Του Αντωνίου Κουτεντάκη, ὑπ. Διδάκτορος Λειτουργικῆς
Εὑρισκόμενοι ἐντὸς τῆς ἑορτολογικῆς περιόδου τῆς Πεντηκοστῆς, τῆς κατ’ ἐξοχὴν ἑορτῆς τῆς ἑνότητος καὶ τῆς ὁμοφωνίας, γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὁμοιάζουμε μὲ τὴν Βαβέλ, κυριαρχούσης – ὡς μὴ ὤφελλε γενέσθαι – τῆς ἀσυμφωνίας καὶ τῆς συγχύσεως. Καὶ ἐπειδὴ περὶ Ἐκκλησίας, ἤτοι ἱεροῦ Ναοῦ, ὁ λόγος, δὲν χωροῦν οὔτε κουλτοῦρες, οὔτε ἀμπελοφιλοσοφίες, οὔτε λαϊκισμοί, οὔτε συμβιβασμοί, μὰ οὔτε καὶ προσωπικὲς ἀπόψεις καὶ θεωρίες. Τὰ τῆς λειτουργικῆς ζωῆς ῥυθμίζονται μόνον ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἱερὰ παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι κατὰ πῶς ὁ καθεὶς ῥασοφόρος πρὸς ἄγρα «like» ἀποφασίζει, μὰ κατὰ πῶς οἱ θειότατοι Πατέρες ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἐθέσπισαν καὶ παγίωσαν.
«Ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις» θὰ γράψει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱερὸς Καβάσιλας(†1391) ἐννοώντας βεβαίως πὼς ἡ Ἐκκλησία ταυτίζεται μὲ τὴν θεία Λειτουργία. Πρὸς τοῦτο καὶ μόνον ὑπάρχει. Ὁ πιστεύων κάτι διαφορετικὸ (καὶ δὴ κληρικός) μπορεῖ ἁπλᾶ νὰ ἀποχωρήσῃ πρὸς κάποια ἀπὸ τὶς προτεσταντικὲς παραφυάδες. Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἀφορμὴ ποὺ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τὸ ἱερὸ Βῆμα ἐθεωρεῖτο τόσο σπουδαῖος τόπος ἐν συγκρίσει μὲ τὸν ὑπόλοιπο Ναό. Ἐκεῖ βρίσκεται τὸ πνευματικὸ κέντρο καὶ ἐπίκεντρο τοῦ Ναοῦ, ὁ θρόνος καὶ τάφος τοῦ Βασιλέως Χριστοῦ, ἤτοι ἡ ἁγία Τράπεζα, ἐπὶ τῆς ὁποίας μυστηριωδῶς τελεῖται ἡ μεταβολὴ τοῦ ἄρτου καὶ οἴνου σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητής (†662) παραλληλίζων τὴν ἐκκλησία μὲ τὸν αἰσθητὸ κόσμο θὰ πεῖ πώς «οὐρανὸν μὲν τὸ θεῖον ἱερατεῖον» ἔχει, ἐνῷ παραλληλίζοντάς την μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα θὰ πεῖ πώς «Ψυχὴν μὲν ἔχουσα τὸ ἱερατεῖον. Καὶ νοῦν, τὸ θεῖον θυσιαστήριον». Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους θὰ χαρακτηρίσει τὸ ἱερὸ Βῆμα ὡς «μόνοις ἱερεῦσί τε καὶ λειτουργοῖς ἀπόκληρον τόπον».
Ὁμοίως καὶ ὁ ξθ΄ κανὼν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691) ὁρίζει: «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου, μηδαμῶς ἐπὶ τοῦτο τῆς Βασιλικῆς εἰργομένης ἐξουσίας καὶ αὐθεντίας, ἡνίκα ἂν βουληθείη προσάξαι δῶρα τῷ πλάσαντι, κατά τινα ἀρχαιοτάτην παράδοσιν.» Ὁ δὲ Συμεὼν ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (†1429) ἀναφερόμενος στὸ ἱερὸ Βῆμα θὰ τὸ χαρακτηρίσει ὡς «τύπον τῶν ὑπερουρανίων καὶ τῶν ὑπεράνω τοῦ οὐρανοῦ, θρόνον τοῦ ἀύλου Θεοῦ». Τὸ ἱερὸ Βῆμα λοιπόν, ὡς χῶρος ἱερὸς καὶ ξεχωριστός, ἦταν ἄβατο πρὸς κάθε λαϊκὸ ἀνεξαρτήτως φύλου ἐπιτρεπομένης τῆς εἰσόδου μόνον στοὺς κληρικοὺς (καὶ σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις στὸν αὐτοκράτορα). Ποιοὺς κληρικοὺς ὅμως; Κατὰ καιροὺς διετυπώθησαν θεωρίες μακρὰν ἱστάμενες τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, συμφώνως πρὸς τὶς ὁποῖες τὸ ἱερὸ Βῆμα ἦταν προσιτὸ μόνον στοὺς ἄῤῥενες κληρικοὺς καὶ ἄρα ἄβατο γιὰ τὶς γυναῖκες.
Μιὰ τέτοια θεωρία ὅμως οὐδαμῶς δύναται νὰ σταθῇ ὑπὸ τὸ φῶς τῆς λειτουργικῆς ἐρεύνης, ἀφοῦ σίγουρα ἕως καὶ τοῦ 12ουαἰ. ἴσχυε-καὶ μάλιστα ἄκμαζε- ὁ θεσμὸς τῶν Διακονισσῶν, τῶν γυναικῶν ἐκείνων ποὺ ἐχειροτονοῦνται ὅπως καὶ οἱ Διάκονοι ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας Τραπέζης, καὶ ὡς διακόνημά τους εἶχαν τὸν εὐπρεπισμό του, τὴν μετάδοσι τῆς θείας Κοινωνίας στὶς γυναῖκες καὶ τὴν ἄλειψι τῶν βαπτιζομένων γυναικῶν μὲ τὸ ἐπορκιστὸν ἔλαιον. Ἡ διάταξι δὲ τῆς χειροτονίας τους καταγράφεται λεπτομερέστατα στὰ εὐχολόγια τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς. Χαρακτηριστικὲς μάλιστα καὶ λίαν διαφωτιστικὲς εἶναι οἱ ὁδηγίες τοῦ εὐχολογίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 11ου αἰ. τὸ ὁποῖο μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναγράφει: «Τελεῖται τοίνυν καὶ ἐπὶ ταύτῃ (δηλ. τῇ διακονίσσῃ) πάντα ὅσα καὶ ἐπὶ τοῖς διακόνοις ὀλίγων τινῶν γινομένων ἐν ηλλαγμένως. Προσάγεται γὰρ τῇ ἱερᾷ τραπέζῃ…».
Αὐτὰ συνέβαιναν ἕως τῆς πρώτης ἀλώσεως τῆς Πόλεως. Ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία κατηχοῦσε τὸν κόσμο καὶ διαδοχικὰ τὸν εἰσῆγε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ μὲ μιὰ πρόοδο ποὺ διεφαίνετο ξεκάθαρα καὶ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Οἱ κατηχούμενοι ἵσταντο στὸν Νάρθηκα. Ἀφοῦ κατηχοῦντο ἀρκούντως καὶ ἐβαπτίζοντο, εἰσήρχοντο στὸν κυρίως ἱερὸ Ναό, ἐνῷ ὅσοι καὶ ὅσες ἐξ αὐτῶν ἠξιοῦντο τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς διακονίας ἀντιστοίχως εἰσήρχοντο καὶ στὸ ἱερὸ Βῆμα. Μία ὁμαλὴ πρόοδος, μία πνευματικὴ πορεία ἡ ὁποία ὅμως βιαίως ἀπεκόπη ἀπὸ τὰ κατὰ καὶ μετὰ τὸν 13οαἰ. γεγονότα.
Καὶ ἐρχόμεθα στὸ σήμερα, τὸ ὁποῖο δυστυχῶς δὲν εἶναι τὸ αὔριο τῆς ἀνατολικῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τῆς ἀνοθεύτου ῥωμαίικης παραδόσεως, ἀλλὰ τῆς σκοτεινῆς περιόδου τῆς τουρκοκρατίας. Ὁ θεσμὸς τῶν Διακονισσῶν ἐξέλειπε ἔχοντας ὡς ἄμεσο συνέπεια νὰ θεωρηθῇ τὸ ἱερὸ Βῆμα χῶρος ἀνδροκρατούμενος˙τὸ καθιστικὸ τῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι νομίζουν πὼς ἐπειδὴ ἐγεννήθησαν ἄνδρες δικαιωματικῶς μποροῦν νὰ εἰσέρχονται. Ὅμως «Μὴ ἐξέστω τινὶ τῶν ἁπάντων ἐν λαϊκοῖς τελοῦντι ἔνδον ἱεροῦ εἰσιέναι θυσιαστηρίου».
Στὸ ἱερὸ Βῆμα εἰσέρχονται μόνον οἱ λειτουργοί˙ ὄχι οἱ λαϊκοί. Πρακτικὴ ποὺ μέχρι σήμερα τηρεῖται στὸ Ἅγιον Ὄρος (τὴν κιβωτὸ τῆς λειτουργικῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως). Τὰ πάντα ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος τὰ ἐπιτελοῦν οἱ λειτουργοὶ μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ νὰ περιορίζει τὶς κινήσεις του ἐκτὸς ἱεροῦ Βήματος. Ἐκτὸς τέμπλου ἀνάπτει τὴν λαμπάδα (εἰσοδικό) καὶ ἐκτὸς τέμπλου τὴν ἐναποθέτει μετὰ τὶς εἰσόδους ἢ τὶς ἀναγνώσεις τοῦ Εὐαγγελίου, διάτιαξι ποὺ ἐφαρμόζεται καὶ στὸν πάνσεπτο πατριαρχικὸ Ναὸ τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως.
Κατήντησε σήμερα τὸ ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ «ἀπόκληρος τόπος» σὲ χῶρο δεξιώσεων καὶ παιδικὴ χαρά. Εἰδικὰ στὶς πανηγύρεις τῶν ἱερῶν Ναῶν, ὅπου τὸ ἱερὸ Βῆμα ἀσφυκτιεῖ ἀπὸ κάθε βαθμοῦ κληρικοὺς ποὺ ἀνὰ ὁμάδες καὶ ἔχοντες ἀνὰχεῖρας τὰ κινητά τους «μεριμνοῦν καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά» καὶ σίγουρα περὶ θέματα οὐδεμία σχέσι ἔχοντα οὔτε μὲ τὸν χῶρο, οὔτε μὲ τὸν χρόνο καὶ δυστυχῶς κατὰ τὶς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων οὔτε καὶ μὲ τὸ ῥάσο ἐν γένει…
Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ μὲ τοὺς ἄῤῥενες λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ἀδιακρίτως εἰσέρχονται καὶ ἐξέρχονται τοῦ ἱεροῦ Βήματος μὲ μιὰ ἄνεσιἀν οίκεια, ὅσοι βέβαια βρίσκονται νὰ βοηθήσουν, ἀφοῦ συνήθως ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰσέρχονται ἀγόρια μικρῆς ἡλικίας δίκην παιδικῆς χαρᾶς, τὰ ὁποῖα πρὸ τῆς ἐφηβείας, ἐκεῖνα ποὺ παλαιότερα μάλωναν ποιὸ θὰ πάρει τὴν λαμπάδα, ντρέπονται νὰ βοηθήσουν τὸν Ἱερέα, ἐνῷ μετὰ τὴν ἐφηβεία δὲν ξαναπατοῦν τὰ πόδια τους σὲ ἱερὸ Ναό. Καταφέρνει δηλαδὴ ἡ «ποιμαίνουσα» Ἐκκλησία σήμερα νὰ κάνῃ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε. Ἀντὶ νὰ εἰσάγει τοὺς ἀνθρώπους σταδιακὰ ἐντός της, τοὺς ἐξάγει κατὰ τρόπο ἄρτια ὀργανωμένο!
Τὸ πρόβλημα ἑπομένως εἶναι πολὺ βαθύτερο καὶ οὐσιοδέστερο ἀπ’ ὅσο νομίζουμε. Δὲν εἶναι πρόβλημα μόνον τὸ ὅτι εἰσῆλθαν κορίτσια ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος εἰσέρχονται ἄνευ λόγου καὶ εὐλογίας τοῦ Ἐπισκόπου (ἄνευ τῆς ὁποίας οὐδὲν τελεῖται στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας) καὶ ἀγόρια. Δὲν εἶναι πρόβλημα τὸ ὅτι ἐνεδύθησαν τὶς στολὲς Ὑποδιακόνων τὰ κορίτσια, ἀλλὰ τὸ ὅτι κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες αὐτὸ τὸ κάνουν καὶ ἀγόρια. Ἀλήθεια, ποῦ ἀκριβῶς ἐρείδεται ἡ συγκεκριμένη μεταμφίεσι (διότι περὶ μεταμφιέσεως καὶ οὐχὶ ἀμφιέσεως πρόκειται!) τῶν νεαρῶν ἐκκολαπτομένων ἀρχιμανδριτῶν μὲ τὰ ἄμφια τοῦ Ὑποδιακόνου; Στιχάριο καὶ ἐζωσμένο ὀράριο ἐνδύονται οἱ Ὑποδιάκονοι κατόπιν χειροτονίας καὶ ὄχι οἱ λαϊκοὶ παρατρεχάμενοι τῶν ἀρχιερέων!
Κάποτε μὲ τὰ ἴδια ἄμφια ἐνεδύοντο καὶ οἱ χειροτονημένες Διακόνισσες. Ὁ θεσμὸς ἐξέλειπε κυρίως λόγῳ τῆς καθιερώσεως τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ καὶ τῆς μειώσεως προσελεύσεως τῶν πιστῶν στὴν θεία Κοινωνία, δηλαδὴ τὰ κατ’ ἐξοχὴν ἔργα τῶν Διακονισσῶν. Τελευταῖοι ποὺ εἶχαν ἀνασυστήσει τὸν θεσμὸ αὐτὸ ἦσαν οἱ ἅγιοι Νεκτάριος καὶ Ἀμφιλόχιος ἐν Πάτμῳ στὰ γυναικεῖα Μοναστήρια τους. Ἐπανασύστασι γενικὴ τοῦ ἐν λόγῳ θεσμοῦ θὰ βρεῖ τὴν διοικοῦσα Ἐκκλησία παντελῶς ἀπροετοίμαστη καὶ θὰ προκαλέσει πολλὰ προβλήματα στὰ ἤδη ὑπάρχοντα πολλά. Θὰ μποροῦσε ὅμως σὲ μία πρώτη φάσι νὰ ἐπανέλθουν οἱ Διακόνισσες σὲ γυναικεῖες Μονές.
Καὶ γιὰ νὰ περαιώσουμε τὸ κείμενο αὐτό, στὸ ἱερὸ Βῆμα εἰσέρχονται μόνον οἱ λειτουργοὶ κληρικοί. Κάθε διακονητὴς ἀνεξαρτήτως φύλου ἐντὸς τοῦ Ναοῦ διακονεῖ κατόπιν τῆς ἀντιστοίχου εὐχῆς τοῦ ἐπιχωρίου Μητρoπολίτου φορώντας ῥάσο καὶ μόνον. Σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ ἔχει ἤδη ἀρκετὰ προβλήματα δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα. Καὶ καλὸ θὰ ἦταν ἐπιτέλους οἱ ἱερὲς Σύνοδοι (Ἐκκλησίας Ἑλλάδος καὶ Ἐκκλησίας Κρήτης) πλὴν τῶν οἰκονομικῶν καὶ τῶν λοιπῶν διοικητικῶν, μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται μὲ περισσὴ σπουδή, νὰ ἀσχοληθοῦν σοβαρὰ καὶ μὴν τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὴν θεία λατρεία. Οἱ δὲ Ἱερεῖς καλὸ θὰ ἦταν νὰ λαϊκίζουν λιγότερο καὶ νὰ ἐναρμονίζονται περισσότερο μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες καὶ τὴν ἐν γένει παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου