Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτή την ανακοίνωση με ένα απόσπασμα του Τσέστερτον. Στη συλλογή του, Αιρετικά, γράφει πως, αύριο, «θα χρειαστεί να ανάψουμε φωτιές για να αποδείξουμε ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα· να τραβήξουμε το ξίφος για να αποδείξουμε ότι τα φύλλα είναι πράσινα το καλοκαίρι (…)· να παλέψουμε για ορατά θαύματα σαν να ήταν αόρατα».
Μιλώντας μπροστά σας, σήμερα, για τη «διάσωση της διαφοράς μεταξύ των φύλων», νιώθω σαν να βγάζω το σπαθί μου για να αποδείξω ότι τα φύλλα είναι πράσινα το καλοκαίρι. Και όμως, σε αυτό το σημείο έχουμε φθάσει. Σε μια εποχή όπου κυριαρχούν τα emoji «έγκυος άντρας», η αποφυλοποίηση των μπάρμπεκιου [Να πάψει το μπάρμπεκιου να είναι «ανδρική υπόθεση», όπως διεκδικείται από έναν ορισμένο φεμινισμό (σ.τ.μ.)] και ο τρανς ως η νέα εμβληματική φιγούρα της πλανητικής επανάστασης, φαίνεται ότι είναι πράγματι απαραίτητο να τραβήξουμε, αν όχι το σπαθί, τουλάχιστον την πένα μας, για να υπερασπιστούμε το ορατό θαύμα που είναι η διαφορά των φύλων ωσάν να ήταν αόρατο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Αγγλία, ακόμη και στη χώρα μας, άνδρες και γυναίκες αποβάλλονται από τα πανεπιστήμια, βλέπουν να ακυρώνονται οι διαλέξεις τους και, μερικές φορές, όπως έχει ήδη συμβεί, να καίγονται τα βιβλία τους, επειδή τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι υπάρχουν μόνο δύο φύλα και ότι δεν μπορεί κανείς να περνάει από το ένα στο άλλο όπως θα άλλαζε το πουκάμισό του. Δεν υπερβάλλω.
Σίγουρα, στη Μόσχα, στο Πεκίνο, τo Μπαμακό ή το Δελχί, στο μη δυτικό τμήμα του κόσμου, οι άνθρωποι σκέφτονται πολύ διαφορετικά. Από πάντα άλλωστε, η ανθρωπότητα προσπαθεί να οικοδομήσει με βάση αυτό το πρωτογενές βιολογικό γεγονός της διαφοράς των φύλων. Είμαστε ο πρώτος πολιτισμός που θέλει να το αποδομήσει.
Γιατί αυτό το ζήτημα είναι τόσο σοβαρό; Γιατί επέλεξα να συζητήσω αυτό το θέμα μαζί σας σήμερα; Ο πρώτος λόγος είναι επιδερμικός. Μου είναι αφόρητο να βλέπω ένα τόσο μεγάλο ψέμα -δεν υπάρχουν δύο φύλα- να ανθεί στη δημόσια συζήτηση. Αξίζει δε να υπογραμμιστεί το παράδοξο μιας εποχής που, ενώ διακηρύσσει τη λατρεία της επιστήμης, το κυνήγι του σκοταδισμού, την καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων, αποδέχεται ως γεγονός που δεν επιδέχεται συζήτηση την ιδέα ότι το φύλο είναι μια καθαρή κοινωνική κατασκευή.
Ο δεύτερος λόγος είναι πιο βαθύς, σχεδόν μεταφυσικός. Η διαφορά των φύλων είναι, μαζί με την ασθένεια, τη γήρανση και τον θάνατο, μία από τις αποδείξεις του πεπερασμένου χαρακτήρα της ύπαρξής μας. Επιτιθέμενοι σε αυτό το όριο, οι αποδομητές απορρίπτουν τον αναμφισβήτητα ζωικό χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασής μας. Επιπλέον, σε αντίθεση με την ασθένεια, τη γήρανση και τον θάνατο, όρια που επίσης καταπολεμούν οι σύγχρονοι, η διαφοροποίηση των φύλων δεν είναι κατάρα, αδυναμία, αλλά εφαλτήριο και πλούτος.
Οι υπερασπιστές της αποδόμησης κατηγορούν για «ηθικό πανικό» όσους τολμούν να καταγγείλουν την άρνηση της διάκρισης των φύλων. Η συλλογιστική τους δανείζεται τη λογική του καζανιού του Φρόιντ: Ο Α δανείστηκε ένα καζάνι από τον Β και το επέστρεψε με μια μεγάλη τρύπα. Ιδού η απολογία του: «Πρώτον, δεν δανείστηκα ποτέ ένα καζάνι από εσένα· δεύτερον, το καζάνι είχε ήδη μια τρύπα όταν το παρέλαβα· τρίτον, σου επέστρεψα το καζάνι άθικτο». Πρώτον, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων δεν υφίσταται· δεύτερον, δεν απειλείται καθόλου· τρίτον, δεν αποτελεί πρόβλημα αν απειλείται, διότι η καταστροφή της θα ήταν επωφελής για την ανθρωπότητα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να απαντήσω σε αυτό το επιχείρημα σε τρία μέρη: 1. η διαφορά των φύλων υπάρχει· 2. Ναι, απειλείται· 3. Πρέπει να την υπερασπιστούμε.
- Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι πραγματική
Πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχουν δύο φύλα. Ένα ορατό θαύμα που πρέπει να το υπενθυμίζουμε σα να ήταν αόρατο. Ως ένα σύνορο που μας χωρίζει ήδη από την κοιλιά της μητέρας μας, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι το πρώτο πράγμα, η πιο άμεση ταυτότητα που γίνεται ολοφάνερη μόλις συναντήσουμε ένα άτομο, πριν από την ηλικία και το χρώμα του δέρματός του (ας σημειωθεί ότι κανείς δεν σκέφτεται σοβαρά να αλλάξει φυλή και ότι, παρά τη θεαματική πρόοδο της αισθητικής χειρουργικής, κανένας ηλικιωμένος δεν ισχυρίζεται ότι είναι ακόμη παιδί). Πρόκειται για κάτι φαινομενολογικά προφανές που είναι δύσκολο να οριστεί.
Τι είναι ο άνδρας, τι είναι η γυναίκα; Δεν πιστεύω σε κάποια ουσία του «αρσενικού» ή του «θηλυκού». Θα προτιμούσα να μιλήσω για ένα μυστήριο που βρίσκεται διαρκώς σε διαδικασία διαύγασης. Θα μπορούσα να μιλήσω για τον τρόπο με τον οποίο οι άνδρες κοιτούν τις γυναίκες. Για τη συγκίνηση των μανάδων τη νύχτα όταν ακούν το παιδί τους να βογκάει. Για το προστατευτικό ένστικτο των πατεράδων, για την τάση τους στη διακινδύνευση. Για την προσοχή των γυναικών στο συγκεκριμένο και την προτίμηση στη λεπτομέρεια, για την προτίμηση των ανδρών στην αφαίρεση και την έλξη προς τη γεωγραφία. Για τη σεμνότητα από την πλευρά των γυναικών και την έννοια της τιμής από εκείνη των ανδρών. Θα μπορούσα να σας δώσω χίλια πορτρέτα ανδρισμού, από τον θυμό του Αχιλλέα μέχρι την επιμονή του Σαντιάγο, του γέροντα του Χέμινγουεϊ, και τον σαρκασμό του Ρετ Μπάτλερ. Και χίλια πορτρέτα θηλυκότητας, από το θάρρος της Ζαν ντ’ Αρκ μέχρι τον αισθησιασμό της Κολέτ και το θράσος της Σκάρλετ Ο’ Χάρα.
Δεν θα μπορούσα να σας πλέξω ένα εγκώμιο για το αιώνιο θηλυκό, για ιδιότητες που αναπόφευκτα συνδέονται με το φύλο μου, όντας η ίδια ένα ελάχιστα αντιπροσωπευτικό δείγμα του. Ως παιδί, ήμουν ένα από εκείνα τα κορίτσια που αποκαλούνται «αγοροκόριτσα», που τρέχουν πίσω από μπάλες και γδέρνουν τα γόνατά τους, που δεν τους αρέσουν τα φορέματα ή οι κούκλες. Όταν ήμουν πέντε χρονών, ζήτησα από τους γονείς μου να μου δώσουν μια στολή πρίγκιπα. Μου την έδωσαν χωρίς καμία υστεροβουλία, και ποτέ δεν ένιωσα να θέτουν φραγμούς στην επιθυμία μου να υπάρχω ή να μιμούμαι. Αν είχα γεννηθεί σε μια προοδευτική οικογένεια στη δεκαετία του 2010, ίσως οι γονείς μου να με είχαν στείλει σε μια κλινική για να ξεκινήσω τη μετάβαση φύλου. Σήμερα, ευχαριστώ τον Θεό που είμαι γυναίκα, όχι μόνο για τα αμέτρητα οφέλη που προσφέρονται στο φύλο μου από το φεμινιστικό καθεστώς υπό το οποίο ζούμε, αλλά και επειδή ανακάλυψα, εκτός από τη συζυγική αγάπη, την απέραντη χαρά της μητρότητας, αυτό το «υπερβολικό προνόμιο των γυναικών» (όπως λέει η Φρανσουάζ Εριτιέ – Francoise Heritier).
«Υπάρχουν δύο φύλα. Αυτή είναι μια πραγματικότητα που η ιστορία θα πρέπει να αναγορεύσει σε τέταρτη αρχή της, πέρα από την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη, αν θέλει να είναι σύμφωνη με τα ιδανικά της», έγραφε η μαχητική φεμινίστρια Αντουανέτ Φουκ (Antoinette Fouque) το 1995. Είχε δίκιο, αλλά και άδικο. Γιατί ούτε ελευθερία, ούτε ισότητα, ούτε αδελφοσύνη υπάρχουν στη φύση. Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, όμως, υπάρχει.
Βιώνουμε σήμερα ένα παράδοξο φαινόμενο: τη ριζική απόκλιση μεταξύ των ανθρωπιστικών και των θετικών επιστημών. Και αυτό γίνεται κατ’ εξοχήν διακριτό στο ζήτημα της διαφοράς μεταξύ των φύλων.
Ενώ οι γνωστικές επιστήμες συνεχίζουν να σημειώνουν πρόοδο και να καταδεικνύουν την προφάνεια του γεγονότος ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο φύλων από την πιο μικρή ηλικία, οι ανθρωπιστικές επιστήμες, και ιδίως η κοινωνιολογία, συνεχίζουν να διακηρύσσουν ότι πρόκειται για μια απλή κοινωνική κατασκευή. Ένα εύγλωττο παράδειγμα: το 2005, η ανθρωπολόγος ερευνήτρια Πρισίλ Τουράιγ (Priscille Touraille) υποστήριξε μια διατριβή, υπό την καθοδήγηση της Φρανσουάζ Εριτιέ (Francoise Heritier), με την οποία επεδίωκε να αποδείξει ότι η διαφορά ύψους μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν οφείλεται σε βιολογικά αίτια, αλλά σε μια κοινωνική κατασκευή που χρονολογείται από την παλαιολιθική εποχή. Εν ολίγοις, οι άνδρες, ήδη από εκείνη την εποχή, στερούσαν από τις γυναίκες το κρέας, γεγονός που εξηγεί γιατί είναι πιο μικρόσωμες από τους άνδρες σήμερα. Αυτή η θέση της «πατριαρχίας των φιλέτων», όπως την αποκάλεσε η δημοσιογράφος Πέγκυ Σάστρ (Peggy Sastre), είναι προφανώς παράλογη. Ο φυλετικός διμορφισμός, ο οποίος απαντάται και στα πρωτεύοντα θηλαστικά, μπορεί να εξηγηθεί με τη φυσική επιλογή: τα ισχυρότερα αρσενικά κερδίζουν στη μάχη για την κατάκτηση των θηλυκών, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί προνομιακά η γενιά των μεγαλόσωμων αρσενικών.
Θα μπορούσα να απαριθμήσω αμέτρητες επιστημονικές αποδείξεις για τη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι, ήδη από τη γέννησή τους, τα παιδιά έχουν διαφορετικές ευαισθησίες στην επιλογή των δραστηριοτήτων τους. Η πιο σημαντική μελέτη που έχει δημοσιευτεί ποτέ για το θέμα [Μελέτη, Archives of Sexoual Behaviour του 2021 με τον τίτλο «L’ampleur des interest des jouets lies au sexe des enfants est restee stable au cours de cinquante ans de recherche»] κατέδειξε ότι «οι προτιμήσεις των παιχνιδιών που σχετίζονται με το φύλο μπορούν να θεωρηθούν ως ένα καλά εδραιωμένο εύρημα», και μάλιστα «ήδη από την ηλικία των 9 μηνών». Οι προτιμήσεις αυτές βασίζονται σε βιολογικές διαφορές που δίνουν στα αγόρια μεγαλύτερη ικανότητα νοητικής περιστροφής και ενδιαφέρον για τον χώρο, ενώ τα κοριτσάκια ενδιαφέρονται περισσότερο για τα πρόσωπα και έχουν μεγαλύτερες δεξιότητες στη λεπτή κινητικότητα. Οι υποστηρικτές της θεωρίας του φύλου μπερδεύουν το αίτιο με το αιτιατό: τα παιδιά δεν παίζουν με διαφορετικά παιχνίδια επειδή υπόκεινται σε «στερεότυπα φύλου», αλλά, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικά, στρέφονται κατά μέσον όρο σε διαφορετικές δραστηριότητες. Άλλες μελέτες δείχνουν ότι, κατά μέσον όρο, ο εγκέφαλος των κοριτσιών ωριμάζει στην εφηβεία δύο χρόνια νωρίτερα από τον εγκέφαλο των αγοριών.
Ας αναφερθούμε επίσης στο «παράδοξο της ισότητας»: όσο πιο ανεπτυγμένες και εξισωτικές είναι οι χώρες, τόσο μεγαλύτερες είναι οι διαφορές ανάμεσα στις επιλογές των δύο φύλων! Όσο μεγαλύτερη είναι η ισότητα, τόσο περισσότερες είναι οι επαγγελματικές επιλογές που υπερκαθορίζονται από τη διαφορά φύλου! Όσο περισσότερες επιλογές έχουν οι γυναίκες, τόσο περισσότερο διαφέρουν οι σταδιοδρομίες τους από εκείνες των ανδρών. Κατά μέσον όρο, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να ασχοληθούν με τα επαγγέλματα φροντίδας και οι άνδρες πιο πιθανό να ασχοληθούν με τα επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με αντικείμενα (μηχανικοί). Και αυτό επιβεβαιώνεται και σε χώρες ιδιαίτερα εξισωτικές όπως αυτές της βόρειας Ευρώπης. Αντιθέτως, οι γυναίκες μαθηματικοί και, γενικότερα, οι γυναίκες που διαπρέπουν στο «αντικειμενικό» είναι περισσότερες σε χώρες που βρίσκονται κάτω από τον ζυγό ενός δεσποτισμού θρησκευτικής έμπνευσης – η Ιρανή Μαριάμ Μιρζακανί, η πρώτη γυναίκα που κέρδισε το μετάλλιο Fields, ήταν μια χαρακτηριστική περίπτωση, σημειώνει επίσης η δημοσιογράφος Πέγκυ Σαστρ. Με τον ίδιο τρόπο που υπήρχαν περισσότερες γυναίκες επιστήμονες στις κομμουνιστικές χώρες απ’ ό,τι στον «ελεύθερο κόσμο».
Παντού, ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός προσκρούει στη βιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, ως το απροσπέλαστο θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Όχι, δεν είναι όλα κατασκευασμένα. Όπως το θέτει η Αμερικανίδα ελευθεριακή φεμινίστρια Καμίλ Πάλια (Camille Paglia): «η ψυχρή βιολογική αλήθεια είναι ότι οι αλλαγές φύλου είναι αδύνατες. Κάθε κύτταρο του σώματός μας, με εξαίρεση τα κύτταρα του αίματος, περιέχει εφ ’ όρου ζωής τον κώδικα του φύλου μας».
Ας προσπαθήσουμε να φτάσουμε στην καρδιά αυτής της σεξουαλικής διαφοράς. Για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να επιστρέψουμε στον Αριστοτέλη. Η γυναίκα γεννά μέσα στο δικό της σώμα, ο άνδρας γεννά στο σώμα του άλλου. Από αυτή την ουσιαστική, ιλιγγιώδη, διαφορά γεννιούνται όλα τα υπόλοιπα. Ο άνδρας μπορεί να βιάσει, η γυναίκα όχι. Στη διάρκεια δεκάδων χιλιάδων ετών εξέλιξης του είδους μας, οι γυναίκες επέλεγαν ισχυρούς άνδρες για να προστατεύουν τους απογόνους τους και να προστατεύονται από τους άλλους άνδρες. Το αποτέλεσμα αυτής της σεξουαλικής επιλογής ήταν η αύξηση της δύναμης και της επιθετικότητας των ανδρών. Κατά μέσον όρο, οι άνδρες είναι πιο επιθετικοί, διακινδυνεύουν περισσότερο και έχουν ισχυρότερη λίμπιντο από τις γυναίκες.
Επιθετικότητα, διακινδύνευση, σεξουαλικότητα: αυτοί είναι οι τρεις τομείς στους οποίους παρατηρούνται σημαντικές διαφορές στη συμπεριφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ορισμένες γυναίκες δεν θα πάρουν περισσότερα ρίσκα ή δεν θα έχουν μεγαλύτερη σεξουαλική επιθυμία από τους άνδρες. Αλλά κατά μέσον όρο, αυτό συμβαίνει. Ομοίως, για τις γυναίκες, υπάρχει πιθανώς μια διαφορετική σχέση με τον χρόνο, καθώς το σώμα τους, περιοδικά, τους υπενθυμίζει τον εαυτό τους. Εξ ου και μια πιο έντονη ίσως προσοχή στο συγκεκριμένο. «Δεν επιδιώκουν την αιωνιότητα, αλλά την ανθρώπινη διάρκεια», γράφει υπέροχα η Μονά Οζούφ (Mona Ozouf) στο Les mots des femmes (Οι λέξεις των γυναικών).
Αυτές οι διαφορές υπάρχουν. Μπορούν είτε να μεγεθυνθούν είτε να απορριφθούν από τον πολιτισμό. Έτσι, ορισμένοι πολιτισμοί προσδίνουν αξία στην ανδρική βία, ενώ άλλοι όχι. Κάποιοι επινοούν το πέπλο για να καλύψουν τις γυναίκες, άλλοι τον ιπποτισμό για να καλύψουν την επιθυμία των ανδρών. Πολιτισμός και βιολογία είναι αλληλένδετοι από τόσο παλιά που είναι δύσκολο να τα ξεδιαλύνουμε.
Αλλά ας έρθουμε στη θεμελιώδη διαφορά, τη μητρότητα. Αυτή που οι φεμινίστριες δεν θέλουν πλέον να τη βλέπουν, γιατί μεταβάλλονται στις συνδικαλίστριες ενός υποκειμένου, της γυναίκας, το οποίο αδειάζουν από την ουσία του. Η γυναίκα γεννά στο δικό της σώμα, ο άνδρας γεννά στο σώμα ενός άλλου. Από αυτή τη διαφορά γεννιούνται όλες οι άλλες. Mater certa est, η μητέρα είναι πάντα αδιαμφισβήτητη, λέει το ρωμαϊκό δίκαιο. Pater est semper incertus, ο πατέρας είναι πάντοτε αμφισβητήσιμος. Pater is est quem nuptiae demonstrant, Ο πατέρας είναι αυτός τον οποίο δείχνει ο γάμος. Ο γάμος παράγει πατέρες. Η γυναίκα περιορίζεται στην ιδιωτική σφαίρα, όπου μπορεί να εποπτεύεται ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα μείνει έγκυος από κάποιον άλλον.
Θυμάμαι έναν διάλογο στον Υποκόμη της Βραζελόνης, τον οποίο παραθέτω από μνήμης, στον οποίο ο Δουμάς συνοψίζει υπέροχα την ουσία των αντεστραμμένων εξουσιών του αρσενικού και του θηλυκού. Η Μαρία-Τερέζα της Αυστρίας παραπονιέται στην πεθερά της, την Άννα της Αυστρίας, μητέρα του Λουδοβίκου ΙΔ’, ότι ο σύζυγός της την απατά συνεχώς με άλλες γυναίκες. Η βασιλομήτωρ καθησυχάζει τη νύφη της: «Μην ανησυχείτε. Αυτός σας έχει ανάγκη για να δώσει στο βασίλειο έναν πρίγκιπα, εσείς δεν τον χρειάζεστε για να του τον δώσετε».
Εκεί βρίσκεται η ουσία αυτού που αποκαλούμε «πατριαρχία». Δεν πρόκειται για μια κακόβουλη συνωμοσία, ενορχηστρωμένη από άνδρες, αλλά για μια συμμαχία, μια συμφωνία που γεννήθηκε από τους περιορισμούς που επιβάλλει η βιολογία. Θυμίζει το σύμφωνο που συνέδεε τις τρεις τάξεις στο Παλαιό Καθεστώς [Το σύμφωνο, η Χάρτα, που πριν τη γαλλική Επανάσταση, συνέδεε τους Ευγενείς, τον Κλήρο και την Τρίτη τάξη (σ.τ.μ.)]. Εμείς οι σύγχρονοι είμαστε τόσο προκατειλημμένοι εναντίον των προκαταλήψεων που συχνά ξεχνάμε ότι η παράδοση δεν είναι παρά μία λύση που επινοήθηκε σε μια ιστορική στιγμή και ήταν αρκετά αποτελεσματική ώστε να έχει επιβιώσει επί αιώνες. Οι γυναίκες περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά, σε αντάλλαγμα, οι άνδρες χύνουν το αίμα τους. Το ότι αυτή η ιδρυτική συμφωνία, κάποια στιγμή, προκάλεσε ανισορροπία, ή ακόμη και πραγματική αδικία, και ότι η αδικία αυτή οδήγησε σε επανάσταση, είναι κάτι διαφορετικό.
Ας μιλήσουμε γι’ αυτή την επανάσταση. Υπήρξε σταδιακή. Αλλά η αποφασιστική στιγμή, κατά τη γνώμη μου, υπήρξε ο έλεγχος της αναπαραγωγής από τις γυναίκες, που κατέστη δυνατός, τη δεκαετία του 1960, με την αντισύλληψη και την άμβλωση. Αυτό αλλάζει τα πάντα. Ο ακρογωνιαίος λίθος της πατριαρχίας καταρρέει. Δεν υπάρχει πλέον. Εξ ου, αναμφίβολα, και η σχεδόν θρησκευτική προσήλωση που περιβάλλει το δικαίωμα στην άμβλωση, στις δημοκρατίες μας. Είναι για την πατριαρχία ό,τι ήταν η λαϊκή κυριαρχία για τη μοναρχία: το σημείο καμπής προς ένα νέο καθεστώς. Η ανδρική ηγεμονία ήταν καθολική, δεν είναι πλέον στη Δύση. Το Παλαιό Καθεστώς της κυριαρχίας έχει ανατραπεί. Αλλά το περίεργο είναι ότι, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την επανάσταση, ο κυρίαρχος προοδευτικός λόγος συνεχίζει να διαβεβαιώνει ότι αυτή δεν συνέβη ποτέ και ότι όλα μένει να γίνουν. Από αυτό άλλωστε μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια ιδεολογία: από την επιθυμία της για μια αέναη επανεκκίνηση.
- Γιατί απειλείται σήμερα η διαφορά των φύλων;
Υπήρξαν τρία φεμινιστικά κύματα. Το πρώτο ήταν πολιτικό: συνίστατο στην παραχώρηση στις γυναίκες των δικαιωμάτων που είχαν κατακτηθεί για τους άνδρες από την επανάσταση και στη συνέχεια από τη Δημοκρατία (δικαίωμα ψήφου, ισότητα στην πρόσβαση σε αξιώματα, οικονομική ανεξαρτησία). Το δεύτερο ήταν μια ανθρωπολογική ανατροπή: πρόκειται για τη σεξουαλική επανάσταση των δεκαετιών του 1960 και του 1970. Το τρίτο είναι αμιγώς ιδεολογικό. Αυτή η επαναστατική θεωρία έχει ένα όνομα, το οποίο περιέργως δεν αρέσει καθόλου στους υποστηρικτές της: θεωρία του κοινωνικού φύλου.
Η έλλειψη διαφοράς μεταξύ των φύλων, η απόλυτη ενσάρκωση της tabula rasa, κυριαρχεί. Από τη λέξη «δεσποινίς», η οποία έχει αφαιρεθεί από τα διοικητικά έντυπα, μέχρι τα παιδικά παιχνίδια, τα μαθήματα χορού στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών (Scienses Po), όπου δεν μπορείς πλέον να λες «άνδρας-γυναίκα» αλλά «αρχηγός-ακόλουθος», παντού η ασυμμετρία των φύλων αποδομείται ανελέητα ως στίγμα κυριαρχίας.
Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τον Τζον Μόνεϊ (John Money). Στους οπαδούς της θεωρίας του κοινωνικού φύλου δεν αρέσει καθόλου η αναφορά σε αυτή την οδυνηρή υπόθεση. Ωστόσο από αυτόν ξεκίνησαν όλα. Το 1955, επινόησε την έννοια του gender. Εργάστηκε με ερμαφρόδιτα παιδιά, στα οποία απέδιδε αυθαίρετα ένα φύλο, πρώτα «πολιτισμικά» και στη συνέχεια χειρουργικά. Ο καημένος ο Ντέιβιντ πλήρωσε το τίμημα: το πέος του είχε ακρωτηριαστεί από μια αποτυχημένη περιτομή. Ο Δρ Μόνεϊ είπε στους γονείς του ότι θα έπρεπε να μεγαλώσει ως κορίτσι και να μετονομαστεί σε Μπρέντα. Αλλά, στην εφηβεία, όταν ήρθε η ώρα για την εγχείρηση που υποτίθεται ότι θα έδινε στο παιδί τον κόλπο που ταίριαζε στη νέα του ταυτότητα, η Μπρέντα επαναστάτησε και πήρε το όνομα Μπρους· εκείνος (εκείνη;) προσπάθησε να ανακτήσει την ανδρική του ταυτότητα. Ο Ντέιβιντ-Μπρέντα-Μπρους, ο οποίος ήταν «προβληματικός» ως προς το φύλο του, κατέληξε στην αυτοκτονία το 2002.
Η έννοια του κοινωνικού φύλου, η οποία εμφανίστηκε στον ψυχιατρικό τομέα, υιοθετήθηκε από τις φεμινίστριες στις κοινωνικές επιστήμες. Η Βρετανίδα φεμινίστρια Αν Ώκλευ (Anne Oakley) ήταν η πρώτη που διατύπωσε τη θεωρία της διάκρισης μεταξύ βιολογικού φύλου και πολιτισμικού (κοινωνικού) φύλου το 1972. Ωστόσο, το βιβλίο της ξεκινούσε με τη φράση: «Όλοι γνωρίζουν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι διαφορετικοί». Αυτή είναι μια δήλωση που το τρίτο φεμινιστικό κύμα θα έσπευδε να απορρίψει. Έτσι, η Τζούντιθ Μπάτλερ, η Αμερικανίδα επιστήμονας, πάπισσα της θεωρίας του κοινωνικού φύλου, που ασχολείται με τις σεξουαλικές μειονότητες στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποφάσισε να μετατοπίσει το πεδίο της μάχης στο ίδιο το φύλο, το οποίο εκλαμβάνεται ως πολιτισμική κατασκευή. Αυτό που αμφισβητεί είναι η «δήθεν φυσική νομιμότητα της κατηγοριοποίησης των φύλων». Ο πραγματικός στόχος της Μπάτλερ είναι να μετατοπίσει τον φεμινιστικό αγώνα από τον αγώνα για πραγματική ισότητα στην καταστροφή των ετεροφυλοφιλικών προτύπων.
Σε μια απόλυτα μεταμοντέρνα λογική, η οποία δεν αποδέχεται κανέναν καθολικό ορισμό της καλής ζωής, ο αποκλειστικός στόχος της Μπάτλερ είναι να κάνει τις ζωές πιο «βιώσιμες», δηλαδή χωρίς κανόνες, επειδή οι καθορισμένοι κανόνες, που υπαγορεύονται από την πλει- οψηφία, εμποδίζουν ορισμένες μειονότητες να ευημερήσουν. Θα πρέπει να λάβει τέλος η γενικευμένη πόλωση της ανθρώπινης φυλής σε δύο φύλα, η οποία κρίνεται τεχνητή, αυθαίρετη και στιγματιστική, προς όφελος μιας ασαφούς «μεταταυτότητας» (queer), ή για πολύ συγκεκριμένες ταυτότητες που δεν αφορούν το φύλο, αλλά τον «σεξουαλικό προσανατολισμό» (gay, λεσβία, bi κ.λπ.). Τα δύο μπορούν, φυσικά, να συνδυαστούν. «Do you have a vagina?» («Μήπως έχετε έναν κόλπο;») Σε αυτή την ερώτηση, η Μονίκ Βιτίγκ (Monique Wittig), η ριζοσπαστική Γαλλίδα λεσβία, που ενέπνευσε την Μπάτλερ, απάντησε απλά: «Όχι». Αυτός ο ακραίος ιδεαλισμός (η Μπάτλερ έκανε τη διατριβή της στον Χέγκελ, τον αδιαμφισβήτητο δάσκαλο του γερμανικού ιδεαλισμού), ο οποίος έρχεται σε ρήξη με τον βιολογικό ρεαλισμό, είναι ταυτόχρονα και ένας σχετικισμός. Πράγματι, αν τα πάντα είναι πολιτισμός, τα πάντα είναι γλωσσική έκφραση, δεν υπάρχουν καθόλου εξωτερικοί κανόνες για την υποκειμενικότητα του ατόμου. Το πραγματικό πρέπει να υποχωρήσει μπροστά στη θέλησή του. Ή μάλλον: η πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από εκείνο που αποφασίζει η θέληση του ατόμου.
Ο Πίκο ντέλα Μιράντολα (Pico della Mirandola), το 1487, είχε ήδη διατυπώσει το παράδειγμα των μοντέρνων καιρών: «Δεν σου έδωσα καμία σταθερή θέση, κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο, κανένα ιδιαίτερο δώρο, ω Αδάμ, ώστε να επιλέξεις τη θέση, το πρόσωπό και τα χαρίσματα που θέλεις». Η θεωρία των φύλων είναι απλώς η ριζοσπαστική έκφραση της σύγχρονης απροσδιοριστίας. Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. «Ονειρεύτηκα τον εαυτό μου ως το απόλυτο θεμέλιο του εαυτού μου και ως τη δική μου αποθέωση», γράφει η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο Memoires d’une jeune fille rangee [Βλ. Σιμόν ντε Μποβουάρ, Οι αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης, Γλάρος, Αθήνα (σ.τ.μ.)]. «Δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται», λέει στο βιβλίο της, Το δεύτερο φύλο. «Γιατί να γίνεις, λοιπόν;», προσθέτει η Μπάτλερ. Αν το φύλο είναι κατασκευασμένο, τότε είναι δυνατόν να το αναιρέσουμε και να αρνηθούμε αυτή την «κατασκευσμένη» ταυτότητα. Από την αποκάλυψη της κατασκευής, περνάμε στην επιτακτική ανάγκη της Αποδόμησης. Από εκεί και πέρα, το σουπερμάρκετ των ταυτοτήτων είναι ανοιχτό, και ο Αδάμ μπορεί να επιλέξει το πρόσωπό του, τα χαρίσματά του, αλλά και το φύλο και τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, σε συνδυασμούς τόσο άπειρους όσο ένα μενού fast-food. Ούτε φύση ούτε πολιτισμός, όλα είναι θέμα βούλησης.
Ανδρόγυνος, τρανσέξουαλ, διγενής, ερμαφρόδιτος, άνδρας ή γυναίκα: στο facebook, μπορώ να επιλέξω πάνω από 56 σεξουαλικές ταυτότητες για να ορίσω τον εαυτό μου.
Με αυτή την έννοια, ο τρανς -η εμβληματική φιγούρα της νέας επανάστασης του φύλου, όπως ήταν ο εργάτης κατά τη διάρκεια της μαρξιστικής επανάστασης-, δεν είναι παρά η τελική απόληξη του ατόμου. Αυτό είναι το νόημα της έννοιας της «επιτελεστικότητας του φύλου» που επινόησε η Τζούντιθ Μπάτλερ. Οι έμφυλες ταυτότητες είναι μόνο θεατρικά παιχνίδια, εφευρέσεις του υποκειμένου. Τα ατομικά παίγνια πρέπει να αντικαταστήσουν τους τυποποιημένους πολιτιστικούς ρόλους που επιβάλλει η κοινωνία. Ο καθένας πρέπει να επινοήσει τη δική του παρτιτούρα.
Το παράδοξο είναι ότι, καθώς αποδομείται η δυαδικότητα της έμφυλης διαφοράς, οι ετικέτες πολλαπλασιάζονται. ΛΟΑΤΚΙ+. Ότι το αίτημα για ελευθερία μετατρέπεται σε άσκηση γενικευμένης επιτήρησης των αποκλινουσών απόψεων. Πρόσφατα παραδείγματα είναι η διακοπή, ή ακόμα και η ακύρωση, ομιλιών των κυριών Agacinski, Elliachef και Heinich, οι οποίες κατηγορήθηκαν και οι τρεις για ομοφοβική ή τρανσφοβική συμπεριφορά. Παντού, η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture), επιτίθεται με σφοδρότητα εναντίον όσων ασκούν κριτική στη θεωρία του φύλου.
Η έσχατη ειρωνεία συνίσταται στο ότι η απελευθέρωση από τη βιοεξουσία του κράτους, που κάποτε υποστήριζε ο Μισέλ Φουκώ, μετατρέπεται, επί παραδείγματα σε αίτημα αναγνώρισης από το κράτος. Έτσι, η Τζούντιθ Μπάτλερ απέκτησε «πιστοποιητικό ατόμου απροσδιόριστου φύλου στην Καλιφόρνια». Αυτό που κάποτε διεκδικούνταν ως μια μορφή περιθωριακότητας μεταβάλλεται στη διεκδίκηση ενός νέου κανόνα. Αντίο Προυστ, Ζιντ, Ζενέ, η υπαρξιακή και λογοτεχνική υπέρβαση αντικαθίσταται τώρα από τον επιδοτούμενο ακτιβισμό, που ενθαρρύνε-ται από τις μεγάλες πολυεθνικές και προωθείται από τις επίσημες αρχές.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το «queer factory» προσλαμβάνει μια ολοκληρωτική διάσταση. Γιατί «όποιος θέλει να γίνει άγγελος, γίνεται θηρίο»: τα αγόρια δεν αρχίζουν αυθόρμητα να παίζουν με κούκλες, ούτε τα κορίτσια γίνονται πυροσβέστες. Πρέπει να καταστρέψουμε. Η αποδόμηση πρέπει να εμπεδωθεί μέσω της Αλφαβήτας και της προπαγάνδας. Η πρωτοτυπία της θεωρίας του φύλου έγκειται στο να περάσουμε από την ιστορικότητα της έμφυλης διαφοράς στην απόρριψή της. Να περάσουμε από το «είναι κατασκευασμένο» στο «πρέπει να το αποδομήσουμε». Να περάσουμε από την ανάδειξη των κωδικοποιημένων κοινωνικών σχέσεων στην προγραμματισμένη ατομικοποίησή τους.
Σε ένα ελεύθερο βήμα που δημοσιεύθηκε στη Le Monde, τον Φεβρουάριο του 2014, οι υπέρμαχοι της θεωρίας του φύλου καταδίκασαν την «άγνοια και τον αντιδιανοητικισμό που καταγγέλλει την επιστήμη στο όνομα της κοινής λογικής». Ωστόσο, όπως δείξαμε στο Μέρος 1, οι μελέτες φύλου είναι αυτές που είναι σε συντριπτικό βαθμό αντιεπιστημονικές, καθώς αμφισβητούν τη βιολογία. Στο δοκίμιό του Ο νόμος του φύλου, ο φιλόσοφος Ντριέ Γκοντφριντί (Drieu Godefridi) έχει μια σωστή διαίσθηση: αντιμετωπίζει τη «θεωρία του φύλου» με το κριτήριο της επιστημονικότητας του Καρλ Πόπερ. Για τον Καρλ Πόπερ, αυτό που διακρίνει μια επιστημονική θεωρία από μια μεταφυσική θεωρία (ή μια ιδεολογία) είναι η δυνατότητά της να καταρριφθεί ή να διαψευσθεί. Μια μη διαψεύσιμη, δηλαδή μη επιστημονική, θεωρία είναι μια θεωρία που αντιστέκεται στην απόδειξη του αντιθέτου και περιλαμβάνει αυτή την αναίρεση ως μέρος της θεωρίας. Παράδειγμα: αν επικρίνεις τον μαρξισμό, είσαι αστός. Αν επικρίνετε την ψυχανάλυση, είστε νευρωτικός. Αν επικρίνετε τη θεωρία των φύλων, είναι απόδειξη ότι ο κόσμος πράγματι κυβερνάται από την «ετεροφυλόφιλη κάστα» που προσπαθεί να διατηρήσει την εξουσία της με κάθε μέσο. Πρόκειται για μια αδυσώπητη και οργουελική λογική, η οποία αρνείται κάθε δυνατότητα κριτικής, παραπέμποντάς την σκωπτικά στις φαντασιώσεις του «djen-deur». Διότι αυτή είναι μία από τις ιδιαιτερότητες της θεωρίας του φύλου: οι υποστηρικτές της ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει. Στα μάτια τους, η διάκριση του φύλου και του gender αποτελεί απλώς ζήτημα παρατήρησης της πραγματικότητας.
Η θεωρία του κοινωνικού φύλου παίρνει έτσι τη σκυτάλη από τις μεγάλες ουτοπίες του 20ού αιώνα. Ο μαρξισμός είναι νεκρός, η μεγάλη συλλογική νύχτα της επανάστασης αναβάλλεται, τώρα πια μπορεί ο καθένας να κάνει τη δική του ατομική επανάσταση, να γράψει τη δική του ιστορία. Δεν τίθεται πια ζήτημα να αλλάξουμε τον κόσμο, αλλά τη ζωή του καθενός. Αυτό το αφήγημα είναι πολύ αποτελεσματικό, διότι, σε αντίθεση με την ταξική πάλη, μπορεί να βρει ανταπόκριση σε κάθε άτομο.
Το 1987, ο κοινωνιολόγος Ζαν Μπωντιγιάρ (Jean Baudrillard) είχε ήδη γράψει: «Είμαστε όλοι τρανσέξουαλ». Τόνισε ότι η ίδια η ουσία του μεταμοντέρνου υποκειμένου ήταν να μην έχει ουσία, να ζει διασκορπισμένο ανάμεσα σε εναλλασσόμενες a la cart ταυτότητες. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο απόλυτος φιλελευθερισμός που προωθεί η παγκοσμιοποίηση βρίσκει μια φυσική διέξοδο σε μια θεωρία του φύλου, η οποία καλεί τον καθένα να γίνει το δικό του σήμα κατατεθέν, να επινοήσει τη δική του αυτοαφήγηση. Γι’ αυτό, εξάλλου, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες το έχουν κάνει δόγμα τους. Πολλαπλασιασμός των επιλογών ταυτότητας σημαίνει τη δημιουργία και αντίστοιχων μεριδίων αγοράς.
- Γιατί πρέπει να διασώσουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο φύλων;
Μιλώντας μαζί σας εδώ και λίγα λεπτά για τη διαφορά μεταξύ των φύλων, ενώ τα τύμπανα του πολέμου ηχούν έξω από αυτή τη συνάντηση, ενώ οι κάθε είδους κρίσεις πολλαπλασιάζονται και βλέπουμε την κατάρρευση όλων των εξουσιών, αισθάνομαι λίγο σαν ένας από εκείνους τους θεολόγους που λέγεται ότι συζητούσαν το φύλο των αγγέλων στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Τούρκοι ήταν στις πόρτες τους. Αλλά, όπως είπα, θεωρώ το θέμα αυτό ουσιώδες. Γιατί είναι τόσο σοβαρό;
Αφού ορίσαμε τις δυνάμεις που αντιπαρατίθενται, και δείξαμε ότι ναι, όντως εξελίσσεται μια επίθεση με στόχο την «αποδόμηση» της έμφυλης διαφοράς, πρέπει τώρα να δείξουμε γιατί αυτή η επίθεση είναι επικίνδυνη. Για ποιο λόγο έχει νόημα η διάσωση της διαφοράς των φύλων; Γιατί άραγε είναι πολύτιμη; Και άλλωστε, αν αυτή η διαφορά είναι φυσική, αν αποτελεί ένα αμετάκλητο στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης, το οποίο κάποιοι προσπαθούν να αρνηθούν, θα μπορεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό της με την ίδια της την ύπαρξη, σωστά;
Και όμως, όχι. Διότι αν το γεγονός της διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων θα υπάρχει πάντα, η πολιτιστική και ακόμη και η πολιτισμική μορφή της μπορεί να εξαφανιστεί και η ανθρωπότητα θα έχει τότε πολύ σοβαρά προβλήματα. Θα ήθελα να αναφέρω τρία από αυτά: τη γυναικεία δυσανεξία, την ανδρική δυσανεξία και τον πόλεμο των δύο φύλων.
Πρώτα απ’ όλα, η γυναικεία δυσανεξία. Ζούμε σε μια παράδοξη εποχή. Τη στιγμή που οι γυναίκες φαίνεται να έχουν φτάσει σε ένα σημείο χειραφέτησης χωρίς επιστροφή, όταν τους δίνεται η δυνατότητα να πετύχουν την ίδια καριέρα με τους άνδρες, έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε όλες τις υψηλόβαθμες θέσεις, αποτελούν μέλη της Ακαδημίας σας και ο σεξισμός υποχωρεί, το φεμινιστικό αίτημα γίνεται πιο ριζοσπαστικό. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο;
Σε αυτό, θα μπορούσε κανείς να δει το παράδοξο του Τοκβίλ. «Όταν η ανισότητα είναι ο κοινός νόμος μιας κοινωνίας, οι μεγαλύτερες ανισότητες δεν αποσπούν την προσοχή· όταν όλα βρίσκονται λίγο-πολύ στο ίδιο επίπεδο, ακόμα και οι μικρότερες ανισότητες ενοχλούν», έγραψε στο βιβλίο του Το Παλαιό Καθεστώς και η Επανάσταση. Καθώς οι γυναίκες έχουν γίνει λίγο πολύ ίσες με τους άνδρες (οι εναπομείνασες μισθολογικές διαφορές οφείλονται ουσιαστικά στη μητρότητα), οι υπόλοιπες ανισότητες, συμπεριλαμβανομένης της μείζονος ανισότητας του βιασμού, θεωρούνται απολύτως δυσβάστακτες. Για τον Ρενέ Ζιράρ, η κοινωνική τάξη βασίζεται στη διαφορά και όταν η έλλειψη διαφοροποίησης γίνεται πολύ έντονη, τότε εμφανίζεται η βία (το παράδειγμα μας το δίνουν οι δίδυμοι των μεγάλων μύθων, ο Ρώμος και ο Ρωμύλος, ο Αβελ και ο Κάιν). Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί σε ποιο βαθμό η οργανωμένη έλλειψη διαφοροποίησης μεταξύ των δύο φύλων, η ανδρογυνισμός τους, δεν παράγει μια νέα μορφή βίας, ενισχύοντας τη μιμητική αντιπαλότητα μεταξύ τους;
Μια άλλη ενδιαφέρουσα υπόθεση είναι αυτή που αναπτύχθηκε από τον Εμμανουέλ Τοντ (Emmanuel Todd) στο Ou en sont-elles? Σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο, η δυσανεξία των γυναικών δεν εξηγείται τόσο από τα κατάλοιπα της ανδρικής κυριαρχίας, όσο από την πρόσβαση των γυναικών σε όλα τα προβλήματα των ανδρών, και ειδικότερα στην ανομία, με την έννοια του Durkheim: σε μια ρευστή κοινωνία, οι άνθρωποι δεν ξέρουν πλέον τι να περιμένουν από τη ζωή, και προκαλείται μια κοινωνική δυσφορία. Οι γυναίκες αποκτούν ψυχοκοινωνικές παθογένειες που προηγουμένως επιφυλάσσονταν στους άνδρες: ταξική δυσαρέσκεια, αποδιοργάνωση, άγχος για την προσωπική τους μοίρα κ.λπ.
H νέα εξουσία των γυναικών έχει ένα τίμημα. Όλα γίνονται δυνατά γι’ αυτές. Μπορούν να επιλέξουν οτιδήποτε. Έχουν διευρύνει το φάσμα τους, έχουν γίνει σαν τους άλλους, διατηρώντας παράλληλα τα θηλυκά τους προνόμια, και αυτό τους προκαλεί έναν ίλιγγο. Συσσωρεύουν τους ρόλους, τον ρόλο της μητέρας που φροντίζει για την ανάπτυξη των απογόνων της (με την πίεση να κάνει «τέλεια παιδιά», η οποία έχει γίνει αφόρητη), και εκείνον της επιτυχημένης γυναίκας, ικανής να ανέβει μία προς μία τις σκάλες της εξουσίας. Αυτό που οι φεμινίστριες αποκαλούν «ψυχικό φορτίο» -το οποίο εγώ θα προτιμούσα να ονομάσω «μέριμνα για το συγκεκριμένο», που χαρακτηρίζει ειδικά τις γυναίκες- πέφτει επάνω τους. Τους ζητείται να είναι το ίδιο διαθέσιμες με τους άνδρες στην εργασία τους. Ωστόσο, η οικονομία αγνοεί το σώμα των γυναικών. Τους ζητά να είναι πιο δραστήριες τη στιγμή που είναι πιο γόνιμες. Αυτό οδηγεί σε αναπόφευκτες απογοητεύσεις. Η απογοήτευση που νιώθουν όταν θυσιάζουν τα παιδιά τους για την καριέρα τους ή την καριέρα τους για τα παιδιά τους. «Αυτοί που αφήνουν τα παιδιά τους να τους καθυστερούν είναι οι χαμένοι στον αγώνα για την επιτυχία», γράφει ο Κρίστοφερ Λας. Ή, πάλι, ο Τσέστερτον: «Ο φεμινισμός πιστεύει ότι οι γυναίκες είναι ελεύθερες όταν υπηρετούν τους εργοδότες τους, αλλά σκλάβες όταν βοηθούν τους συζύγους τους».
Αλλά για τους άνδρες τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Οι γυναίκες συσσωρεύουν ρόλους. Οι άνδρες έχουν χάσει τον ρόλο τους χωρίς να κερδίσουν έναν νέο. Όπως το συνόψισε ο Μαρσέλ Γκωσέ (Marcel Gauchet), «η αρσενικότητα, από ένα σύστημα αυταπόδεικτο, έχει μετατραπεί σε μια συστηματική αμφισβήτηση».
«Ποτέ άλλοτε το γυναικείο φύλο δεν είχε κινδυνεύσει τόσο πολύ», έγραφα το 2016 στο βιβλίο μου Adieu Mademoi-selle. Νομίζω ότι σήμερα θα έγραφα πως «ποτέ άλλοτε το ανδρικό φύλο δεν είχε κινδυνεύσει τόσο πολύ». Πιστεύω ότι το εγχείρημα της εξάλειψης της σεξουαλικής διαφοράς βαραίνει περισσότερο τους άνδρες παρά τις γυναίκες, επειδή η αρρενωπότητα είναι περισσότερο κατασκευασμένη από τη θηλυκότητα. Πράγματι, τα σώματα των γυναικών τους θυμίζουν τον εαυτό τους, είτε μέσω της εμμήνου ρύσεως, είτε μέσω των εννέα μηνών της εγκυμοσύνης, είτε μέσω του βιολογικού ρολογιού που τις αναγκάζει να σκέφτονται τη μητρότητα. Τα σώματά τους είναι εγγεγραμμένα στον χρόνο. Ό,τι κι αν κάνουμε για να τα αποδομήσουμε, θα υπάρχουν, όπως υπάρχει και το βουβό και ισχυρό, καθολικό κάλεσμα στη μητρότητα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ το γνώριζε αυτό όταν έλεγε σε ένα αμερικανικό περιοδικό: «Καμία γυναίκα δεν πρέπει να επιτρέπεται να μένει στο σπίτι για να μεγαλώνει τα παιδιά της. Η κοινωνία θα έπρεπε να είναι εντελώς διαφορετική. Οι γυναίκες δεν πρέπει να διαθέτουν αυτή την επιλογή, ακριβώς επειδή, αν υπάρχει αυτή η επιλογή, πάρα πολλές γυναίκες θα την κάνουν». Ήταν πράγματι η άξια κληρονόμος του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: «Θα υποχρεωθούν να είναι ελεύθεροι».
Για τους άνδρες είναι διαφορετικά. Η αρρενωπότητα είναι εν μέρει μια κοινωνική κατασκευή. Αυτό γίνεται ακόμη πιο χαρακτηριστικό σε έναν κόσμο όπου η δύναμη, το βασικό σημάδι της βιολογικής διαφοράς μεταξύ των δύο φύλων, για τους άνδρες, έχει χάσει τη χρησιμότητά της. Στην εποχή των ρομπότ, η δύναμη των ανθρώπων δεν είναι πλέον σημαντική. «Θα το ξανασυζητήσουμε όταν θα πρέπει να κουβαλήσουμε κάτι βαρύ»: η απάντηση του OSS 117 στην Ισραηλινή κατάσκοπο που υποστηρίζει την ισότητα των φύλων μοιάζει πλέον κωμική. Τι έχει απομείνει λοιπόν; Η κουλτούρα. Αλλά αυτή έχει ισοπεδωθεί από τη φεμινιστική επανάσταση.
Η αρρενωπότητα είναι περισσότερο κατασκευασμένη από τη θηλυκότητα. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί στα ανδρικά ρούχα, για παράδειγμα. Δεν έχουν αλλάξει εξαιρετικά με την πάροδο του χρόνου; Κύριοι Ακαδημαϊκοί, μόλις πριν από μερικούς αιώνες, φορούσατε τακούνια, δαχτυλίδια και φορέματα. Η γυναικεία ενδυμασία έχει μεταβληθεί ελάχιστα, συγκριτικά· το φόρεμα παραμένει σταθερό από την αρχαιότητα. Σήμερα, με εξαίρεση τις εξαιρετικές περιπτώσεις που φοράτε την πράσινη τήβεννο, ντύνεστε όλοι με αυστηρά κοστούμια και γραβάτες, σαν να σας αρνούνται πλέον την όποια ποικιλία σε ένδειξη μιας αυστηρής αρρενωπότητας, καθώς η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ξεθωριάζει.
Οι γυναίκες ενηλικιώνονται μέσω του σώματός τους, από την εμμηνορρυσία, και οι μητέρες, οι θείες και οι γιαγιάδες τούς μεταδίδουν το μυστικό αυτής της μυστηριώδους μεταμόρφωσης. «Είσαι γυναίκα, κόρη μου»: κάθε γυναίκα θυμάται αυτή τη μέρα. Για τους άνδρες, είναι πιο περίπλοκο. Όλες οι κοινωνίες έχουν επινοήσει τελετές μύησης για το πέρασμα στην ενηλικίωση. Στην Αιθιοπία, ο έφηβος πηδά τέσσερις φορές πάνω από ένα ευνουχισμένο βόδι. Οι Εσκιμώοι συνήθιζαν να πηγαίνουν για κυνήγι στον μακρινό βορρά μόνοι τους με τους πατεράδες τους. Οι Εβραίοι έχουν το Bar Mitzvah τους. Μέχρι πρόσφατα, στη Δύση, είχαμε τη στρατιωτική θητεία. Και σήμερα, τι έχουμε; Τίποτα. Οι νέοι άνδρες αφήνονται στην τύχη τους, παγωμένοι σε μια αιώνια εφηβεία, χωρίς καν να έχουν το κίνητρο να γίνουν πατέρες, επειδή δεν πιέζονται από κανένα καθήκον μετάδοσης, κανένα βιολογικό ρολόι. Αν δεν υπήρχε το Instagram, το οποίο προσκαλεί τα νεαρά κορίτσια να παροτρύνουν τους φίλους τους να τις παντρευτούν, προκειμένου να φτιάξουν όμορφες φωτογραφίες που θα κοινοποιούνται, ο γάμος θα είχε πιθανότατα εξαφανιστεί από τα εδάφη μας.
Ποιο μοντέλο προτείνεται στα νεαρά αγόρια σήμερα; Οι ταινίες της Walt Disney προσφέρουν μόνο πρότυπα με τα οποία τα μικρά κορίτσια πρέπει να ταυτιστούν, πολεμίστριες ή πριγκίπισσες που αρνούνται τον γοητευτικό πρίγκιπα. Έχουν μείνει πίσω στο σχολείο (κατά μέσο όρο ένα χρόνο στις χώρες του ΟΟΣΑ), έχουν γίνει μειοψηφία στο πανεπιστήμιο, πλειοψηφία μεταξύ των ανέργων, υποβαθμισμένοι στην αγορά εργασίας, εθισμένοι στην πορνογραφία. Στο δοκίμιό του Αγόρια και Άνδρες (Of Boys and Men), ο Αμερικανός συγγραφέας Ρίτσαρντ Ριβς (Richard Reeves) κάνει την αμείλικτη παρατήρηση ότι οι άνδρες στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε παρακμή: στο σχολείο, στην εργασία, στην οικογένειά τους, οι άνδρες δεν έχουν πλέον θέση στην κοινωνία του 21ουαιώνα.
Ανήκουν σε ένα φύλο που δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Η «διαφοροποιητική αξία των φύλων» (Φρανσουάζ Εριτιέ) έχει αντιστραφεί. Από εδώ και στο εξής, ό,τι σχετίζεται με το θηλυκό είναι θετικό, ενώ ό,τι σχετίζεται με το αρσενικό είναι αρνητικό. Δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε γενικεύσεις για τις γυναίκες, εκτός από το να τις επαινούμε, δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε γενικεύσεις για τους άνδρες, εκτός από το να τους κατηγορούμε. Η γυναικεία ενδυνάμωση από τη μία πλευρά, ο τοξικός ανδρισμός από την άλλη.
Ωστόσο, η αρρενωπότητα, όταν δεν είναι πλέον οργανωμένη, εξωραϊσμένη, λειασμένη από τον πολιτισμό, πάντα θα επανεμφανίζεται. Είναι ο ανδρισμός της πορνογραφίας, της κουλτούρας των προαστίων, των youtubers, του ροζ και του μπλε των παιδικών υπεραγορών. Ενός συγκεκριμένου ισλαμικού μοντέλου που προτείνει την παραδοσιακή εικόνα μιας υποταγμένης γυναίκας και ενός άνδρα με κατακτητική αρρενωπότητα. Στην Υποταγή, ο Μισέλ Ουελμπέκ βλέπει στο ζήτημα της αρρενωπότητας το κλειδί της μεταστροφής των Δυτικών στο ισλάμ, ώστε να μπορέσουν έτσι να αποκτήσουν πρόσβαση στις γυναίκες. Ο κίνδυνος είναι ότι, καθώς η αρρενωπότητα αποδομείται στα ήθη μας, θα αναγεννηθεί με την υιοθέτηση άλλων ηθών ή με μια δυνητικά βίαιη ανδροκρατική αντίδραση. Αυτή η βίαιη ανδροκρατική κουλτούρα αναπτύσσεται ήδη με ανησυχητικό τρόπο στα κοινωνικά δίκτυα.
Σας μίλησα για τον άνδρα, σας μίλησα για τη γυναίκα. Αλλά δεν σας έχω μιλήσει γι’ αυτό που είναι ίσως το πιο σημαντικό: τον δεσμό μεταξύ άνδρα και γυναίκας. Αυτόν τον δεσμό, ο οποίος μπορεί να ήταν συχνά ένας δεσμός υποταγής, αλλά ο οποίος υπήρξε -όπως μαρτυρά ολόκληρη η ιστορία του κόσμου και ειδικότερα η λογοτεχνία- και ο πιο πυρακτωμένος δεσμός αγάπης. Αυτό που ήταν πάντα ένα κοινό πεπρωμένο μετατρέπεται τώρα σε πόλεμο χαρακωμάτων. Συντροφικότητα από τη μία πλευρά, γυναικεία αδελφοσύνη από την άλλη. Δύο κοινότητες συγκρούονται τώρα σαν η μοίρα της μιας να εξαρτάται από την αποδυνάμωση της άλλης. «Ούτε εσείς χωρίς εμένα, ούτε εγώ χωρίς εσάς», τραγουδούσε η Marie de France στο Lai du chevrefeuille [Η Marie de France (π. 1160-1210) ήταν ποιήτρια της «Αναγέννησης του 12ου αιώνα», η πρώτη γυναίκα των γραμμάτων στη Δύση που έγραψε σε λαϊκή γλώσσα. Ανήκει στη δεύτερη γενιά συγγραφέων που επινόησαν τον αυλικό έρωτα. Τα διηγήματά της σε στίχους, έχουν αποκληθεί τα Lais της Marie de France, και εξυμνούν το ιπποτικό ιδεώδες. Ωστόσο, η «Μαρία της Γαλλίας» παραμένει ένα αίνιγμα, χωρίς να είναι γνωστό τίποτα άλλο εκτός από τα γραπτά της και το μικρό της όνομα.(σ.τ.μ.)].
Αλλά, στο εξής, εκείνο που γίνεται πραγματικότητα είναι η προφητεία του Alfred de Vigny:
Η γυναίκα θα έχει τα Γόμορρα και ο
άνδρας τα Σόδομα,
Ρίχνοντας μια οργισμένη ματιά ο ένας
στον άλλον από μακριά,
Και τα δύο φύλα θα πεθάνουν, το καθένα
μόνο του.
Προαναγγέλλει έτσι έναν κόσμο από τον οποίο θα απουσιάζουν οι ιστορίες της Ελοίζας και του Αβελάρδου, του Ρωμαίου και της Ιουλιέττας, του Τίτου και της Βερενίκης, του Πελλέα και της Μελισάνθης, του Εδμόνδου και της Μερσέντες, του Σαρλ και της Οντέτ. Έχουμε συνειδητοποιήσει τι καλούμαστε να θυσιάσουμε στο όνομα της αποδόμησης; Θυσιάζουμε την αγάπη και την οικογένεια.
Στο Δεύτερο φύλο, η Μποβουάρ παραλληλίζει την υποταγή των γυναικών με την κυριαρχία επί των Μαύρων της Αμερικής. Οι γυναίκες, όπως και οι Μαύροι, υποστηρίζει, έχουν περιορισμένους ορίζοντες από το γεγονός και μόνο ότι γεννήθηκαν στη λάθος πλευρά του φράχτη. Με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζει τις γυναίκες, παρά τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες τους, ως έναν ενιαίο λαό, που υπομένει το ίδιο φορτίο. Αλλά, σε αντίθεση με τους Μαύρους ή την εργατική τάξη, οι γυναίκες δεν αποτελούν μια κοινότητα συμφερόντων, αλλά έχουν σκορπιστεί μέσα στις οικογένειες. Σπέρνοντας τον σπόρο της διαίρεσης, όχι μεταξύ κοινοτήτων, όχι μεταξύ τάξεων, αλλά μεταξύ πατέρα και μητέρας, γιου και κόρης, μεταξύ των δύο συζύγων, η Μποβουάρ επιτίθεται στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, την οικογένεια, η οποία έχει μεταβληθεί στο πεδίο μάχης του πολέμου των φύλων.
Η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων είναι υπαρκτή. Μπορεί κανείς να την αρνηθεί, αλλά αυτή θα επανεμφανιστεί, με μορφή βίαιη, στρεβλή, σαν καρικατούρα. Ή θα επιβιώσει μέσω του κιτς, αυτού που ο Κούντερα είχε αποκαλέσει η «δικτατορία της καρδιάς». Όταν δεν γίνεται το πεδίο της μάχης ενός πολέμου των φύλων, η σχέση άνδρα-γυναίκας μεταβάλλεται στη σκηνή ενός ερωτικού κιτς, μιας συμβίωσης συσσώρευσης, μετριότητας και κοινότοπου ψευδορομαντισμού, που διακινούν οι αμερικανικές σειρές. Μοιάζει σαν το δυτικό ζευγάρι να μην μπορεί να επιλέξει παρά μόνο ανάμεσα στα τυποποιημένα συναισθήματα, που παράγει η διαφημιστική κουλτούρα, ή τη μαχητική αντιπαράθεση των φύλων. Κακογουστιά ή καχυποψία, αυτά απειλούν την ευγενική σχέση μεταξύ των δύο φύλων.
Απέναντι σε αυτό το «πνεύμα της γεωμετρίας», με τις «αργές, σκληρές και άκαμπτες απόψεις» (ας σκεφτούμε την καθημερινή τυραννία που επιβάλλουν οι αναρίθμητες γλωσσικές προφυλάξεις που υπαγορεύει το φεμινιστικό πνεύμα της εποχής, η τρομακτική συμπεριληπτική γραφή μέχρι το εμβληματικό πλέον «αυτές/οί»), πρέπει να επανεπενδύσουμε σε αυτό που ο Πασκάλ αποκαλούσε «πνεύμα της λεπτότητας». Σε αντίθεση με το πνεύμα της γεωμετρίας, το οποίο ισχυρίζεται ότι αντικειμενοποιεί τον κόσμο μέσω των αριθμών, το πνεύμα της λεπτότητας κατανοεί ότι η προκατάληψη δεν είναι απαραίτητα ένα εργαλείο εξουσίας, αλλά και μια πυξίδα που καθιερώθηκε από τις προηγούμενες γενιές, ώστε να μην χρειάζεται να επανεπινοούμε τα πάντα. Το πνεύμα της λεπτότητας είναι επικριτικό απέναντι στην παράδοση, αλλά αρκετά επιδέξιο ώστε να κατανοεί ότι δεν μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς κοινωνικά πρότυπα και κώδικες. Το πνεύμα της λεπτότητας βρίσκει τις αρχές του «στην κοινή χρήση και μπροστά στα μάτια όλων». Αυτές οι αρχές, λέει ο Πασκάλ, «μόλις που διακρίνονται, τις αισθάνεσαι περισσότερο παρά τις βλέπεις, και είναι απείρως δύσκολο να κάνεις αυτούς που δεν τις αισθάνονται να τις αισθανθούν οι ίδιοι».
Η αγάπη και ο άπειρος πλούτος που προσφέρει η διαφορετικότητα των φύλων είναι πράγματα που δεν αποδεικνύονται, που χτίζονται δύσκολα. Είναι ένας θησαυρός, κατατεθειμένος σε αυτό που ο Burke αποκαλούσε «τη γενική τράπεζα και το υπαρκτό κεφάλαιο των εθνών και των αιώνων». Η δυτική αλαζονεία της αποδόμησης είναι εύκολη. Θα μας αφήσει την πικρή γεύση των αριστουργημάτων που σαρώθηκαν από την αλαζονεία.
** Μετάφραση από τα γαλλικά: Γιώργος Καραμπελιάς – Χριστίνα Σταματοπούλου
*** Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο αξιόλογο περιοδικό «Νέος Ερμής ο Λόγιος», τ. 25, Δεκέμβριος 2022, από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις». Στο περιοδικό αυτό ο αναγνώστης μπορεί να βρει πάντα ενδιαφέροντα άρθρα, γι’ αυτό και το συνιστούμε στους επισκέπτες της ιστοσελίδας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου