Ἡ γλωσσική μεταρρύθμιση τῶν Κ. Καραμανλῆ − Γ. Ράλλη, ἰδιαίτερα αὐτή, πανηγυρίσθηκε δεόντως: ἐπί τέλους ἐτίθετο τέρμα στή διγλωσσία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους πού κυριάρχησε ἐπί αἰῶνες, ἀρχῆς γενομένης ἐπί τοῦ πρώτου Ρωμαίου αὐτοκράτορα Αὐγούστου τόν 1ο π.Χ. αἰῶνα, καί κατεδίκαζε τούς Ἕλληνες στήν ἀπαιδευσία (γιά νά ἀκριβολογοῦμε καί νά μή ἀδικοῦμε, κατεδίκαζε στήνἀπαιδευσίατά εὐρέα στρώματα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, γιατί λίγοι πεπαιδευμένοι λόγιοι ὑπῆρχαν πάντα). Ἐπί τέλους τό ἔθνος θά ἀπέβαλε ὁριστικά τήνκακοδαιμονία του καί θά εἰσήρχετο ἰσοτίμως μέ τή δύναμη τῆς φωτισμένης καίμαζικῆς παιδείας του στήν ὁμάδα τῶν πεφωτισμένων ἐθνῶν τῆς Ἑσπερίας. Ὁ Δημοτικισμός δέν περιοριζόταν μόνο στή γλωσσική μεταρρύθμιση, ἀλλάἀκριβῶς μέσῳ τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως ἐπίστευε ὅτι θά ἐπερχόταν ἡ παιδευτική καί γενικώτερα ἡ ἐθνική ἄνθιση. Ἄν στοιχειωδῶς γνωρίζει κάποιος τήν ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ ζητήματος κατά τόν 19ο καί 20ο αἰῶνα τάἐπιχειρήματα τῶν δημοτικιστῶν−γλωσσικῶν μεταρρυθμιστῶν ἦσαν συντριπτικά: ἐάν τό ἔθνος ἀπέβαλλε τόν γλωσσικό φραγμό τῆς ἀρχαίας, ἀρχαΐζουσας καίκαθαρεύουσας καί καθιερωνόταν ἡ Δημοτική ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ ἔθνους, τό ἔθνος θά ἐσημείωνε σημαντική πρόοδο στήν ἀνάπτυξη τῆς παιδείας καί αὐτόμέ τή σειρά του θά συνεπαγόταν μεγάλη ἐπιστημονική, καλλιτεχνική, οἰκονομικήκαί κοινωνική ἀνάπτυξη τοῦ ἔθνους. Μέ ἁπλές λέξεις ἡ ἀπολάκτιση τῆςχρονοβόρου, ψυχοκτόνου καί πνευματοκτόνου λογίας γλώσσας καί ἡ ἐπιβολήτῆς Δημοτικῆς θά ἐπέφερε ποιοτική καί ποσοτική (μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ εὐρύτερεςμᾶζες θά εἶχαν μετοχή στήν παιδευτική ἀναγέννηση) ἀνάπτυξη τῆς Παιδείας καίὡς ἐκ τούτου τό ἔθνος θά μεγαλουργοῦσε.
Ἀλήθεια σαρανταπέντε χρόνια μετά τήν ἐπιβολή τῆς Δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τοῦ ἔθνους, ποῦ βλέπουμε, ποῦ διαπιστώνουμε τή μεγαλουργία τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους; Ποῦ βλέπουμε καί ποῦ διαπιστώνουμε τήν ἐπιστημονική, καλλιτεχνική, οἰκονομική καί κοινωνική πρόοδο τοῦ ἔθνους; Νά πῶ ὅτι τάτελευταῖα εἴκοσι-τριάντα χρόνια εἴμαστε ἡ ἐποχή τοῦ ἀπόλυτου, τοῦ ἀδιανόητουΤίποτα; Ἤδη τὄχουν πεῖ πρό ἐμοῦ καί σημαντικώτεροι ἀπό ἐμέ διανοούμενοι. Ὅσο γιά τήν οἰκονομική κατάρρευση τή βιώνει κατάσαρκα ὁ ἑλληνικός λαός. Ὁ ἀείμνηστος Χρῆστος Μαλεβίτσης πρό τεσσαρακονταετίας, ἐποχή κατά τήνὁποία οὐδείς διενοεῖτο – πλήν ὁμολογουμένως ἐλαχιστοτάτων διανοουμένων − τήν τραγική καί οἰκτρή κατάντια τοῦ ἔθνους μας, ἔγραφε: «Ὕστερα ἀπό τή νίκη τῆς λεγόμενης δημοτικῆς γλώσσας οἱ δημοτικιστές ἄς ἔχουν ὑπ’ ὄψη τους ὅτι δένἀνοίχτηκαν σέ λεωφόρο. Ἀλλά βρέθηκαν σέ σταυροδρόμι. Καί πρέπει νάἐπιλέξουν κατεύθυνση. Εἶχαν ὑποσχεθεῖ, πώς μέ τή γενική καθιέρωση τῆςδημοτικῆς θά ἀκολουθήσει χωρίς προηγούμενο πνευματική ἄνθιση. Ὁ ἀγώναςτους δικαιώθηκε. Αὐτοί δέν δικαιώθηκαν ἀκόμη». Ὄχι μόνο δέν δικαιώθηκαν οἱπροσδοκίες καί οἱ μεγαλόστομες ἐπαγγελίες τους γιά πνευματική ἄνθιση καίμεγαλουργία τοῦ ἔθνους, ἀλλά διαψεύστηκαν οἰκτρά, οἰκτρότατα!
Ἀκόμη ἕνας λησμονημένος, ἀλλά σημαντικός διανοούμενος, ὁ Βασίλειος Λαούρδας, ἔγραφε ἐπ᾿αὐτοῦ: «Τό πρῶτο σύνθημα πού ἔρριξε ἡ ἐκπαιδευτική μεταρρύθμιση ἦταν ὁ δημοτικισμός. Στά περιοδικά δημοσιεύματα καί στά βιβλία τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας ἐμφανίζεται ὡς μαγικό κλειδί πού ἀνοίγει σέ κάθε της κάτοχο κόσμους παραμυθένιους. Ἡ ἀνάγκη τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς τονίστηκε ὡςἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά γίνουνε οἱ Ἕλληνες πιό ἔξυπνοι, πιό θετικοί, καίπιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν στά περασμένα τά χρόνια. Τοῦτο, πού γυρίζει καίξαναγυρίζει στά κείμενα τῶν ὀπαδῶν τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης, ἠχεῖσήμερα ὡς παραδοξολογία. Ἡ δημοτική μορφή τῆς γλώσσας λίγο ἤ πολύ ἐπεκράτησε σήμερα, ἀλλά εἶναι ζήτημα ἄν οἱ Ἕλληνες ἔγιναν πιό ἔξυπνοι, πιόθετικοί καί πιό πατριῶτες ἀπό ὅ,τι ἦταν ἄλλοτε». Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ Β. Λαούρδας ἔγραφε τά ἀνωτέρω τήν δεκαετία τοῦ ᾿60. Ἄν ζοῦσε σήμερα τί θάἔγραφε γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρυθμίσεως!
Καί φταίει ἡ Δημοτική γιά τήν τωρινή κατάντια; ἀναβλύζει αὐθόρμητα τό ἐρώτημα κάθε ἑνός. Ἀπάντηση: Ὄχι! (ἤ τουλάχιστον ὄχι μονομερῶς καί ἀποκλειστικῶςαὐτή). Ἀλλά δύο πράγματα ἔχουμε νά ἐπισημάνουμε: Πρῶτον αὐτό πού ἔχουμεἤδη τονίσει, ὅτι ἡ καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὄχι μόνο δέν ἐπαλήθευσε τούς ὑποστηρικτές της πού ὑπόσχονταν πολύπλευρη ἀναμόρφωση καί ἀνάταση τῆςΝεοελληνικῆς κοινωνίας, ἀλλά τούς διέψευσε οἰκτρά καί κατά τρόπο, ὄντως, τραγικό γιά τούς Ἕλληνες. Μετά ἀπό σαρανταπέντε χρόνια διαπιστώνουμε ὅτιτό ἀκριβῶς ἐναντίον συνέβη αὐτοῦ πού μεγαλόστομα ἐπαγγέλονταν! Δεύτερον ὅτι ἡ ἀφετηρία τῆς συνεχῶς διογκούμενης παρακμῆς τῆς Ἑλλάδος συμπίπτει μέτή γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ Γ. Ράλλη καί κατόπιν τοῦ Ἐλευθ. Βερυβάκη. Ὑπάρχει χρονική συνάφεια μεταξύ τῆς προϊούσης παρακμῆς καί τῆς γλωσσικῆςμεταρρυθμίσεως. Ὑπάρχει ὅμως καί αἰτιώδης συνάφεια; Θεωροῦμε ὡς ἕναβαθμό ναί! Ἡ ὅλη γλωσσική μεταρρύθμιση συνέβη, καί ἀπετέλεσε μέρος, τῆςγενικώτερης κατεδαφίσεως τῶν ἐρεισμάτων αὐτοῦ τοῦ ἔθνους ἀπό τήμεταπολίτευση καί δῶθε! Τῆς κατεδαφίσεως τῶν ἀξιῶν, τῶν ἀρχῶν, τῶν προτύπων, τῆς παραδόσεως (μέρος τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ καί ἡ γλωσσική παράδοση) αὐτοῦ τοῦ ἔθνους καθώς καί τοῦ ἤθους τῶν ἀνθρώπων πού συγκροτοῦν αὐτό τό ἔθνος. Καί στή θέση αὐτῆς τῆς γενικῆς κατεδαφίσεως ἡ πρόταξη τῆς ἀντιλήψεως ὅτι ὁ Νεοέλληνας μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τά πάντα ἄκοπα! Ὁ καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Yale Στάθης Καλύβας γράφει στήνΚαθημερινή: «Ἡ πρόσβαση σέ μιά ἄνετη ζωή θεωρήθηκε αὐτονόητο δικαίωμα ἄσχετο μέ τήν προσπάθεια καί τίς ἱκανότητες τοῦ καθενός καί ἐντελῶς ξεκομμένο ἀπό τήν ἱκανότητα τῆς χώρας νά καινοτομεῖ καί νά ἀνταγωνίζεται, δηλαδή νάπαράγει πλοῦτο». Ὁ Ἕλληνας τῆς Μεταπολιτεύσεως θεώρησε, λοιπόν, αὐτονόητο δικαίωμα νά ἀπολαμβάνει, ἐπαναλαμβάνουμε, τά πάντα ἄκοπα. Ὄχιμόνο τά καταναλωτικά ἀγαθά – κυρίως βέβαια αὐτά −, ἀλλά καί τά πνευματικά ἀγαθά! Γιατί νά κοπιάζει ὁ Ἕλληνας μαθητής νά μάθει τά ὄντως ἐπίμοχθα γιάτήν ἀπόκτησή τους συντακτικό, γραμματική καί τονικό σύστημα τῆς λόγιας γλώσσας του; Ἄς καταργηθοῦν ἤ, ἔστω, ἄς περιορισθοῦν δραστικά, γιά νάμποῦν στή θέση τους δόκιμες μεταφράσεις καί γενικώτερα πιό παραγωγικά μαθήματα! Ἔτσι ὁ Νεοέλληνας μαθητής δέν θά ἀσχολεῖται μέ νεκρούς τύπους, π.χ. μέ τό ἀπαρέμφατο τοῦ οἶδα καί τοῦ εἶμι, ἀλλά μέ τό τί εἶναι τό τραγικόν στόἀρχαῖο θέατρο, ἡ ἰδέα κατά τόν Πλάτωνα, ἡ οὐσία κατά τόν Ἀριστοτέλη! Μόνο πού χάσαμε καί τά μέν καί τά δέ! Ἀπωλέσαμε ὁριστικά τήν αἴσθηση τῆςσυνέχειας τῆς γλώσσας μας, τήν δέ “οὐσία” τῆς κλασσικῆς μας παραδόσεως οὔτε κατ᾿ἐλάχιστη προσέγγιση ἐπετύχαμε (ὅπως διετείνοντο οἱ ὑποστηρικτές τῆςμεταρρυθμίσεως Ράλλη μέσῳ τῶν δοκίμων μεταφράσεων), τά δέ πιόπαραγωγικά μαθήματα οὔτε σέ ἱκανοποιητικό βαθμό κατακτήσαμε! Μέ ἄλλαλόγια ἕνα πελώριο Τίποτα!
Ὁ Παν. Δρακόπουλος, μιά προφητική φωνή τῆς μακρινῆς δεκαετίας τοῦ ᾽80, ἔγραφε στήν Ἐποπτεία (τεῦχος 77, Μάρτιος 1983, σελ. 249): «Μοναδικῆς ἐπικαιρότητος γιά τόν τόπο μας φιλοσοφικό ἐρώτημα συνιστᾶ ἡ παραίτηση τοῦλαοῦ μας ἀπό ὁποιαδήποτε βούληση γιά ζωή. Σπεύδω νά παρατηρήσω ὅτι δένἔχουμε μπροστά μας αὐτοκτονικές διαθέσεις∙ αὐτό συνέβη – γιά τελευταία, φοβοῦμαι, φορά – κατά τή διάρκεια τοῦ ἔπους τοῦ ᾽40 καί τῆς κατοχῆς. Στίς μέρες μας, ὁ λαός πεθαίνει ἀπό ἀσιτία – χωρίς κἄν νά ἔχη ἐπιλέξει τό θάνατό του, χωρίς νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι πεθαίνει. Ὁ θάνατος ἔρχεται ἐρήμην μας. Ἐάνπροσέξετε τά ὅσα ἀπασχολοῦν καί τά ὅσα δέν ἀπασχολοῦν τάαὐτοαποκαλούμενα “ἀνώτατα πνευματικά ἱδρύματά” μας − ὅλα, ἀκαδημία, πανεπιστήμια, λογῆς σχολές καί δῆθεν ἰνστιτοῦτα −, ἐάν παρακολουθήσετε τάὅσα γράφουν καί τά ὅσα δέν γράφουν οἱ ἐφημερίδες μας, ὁ σωρός τῶνπεριοδικῶν μας καί ἡ σορός τῆς τηλεοράσεώς μας, θά διαπιστώσετε ἀμέσως τήνἀνατριχιαστικῆς ὡμότητος ἀντίστροφο μέτρηση, τό ἐπερχόμενο σημεῖο μηδέν. Εἶναι ἐξαιρετικά χαρακτηριστικός καί ἄξιος πολλῆς μελέτης ὁ τρόπος τοῦθνήσκειν. (Εἶναι βέβαιον ὅτι θ’ ἀποτελέση θέμα γιά τούς ἱστορικούς ἄλλων, ἀσφαλῶς, λαῶν). Ἐδῶ χρειάζονται μελέτες κοινωνιολογικές, ἱστορικές, φιλοσοφικές καί ἄλλες. Μέ τό σημείωμά μου αὐτό, θἄθελα νά ἐπισημάνω ἕνανἀπό τούς ἐπί μέρους παράγοντες πού συναποτελοῦν τόν τρόπο τοῦ θνήσκειν: πρόκειται γιά τόν ἐγκλωβισμό μέσα σ’ ἕνα “σήμερα” χωρίς διαστάσεις, χωρίς ἐξακτινώσεις στό χρονικό συνεχές. Ἐνῶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἔχουμε αὐτονόητο τό δικαίωμα ν’ ἀποφασίζουμε γιά ὅλα, ἀκόμη καί γιά ὅσα μόνο σέ μεγάλες προοπτικές μποροῦν ν᾿ἀντιμετωπισθοῦν, οἱ ἀποφάσεις μας στεροῦνταιοἱουδήποτε ἴχνους προοπτικῆς. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, ἀποφασίζουμε τήνκατάργηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας (τοῦ τρόπου γραφῆς της, τῆς συντακτικῆς της δομῆς, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς σημασιολογίας πού διαφυλάσσεται ἐπί χιλιετίες!) μέκριτήριο τό πόσο “κουράζεται” ὁ κάθε Παυλάκης κι ὁ κάθε Νικάκης στόκαθ᾿ὑπόθεσιν λειτουργοῦν σχολεῖο του! Ἤ, ἄλλο παράδειγμα, βλέπουμε τόν λαό τῆς Ἰθάκης νά ἀποφαίνεται διά δημοψηφίσματος ὅτι πρέπει νά κατεδαφισθοῦνπάραυτα ὅλα τά κτίρια παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς καί ν’ ἀντικατασταθοῦν μέτριάρια καί τεσσάρια γιά νά βολεύεται ἡ κάθε κυρά-Κούλα (ἡ ὁποία, ὡς λαός καίαὐτή, ψήφισε “δαγκωτά”!)».
Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς ἔγραφε τό 1996 ἐξ ἀφορμῆς δηλώσεων τοῦ Γ. Ράλλη γιάτήν ἀναγκαιότητα καί τό ἐπωφελές τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεώς του κατά τό1976: «Στήν Καθημερινή τῆς περασμένης Κυριακῆς (21. 4. 96) ὁ κ. Ράλλης ὑπεραμύνθηκε μέ ἄρθρο του τῆς γλωσσικῆς μεταρρύθμισης πού ὁ ἴδιος, ὡςὑπουργός Παιδείας, πραγματοποίησε τό 1976. Τολμῶ νά ἔχω κάποιες ἀντιρρήσεις στά ἐπιχειρήματά του καί στίς θέσεις του – μέ τήν ἐμπειρία τοῦδασκάλου καί τῆς καθημερινότητας τοῦ ἁπλοῦ πολίτη. Τό πιό ἀληθινό, κατά τήγνώμη μου, γι᾿αὐτό καί ἰσχυρότερο, ἐπιχείρημα τοῦ κ. Ράλλη εἶναι ὅτι ἡ μεταρρύθμισή του ἀλλοιώθηκε καί κακοφόρμισε μετά τό 1982. Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖνά καταθέσω (γιά πολλοστή φορά) τήν ἐκτίμησή μου, πού τήν πιστεύω ρεαλιστική καί καθόλου συναισθηματική ἤ κομματικά μεροληπτική: ὅτι ἀπό τό ᾽82 καί μετά συντελέστηκε στήν παιδεία καταστροφή, πού γιά τήν Ἑλλάδαἀποδείχνεται τραγικότερη τῆς μικρασιατικῆς. Γιατί τό 1922 χάθηκαν ὁριστικάπανάρχαιες κοιτίδες τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀλλά μετά τό ᾽82 χάθηκε τό συνεκτικό στοιχεῖο καί θεμέλιο τῆς διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων: ἡ γλωσσική συνέχεια. Χάθηκε μέ τήν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων, τόνἐξοστρακισμό τῆς μεταγενέστερης λόγιας παράδοσης∙ χάθηκε μέ τό ἔγκλημα τῆςεἰσαγωγῆς τοῦ μονοτονικοῦ. Ἡ ἀνεπανόρθωτη πιά καταστροφή θά ἐρχόταν ἔτσικι ἀλλιῶς μέ τήν πολιτική ἀλλαγή τοῦ ᾽81. Ὅμως συνέπεσε ἡ μεταρρύθμιση Ράλλη νά ἔχει ἀνοίξει τόν δρόμο. Ὑπάρχουν ἄλλοι, ἁρμοδιότεροι ἀπό μένα, γιάνά ὑπομνήσουν στόν σεβαστό πολιτικό κάποια καίρια καί στοιχειώδη δεδομένα: ὅτι ἡ γλώσσα πλάθεται ἀπό τόν λαό, τίς ἀνάγκες καί τίς εὐαισθησίες του∙ δένμπαίνει στό γύψο μέ κρατικά διατάγματα δίχως νά προκληθοῦν τερατογενέσεις∙ ὅτι σέ μιά προηγμένη γλώσσα συνυπάρχει ὀργανικά ἡ λόγια ἔκφραση μέ τήδημώδη· ὅτι στήν Ἑλλάδα δέν ταυτίζεται συλλήβδην ἡ λόγια γλώσσα μέ τήνπλαστή κοραϊκή “καθαρεύουσα”. Ἡ κρατική ἐπιβολή τῆς δημοτικῆς στή δημόσια διοίκηση ὡς “ἑνιαίου καί δόκιμου γλωσσικοῦ ὀργάνου”, ὅπως τή θέλησε ὁ κ. Ράλλης, γέννησε μιά καινούρια “καθαρεύουσα” (γλώσσα πού ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά “καθαρεύει” ἀπό λόγια στοιχεῖα), τεχνητή καί ψεύτικη, συχνά ὁλότελα κωμική: ἕναν τραγέλαφο κακῆς λόγιας σύνταξης μέ ὅρους δημώδους ἰδιώματος.“Δέν καταργήσαμε τήν ἀρχαιογνωσία στά σχολεῖα” λέει ὁ κ. Ράλλης. “Καθιερώσαμε νά διδάσκονται τά ἀρχαῖα κείμενα ἀπό δόκιμες μεταφράσεις”. Κάποιος ἁρμοδιότερος ἀπό μένα πρέπει νά τοῦ ὑπομνήσει τήν καισαρική διαφορά ὅτι εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ πληροφορία πού παρέχει τό περιεχόμενο τοῦἀρχαιοελληνικοῦ κειμένου, καί ριζικά ἄλλη ἡ γλωσσική παιδεία πού τό ἴδιο τόπρωτότυπο κείμενο προσφέρει. Ἄν τό ἑλληνόπουλο δέν προλάβει νά διδαχθεῖ τό“περιεχόμενο” κάποιων ἀρχαίων κειμένων, ἡ ζημιά δέν εἶναι ἀνεπανόρθωτη –ἀρκεῖ νά ἔχει μάθει νά καταφεύγει σέ δόκιμες μεταφράσεις ὅποτε τό θελήσει. Ἄνὅμως τό ἑλληνόπουλο χάσει τήν “αἴσθηση” τῆς δοτικῆς, τόν ἐθισμό στή νοηματική της λειτουργία, ἄν δέν μπορεῖ πιά νά τραγουδήσει “ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται ἐνφάτνῃ τῶν ἀλόγων”, ἡ καταστροφή τοῦ γλωσσικοῦ του αἰσθητηρίου εἶναιπολιτιστικό ἔγκλημα. Ἀκριβῶς γιατί ἀποκόπτεται τό ἑλληνόπουλο ἀπό τήδυνατότητα μέθεξης στή συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ του, χάνεται ἡ συνοχή τῆςπρότασης πού κόμιζε πάντοτε αὐτός ὁ πολιτισμός. Εἶχε πεῖ κάποτε ὁ ἀείμνηστοςΠαπανοῦτσος: “Δέν μπορεῖ κανείς νά μιλήσει καί νά γράψει σωστά τή δημοτική, ἄν δέν πατάει στέρεα στή γνώση τῆς ἀρχαίας κλασσικῆς γλώσσας”. Ἀναθεματίζουν ὅλοι σήμερα, καί ὁ κ. Ράλλης ἐπίσης, τόν “κακό τρόπο” μέ τόνὁποῖο διδάσκονταν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά στά σχολεῖα μας πρίν ἀπό τό 1976. Καίδέν θέλουν νά δοῦν ὅτι χάρη σέ ἐκεῖνο τόν “κακό τρόπο” ἡ ζωντανή καθημερινή γλώσσα ἀκόμα καί τῶν μή λογίων Ἑλλήνων διέσωζε τότε τήν ὀρθή κλίση τῶντριτοκλίτων, τή σωστή ἐκφορά τῶν ἐπιρρημάτων, τή διάκριση τοῦ στιγμιαίου ἀπότό διαρκές στούς χρόνους τῶν ρημάτων, καί πλῆθος ἀκόμαἐκφραστικῶνδυνατοτήτων, πού σήμερα ἔχουν σχεδόν ἀφανιστεῖ. Ἡ ἀνεπιτήδευτηκαθημερινή γλώσσα ἦταν κατάσπαρτη μέ τύπους καί ἐκφράσεις τῆς λόγιας, τῆςἐκκλησιαστικῆς ἤ καί τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παράδοσης. Λειτουργοῦσε, ἔστωἀνεπίγνωστα, ἡ συνέχεια τῆς γλώσσας, ἡ συνέχεια τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων… Ἡ ἀπόδοση ἱστορικῶν εὐθυνῶν δέν ἔχει κανένα νόημα. Ἡ καταστροφή ἔχεισυντελεστεῖ καί εἶναι ἀνεπανόρθωτη. Ἄν ὁ σεβαστός μου κ. Ράλλης πάρει στάχέρια του τά γραπτά τῶν σημερινῶν φοιτητῶν μας, εἶμαι σίγουρος ὅτι θάπαραιτηθεῖ ἀπό κάθε προσπάθεια ὑπεράσπισης τῆς γλωσσικῆς του μεταρρύθμισης. Ἄν καί ἀρκεῖ νά διαβάζει ἐφημερίδες, νά ἀκούει ραδιόφωνο καίτηλεόραση. Ἡ Ἑλλάδα αὐτοκαταδικάστηκε στήν πολιτική περιθωριοποίηση καί σέ ἐπιταχυνόμενη ὀπισθοδρόμηση. Ἡ Ἑλλάδα τέλειωσε ἀπό τή στιγμή πού αὐτοκαταργήθηκε γλωσσικά».
Τήν ἐποχή τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως τῶν Ράλλη-Βερυβάκη ὑπῆρξανλιγοστές ἀντιδράσεις. Μεταξύ αὐτῶν ἐξέχουσες προσωπικότητες τῆςπνευματικῆς ζωῆς τῆς τότε Ἑλλάδος, ὅπως ὁ φιλόσοφος καί Πρόεδρος τῆςΔημοκρατίας Κωνσταντῖνος Τσάτσος καί ὁ ποιητής Ὀδυσσέας Ἐλύτης (ἄν δένμέ ἀπατᾶ ἡ μνήμη μου ἀντέδρασαν καί ἄλλοι σημαντικοί ποιητές, ὅπως, π.χ., ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, ὁ ὁποῖος σέ τηλεοπτική ἐκπομπή τῆς τότε κρατικῆς – μοναδικῆς τότε – τηλεοράσεως ἐτάχθη ὑπέρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ μαθήματος τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στό Γυμνάσιο).
Ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος, καίτοι γνήσιος δημοτικιστής, ἀντιδρᾶ στόν ἐξοστρακισμό τῆς καθαρεύουσας, θεωρώντάς τον μιά πράξη βάρβαρη: «Ἀπό τό1933 στρέφομαι ὁριστικά πρός τή δημοτική, χωρίς ποτέ νά θεωρῶ ξορκισμένη τήν καθαρεύουσα, τῆς ὁποίας τήν ὀμορφιά καί αἰσθάνομαι καί συχνά διαβάζω, καί ἀπό τήν ὁποία πολλά δανείζομαι, γιά νά ἐμπλουτίσω τή δημοτική μου. Θεωρῶ τόν διωγμό τῆς καθαρεύουσας πού τώρα ἐπιβάλλεται καί νομοθετικά ἀπό τήν Πολιτεία, μιά πράξη βάρβαρη, πού δέν ἐξηγεῖται παρά ὡς μέρος μιᾶςγενικώτερης τάσης νά καταλυθῆ ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Μπορεῖμερικοί εἰδήμονες γλωσσολόγοι καί γραμματικοί νά συνεργοῦν σέ αὐτή τήνκαταστροφή ἀπό μιά δογματική ἀκαμψία». Ὁ ἴδιος φιλόσοφος ἐπικαίρως, τό1976, ἀμέσως μετά τήν καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς ὡς ἐπίσημης γλώσσας τῆςἙλληνικῆς Παιδείας καί τῆς Ἑλληνικῆς Δημοσίας Διοικήσεως, τήν ἀπολάκτισητῆς καθαρεύουσας καί τήν κατάργηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶνστό τριετές Γυμνάσιο, ἐδήλωσε ἐπισήμως στήν Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν τά ἑξῆς: «Τά ἀρχαῖα ἑλληνικά δέν εἶναι ξένη γλῶσσα. Εἶναι ἡ γλῶσσα μας. Εἶναι ἡ ρίζα τῆς σημερινῆς μορφῆς της. Ἔχει τήν ἴδιαν ψυχήν, τόν ἴδιον ἐσωτερικόν ρυθμόν. Εἶναι ἡ ἀκένωτος πηγή πρός ἐμπλουτισμόν, πρός ἐκλέπτυνσιν, πρόςἀποκρυστάλλωσιν τῆς σημερινῆς μας γλώσσης. Ὅσοι δέν γνωρίζουν καλά ἀρχαῖα ἑλληνικά, δέν ἠμποροῦν νά γράφουν καί καλήν Δημοτικήν».
Ὁμοίως καί ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης τήν ἴδια ἐποχή ἀντιτίθεται στήν κατάργηση τῶν ἀρχαίων στό ἑλληνικό Γυμνάσιο: «Ἐγώ δέν ξέρω νά ὑπάρχει, παρά μόνο μία γλώσσα, ἡ ἑνιαία γλῶσσα, ἡ ἑλληνική, ὅπως ἐξελίχθηκε ἀπό τήν ἀρχαία, πού ἔπρεπε νά εἶναι τό μεγάλο καμάρι μας καί τό μεγάλο στήριγμα… Οἱ ρίζες μας βρίσκονται ἐκεῖ στά ἀρχαία. Γι’ αὐτό καί λυπᾶμαι πού καταργήθηκαν ἀπό τόγυμνάσιο καί ἄς μέ ποῦν εκαθυστερημένο... Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι μόνο ὅποιοςγνωρίζει τά ἀρχαῖα μπορεῖ νά γράψη σωστά καί τήν νεοελληνική δημοτική. Αὐτάπού βλέπουμε καί ἀκοῦμε σήμερα γύρω μας, μέ συγχωρεῖτε, εἶναι κορακίστικα».
Ἀλλά καί ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης πρός τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ᾿80 εἶναι καταπέλτης κατά τοῦ μονοτονικοῦ: «Ἄν δέν θέλετε κύριοι τοῦ ὑπουργείου νάκάνετε φωνητική ὀρθογραφία, τότε πρέπει νά ἀφήσετε τούς τόνους καί τάπνεύματα, γιατί αὐτοί πού τούς βάλανε ἤξεραν τί ἔκαναν. Δέν ὑπῆρχαν στάἀρχαῖα ἑλληνικά γιατί ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στίς ἴδιες τίς λέξεις. Αὐτοί, οἱΚριαρᾶς καί οἱ ἄλλοι, τά κτήνη τά τετράποδα πού ἔκαναν αὐτές τίς μεταρρυθμίσεις – αὐτό παρακαλῶ νά γραφεῖ στίς ἐφημερίδες – δέν ξέρουν τί εἶναι γλῶσσα. Δέν ξέρουν αὐτό πού γνώριζε ἡ κόρη μου στά τρία της χρόνια. Μάθαινε μιά λέξη καί μετά ἔψαχνε γιά τίς συγγενεῖς της. Αὐτό εἶναι μιά γλῶσσα. Ἕνα μᾶγμα, ἕνα πλέγμα, ὅπου οἱ λέξεις παράγονται οἱ μέν ἀπό τίς δέ, ὅπου οἱσημασίες γλιστρᾶνε ἀπό τή μία στήν ἄλλη, εἶναι μία ὀργανική ἑνότητα ἀπό τήνὁποῖα δέν μπορεῖς νά βγάλεις καί νά κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιᾶςψευτοκυβέρνησης, καθισμένος σ’ ἕνα γραφεῖο στό ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἡ κατάργηση τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, πού εἶναι τελικά ἡ καταστροφή τῆς συνέχειας. Ἤδη, τά παιδιά δέν μποροῦν νά καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη γιατί αὐτοί εἶναι γεμᾶτοι ἀπό τόν πλοῦτοτῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νά καταστρέψουμε ὅ,τι κτίσαμε. Αὐτήεἶναι ἡ δραματική μοῖρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμοῦ».
Οἱ σημερινοί διανοούμενοι καί προοδευτικοί διανοούμενοι δέν λαμβάνουν ὑπ᾿ ὄψιν τήν τραγική ἐμπειρία τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας ἀπό τή Μεταπολίτευση καί δῶθε; Καί τήν λογία γλῶσσα ἀπολέσαμε καί ἡ περιβόητη καί πολυθρύλητη παιδευτική ἀναγέννηση καί ἐθνική ἄνθιση ὄχι μόνο δέν ἔλαβε χώρα, ἀλλά ἔλαβεχώρα τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, γενικευμένη ἀπαιδευσία, ἐθνική παρακμή καίοἰκονομική καταβαράθρωση! Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι ὁ ρυθμός ἀναπτύξεωςτῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας τή δεκαετία τοῦ ᾽50, τοῦ ᾽60 καί μέχρι τά μισά περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70 ἦταν τῆς τάξεως τοῦ 7%, γεγονός πού βάρυνε καθοριστικά στήν ἀπόφαση τῶν Εὐρωπαίων νά μᾶς δεχθοῦν στήν τότε ΕΟΚ. Μετά; Μετά ἡ ἀπόλυτη κατρακύλα! Καί ὄχι μόνο στόν οἰκονομικό τομέα, ἀλλά σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δημόσιας ζωῆς τῆς Ἑλλάδος: τήν παιδεία, τόν πολιτισμό, τή πολιτική, τή φιλοσοφία, τή θεολογία, τή λογοτεχνία κλπ. Ὁ καθ. Κώστας Ἀνδρουλιδάκηςαἴφνης γράφει: «Σοβαρό πρόβλημα ἐπίσης ἡ γενική πτώση τοῦ ἐπιπέδου τῶνπανεπιστημιακῶν σπουδῶν. Χωρίς ὑπερβολή μποροῦμε πιά νά μιλᾶμε γιάπαρωδία σπουδῶν (εἰδικά στίς ἀνθρωπιστικές ἐπιστῆμες), ὅπως γενικότερα ἰσχύει ὁ τρομερός αὐτός χαρακτηρισμός γιά πλῆθος θεσμῶν στή χώρα μας».Μάλιστα ὁ ἴδιος καθηγητής λίγο παρακάτω στό ἀνωτέρω ἄρθρο κάνει λόγο γιά«τό συνεχές χαμηλότερο ἐπίπεδο τῶν διδασκόντων στά ΑΕΙ».
Βεβαίως δέν λησμονοῦμε καί καταδικάζουμε τό μετεμφυλιακό κλίμα διώξεων τῶν ἀριστερῶν, τά πιστοποιητικά κοινωνικῶν φρονημάτων καί τόν αὐταρχισμό πού ἐπικρατοῦσαν στή μεταπολεμική Ἑλλάδα. Δέν πρέπει ὅμως νά παραθεωροῦμεὅτι πέραν τῆς ἀναντίρρητης οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, εἶχε ἡ Ἑλλάδα νάπαρουσιάσει καί μουσικούς τῆς περιωπῆς τοῦ Θεοδωράκη καί τοῦ Χατζηδάκι, ποιητές τῆς περιωπῆς τοῦ Σεφέρη καί τοῦ Ἐλύτη, φιλοσόφους τῆς περιωπῆς τοῦἸ. Θεοδωρακόπουλου, τοῦ Κ. Τσάτσου, τοῦ Π. Κανελλόπουλου, τοῦ Ε. Παπανούτσου καί τοῦ Κ. Γεωργούλη. Τώρα τί ἔχει νά παρουσιάσει ἡ Ἑλλάδα; Καί ἄν κανείς, βασίμως, ἀντιλέξει ὅτι καί ἡ περίοδος τῆς Μεταπολιτεύσεως ἔχεινά ἐπιδείξει λαμπρά πνευματικά μεγέθη, ὅπως, π.χ., τόν Τ. Κονδύλη, τόν Χρ. Μαλεβίτση, τόν Εὐ. Μουτσόπουλο, τόν Χρ. Γιανναρᾶ, τόν Στ. Ράμφο, τόν Ἀρ. Σκιαδᾶ, τόν Ἀν. Γιανναρᾶ καί πλείστους ὅσους ἄλλους, θά συμφωνήσουμε μένμαζί του, θά τοῦ ὑπενθυμίσουμε ὅμως ὅτι οἱ ὡς ἄνω πνευματικές προσωπικότητες (καί πλεῖστοι ἄλλοι − τελείως ἐνδεικτικά μνημονεύσαμε μερικούς) τήν σχολική τοὐλάχιστον παιδεία, ἀλλά καί τήν πανεπιστημιακή τους ὀφείλουν στήν πρό Ράλλη μεταρρύθμιση, ἔστω καί ἄν συμφωνοῦν μ’ αὐτήν.Ἕνας φίλος εἶχε πεῖ κάποτε ὅτι ἀπό τήν Ἑλλάδα τοῦ Ἐλύτη καί τοῦ Χατζηδάκιφτάσαμε στήν Ἑλλάδα τῆς Μενεγάκη καί τοῦ Λαζόπουλου! Βέβαια γιά νά εἴμαστεδίκαιοι στήν Μεταπολιτευτική Ἑλλάδα ἀνεδείχθη ὁ ὑψηλῆς περιωπῆςκινηματογράφος τοῦ Θόδωρου Ἀγγελόπουλου.
Μάλιστα ὄχι μόνο δέν πραγματοποιήθηκαν οἱ ὑποσχέσεις τῶν μεταρρυθμιστῶν, ἀλλά κόπηκε καί τό νῆμα τῆς γλωσσικῆς συνέχειας τῆς ἑλληνίδος φωνῆς. Τό σύγχρονο ἑλληνόπουλο δυσκολεύεται ἤ ἀδυνατεῖ παντελῶς νά κατανοήσει τά πολιτικά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα πολιτικοῦ, τοῦ Ἐλευθ. Βενιζέλου (ἤ καί τοῦ Χαριλάου Τρικούπη καί τοῦ Ἰ. Καποδίστρια), τά διηγήματα τοῦμεγαλύτερου νεοέλληνα πεζογράφου, τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη (ἤ καί τοῦ Γ. Βιζυηνοῦ), τά ἱστορικά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα ἱστορικοῦ, τοῦ Κ. Παπαρρηγόπουλου (ἤ καί τοῦ Σπ. Ζαμπελίου καί τοῦ Σπ. Τρικούπη), τά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα φιλολόγου, τοῦ Ἰ. Συκουτρῆ (ἤ καί τοῦ Ἀδ. Κοραῆ), τά κείμενα τῶν σπουδαίων φιλοσόφων τοῦ 20ου αἰῶνος, ὅπως τοῦ Θεοφίλου Βορέα, τοῦ Ν. Λούβαρι, τοῦ Σπ. Κυριαζόπουλου καί τοῦ Κων. Γεωργούλη, τάκείμενα τοῦ πρυτάνεως τῶν Ἑλλήνων θεολόγων τοῦ 20ου αἰῶνος, Παν. Τρεμπέλα (ἤ καί τοῦ Ἰ. Καρμίρη, τοῦ Παν. Μπρατσιώτη καί τοῦ Χρ. Ἀνδρούτσου), κείμενα σπουδαίων νεοελλήνων θεολόγων γραμμένα στήνκαθαρεύουσα, ὅπως τοῦ π. Ἰωάννου Ζηζιούλα, τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, τοῦΓεωργίου Μαντζαρίδη, τά κείμενα σπουδαίων Γερόντων τοῦ 20ου αἰῶνος, ὅπωςτοῦ π. Φιλοθέου Ζερβάκου, τοῦ π. Γαβριήλ Διονυσιάτου, τοῦ π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, τοῦ π. Δανιήλ Κατουνακιώτου, τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου κ. ἄ., τά κείμενα τοῦ μεγάλου Ἁγίου τοῦ 20ου αἰῶνος, τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, τά κείμενα τοῦ μεγαλύτερου νεοέλληνα Πατέρα τῆς ὈρθοδόξουἘκκλησίας, τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου – κείμενα πού ἄνετα κατανοεῖ ὁ γεννηθείς πρό τοῦ 1960 περίπου. Τώρα γιά νά γίνουν κατανοητοί οἱ ἀνωτέρωδιανοητές χρειάζονται μεταγλώττιση στήν σημερινή μορφή τῆς γλώσσας μας.
Οἱ ἀνωτέρω ἀναφερθέντες καί πλεῖστοι ὅσοι ἄλλοι συγγραφεῖς, πού δέν μνημονεύσαμε, ἀλλ᾿ἔχουν ἐξίσου σημαντικό ἔργο, ἔχουν γράψει σέ λόγια μορφή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς νεοελληνικῆςμας παραδόσεως. Χαρακτηριστικά ὁ Ρένος Ἀποστολίδης, πού κάθε ἄλλο παρά συντηρητικός, γλωσσαμύντωρ καί καθαρευσιάνος μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ἔχει γράψει: «Δύο αἰῶνες τώρα, τοὐλάχιστον (γιά νά μήν πῶ 25) ὅλος ὁ θεωρητικός ὁπλισμός αὐτοῦ τοῦ Τόπου, ὅ,τι σκέφτηκαν ἄνθρωποι ἱκανοί νά σκεφτοῦν καί νά διατυπώσουν κάτι τό θεωρητικό κ᾿ ἐπιστημονικό, εἶναι στήν Καθαρεύουσα». Βέβαια θεωρῶ ὅτι εἶναι ὑπερβολική αὐτή ἡ ἀπόφανση τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη∙ διασώζει ὅμως μεγάλο ποσοστό ἀληθείας. Μέ τόν βάρβαρο, ὅπως τόνἐχαρακτήρισε ὁ Κ. Τσάτσος, καί βίαιο ἐξοστρακισμό τῆς καθαρεύουσας ἀπό τήΔημόσια ζωή καί Παιδεία τοῦ τόπου, καί τήν ἐπιποθούμενη καί ἰσχυρῶςἐπηγγελμένη ἀπό τούς ὀπαδούς τῆς γλωσσικῆς μεταρρυθμίσεως πνευματική ἄνθιση, οἰκονομική ἰσχύ καί πολιτιστική ἀναγέννηση τῆς χώρας ἀπετύχαμε νάπραγματοποιήσουμε καί τοὐναντίον στερήσαμε, ἴσως ἀμετάκλητα, στή νεώτερηγενιά τῆς Ἑλλάδος τή γλωσσική πρόσβαση σέ ἕνα σημαντικό, ζωντανό καίπλούσιο κομμάτι τῆς νεοελληνικῆς μας παραδόσεως. Κυριολεκτικῶς εἰπεῖνπάθαμε αὐτό πού ἔπαθε ὁ συγκλητικός τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖοςἐγκατέλιψε τό Συγκλητικό ἀξίωμα χάριν τῆς μοναστικῆς πολιτείας καί στόν ὁποῖοὁ Καππαδόκης Ἱεράρχης εἶπε: “Καί τό Συγκλητικόν ἀπώλεσας καί μοναχός οὐκἐγένω”.
Ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχω ὡς Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων τῆς Μεσσηνίας τήν περίοδο 2007 ἕως 2011 μπορῶ βάσιμα νά ἰσχυριστῶ ὅτι ἡ γλωσσική ἐπάρκεια τῶν μαθητῶν εἶναι ἐλλιπεστάτη. Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας μου ἐπισκέφθηκα περί τά 20 σχολεῖα στήν Καλαμάτα, ἀλλά καί εὐρύτερα στό νομό Μεσσηνίας καί ἦλθα σέ ἐπαφή μέ 100 περίπου φιλολόγους πού ἐργάζονται ὡςμάχιμοι ἐκπαιδευτικοί σέ αὐτά. Τό συμπέρασμα εἶναι ἄκρως ἀπογοητευτικό. Οἱἐκπαιδευτικοί μοῦ τόνισαν ὅτι οἱ μαθητές τους ἀδυνατοῦν νά παράγουν λόγο, εἴτε γραπτό εἴτε προφορικό, σέ ἱκανοποιητικό βαθμό. Μάλιστα ἀπεχθάνονται τάγλωσσικά μαθήματα εἴτε ἀφοροῦν τά Ἀρχαῖα Ἑλληνικά εἴτε τά Νέα Ἑλληνικά. Ὅπως χαρακτηριστικά μοῦ εἶπε Διευθύντρια φιλόλογος ἑνός Γυμνασίου τῆςΚαλαμάτας τό μάθημα τῆς Γλώσσας (Νεοελληνικῆς καί Ἀρχαίας) ἀποτελεῖ τόφόβητρο τῶν μαθητῶν, ὅπως κάποτε φόβητρο τῶν μαθητῶν ἀποτελοῦσαν τάΜαθηματικά. Οἱ ἐκπαιδευτικοί τόνισαν ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτα τά βιβλία τῶν Γλωσσικῶν μαθημάτων, ἰδιαίτερα τά Ἀρχαῖα τῶν τριῶν τάξεων τοῦΓυμνασίου.
Ἡ γλωσσική ἀνεπάρκεια συμπαρασύρει καί τή διδασκαλία τῶν ἄλλωνμαθημάτων σέ ἀναποτελεσματικότητα, ἀκριβῶς γιατί ἡ διδασκαλία διενεργεῖταικυρίως μέσῳ τῆς γλώσσας. Ἡ γλῶσσα διατρέχει ὅλα τά διδασκόμενα μαθήματακαί ἀποτελεῖ τό κυριώτερο μέσο μεταδόσεως τῶν πληροφοριῶν καί ἐπικοινωνίαςδιδασκόντων καί διδασκομένων. Καί ἡ μαθησιακή αὐτή ἀποτυχία καίἀναποτελεσματικότητα δέν περιορίζεται μόνο στά λεγόμενα θεωρητικάμαθήματα, ἀλλά ἐπεκτείνεται καί στά λεγόμενα θετικά. Ἕνας μαθηματικός μοῦἔλεγε ὅτι οἱ μαθητές του ἀδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν τίς λέξεις “ἀνιοῦσα” καί“κατιοῦσα”. Στόν γνωστικό τομέα πού ἡ γλωσσική ἀνεπάρκεια ἔχειἀρνητικώτατες συνέπειες εἶναι ἡ Ἱστορία, μάθημα βασικώτατο γιά τήσυγκρότηση ἱστορικῆς καί ἐθνικῆς συνειδήσεως. Φαντάζομαι ὅτι καί στάΘρησκευτικά κάτι ἀνάλογο θά συμβαίνει μέ ἀποτέλεσμα νά ἀκυρώνεται ἤ νά δυσχεραίνεται δραματικά ἡ ἀνάπτυξη θρησκευτικῆς συνειδήσεως.
Ἀναντίρρητα ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ την κυριώτερη νοητική δεξιότητα (intellectualskill) πού καθιστᾶ δυνατή τήν πρόσβαση στή συνεχῶς διογκούμενη καί ἀνανεούμενη ἐπιστημονική γνώση. Ἡ γλῶσσα ἀποτελεῖ sine qua non προϋπόθεση γιά τήν ἀνάπτυξη ὄχι μόνο τῆς γνωστικῆς, ἀλλά καί τῆςμεταγνωστικῆς ἱκανότητος τῶν μαθητῶν. Ἡ πρόσβαση στήν συνεχῶςπαραγόμενη καινούργια γνώση εἶναι ἀδύνατη χωρίς τήν ἐπαρκῆ κατοχή τοῦγλωσσικοῦ ὀργάνου. Βεβαίως γνωρίζω τήν ἔνσταση ὁρισμένων στό θέμα αὐτό: ἡ πρόσβαση στήν καινούργια γνώση μπορεῖ νά γίνει ἀποτελεσματικώτερα μέ τάἈγγλικά παρά μέ τά Ἑλληνικά. Τοῦτο ὡς ἕνα σημεῖο εἶναι ἀναντιρρήτως ἀληθές. Ὅμως θά ἀφήσουμε τή γλῶσσα μας νά ἀχρηστευθεῖ de facto; Εἶναι θέμα ἐπιλογῶν καί προτεραιοτήτων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, κυρίως αὐτοῦ, καί τῆςἙλληνικῆς πολιτείας…
Γιά νά εἴμαστε δίκαιοι ἡ ἀναντίρρητη γλωσσική ἀνεπάρκεια τῶν σημερινῶνμαθητῶν καί φοιτητῶν ὀφείλεται, σέ πολύ μεγάλο βαθμό, στήν χρήση τῆς νέας τεχνολογίας. Ἡ συνεχής χρήση τοῦ Η/Υ καί τοῦ κινητοῦ ἔχει ἄμεσες ἐπιπτώσειςστήν ὀργάνωση, δόμηση καί ἐκφορά τῆς γλώσσας. Τά περιβόητα Greeklish εἶναιγνωστά τοῖς πᾶσι καί δέν πρόκειται νά μείνουμε περισσότερο στό θέμα αὐτό. Πάντως συνιστᾶ ἕνα ἀκόμα πρόβλημα πού ὀφείλει νά ἀντιμετωπίσει ἡ Πολιτεία. Ὁ π. Βασίλειος Θερμός γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Παλιά τό περιβόητο γλωσσικό πρόβλημα ἦταν συνώνυμο τῆς ἀντιδικίας δημοτικῆς καί καθαρεύουσας, ἐνῶσήμερα τοῦ ἀγῶνα ἐπικράτησης μεταξύ γλώσσας καί εἰκόνας-ψηφιακότητας».Θεωροῦμε πώς βασικά ἔχει δίκιο ὁ π. Βασίλειος. Γενικά ἐπίσης θεωροῦμε πώς εἶναι εὔστοχες οἱ ἀναλύσεις του γιά τή γλῶσσα σέ σχέση μέ τήν συνεχῆ χρήση τοῦ Η/Υ ἀπό τούς νέους πού ἐπιχειρεῖ στό πρῶτο κεφάλαιο, τό ἐπιγραφόμενο Ἡ τωρινή γλωσσική κατάσταση τοῦ Ἕλληνα στό βιβλίο του Σύνεσις καί παράνοια.Ὅμως ἡ παραδοχή τῆς θέσεως αὐτῆς καθιστᾶ περιττή τή διδασκαλία τῶνἀρχαίων καί τῶν νέων ἑλληνικῶν; Ἴσα-ἴσα τώρα ἐπιβάλλεται ἡ ἀποτελεσματικώτερη διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σέ ὅλες τίς φάσεις καίμορφές τῆς διαχρονικῆς παρουσίας της. Εἶναι τό ἀπαραίτητο ἀντιστάθμισμα, τόἀπαραίτητο ἀντίβαρο στήν ἐπίδραση τῆς νέας τεχνολογίας στόν γλωσσικό ἀκροτηριασμό τῶν συγχρόνων παιδιῶν!
Ὁ π. Παντελεήμων Μίχας, ἱερομόναχος στή Μονή τῆς Κεχαριτωμένης στήν Τροιζήνα, πνευματικό τέκνο τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, μοῦ εἶπε ὅτι ὁ μακαριστός Γέροντας ἦταν βαθιά, ἦταν ἀπαρηγόρητα στενοχωρημένος τό 1976 γιά τήν γλωσσική μεταρρύθμιση τοῦ Γ. Ράλλη. Τήν θεωροῦσε δέ τόσο καταστρεπτική γιά τήν Ἑλλάδα, ὅσο ἦταν καταστρεπτική ἡ ἀπώλεια τοῦΜικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ τό 1922. Ὁ μεγάλος ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας, ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «Ἡ γλῶσσα εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα. Ἔχουν πεῖτόσο βαθιά πράγματα σ᾽ αὐτή τήν γλῶσσα καί δέν πρέπει ἐμεῖς νά τήνἀφήσουμε, γιατί θά φτωχύνουμε πολύ. Θά καταργηθοῦν ὅλα, ἀλλά ὕστερα ἀπόχρόνια οἱ ἄνθρωποι θά ἀναζητήσουν πάλι τήν παλιά γλῶσσα καί τά κείμενα ἐκεῖνα. Γιατί θά κουραστοῦν, θά ἀδειάσουν. Ἡ λέξη πού χρησιμοποιεῖ ὁ παλιός ἔχει σημασία. Ἡ φράση “μέσα στόν Χριστό” διαφέρει ἀπό τήν φράση “ἐν τῷ Χριστῷ” ἤ “ἐν Χριστῷ” καί ἄς φαίνεται ὅτι εἶναι τό ἴδιο. Λοιπόν, ἔπρεπε νά συνεχίσουν νά μαθαίνουν τά ἀρχαῖα τά παιδιά καί οἱ λογοτέχνες, οἱ ποιητές ἄς ἔγραφαν στήν νέα, ὅπως θέλουν, καί ἄς τούς διαβάζουν τά παιδιά καί ὅλοι. Ἐκείνη τήν γλῶσσα ὅμως νά μήν τήν ἀφήναμε, δέν ἔπρεπε. Φτωχαίνουμε πολύ».Ὡσαύτως ὁ π. Πορφύριος θεωρεῖ τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἰσχυρήἐκγύμναση τοῦ νοῦ: «Δέν ἔπρεπε νά πάψουν νά μαθαίνουν στά παιδιά τήνπαλιά γλῶσσα. Εἶναι ψυχολογικοί οἱ λόγοι πού δυσκολεύουν τά παιδιά στήνμάθηση, ὄχι πώς εἶναι δύσκολο νά μάθουν ἀρχαῖα. Καί ἦταν μιά σπουδαία ἄσκηση αὐτή γιά τά παιδιά. Μιά ἐξάσκηση τοῦ νοῦ».
Βέβαια τώρα ἡ Δημοτική καί τό μονοτονικό ἐπεκράτησαν καί μᾶλλον ὁριστικά. Δέν ἔχουν πλέον θέση οἱ θρῆνοι καί οἱ ἱερεμιάδες γιά τόν ἀπολεσθέντα γλωσσικό πλοῦτο. Ὅ γέγονε, γέγονε. Ἅς εἴμαστε προσεκτικοί νά μή ἐπαναλάβουμε τά ἴδιαἤ παραπλήσια λάθη καί στόν θεσμό τῆς γλώσσας (καί εἶναι ἕνας θεσμός ἡ γλῶσσα, ἕνας κοινωνικός θεσμός) ἤ σέ ἄλλους θεσμούς.
(Πηγή: antifono.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου