Τα θαύματα και οι ευεργεσίες του Θεού αντί να του φέρνουν λογισμούς υπερηφανείας, γίνονταν αφορμές ταπεινώσεως και μεγαλυτέρου αγώνος. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της ταπεινώσεώς του. Ταπείνωση αρχοντική, «πλουτοταπείνωσις» (Κλίμαξ Ε’, θ’).
Έβλεπε τον εαυτό του κάτω απ’ όλη την κτίση, χειρότερο και από τα ζώα. Αναφέρει σε επιστολή του (25-12-65): «Παρομοιάζουμε τον εαυτό μας με τα ζώα και κατηγορούμε και τα καημένα τα ζώα. Εμείς γινόμαστε χειρότεροι από αυτά. Μιαν ημέρα σκεφτόμουνα να βρω κάτι δια να παρομοιάσω τον εαυτό μου, και κατέληξα τελικά στο σκαθάρι. Μετά από μια καλή εξέταση είδα να το αδικώ και αυτό το καημένο, διότι και αυτό εκτελεί τον προορισμό του εις το να κόβη κομματάκια-κομματάκια την κοπριά και να την κάμη μικρά μπαλάκια και να την αφανίζη. Ενώ εγώ, λογικός άνθρωπος, πλάσμα του Θεού κατ’ εικόνα και ομοίωσιν, συγκεντρώνω κοπριά στον ναό του Θεού δια της αμαρτίας. Και το κακό είναι, που όχι σκαθάρι δεν δέχομαι να με ειπή κανείς, αλλ’ ούτε και γαϊδουράκι, που είναι τουλάχιστον σ’ όλους γνωστές οι πολλές και κοπιαστικές υπηρεσίες που προσφέρει στον άνθρωπο με μεγάλη υπομονή και στο τέλος αφανίζεται».
Ζούσε βαθειά το μυστήριο της ταπεινώσεως και ο νους του γεννούσε έννοιες και λόγους ταπεινούς. Ονόμαζε τον εαυτό του «λειψό», «μυξιάρικο», «χωριάτη», «χαμένο», «σκιάχτρο», «αγράμματο», «ολιγόμυαλο» κ.ά.
Ασφάλιζε τον εαυτό του με την ταπείνωση. Ήξερε ότι «εν τη υπερηφανεία απώλεια και ακαταστασία πολλή» (Τωβ. 4:13), ενώ η ταπείνωση είναι θείος μαγνήτης που φέρνει στον άνθρωπο όλα τα χαρίσματα και τις ευλογίες του Θεού. Γι’ αυτό την αγάπησε από την καρδιά του και αρεσκόταν να χρησιμοποιή ανάλογες εκφράσεις: «ταπείνωσε την λάμπα», «ένα σκαμνάκι ταπεινό», «αυτό το δένδρο θέλει ταπείνωμα» (κλάδεμα), κ.ά.
Αν έπεφτε έξω στην κρίση του, είχε την ταπείνωση να το ομολογήση και, αν κατέκρινε, να ζητήση συγχώρεση. Γνώριζε τα μέτρα του. Δεν πίστευε ότι μπορεί να απαντά σε όλα. Όταν τον ρωτούσαν για θέματα ειδικά, εκκλησιαστικά, κανονικά ή επιστημονικά, τους παρέπεμπε στα κατάλληλα πρόσωπα για να συμβουλευθούν.
***
Ο Γέροντας Παΐσιος αποστρεφόταν και απέφευγε τις τιμές, τις διακρίσεις, τα αξιώματα, την προβολή, όπως η μέλισσα τον καπνό. Είχε βαθειά και αληθινή ταπεινοφροσύνη, όπως φαίνεται από αυθόρμητες εκδηλώσεις του.
Όταν ήταν στρατιώτης του απένειμαν παράσημο ανδρείας και στην θέση του πήγε και το πήρε άλλος. «Καλά έκανες», του είπε, «εγώ τι να το κάνω;».
Στην Κέρκυρα, όταν συνάντησε τον φίλο και συστρατιώτη του Παντελή Τζέκο, εκείνος τον σύστησε στην μητέρα του: «Αυτός είναι που με έσωσε». Ο Γέροντας τινάχθηκε επάνω και είπε ζωηρά: « Όχι, όχι εγώ, ο Κύριος». Ο Γέροντας τότε έλαβε τα μέτρα του και απέκρυψε το μοναχικό του όνομα. Όταν πολύ αργότερα ο γυιός του Παντελή, Φίλιππος, τον επισκέφθηκε στο Άγιον Όρος, ο Γέροντας κατάλαβε πως είναι γυιός του, αλλά δεν αποκαλύφθηκε. Έστειλε και ευλογίες στον πατέρα του τον Παντελή. Ο Φίλιππος μιλούσε για την καλωσύνη του π. Παϊσίου, αλλά ο κ. Παντελής ήθελε να βρη τον Αρσένιο Εζνεπίδη. Τριανταπέντε χρόνια τον αναζητούσε και έμαθε μετά την κοίμησή του ότι ο Αρσένιος Εζνεπίδης είναι ο γέροντας Παΐσιος. Έλεγε: «Θα διαλαλούσα σ’ όλο τον κόσμο ότι αυτός είναι ο σωτήρας μου και θα πήγαινα να μείνω μαζί του».
***
Πολλοί τιμούσαν τον Γέροντα ως άγιο. Άλλοι, ελάχιστοι, τον κατηγορούσαν ως μάγο. Εκείνος απαντούσε με αυτοσυνειδησία: «Δεν είμαι ούτε άγιος ούτε μάγος. Είμαι ένας αμαρτωλός άνθρωπος, που προσπαθώ να αγωνίζωμαι. Μέσα στο σύμπαν βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα μόριο σκόνης. Τουλάχιστον να ήταν καθαρό!».
Αυτός ήταν ο Γέροντας. Μέγας, βυθισμένος μέσα στην άβυσσο της «πλουτοταπεινώσεώς» του, με πλήρη επίγνωση των θείων χαρισμάτων αλλά και της αναξιότητός του.
(Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 405)
(Πηγή ψηφ. κειμένου: koinoniaorthodoxias.org)
https://alopsis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου