Μία απάντηση στον Ρόντρικ Μπήτον για το βιβλίο του «ΕΛΛΑΔΑ: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους»
Δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε ότι ο Bρετανός ιστορικός Ρόντρικ Μπήτον, ο οποίος δίδαξε σύγχρονη ελληνική και βυζαντινή ιστορία, γλώσσα και λογοτεχνία στο King’s College του Παν/μίου του Λονδίνου και κατείχε την έδρα Κοραή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών, θα εφάρμοζε αναδρομικά την εξωτερική πολιτική της πατρίδας του για να εντάξει και το 1821 στα θέματα ΜΟΕ (Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης) στις σχέσεις Ελλάδας- Τουρκίας.
Άλλωστε η Ελλάδα των δανείων και των χρεών είναι εκείνη που ξεφύτρωσε από την Επανάσταση. Θα το κάνετε λοιπόν, ή θα προτιμήσετε να ζείτε με τους μύθους σας; Δεν είναι εύκολη απόφαση. Οι άνθρωποι δεν ζουν χωρίς μύθους και η μυθολογία ήταν δική σας εφεύρεση, εσείς την κληροδοτήσατε στην ανθρωπότητα…»!
Έχουμε μία πρόταση να του κάνουμε: Αφού ασχολείται με τόσο πάθος με το 1821, ας οργανώσει στο Λονδίνο ένα διεθνές επιστημονικό συνέδριο για την πολιτική της Βρετανίας απέναντι στην Ελλάδα στην περίοδο 1820-1831 και ας ζητήσει, ως προσφορά της χώρας του, το άνοιγμα όλων των μυστικών φακέλων αυτής της περιόδου! Ο νοών νοείτο!
Έχει να μας ψέξει ακόμη και για την απαίτησή μας να μας επιστραφούν, ή έστω να επιστραφούν στο μνημείο, τα γλυπτά του Παρθενώνα (σ. 29, 59). Τα επιχειρήματά του είναι:
α. Ο λόρδος Έλγιν τα «πήρε» (τα βρήκε κάτω και τα πήρε!) από την Ακρόπολη των Αθηνών.
β. Οι τεχνίτες που τα δημιούργησαν [και προφανώς είναι οι μόνοι που θα είχαν δικαίωμα να τα ζητήσουν πίσω!] «είναι νεκροί εδώ και δυόμισι χιλιετίες». Δηλαδή, το θέμα των Γλυπτών, και τότε και σήμερα, είναι θέμα ιδιοκτησίας, όχι ακεραιότητας του μνημείου, όχι συνέχειας πολιτισμού ούτε βεβαίως θέμα συνέχειας ενός έθνους. Άρα, μακάριοι οι κατέχοντες. Η απόλυτη αποικιοκρατική λογική.
γ. Η απαίτηση επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα και το πάθος των Ελλήνων γι’ αυτό πηγάζουν από μία ψευδαίσθηση συγγένειας με τους αρχαίους Έλληνες.
δ. Χαρακτηρίζει «διαβόητα» τα «Ελγίνεια μάρμαρα» και μας θυμίζει ότι βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο από το 1817 και ότι την ίδια τύχη είχε και η Αφροδίτη της Μήλου. Χαρακτηρίζει αυτές τις περιπτώσεις ως «παραδείγματα μιας πρακτικής την οποία οι γνώστες της αρχαίας τέχνης θεωρούσαν αυτονόητη». Και σήμερα «αυτονόητη», κύριε Μπήτον; «Διαβόητο» εξάλλου είναι ένα θέμα για το οποίο προκαλείται απευκταίος αρνητικός θόρυβος. Ποιοί είναι αυτοί που προκαλούν τον θόρυβο; Οι Έλληνες, βεβαίως!
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Ρ. Μπήτον είναι ότι μας δίδει τον ορισμό της Ελληνικής Επαναστάσεως με πέντε μόνο λέξεις: «Πολύ απλά, ήταν λουτρό αίματος»! (σ. 113). Διαφωνεί με τον διεθνώς καθιερωμένο τίτλο «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας» για την Ελληνική Επανάσταση και προσθέτει: «Ήταν μία κάθοδος στην αγριότητα».
Ο Ρ. Μπήτον προβάλλει ως κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής Επαναστάσεως τη βία για δύο λόγους:
Α. Διότι έτσι μπορεί να καλύψει την εξίσωση του θύματος με τον θύτη: «Τα θύματα αυτής της βίας ήταν συνήθως άμαχοι. Και οι δύο πλευρές φόνευαν συχνά αιχμαλώτους όλων των ηλικιών και των δύο φύλων» (σ. 114). Έτσι λοιπόν οι θυσίες και τα ολοκαυτώματα των Ελλήνων υποβιβάζονται και ερμηνεύονται ως αμοιβαίες πράξεις βίας, οι ηρωϊσμοί ως πλειοδοσίες αγριότητας και οι μάχες ως «αψιμαχίες»! Ο Μπήτον καλεί τους Έλληνες να απολογηθούν για τις πράξεις τους, αλλά, ως δικαστής με κατανόηση, δέχεται τη συνηγορία του Σπ. Τρικούπη: «Τα αθεμιτουργήματα των Ελλήνων είναι μαθήματα της τουρκικής σχολής και αποκυήματα της δουλείας» (σ. 114). Επίσης, δέχεται ότι, στο ανώτερο επίπεδο, δεν υπήρξε συμμετρία στην άσκηση της βίας: «Το οθωμανικό κράτος εφάρμοσε ένα σχέδιο αντιποίνων που πιθανώς επαύξησε την απειλή την οποία προσπαθούσε να ελέγξει» (σ.115).
Ο Ρ. Μπήτον θέλει να μας πείσει ότι γνωρίζει καλύτερα και από τους ίδιους τους προγόνους μας το πώς περνούσαν στο διάστημα της Τουρκοκρατίας και γι’ αυτό να μην τους πιστεύουμε, όταν έλεγαν ότι υπέφεραν, όπως ο Όρκος των Φιλικών, ο οποίος απευθύνεται στην «τρισάθλια πατρίδα» και καλεί το υποψήφιο μέλος να ορκισθεί «εις τας πολυχρονίους βασάνους σου,… εις τα πικρά δάκρυα, τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα σου». Γι’ αυτό «θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος κατά των τυράννων της πατρίδος μου».
Ο Ρ. Μπήτον θέλει να μας παρουσιάσει την τουρκική εκδοχή του Ισλάμ ως μία προοδευτική και ανεκτική θρησκεία, αφού «πιστοί και των τριών θρησκευτικών δογμάτων (Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Εβραίοι) είχαν τη δυνατότητα να ασπαστούν το ισλάμ. Μερικοί το έκαναν» (σ. 64). Δηλ. όλα προαιρετικά και πολιτισμένα, χωρίς να υποχρεώνονται να «τουρκεύουν»! Τι να πούμε, αφέλεια ή διαχρονική τουρκοφιλία εκ του ασφαλούς;
Β. Το συμπέρασμα του Ρ. Μπήτον για την Ελληνική Επανάσταση αποτελεί μία πρόταση για τους σύγχρονους Έλληνες: Μας προτείνει να ξεχωρίζουμε τις δύο χρονικές φάσεις της Επαναστάσεως, οι οποίες είναι και ποιοτικές. Η πρώτη φάση είναι η περίοδος των πολεμικών γεγονότων, που είναι γενικώς μία αρνητική περίοδος με κύρια χαρακτηριστικά το αμοιβαίο μίσος, τη βία και το αίμα.
Η δεύτερη φάση είναι η θετική πλευρά της Επαναστάσεως και αφορά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες θα πρέπει να βλέπουν την Επανάσταση ως ένα αναγκαίο κακό, ως μία οδυνηρή διαδικασία και για τις δύο πλευρές, σαν μία γέννα (σ.114). Οπότε αφήνουμε πίσω μας αυτό το γεγονός, κόβουμε τον ομφάλιο λώρο με τα αίματα και αρχίζουμε να ζούμε τη δική μας ζωή. Η γέννα δεν είναι δικό μας βίωμα, αφορά τους γονείς μας, όχι εμάς. Συγκρατούμε μόνο το θετικό γεγονός της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αυτό είμαστε εμείς οι Έλληνες, αυτή είναι η ταυτότητά μας. Το 1821 δεν έχει σχέση με την ταυτότητά μας, άρα δεν έχει να μας πει κάτι για το παρόν, πολύ λιγότερο για το μέλλον μας.
B. Ο μύθος της Σκλαβιάς
Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Lifo (στην κα Κλεφτογιάννη), ο Ρ. Μπήτον μας διαβεβαιώνει ότι «η σκλαβιά των 400 ετών ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι ιδέα που μας ήλθε από την Δύση, δεδομένου ότι οι ‘‘σκλάβοι’’ Έλληνες περνούσαν πολύ καλά στην οθωμανική αυτοκρατορία…» (Αναφορά της κας Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη στην παρουσίαση της επιτροπής «Τιμή στο 21», στις 2/7/20).
Πολλές αναφορές στο βιβλίο του Ρ. Μπήτον θα μπορούσαμε να παραθέσουμε για την θέση του περί «ειρηνικής συνυπάρξεως» Ελλήνων και Τούρκων. Θα περιορισθούμε σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το πρώτο παράδειγμα αφορά το δημοτικό τραγούδι για τον οπλαρχηγό της Ρούμελης Χρήστο Μηλιώνη (σ. 71). Ο Ρ. Μπήτον τοποθετεί το γεγονός γύρω στα 1750. Οι Τούρκοι είχαν επικηρύξει τον Μηλιώνη (δείγμα κι αυτό της ειρηνικής συνυπάρξεως) και στέλνουν ένα μουσουλμάνο, τον Σουλεϊμάν, να τον προσεταιριστεί. Έτσι, «ως φίλοι φιλήθηκαν, ολονυκτίς επίνανε, όσο να ξημερώση», και του κάνει πρόταση: «Χρίστο, σε θέλει ο βασιλιάς (ο Σουλτάνος), σε θέλουν κι οι αγάδες».
Η απάντηση τού Μηλιώνη είναι αρκετά εύγλωτη: «Όσο `ν ο Χρίστος ζωντανός, Τούρκους δεν προσκυνάει».
Είναι δυνατόν ο διεθνούς κύρους επιστήμονας Μπήτον να διαγράφει τόσο την απάντηση του Μηλιώνη όσο και τον σκοπό της επισκέψεως του Σουλεϊμάν, για να επιβάλει την αυθαίρετη ερμηνεία του, που δεν έχει κανένα έρεισμα;
Όμως το πλέον προκλητικό παράδειγμα είναι η ερμηνεία του Ρ. Μπήτον για τον γνωστό θρήνο της Αλώσεως. Το τραγούδι αυτό τελειώνει με τους στίχους: «Σώπα Δέσποινα μη κλαις, μη δακρύζεις, πάλε με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σου είναι» (σ. 72). Ο Ρ. Μπήτον αρνείται ότι αυτό το δημοτικό τραγούδι:
α. αντιπροσωπεύει την πρώτη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, ότι β. έχει προφητικό χαρακτήρα και ότι γ. επιτρέπει κάποιες υπόνοιες υπάρξεως εθνικής συνειδήσεως. Ο Μπήτον υποστηρίζει, χωρίς να το στηρίζει με κάποια στοιχεία, ότι αυτό το τραγούδι (σ. 72): α. ετραγουδείτο με αυτό το περιεχόμενο «λίγο πριν από το 1821», αφού μέχρι και το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα δεν υπήρχε «οποιαδήποτε επαναστατική διάθεση στις μορφωμένες ελίτ ή στο επίπεδο της λαϊκής κουλτούρας» (σ. 75). Δηλαδή, απόδειξη διά του αποδεικτέου! β. Έχει παλαιότερες παραλλαγές, που όμως δεν τις αναφέρει, όπου «ο χρόνος δεν είναι μελλοντικός, αλλά παροντικός και η λέξη «πάλι» μπορεί να έχει τη σημασία του «ακόμη» ή του «παρ’ όλα αυτά»! Για να καλύψει αυτές τις απίστευτες ταχυδακτυλουργίες, ο Ρ. Μπήτον κάνει πως δεν βλέπει τους χρονικούς προσδιορισμούς του μέλλοντος με τις λέξεις «με χρόνους και καιρούς». γ. Αφορά την πίστη των ορθοδόξων χριστιανών και όχι κάποια εθνική κοινότητα. Ξεχνά όμως, ότι η ορθόδοξη πίστη ήταν το κύριο γνώρισμα του Γένους των Ρωμιών και ότι η Αγιά Σοφιά ήταν ο Παρθενώνας τους.
Τελικά, ο Ρ. Μπήτον κατανοεί ότι το «παρατράβηξε» και αναγκάζεται να ομολογήσει, παρ’ όλο που δεν δέχεται συνέχεια ούτε με την αρχαιότητα ούτε με το Βυζάντιο, ότι «αυτά τα στοιχεία δείχνουν τη βαθιά αφοσίωση των ορθοδόξων ελληνοφώνων στη θρησκεία τους, στις συσσωρευμένες παραδόσεις τους και σε κάποια συλλογική μνήμη για τη χαμένη αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως» (σ.73).
Γ. Εθνική συνείδηση και συνέχεια
Στην αρχή του βιβλίου του ο Μπήτον μας εντυπωσιάζει με ένα ιδιαίτερο εποπτικό και κοινωνιολογικώς πρωτότυπο γενικό σχέδιο προσεγγίσεως του θέματος «Ελλάδα». Βλέπει την «Ελλάδα» ως ένα ζωντανό πολιτισμό και πολιτικό υποκείμενο, το οποίο γεννήθηκε ιστορικά και εξελίχθηκε ιστορικά (σ. 26-27). Υπάρχει λοιπόν μία αναλογία ανάμεσα στο ιστορικό φαινόμενο «Ελλάδα» και τη ζωή του ανθρώπου. Γι’ αυτό τον λόγο γράφει την ιστορία της «Ελλάδας» ως «Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους» (σ. 14).
Υπάρχουν δύο μεγάλα ιδεολογικά και θεωρητικά ρεύματα σχετικά με την έννοια του έθνους (σ. 26 επ.):
α. Το έθνος ως σύγχρονο πολιτικό φαινόμενο, το οποίο γεννήθηκε σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, δηλ. ως προϊόν του Διαφωτισμού προς το τέλος του 18ου αιώνα και της βιομηχανικής επαναστάσεως. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, δεν νοείται έθνος χωρίς την ύπαρξη ενός αυτοκυβερνώμενου κράτους, στο οποίο η πλειοψηφία των πολιτών του συμμετέχουν εθελοντικά. Πράγματι, στη Γαλλία, η έννοια του έθνους (nation) ταυτίζεται με την έννοια του λαού, ως του κυρίαρχου πολιτικού υποκειμένου του κράτους, διότι η εδαφική έκταση του γαλλικού έθνους- λαού συμπίπτει με τα όρια της επικράτειας του γαλλικού κράτους. Το ίδιο ισχύει, ακόμη πιο έντονα, για τα κρατικά έθνη που έχουν συγκροτηθεί από μετανάστες εις βάρος γηγενών πληθυσμών, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία. Αυτή η θεωρία επιδιώκει να επιβάλει την ιστορική ταυτότητα του κυρίαρχου αγγλοσαξονικού κόσμου παγκοσμίως, αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις. Έτσι αναγνωρίζουν τη διαχρονικότητα του εβραϊκού έθνους με κεντρικό άξονα την θρησκεία. παρ’ όλο που είχε χάσει τη γλώσσα του, αλλά αρνούνται την εθνική υπόσταση και τα αντίστοιχα δικαιώματα στους Παλαιστίνιους και στους Κούρδους.
β. Η αντίθετη θεωρία αρνείται να υποκύψει στη συμμαχία πολιτικής ορθότητας και της εννοίας του έθνους ως νεωτερικού φαινομένου και αναβιώνουν την παραδοσιακή άποψη, ότι οι πολιτισμικές κοινότητες ορισμένων λαών του παρελθόντος διέθεταν εθνοτικό, ακόμη και εθνικό χαρακτήρα.
Γι’ αυτό ο Ρ. Μπήτον καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και οι δύο αυτές θεωρητικές αντιλήψεις είναι έγκυρες (σ. 26). Μέχρις εδώ όλα καλά. Όμως στη συνέχεια αποδεικνύεται προκλητικά ασυνεπής με τα παραπάνω, σε σημείο να υποτιμά τη λογική των αναγνωστών του και να αφήνει έκθετη την αντικειμενικότητα και το επιστημονικό του κύρος:
Πρώτα λέει ότι, για μεθοδολογικούς λόγους, είναι υποχρεωμένος να εφαρμόσει τη «στενότερη και αυστηρότερη» σύγχρονη αντίληψη περί έθνους, επειδή στο βιβλίο του πραγματεύεται την ιστορία του ελληνικού έθνους από την Επανάσταση του 1821 και μετά. Γιατί είσθε υποχρεωμένος, κε Μπήτον; Αυτό είναι πρόφαση! Ουδείς σας υποχρεώνει να επιλέξετε μία συγκεκριμένη θεωρία από τις δύο, επειδή ιστορικά εξετάζετε ένα συγκεκριμένο διάστημα της ιστορίας ενός έθνους. Άλλο πράγμα η ποιότητα μιας θεωρητικής κατηγορίας και άλλο το διάστημα μιας χρονικής ποσότητας, είτε με βάση τη μία κατηγορία είτε την άλλη. Στη συνέχεια ο Ρ. Μπήτον προσπαθεί να καλύψει την παραπάνω χονδροειδή αντίφαση και καταφεύγει σε ένα ενδιάμεσο θεωρητικό σχήμα. Χωρίζει την ιστορική πορεία, την αναφέρει ως «βιογραφία» ενός έθνους σε τρία στάδια: την καταγωγή, την ανιχνεύσιμη γενεαλογία (οικογενειακό δένδρο) και την προσωπική ταυτότητα. Η «συγγένεια» με τους αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινούς διαμορφώθηκε ως εθνική ιδεολογία από το ελληνικό κράτος.
Κατά τα άλλα, ο Ρ. Μπήτον θέλει να παρουσιάζεται ως αντικειμενικός επιστήμονας, ιδεολογικώς απροκατάλυπτος και ότι ακολουθεί τον ενδιάμεσο δρόμο.
Δυστυχώς, ο Ρ. Μπήτον δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υπεροπτική και προτεκτορική νοοτροπία, με την οποία η πατρίδα του αντιμετωπίζει την Ελλάδα από τότε που γεννήθηκε ως κράτος (και όχι ως έθνος) μέχρι σήμερα.
https://ardin-rixi.gr/archives/236472
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου