ΚΑΠΝΙΚΑΡΕΑ
Η τοιχογράφηση του ναού από τον Κόντογλου και τους μαθητές του
Εξαιτίας του ότι η στιγμή της Ανάστασης του Χριστού[1] είναι γεγονός το οποίο, στην ουσία του, δεν μπορεί να εικονιστεί, το θέμα της Ανάστασης[2], σαν εικόνα της χριστιανικής τέχνης, έχει γνωρίσει πολλούς διαφορετικούς εικονογραφικούς τύπους, που είναι εμπνευσμένοι από τα κείμενα των Ευαγγελίων και συνήθως φέρουν διαφορετικές επιγραφές. Ένας λόγος για αυτή τη μεγάλη ποικιλία εικονίσεων του θέματος είναι το γεγονός ότι κάθε Ευαγγέλιο αναφέρεται με διαφορετικό τρόπο στην Ανάσταση.
Σε μία πρώιμη απεικόνισή του, γύρω στο 400 σε ελεφαντοστέινο ανάγλυφο[3], παριστάνονται οι μυροφόρες στο μνήμα, το οποίο φυλάσσουν στρατιώτες, ενώ στο επάνω μέρος του έργου εικονίζεται ο Χριστός, σαν αγένειος νέος κρατώντας ειλητάριο, να αναλαμβάνεται στον ουρανό κρατώντας το χέρι του Θεού που προβάλλει.
Ένας αρχαίος συριακός τύπος της Ανάστασης[4], και ίσως ο αρχαιότερος τύπος της εικόνας, είναι εκείνος που απεικονίζει τον άγγελο[5] που κάθεται έξω από το ανοιχτό μνήμα και δείχνει στις γυναίκες, οι οποίες πήγαν να περιποιηθούν με αρώματα το νεκρό σώμα του Ιησού, τον κενό Τάφο με το σουδάριο, ενώ τους αναγγέλλει την Ανάσταση. Η παράσταση ακολουθεί τη διήγηση του Ευαγγελίου του Ματθαίου[6] και συνήθως επιγράφεται με τη φράση «ουκ έστιν ώδε»[7], με τα λόγια δηλαδή που είπε ο άγγελος στις γυναίκες.
Η Ανάσταση σε εικόνα του Σινά. (Σωτηρίου, Εικόνες Μονής Σινά)
Άλλος εικονογραφικός τύπος του θέματος έχει σαν πηγή και πάλι το Ευαγγέλιο του Ματθαίου και απεικονίζει τις δύο γυναίκες, «Μαριάμ η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία»[8], που προσκύνησαν γονατίζοντας τον Αναστηθέντα Χριστό, όταν Εκείνος τους εμφανίστηκε[9]. Η παράσταση αυτή είναι γνωστή και ως «Χαίρετε» ή «Το χαίρε των μυροφόρων»[10].
Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει απεικονιστεί η σχετική περικοπή από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, που αναφέρει ότι μόλις ο Πέτρος και ο Ιωάννης πληροφορήθηκαν για την Ανάσταση του Διδασκάλου τους έτρεξαν στο μνημείο για να το διαπιστώσουν και οι ίδιοι[11]. Ακόμα πιο σπάνιες είναι οι εικονογραφήσεις της Ανάστασης, που υπάρχουν στο γνωστό παλίμψηστο Ψαλτήρι της Μονής Παντοκράτορος (κώδ. 61)[12]. Σε δύο μικρογραφίες του χειρογράφου παρουσιάζεται ο Χριστός έξω από το μνήμα, όπου Τον είχαν τοποθετήσει, και λίγο πιο πέρα είναι πεσμένοι οι στρατιώτες που περιφρουρούσαν τον Τάφο. Στη μία μικρογραφία περιλαμβάνονται στην εικόνα και οι δύο γονατιστές γυναίκες. Τέλος, ο Κόντογλου στην «Έκφραση» παραθέτει και άλλες εικόνες που ανήκουν στον κύκλο της Αναστάσεως, και αφορούν τις εμφανίσεις του Αναστηθέντος Χριστού στους μαθητές Του[13].
Όμως, ο περισσότερο διαδεδομένος και γνωστός τύπος, σαν εικόνα της Ανάστασης[14], είναι αυτός που παριστάνει την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη και τη λύτρωση των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και όσων νεκρών πίστεψαν στο κήρυγμα Του. Ενώ το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού μαρτυρείται από το σύνολο των Ευαγγελιστών, εντούτοις δεν υπάρχει σε κανένα Ευαγγέλιο αναφορά για τηνκάθοδο του Χριστού στον Άδη, εκτός από εκείνη που έμμεσα γίνεται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, όταν περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη στιγμή που ο Ιησούς παρέδωσε το πνεύμα Του: «Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη απ’ άνωθεν έως κάτω εις δύο και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν, και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθησαν, και εξελθόντες εκ των μνημείων μετά την έγερσιν αυτού εισήλθον εις την αγίαν πόλιν και ενεφανίσθησαν πολλοίς»[15]. Παρά το ότι το γεγονός αυτό δεν περιγράφεται ούτε αναφέρεται στην ιστορική του ακολουθία από τους Ευαγγελιστές, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη βλέπουμε ότι ο ίδιος ο Χριστός το είχε προειπεί από την αρχή περίπου της δημόσιας δράσης Του, μετά το θαύμα στην «προβατική κολυμβήθρα της Βηθεσδά»[16], απαντώντας στις κατηγορίες των Ιουδαίων για το ότι δεν τηρούσε την Εορτή του Σαββάτου αφού θεράπευε αρρώστους: «αμήν αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα και νυν έστιν ότε οι νεκροί ακούσουσιν της φωνής του υιού του θεού και οι ακούσαντες ζήσουσιν. ώσπερ γαρ ο πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως και τω υιώ έδωκεν ζωήν έχειν εν εαυτώ. και εξουσίαν έδωκεν αυτώ κρίσιν ποιείν, ότι υιός ανθρώπου εστίν. μη θαυμάζετε τούτο, ότι έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσουσιν της φωνής αυτού και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως»[17].
Η εις Άδου κάθοδος – Ανάσταση, ναός Καπνικαρέας
Η διήγηση για την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη συναντάται μόνο στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου[18], το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το κενό της διήγησης των ευαγγελικών κειμένων. Το ψευδεπίγραφο αυτό κείμενο, που φέρει ως συγγραφέα του το μαθητή του Ιησού, Νικόδημο τον εξ Αριμαθαίας, γράφτηκε πιθανότατα στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα και βασίστηκε σε άλλες απόκρυφες διηγήσεις, που κυκλοφορούσαν μεταξύ των χριστιανών ήδη από τον 2ο αιώνα ενώ ήταν γνωστές ως «Υπομνήματα των πραχθέντων επί Ποντίου Πιλάτου» («Acta Pilati»)[19]. Τα Υπομνήματα φερόταν να τα είχε γράψει ο ίδιος ο Πόντιος Πιλάτος, ο οποίος απευθυνόμενος στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο περιγράφει τη δράση του Χριστού, τα θαύματα, τη σταύρωσή Του, την εις Άδου κάθοδο και την Ανάσταση. Με βάση τα απόκρυφα Υπομνήματα του Πιλάτου δημιουργήθηκαν και άλλα απόκρυφα βιβλία, ένα εκ των οποίων αποτελεί το ευαγγέλιο του Νικοδήμου, όπου υπάρχει η πιο εκτενής περιγραφή για την εις Άδου Κάθοδο[20]. Ολόκληρο το δεύτερο μέρος του απόκρυφου ευαγγελίου αφιερώνεται στη λεπτομερή εξιστόρηση των γεγονότων γύρω από την Κάθοδο του Χριστού στον Άδη, τα οποία, σύμφωνα με αυτό, καταθέτουν ενόρκως δύο από τους αναστηθέντες νεκρούς ενώπιον των αρχιερέων του Ισραήλ[21]. Οι διάλογοι των προσώπων-πρωταγωνιστών και οι ζωηρές εικόνες των γεγονότων που εκτυλίσσονται έγιναν πηγές έμπνευσης όχι μόνο για την εικονογραφία αλλά και για την υμνολογία της Εκκλησίας, γι’ αυτό και το θέμα έχει εδώ και αιώνες ενσωματωθεί στην παράδοσή της, παρά το γεγονός ότι προέρχεται από απόκρυφο κείμενο[22]. Η απεικόνιση δε του θέματος ήδη από την παλαιοχριστιανική εποχή[23] μαρτυρεί τη μεγάλη διάδοση του κειμένου αυτού και την αποδοχή του από τους χριστιανούς. Από την άλλη πλευρά, η Κάθοδος του Χριστού στον Άδη έχει παραλληλιστεί με την αρχαία ελληνική μυθολογία και την κάθοδο του Ηρακλή στον Άδη, ενώ η εικονογράφηση του θέματος παραπέμπει σε μυθολογικές παραστάσεις που απεικονίζουν τον Ηρακλή να τραβά με ορμή τον Κέρβερο[24]. Παράλληλα θεωρείται πως για την τελική διαμόρφωσή της χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από την αυτοκρατορική εικονογραφία της Όψιμης Αρχαιότητας μαζί με στοιχεία από διάφορα υμνολογικά κείμενα[25].
Λεπτομέρεια από την εικόνα της Ανάστασης στην Καπνικαρέα
Ο Κόντογλου, γνωρίζοντας το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου και την υμνολογία της Αναστάσεως που αντλεί από αυτό, θεωρεί τον εικονογραφικό τύπο της «Εις Άδου Καθόδου» ως την γνήσια εικόνα του θέματος, παραδεδομένη από τους παλαιούς αγιογράφους και εκφράζουσα με άριστο τρόπο το πασίγνωστο τροπάριο της εορτής «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»[26]. Εξάλλου, η Ανάσταση του Χριστού δεν ήταν μόνο ένα προσωπικό γεγονός, ούτε επίδειξη της εξουσίας και της δύναμής Του[27]. Αφού πρώτα θυσιάστηκε πάνω στο σταυρό, αναστήθηκε ο ίδιος και προσκάλεσε μαζί Του στην αναστάσιμη χαρά όλη την ανθρωπότητα, νεκρούς και ζωντανούς[28]. Τον τύπο αυτό εικονογράφησε ο Κόντογλου και στο ναό της Καπνικαρέας[29].
Στο κέντρο της παράστασης βρίσκεται ο αναστηθείς Χριστός με εμφανή στα χέρια και στα πόδια Του τα σημάδια της Σταύρωσης. Φορά χιτώνα σε ιώδες χρώμα με σκούρες και ανοιχτές διαβαθμίσεις και χρυσές λωρίδες, ιμάτιο σε σκούρο μπλε χρώμα και φέρει ένσταυρο φωτοστέφανο, έξω από το οποίο είναι γραμμένα τα συμπιλήματα «ΙC̃ XC̃». Πίσω Του υπάρχει δόξα σε αμυγδαλωτό σχήμα, ακτινωτή στο κέντρο το οποίο είναι σε τριανταφυλλί χρώμα, ενώ ολόγυρα περιβάλλεται από φαρδιά λωρίδα σε ανοικτό ροδί χρώμα μέσα όπου είναι ζωγραφισμένα λευκά αστέρια. Έξω από τη δόξα που περιβάλλει τον Χριστό υπάρχει η επιγραφή της παράστασης «Η ΑΝΆ / ΣΤΑCIC». Ο Ιησούς με δύναμη και αποφασιστικότητα πατά πάνω στις πύλες του Άδη[30], οι οποίες κείτονται κάτω από τα πόδια Του σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού και συμβολίζοντας έτσι τη σταυρική Του θυσία με την οποία εξαγόρασε το ανθρώπινο γένος από το θάνατο και τη φθορά, ενώ γύρω τους βρίσκονται συντετριμμένα τα κλειδιά τους καθώς επίσης και τα καρφιά και οι αλυσίδες που άλλοτε τις συγκρατούσαν. Το σώμα Του είναι στραμμένο προς την αριστερή πλευρά όπου με το αριστερό χέρι ανασηκώνει την Εύα από το μνήμα στο οποίο κείτονταν, ενώ το κεφάλι Του είναι στραμμένο προς τα δεξιά, κοιτάζοντας με πράο και φιλόστοργο βλέμμα προς τον Αδάμ, τον οποίο επίσης τραβά με το δεξί χέρι[31] έξω από τον τάφο και ταυτόχρονα από τον αιώνιο θάνατο όπου είχε πέσει εξαιτίας της παρακοής του και της διακοπής της σχέσεώς του με το Θεό. Δηλώνεται εδώ με τον πιο εύγλωττο τρόπο πως ο νέος Αδάμ, που είναι ο Χριστός, με τη Σταυρική Του θυσία και την ένδοξη Ανάστασή Του σώζει και ανακαινίζει τον παλαιό Αδάμ και μαζί του όλο το ανθρώπινο γένος που είχε παρασυρθεί στην πτώση εξαιτίας της αμαρτίας. Η ορμητικότητα της κίνησης του Ιησού, εκτός από την στάση και την έντονη κίνηση του σώματός Του, υποδηλώνεται και με το ιμάτιο που ανεμίζει ψηλά πάνω από τον δεξιό ώμο[32] και με πολύ αρμονικό τρόπο ακολουθεί τη χιαστί χάραξη πάνω στην οποία είναι στημένο το σώμα Του και οι φιγούρες του Αδάμ και της Εύας. Η Εύα στέκεται γονατιστή πάνω στον τάφο, φορώντας υπόλευκο χιτώνα και κεκρύφαλο, ενώ το ιμάτιο, το οποίο τυλίγει το αριστερό της χέρι, είναι σε έντονο κόκκινο χρώμα. Ο Αδάμ, από την άλλη πλευρά, ο οποίος εικονίζεται γέρος με πλούσια λευκά μακριά μαλλιά, φορά επίσης υπόλευκο χιτώνα με σκιάσεις ιώδους χρώματος και υπόλευκο ιμάτιο με πρασινωπές σκιάσεις. Καθώς προσπαθεί να βγει από τον τάφο του με τη βοήθεια του Χριστού, απλώνει και το άλλο του χέρι ικετευτικά προς Εκείνον. Πίσω από την Εύα στέκεται ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος ευλογεί με το δεξί χέρι ενώ στο αριστερό κρατά τυλιγμένο ειλητό. Φορά υπόλευκο χιτώνα και πράσινο ιμάτιο και έξω από το φωτοστέφανό του εκατέρωθεν υπάρχει σε βραχυγραφία η επιγραφή «Ο Α / Ι̃Ω̃ / ΠΡΟ /ΔΜΟC». Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν εκείνος που και πάλι είχε προετοιμάσει το δρόμο για το κήρυγμα του Χριστού στον Άδη, γι’ αυτό και η εικονογράφησή του ανάμεσα στους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης είναι ανελλιπής. Τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο ακολουθεί ο Άβελ, ο δίκαιος από τους απογόνους των πρωτοπλάστων που προσέφερε ευάρεστη θυσία στο Θεό. Με το αριστερό χέρι κρατά την ποιμενική ράβδο και φορά κοντό υπόλευκο χιτώνα με ροδίζουσες σκιάσεις και ταινίες στο λαιμό, στα χέρια και στο τελείωμα σε πορτοκαλο-κόκκινο χρώμα. Στην άλλη πλευρά της παράστασης, πίσω από τον Αδάμ, στέκονται πρώτοι οι βασιλείς του Ισραήλ Δαυίδ και Σολομών και κατόπιν ακολουθούν και άλλοι δίκαιοι άνδρες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι μαζί τους σαστισμένοι και έκπληκτοι παρακολουθούν την θριαμβευτική είσοδο του Λυτρωτή Χριστού στον κόσμο του Άδη. Ο βασιλιάς Δαυίδ φορά στέμμα, κόκκινο χιτώνα και σκούρο μπλε ιμάτιο που καλύπτει τα προτεταμένα χέρια του ενώ στο λαιμό το περιβάλλει χρυσοκίτρινη ταινία στολισμένη με πολύτιμους λίθους. Το σώμα του είναι στραμμένο προς το κέντρο, ενώ το κεφάλι του στρέφεται προς τα πίσω σα να συνομιλεί με τον γιο και διάδοχό του στο θρόνο Σολομώντα που στέκεται πίσω του. Παρόμοια βασιλικά ενδύματα φορά και ο προφητάναξ Σολομών, σε αντίθετους χρωματισμούς από εκείνα του πατέρα του, δηλαδή σκούρο μπλε χιτώνα και κόκκινο ιμάτιο. Στον κάμπο της παράστασης, πίσω από τις ομάδες των δικαίων στα δεξιά και τα αριστερά, διακρίνονται ορεινοί όγκοι, ενώ το φόντο στο κέντρο, πίσω από τη δόξα του Ιησού, είναι σε μπλε χρώμα. Σύμφωνα με την ομιλία του αποστόλου Πέτρου στο πλήθος, που πίστεψε και βαπτίστηκε μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος τηνημέρα της Πεντηκοστής, ο βασιλιάς Δαυίδ προφήτεψε την Ανάσταση του Χριστού, λέγοντας ότι ο Άδης δε μπόρεσε να τον κρατήσει και το σώμα του δεν είδε διαφθορά[33], καθώς αναφέρεται στους Ψαλμούς: «προορώμην τον κύριον ενώπιόν μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου εστιν ίνα μη σαλευθώ. διά τούτο ηφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σάρξ μου κατασκηνώσει επ’ ελπίδι, ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισάς μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου»[34].
Λεπτομέρεια από την εικόνα της Ανάστασης στην Καπνικαρέα
Ο Κόντογλου δημιούργησε τη συγκεκριμένη παράσταση συνδυάζοντας διάφορα στοιχεία από γνωστές απεικονίσεις του θέματος που είχε ως πρότυπα. Έτσι, οι μορφές των δικαίων που βρίσκονται εκατέρωθεν του Ιησού, οι διασταυρούμενες θύρες και τα όρη που εικονίζονται στον κάμπο της παράστασης αντιγράφουν την εικόνα του Πανσέληνου στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους[35]. Η απεικόνιση του Χριστού και της κίνησής του, καθώς και η τοποθέτηση των πρωτοπλάστων στην εικόνα της Καπνικαρέας διαφέρουν από την αντίστοιχη στο Πρωτάτο. Η στάση του σώματος του Χριστού, η κλίση της κεφαλής Του και η κίνηση του δεξιού χεριού, θεωρούμε ότι ανάγεται σε παλαιότερα πρότυπα, αφού παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αυτήν στην εικόνα της Ανάστασης που υπάρχει στο Ευαγγελιστάριο του Σκευοφυλακίου της Μονής Μεγίστης Λαύρας, έργο του 11ου αιώνα[36]. Με την ίδια αντικίνηση και παρομοίως λυγισμένο το δεξί χέρι τον συναντούμε και σε άλλη μικρογραφία της ίδιας περίπου εποχής, που υπάρχει στον αξιόλογο κώδικα ‘’Taphou 14’’ του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων[37] καθώς επίσης στην τοιχογραφία της εις Άδου Καθόδου στη Μονή Μυριοκεφάλων στην Κρήτη[38] και σε συριακό χειρόγραφο των αρχών του 13ου αιώνα[39]. Στις εικόνες εκείνες ο Χριστός εικονίζεται κρατώντας με το άλλο χέρι τον Σταυρό, χαρακτηριστικό πολύ συνηθισμένο από παλιά στις εικόνες της εις Άδου καθόδου[40]. Όμως η πεποίθηση του Κόντογλου ότι ένας καλλιτέχνης είναι δημιουργός και δεν αντιγράφει δουλικά το πρότυπό του, η ευρεία γνώση των εικονογραφικών τύπων καθώς και η ικανότητα χειρισμού τους, τον βοηθούν και πάλι να δημιουργήσει κάτι προσωπικό. Παρόμοια στάση του Χριστού και ανάλογη εικόνιση των πρωτοπλάστων εκατέρωθεν υπάρχει επίσης στη Βέροια στο ναό του Χριστού[41]. Ίδια τοποθέτηση των πρωτοπλάστων υπάρχει και στην περίφημη εικόνα του παρεκκλησίου της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη[42]. Η έντονα ικετευτική στάση του Αδάμ απαντάται σε πολλές εικόνες ήδη από τη μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ το ογκώδες του σώματος, η ορμητική κίνηση και η δραματικότερη έκφραση είναι χαρακτηριστικά της παλαιολόγειας περιόδου. Η απεικόνισή του στην εικόνα που εξετάζουμε μας παραπέμπει επίσης και στην τοιχογραφία του εξωνάρθηκα της Μονής Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος[43]. Η εικονογράφηση της Εύας έχει εξίσου παράλληλα και με παραστάσεις του Αγίου Όρους. Με περίπου τον ίδιο τρόπο παριστάνεται στις παραστάσεις του καθολικού της Λαύρας, της Μολυβοκλησιάς, της Μονής Διονυσίου και της Μονής Δοχειαρίου, όπου και πάλι οι πρωτόπλαστοι έχουν εικονογραφηθεί εκατέρωθεν του Ιησού, ο οποίος όμως έχει την αντίθετης φοράς contrapposto στάση[44].
Κλείνοντας την ενότητα για την εικόνα της Ανάστασης, σημαντικό είναι να αναφέρουμε πως ο Κόντογλου αντιδιαστέλλει την εικόνα της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού με την δυτικού τύπου εικόνα της Ανάστασης, θεωρώντας τη δεύτερη στερημένη από το μυστικό και πνευματικό νόημα του βυζαντινού τύπου[45]. Ο λόγος της διαφοράς των αντιλήψεων μεταξύ ανατολικού και δυτικού τύπου είναι, κατά τον ίδιο, η διαφορετική ιδιοσυγκρασία και τα διαφορετικά βιώματα των δύο λαών. Οι καλλιτέχνες της «Πονεμένης Ρωμιοσύνης» εκφράζουν τα συναισθήματα του πόνου που τους προκαλεί η σκλαβιά αλλά και τις ελπίδες τους διαφορετικά από τους Ιταλούς, τους οποίους η κοσμικότητα, η υγεία και η προσήλωση στη ζωή οδήγησε στο πομπώδες θριαμβικό ύφος, απομακρύνοντάς τους από το εικονογραφικό δόγμα[46]. Τέτοια εικόνα δυτικού τύπου Ανάστασης υπάρχει στο επιστύλιο του τέμπλου στο παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας, που βρίσκεται στο ναό της Καπνικαρέας. Την εικόνα χαρακτηρίζουν έντονες και λαμπερές αποχρώσεις του κόκκινου, κίτρινου και γαλάζιου χρώματος, ενώ τα σώματα των εικονιζόμενων μορφών αποδίδονται με τη νατουραλιστική τεχνοτροπία. Ο Χριστός παριστάνεται γυμνός, με ένα υπόλευκο ύφασμα γύρω από τη μέση και ένα κόκκινο χιτώνα που ανεμίζει ριγμένος στους ώμους Του. Με το ένα χέρι κρατά κόκκινη σημαία καθώς αιωρείται πάνω από τον ανοιχτό τάφο περιβεβλημένος από λευκή νεφέλη. Πάνω από τον τάφο, χαμηλά στα πόδια Του ίπτανται δύο μικροί άγγελοι και κάτω στο έδαφος είναι πεσμένοι οι φυλάσσοντες τον τάφο στρατιώτες. Άλλες δύο εικόνες της Ανάστασης είχαν εικονογραφηθεί με την τεχνοτροπία της Ναζαρηνής σχολής[47] στον εξωνάρθηκα του ναού. Η μία εικόνα παριστάνει την εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές Του μετά την Ανάσταση και βρίσκεται πάνω από την είσοδο του παρεκκλησίου, ενώ η δεύτερη που απεικονίζει την Ανάσταση κατά τον προαναφερθέντα δυτικό τύπο βρίσκεται πάνω από την πρώτη πύλη μεταξύ εξωνάρθηκα και νάρθηκα.
[1] Ο Ευδοκίμωφ στην περιγραφή της εικόνας της Αναστάσεως αναφέρει: «Η ευαγγελική διήγηση δεν λέγει τίποτε γι’ αυτή τη στιγμή της Αναστάσεως. Η εικονογραφία ακολουθεί πολύ πιστά αυτή τη σιωπή με τον πιο μεγάλο σεβασμό του μυστηρίου». Βλ. Ευδοκίμωφ, Θεολογία της ωραιότητας, σ. 238.
[2] Για τους εικονογραφικούς τύπους της Ανάστασης, τις παραλλαγές και παραδείγματα σε εικόνες βλ. Millet, Recherches, σ. LVIII-LX εικ. 567-569, 571
[3] Kitzinger, Η βυζαντινή τέχνη, σ. 218 εικ. 76.
[4] Millet, Recherches, σ. LVIII εικ. 567-569, 571. Με τον τύπο αυτό εικονίζεται και στην ξύλινη λειψανοθήκη των Sancta Sanctorum στο Βατικανό. Βλ. Kitzinger, Studies, εικ. 7.
[5] Σε κάποιες περιπτώσεις εικονίζονται δύο άγγελοι, ακολουθώντας τη διήγηση των Ευαγγελίων του Λουκά και του Ιωάννη (Λουκ., κδ’ 4, Ιωάν., κ’ 12) και η εικόνα, σύμφωνα με τον Κόντογλου επιγράφεται «ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΟΙ». Βλ. Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 218.
[6] Ματθ., κη’ 1-7.
[7] Ματθ., κη’ 6.
[8] Ματθ., κη’ 1.
[9] Ματθ., κη’ 9.
[10] Σωτηρίου, Εικόνες Σινά, εικ. 41 σ. 54, όπου ο καθηγητής Σωτηρίου αναφέρει ότι ο τύπος αυτός είναι ο μνημειώδης αρχαιότερος ελληνιστικός τύπος, Millet, Recherches, εικ. 583-588.
[11] Εικόνα του θέματος υπάρχει σε εικονογραφημένου τετραευάγγελου της Αγίας Πετρούπολης (Petropol. 105). Βλ. Millet, Recherches, εικ. 589. Ο Millet τοποθετεί την εικόνα μαζί με τις άλλες του κύκλου της Αναστάσεως. Ο Κόντογλου αναφέρει ότι η εικόνα επιγράφεται «Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΕΠΙ ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟΝ» και παραθέτει φωτογραφία από παράσταση της Μονής Δοχειαρίου. Βλ. Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 219, 501.
[12] Πελεκανίδου, Θησαυροί Αγίου Όρους, Τόμ. Γ’, σ. 135 εικ. 186, Millet, Recherches, εικ. 581.
[13] Οι εμφανίσεις στη Μαγδαληνή, στους Εμμαούς, στην θάλασσα της Τιβεριάδας, στο όρος της Γαλιλαίας. Βλ. Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 220, 222.
[14] Κάποιες φορές η εικόνα της εις Άδου καθόδου εικονίζεται παράλληλα με κάποιο άλλο εικονογραφικό θέμα από τον κύκλο της Αναστάσεως. Βλ. Σωτηρίου, Εικόνες Σινά, εικ. 40-41.
[15] Ματθ., κζ’ 51-53.
[16] Ιωάν., ε’ 2.
[17] Ιωάν., ε’ 25-29.
[18] Την πληροφορία αυτή παραθέτει και ο Κόντογλου στην περιγραφή της εικόνας. Βλ. Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 180.
[19] Ιωαννίδου, Εισαγωγή, σ. 472, Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 164.
[20] Ιωαννίδου, Εισαγωγή, ό.π., Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, ό.π.
[21] Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 212-213.
[22] Τα απόκρυφα κείμενα σκοπό είχαν είτε να συμπληρώσουν τα κενά που υπήρχαν στις διηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων, είτε να εμβάλλουν στους κόλπους της Εκκλησίας αιρετικές διδασκαλίες που προέρχονταν κυρίως από Γνωστικούς κύκλους της εποχής κατά την οποία γράφτηκαν. Η Εκκλησία δεν συμπεριέλαβε ως κανονικά στον κανόνα της Καινής Διαθήκης τα ευαγγέλια αυτά, αφού πολλές φορές περιείχαν μυθώδεις και ψευδείς διηγήσεις για τη ζωή του Κυρίου ή άλλων αγίων προσώπων. Όμως, επειδή δεν ήταν όλες οι διηγήσεις που περιέχονταν στα απόκρυφα αναληθείς και πλαστές, αλλά υπήρχαν και διηγήσεις που βασίζονταν σε αληθινές παραδόσεις ή πληροφορίες που είχαν διασωθεί, γι’ αυτό και δεν τα απέρριψε εντελώς, αλλά αντίθετα, πολλές από αυτές τις παραδόσεις επικράτησαν και τελικά ενσωματώθηκαν τόσο στη θεία λατρεία όσο και στην εκκλησιαστική τέχνη γενικότερα. Βλ. Ιωαννίδου, Εισαγωγή, σ. 470-471.
[23] Kitzinger, Studies, εικ. 9, 12.
[24] Stylianou, Churches of Cyprus, σ. 37, Γαλάβαρης, Μονή Ιβήρων, σ. 82, Weitzmann etc., Book Illumination, σ. 34.
[25] Οι παλαιότερες παραστάσεις της Εις Άδου Καθόδου που σώζονται είναι χρονολογημένες στις αρχές του 8ου αι. και βρίσκονται στο ναό της Santa Maria Antiqua στη Ρώμη, γεγονός που συνηγορεί για την εξάρτηση της εικονογραφίας της από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εικονογραφία. Βλ. Μουρίκη, Τα ψηφιδωτά, σ. 146, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[26] Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 180-181.
[27] Στο απόκρυφο κείμενο «Διαθήκη των ΙΒ’ Πατριαρχών υιών Ιακώβ», που γράφτηκε από απλό χριστιανό μεταξύ 190-225 και στηρίζεται σε εβραϊκές παραδόσεις, αναφέρεται: «και ανελθών εκ του άδου, έσται αναβαίνων από της γης εις ουρανόν έγνω δε οίος έσται ταπεινός επί γης, και οίος ένδοξος εν ουρανώ». Βλ. Γκιολές, Άρατε πύλας, σ. 268-294..
[28] Στο απόκρυφο κείμενο αναφέρεται ότι ο Χριστός αφού πρώτα σήκωσε τον Αδάμ, στράφηκε προς τους υπόλοιπους και τους είπε: «Ελάτε μαζί μου όλοι εσείς που θανατωθήκατε με το ξύλο που άγγιξε αυτός ̇ γιατί με το ξύλο του σταυρού εγώ, να, πάλι σας ανασταίνω». Βλ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 220-221. Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική του ιστορία γράφει ότι ο απόστολος Θαδδαίος στο κήρυγμά του έλεγε: «εσταυρώθη, και κατέβη εις τον άδην, και διέσχισε φραγμόν τον εξ αιώνος μη σχισθέντα, και ανέστη, και συνήγειρε νεκρούς τους απ’ αιώνων κεκοιμημένους, και κατέβη μόνος, ανέβη δε μετά πολλού όχλου προς τον Πατέρα αυτού». Βλ., Γκιολές, ό.π., Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστ. Ι, 13 (MPG 20, 128-129).
[29] Με παρόμοιο τρόπο απεικόνισε την παράσταση και στον Άγιο Γεώργιο Κυψέλης. Βλ. Στουφή-Πουλημένου, Στον Φ. Κόντογλου, πίν. 24 σ. 126-129, όπου και σχετική βιβλιογραφία για το θέμα.
[30] Πολλές φορές κάτω από τις πύλες εικονογραφείται ο Σατανάς δεμένος και σε άλλες εικονίζεται και ο άγγελος ή οι άγγελοι που τον δένουν. Βλ. Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 181, Στουφή-Πουλημένου, Στον Φ. Κόντογλου, πίν. 24, σ. 129 όπου παραδείγματα και αναφορά σε άλλα έργα του Κόντογλου και σημ. 230 όπου σχόλια και σχετική βιβλιογραφία, Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 219. Στην παράσταση του καθολικού της Μεγίστης Λαύρας, για παράδειγμα, εικονίζεται άγγελος να δένει τον Σατανά, ενώ από ψηλά δύο ομάδες αγγέλων παρακολουθούν τα γεγονότα. Παρόμοιες απεικονίσεις υπάρχουν και στα καθολικά των Μονών Διονυσίου και Δοχειαρίου. Βλ. Millet, Athos, εικ. 129.1, 197.1, Millet, Recherches, εικ. 6.
Σύμφωνα με το απόκρυφο ευαγγέλιο ο βασιλιάς της δόξας έπιασε από το κεφάλι τον αρχισατράπη Σατάν και τον παρέδωσε στους αγγέλους λέγοντάς τους να τον δέσουν καλά στα χέρια, τα πόδια, τον σβέρκο και το στόμα. Βλ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 219.
[31] Συνήθως ο Χριστός εικονίζεται να τραβάει με το δεξί χέρι τον Αδάμ, κατά τη διήγηση του απόκρυφου κειμένου. Σε σπάνια περίπτωση, στο ψηφιδωτό του Όσιου Λουκά Βοιωτίας, εικονίζεται να κρατά το σταυρό με το δεξί χέρι και να ανασύρει τον Αδάμ με το αριστερό. Βλ. Καραβιδόπουλου, ό.π., σ. 220, 8(24), Χατζηδάκη, Όσιος Λουκάς, εικ. 20.
[32] Το ιμάτιο που ανεμίζει ψηλά είναι σύνηθες χαρακτηριστικό σε πολλές παραστάσεις της εις Άδου καθόδου, ενώ είναι γνωστό από παλιά. Αναφέρουμε ενδεικτικά το ψηφιδωτό του Οσίου Λουκά, την τοιχογραφία στον τάφο του Αγίου Νεόφυτου κοντά στην Πάφο της Κύπρου, μικρογραφία Τετραευάγγελου της Μονής Ιβήρων (κώδ. 5, φ. 360α), την τοιχογραφία της Μονής Μυριοκεφάλων, την τοιχογραφία στον Άγιο Νικόλαο της Στέγης στην Κακοπετριά της Κύπρου, την τοιχογραφία της Όμορφης εκκλησιάς στο Γαλάτσι. Βλ. Χατζηδάκη, Βυζαντινά ψηφιδωτά, σ. 33 εικ. 20, Stylianou, Churches of Cyprus, εικ. 11, 57, Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 76, Γαλάβαρης, Μονή Ιβήρων, σ. 60 εικ. 40, Αντουράκης, Κρητικές μελέτες, σελ. 223-224 εικ. 39-40, Βασιλάκη-Καρακατσάνη, Οι τοιχογραφίες, πίν. 28.
[33] Πραξ., β’ 31.
[34] Πράξ., β’ 25-28, Ψαλμ., ιε’.
[35] Millet, Athos, εικ. 5.1, Tsigaridas, Manuel Panselinos, εικ. 20-25, Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 126-127.
[36] Πελεκανίδου, Θησαυροί Αγίου Όρους, Τόμ. Γ’, σ. 31 εικ. 6.
[37] Vocotopoulos, Byzantine illuminated manuscripts, σ 129.
[38] Αντουράκης, Κρητικές μελέτες, σελ. 223-224 εικ. 39-40.
[39] Weitzmann etc., Book Illumination, σ. 34 εικ. 29.
[40] Στο απόκρυφο ευαγγέλιο του Νικοδήμου ο Άδης απευθυνόμενος στον Σατανά μεταξύ άλλων του λέει: «…όλα εκείνα που κέρδισες με το ξύλο της γνώσης με το ξύλο του σταυρού τα έχασες όλα». Έτσι, η εικονογράφηση του Χριστού κρατώντας με θριαμβευτικό τρόπο το σταυρό απεικονίζει με πολύ επιτυχημένο τρόπο τον παραπάνω διάλογο. Βλ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα κείμενα, σ. 220, 7(23).
[41] Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές τοιχογραφίες σ. 142.
[42] Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Βυζαντινές τοιχογραφίες, σ. 148-149.
[43] Millet, Athos, εικ. 92.2.
[44] Millet, Athos, εικ. 129.1, 154.2, 197.1.
[45] Κόντογλου, Έκφρασις, σ. 181.
[46] Κόντογλου, Περί ζωγραφικής, σ. 39-40.
[47] Για τη Ναζαρηνή σχολή, την τεχνοτροπία της και παραδείγματα βλ. Φριλίγκος, Ο αγιογράφος Κωνσταντίνος Φανέλλης και το έργο του, Πανεπιστήμιο Αθηνών-Θεολογική Σχολή-Εκδόσεις κληροδοτήματος Βασιλικής Δ. Μωραΐτου – 3, Αθήνα 2005, Στουφή-Πουλημένου Ιω., Από τους Ναζαρηνούς στον Φ. Κόντογλου: θέματα νεοελληνικής εκκλησιαστικής ζωγραφικής, Εκδόσεις Αρμός, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
https://kapnikarea.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου