότυπα της καταναλωτικής κοινωνίας. Καθώς η νηστεία τής Σαρακοστής επανέρχεται κάθε χρόνο, μπορούμε να τη μεταβάλλουμε σε μια εποχή εσωτερικής άνοιξης – σε μια ευκαιρία, δηλαδή, για ανανεωμένη ουσιαστική στάση και αυτοπροσφορά, για ανανεωμένη διαπαιδαγώγηση στις δεσμεύσεις τού βαπτίσματός μας και για μια ανανεωμένη ιεραποστολική μαρτυρία, για μια ανανεωμένη ισορροπία ανάμεσα στο εγώ και στον πλησίον, και ανάμεσα στο εγώ και στον κόσμο.
Η Σαρακοστή όχι μόνο δεν αποτελεί άρνηση του κόσμου, αλλά είναι μια πραγματικότητα που καταφάσκει βαθιά στον κόσμο. Αυτός εδώ είναι ένας πεπτωκός κόσμος, γεμάτος από την ασχήμια και τη μόλυνση που έχει προκαλέσει η αμαρτία και η φιλαυτία τού ανθρώπου. Είναι όμως και ένας κόσμος τού Θεού, ένας κόσμος γεμάτος ομορφιά και θάμβος, σημαδεμένος παντού από την υπογραφή τού Κτίστου, πράγμα που μπορούμε να το ανακαλύψουμε ξανά με την αληθινή τήρηση της Μεγάλης Νηστείας.
(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο “Ζωντανή Ορθοδοξία στον σύγχρονο κόσμο”, Συλλογικό, Εκδόσεις “Εστία”)
alopsis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου