Ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα
† 10η Ὀκτωβρίου 1891
῾Ο Ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Ἀμβρόσιος, ἡ πλέον ἀξιοσημείωτη μορφὴ τῆς πλειάδος τῶν Στάρετς (Γερόντων) τῆς Μονῆς τῆς Ὄπτινα, γεννήθηκε τὸ 1812.
Παιδὶ ζωηρὸ καὶ προικισμένο μὲ ἐξαιρετικὴ εὐφυΐα, διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα κατ᾿ ἀρχὴν ἀπὸ τὸν παπποῦ του, τὸν Ἐφημέριο τοῦ χωριοῦ, καὶ ἀργότερα ἔκανε λαμπρὲς δευτεροβάθμιες σπουδὲς στὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τοῦ Ταμπώφ, ὅπως συνηθιζόταν τότε, χωρὶς ὡστόσο νὰ ἔχη πρόθεση νὰ χειροτονηθεῖ Ἱερεὺς ἢ νὰ καρεῖ Μοναχός.
Πρὸς τὸ τέλος τῶν σπουδῶν του, ἀρρώστησε σοβαρὰ καὶ ὑποσχέθηκε νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ Μοναστήρι ἂν θεραπευόταν. Ὅταν ἀποκαταστάθηκε ἡ ὑγεία του, ἀνέβαλε γιὰ ἀργότερα τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεώς του· προσελήφθη οἰκοδιδάσκαλος σὲ μία ἀρχοντικὴ οἰκογένεια καὶ ἀργότερα δίδαξε ἑλληνικὰ στὴν μικρὴ Ἱερατικὴ Σχολὴ τοῦ Λίπετσκ.
Ὁ εὔθυμος καὶ ἐξωστρεφὴς χαρακτῆρας του, ὅπως ἐκμυστηρευόταν ἀργότερα, τὸν ἔκανε νὰ ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως του καὶ τὸν κρατοῦσε στὸν κόσμο. Ἡ συνείδηση του ὅμως δὲν ἔπαυε νὰ τὸν ἐλέγχει καὶ ὁ Ἀμβρόσιος περνοῦσε ὧρες ὁλόκληρες μὲ δάκρυα καὶ προσευχή. Μὲ διάφορα σημεῖα, ὁ Θεὸς τὸν καλοῦσε νὰ τηρήσει τὴν ὑπόσχεση του. Μία ἡμέρα, στὴν ὄχθη ἑνὸς ρυακιοῦ, ἄκουσε μέσα στὸ κελάρυσμα τοῦ νεροῦ μιὰ φωνή, ἡ ὁποία ψιθύριζε:
– «Τὸν Κύριο αἰνεῖτε! Τὸν Θεὸ φυλάξατε!»,
καὶ στάθηκε μὲ ἀνέκφραστο θαυμασμὸ γιὰ πολλὴ ὥρα.
Μετὰ τέσσαρα χρόνια δισταγμῶν, ζήτησε τὴν συμβουλὴ ἑνὸς φημισμένου Γέροντος, τοῦ Ἱλαρίωνος, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε ὡς ἔγκλειστος στὴν περιοχή. Ὁ Στάρετς τὸν ὑποδέχθηκε μὲ ἕνα χαμόγελο καὶ τοῦ εἶπε:
– «Πήγαινε στὴν Ὄπτινα, σὲ χρειάζονται ἐκεῖ πέρα!».
Ὁ νεαρὸς Ἀμβρόσιος ὑπάκουσε στὴν θεία βούληση καὶ δίχως χρονοτριβὴ πῆγε στὴν Μονὴ τῆς Ὄπτινα, στὴν Ἐπισκοπικὴ Περιφέρεια τῆς Καλούγκα, πλησίον τοῦ Κοζέλσκ, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ γίνεται κέντρο ἑνὸς τεράστιου κινήματος πνευματικῆς ἀνανεώσεως στὴν Ρωσία.
Εἰσῆλθε στὴν ὑπηρεσία τοῦ Στάρετς Λεωνίδα († Μνήμη: 11η Ὀκτωβρίου). Ὁ Στάρετς ὅμως ἦταν τότε σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ ἄρρωστος, καὶ τὰ καθήκοντά του τὰ εἶχε ἀναλάβει ὁ Στάρετς Μακάριος († Μνήμη: 7η Σεπτεμβρίου), ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει τὸ σημαντικὸ ἔργο τῆς ἐκδόσεως πατερικῶν κειμένων.
Στὰ τέλη τοῦ βίου του, ὁ Ἅγιος Λεωνίδας, ὁ ὁποῖος εἶχε διακρίνει τὶς πνευματικὲς ἀρετὲς καὶ τὴν ὑποδειγματικὴ ὑπακοὴ τοῦ δοκίμου του, τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν καθοδήγηση τοῦ Στάρετς Μακαρίου.
Ἐκάρη Μοναχὸς τὸ 1842 καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀμβρόσιος· τρία ἔτη ἀργότερα χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο εὐλογία νὰ βοηθάει τὸν Στάρετς Μακάριο στὰ καθήκοντα τοῦ ἐξομολόγου τοῦ διαρκῶς αὐξανομένου πλήθους τῶν προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθαναν στὴν Ὄπτινα γιὰ νὰ ποτισθοῦν ἀπὸ τὰ καθαρὰ νάματα τῆς εὐαγγελικῆς σοφίας.
* * *
Καθὼς ἦταν καλὸς γνώστης τῶν ἀρχαίων γλωσσῶν, ὁ π. Ἀμβρόσιος ἐξελίχθηκε ἐπίσης σὲ στενὸ συνεργάτη τοῦ Στάρετς Μακαρίου στὴν ἐπιμέλεια καὶ τὴν ἔκδοση τῶν πατερικῶν κειμένων.
Ἡ συναναστροφὴ μὲ τὰ πατερικὰ κείμενα καὶ ἡ ἐφαρμογή τους στὴν καθημερινὴ ζωὴ μέσῳ τῶν συζητήσεων μὲ τὸν πνευματικό του, τοῦ παρεῖχαν τὴν καλύτερη δυνατὴ προετοιμασία γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο νὰ διαδεχθεῖ τὸν Γέροντα του στὸ ἔργο τῆς καθοδηγήσεως τῶν ψυχῶν· τότε, ὅμως, παρενέβη πάλι ἀποφασιστικὰ ἡ θεία Πρόνοια στὴν ζωή του: ὁ π. Ἀμβρόσιος ἀρρώστησε σοβαρὰ καὶ παρ᾿ ὀλίγον θὰ πέθαινε.
Ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ ὅλες τὶς μοναστικές του ὑποχρεώσεις καὶ ἀναγκάσθηκε νὰ παραμείνει κλινήρης, ἀνήμπορος νὰ τελέσει τὴν Θεία Λειτουργία, γιὰ ὅλο σχεδὸν τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ὁ Θεὸς ἔθεσε τροχοπέδη στὸν ἐξωστρεφῆ του χαρακτῆρα, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ περιέλθει σὲ μεγαλύτερη αὐτογνωσία, νὰ «σκάψει» ἐντός του καὶ νὰ ἀνακαλύψει στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του τὰ μυστικὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ τοὺς τρόπους καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό.
Ἡ ἀρρώστια τοῦ ἐπέτρεψε νὰ βιώση, ὅτι ἡ «δύναμις Κυρίου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β´ Κορ. ιβ´ 9), καὶ νὰ εἶναι μετὰ σὲ θέση νὰ λέει:
– «Καλὸ εἶναι ὁ Μοναχὸς νὰ περνάει ἀπὸ ἀρρώστια. Ὅταν ἀρρωσταίνει κανείς, δὲν πρέπει νὰ τὸν φροντίζουμε ὥστε νὰ θεραπευθεῖ τελείως, ἀλλὰ μόνον κατὰ τὸ ἥμισυ…».
* * *
Συνεργάσθηκε τότε στὴν ρωσικὴ μετάφραση τῆς Κλίμακος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, καὶ ὁ Στάρετς Μακάριος ἄρχισε νὰ τοῦ στέλνει τοὺς Ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς γιὰ νὰ τοὺς νουθετεῖ πνευματικά, καὶ ἀργότερα τοῦ ἔδωσε εὐλογία νὰ δέχεται τοὺς λαϊκοὺς στὸ Ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς.
Τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ ὑπομονή, δίχως νὰ κρίνει τὰ ἁμαρτήματα τους· καὶ σὰν μαθητὴς τῶν ἁγίων Πατέρων, τοὺς δίδασκε, χωρὶς ποτὲ νὰ ἐκφράζει τὴν προσωπική του γνώμη.
Μέσῳ τῆς ἐνεργείας τῆς θείας Χάριτος καὶ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἀποκτήσει ἐξαιρετικὴ διορατικότητα καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ διεισδύει στὰ κρύφια τῆς ψυχῆς, ὥστε ἕνας φευγαλέος ὑπαινιγμὸς ἢ δυὸ τρεῖς λέξεις τοῦ ἐπισκέπτη τοῦ ἀρκοῦσαν γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν λύση τοῦ προβλήματος του.
Ποτὲ δὲν χρησιμοποιοῦσε αὐτὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ ἐλέγξει· πάντα μὲ συμπόνια καὶ μητρικὴ σχεδὸν στοργή, μεριμνοῦσε γιὰ τὶς ψυχές, οἱ ὁποῖες δοκιμάζονταν, ὥστε νὰ τὶς κάνει νὰ καταλάβουν ὅτι τὸ «χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει» (Ρωμ. β´ 4).
Ὅταν κοιμήθηκε ὁ Στάρετς Μακάριος, τὸ 1860, ὁ π. Ἀμβρόσιος ἐκλήθη νὰ ἀσκήσει ἕνα λειτούργημα πνευματικῆς καθοδηγήσεως, τὸ ὁποῖο σύντομα θὰ ἁπλωνόταν σὲ ὁλόκληρη τὴν Ρωσία.
Πλούσιοι καὶ πτωχοί, μορφωμένοι καὶ ἀγράμματοι, ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ἀριστοκράτες ἢ διαπρεπεῖς διανοούμενοι, προσέρχονταν ὅλοι σὲ αὐτὸν τὸν κλινήρη Μοναχό, ὡσὰν σὲ κάποιο νέο προφήτη, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν, νὰ βρουν παρηγοριὰ στὸν πόνο τους, νὰ ἀκούσουν ἕναν σωτηριώδη λόγο, ὁ ὁποῖος θὰ κατεύθυνε τὴν ζωή τους, μία προτροπὴ νὰ μετανοήσουν ἢ γιὰ μία ἁπλῆ εὐλογία.
Παρὰ τὴν ἀσθενῆ κράση του καὶ τὶς ἀλλεπάλληλες ἀρρώστιες του, τοὺς δεχόταν ὅλους μὲ καλὴ διάθεση καὶ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προσαρμόζει τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὰ λόγια του στὸν καθένα ἔτσι, ὥστε μετὰ ἀπὸ μιὰ συνομιλία μὲ τὸν Στάρετς τῆς Ὄπτινα, πολλῶν ἡ ζωὴ ἄλλαζε τελείως.
Σύμφωνα μὲ τοὺς συνομιλητές του, εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ περνᾶ χωρὶς δυσκολία ἀπὸ τὶς πιὸ ὑψηλὲς θεολογικὲς συζητήσεις στὴν λύση πρακτικῶν προβλημάτων τῆς καθημερινῆς ζωῆς.
Ὅταν, κάποτε, τὸν ἔψεξαν, ὅτι ἔχανε τὸν χρόνο του γιὰ νὰ ἐξηγήσει σὲ μιὰ χωρικὴ πῶς νὰ ταΐζει τὶς γαλοποῦλες της, ἀπάντησε:
– «Μὰ δὲν καταλαβαίνετε, ὅτι γιὰ ἐκείνη ὅλη ἡ ζωή της συνδέεται μὲ αὐτὲς τὶς γαλοποῦλες καὶ ὅτι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς της ἀξίζει γιὰ μένα ὅσο καὶ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται καὶ μοῦ θέτουν τὰ πλέον ὑψηλὰ ἐρωτήματα;».
Ὁ συγγραφεὺς Λέων Τολστόϊ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια ἀπὸ μία ἐπίσκεψη στὸν Στάρετς, ἔγραψε: «Ἁπλῶς τοῦ μίλησα, τίποτε παραπάνω, καὶ ἰδοὺ ἡ ψυχή μου ἀμέσως ξαλάφρωσε. Ὅταν μιλᾶς μὲ τέτοιους ἀνθρώπους αἰσθάνεσαι πόσο πλησίον σου εἶναι ὁ Θεός!».
Ἕνας ἄλλος συγγραφεὺς ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «ἀπροσμέτρητη ἄβυσσο ἀγάπης» τοῦ Στάρετς, ἡ ὁποία ἁπλωνόταν ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
* * *
Ὁ Στάρετς ζοῦσε λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν Μονή, στὴν Σκήτη. Ἡ ἡμέρα του ἄρχισε στὶς τέσσερις τὸ πρωΐ.
Μετὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, τὴν ὁποία διάβαζε μὲ τοὺς ὑποτακτικούς του στὸ Κελλί, ἀφιερωνόταν στὴν προσευχὴ γιὰ τρεῖς ὧρες· κατόπιν, ἀπὸ τὶς ἐννέα τὸ πρωῒ καὶ ὕστερα, ἄρχιζε νὰ βλέπει τοὺς ἐπισκέπτες, οἱ ὁποῖοι ἤδη σχημάτιζαν οὐρὰ ἔξω ἀπὸ τὸ Κελλί του, πρῶτα τοὺς Μοναχοὺς καὶ στὴν συνέχεια τοὺς λαϊκούς. Οἱ συνομιλίες του διαρκοῦσαν μέχρι τὶς ἕνδεκα τὸ βράδυ, μὲ μιὰ φευγαλέα διακοπὴ γιὰ ἕνα λιτὸ γεῦμα.
Στὶς σπάνιες ἐλεύθερες στιγμές του, ὑπαγόρευε ἀναρίθμητα γράμματα καὶ ἐπιστολές· ἀπαντοῦσε σὲ περισσότερα ἀπὸ σαράντα γράμματα ἡμερησίως, συχνὰ χωρὶς κἂν νὰ ἀνοίξει τὸν φάκελλο.
Ὁ Γέροντας ἐπέμενε στὸ ἄθλημα αὐτό –πολὺ περισότερο κοπιαστικὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου– γιὰ τριάντα περίπου χρόνια.
Τὸν συνέδραμαν στὸ ἔργο του πολλοὶ Μοναχοί, ἰδίως δὲ ὁ ὑποτακτικὸς τοῦ Κελλιοῦ του Ἰωσήφ († Μνήμη: 9η Μαρτίου), ὁ ὁποῖος καὶ τὸν διαδέχθηκε ὡς Στάρετς τῆς Ὄπτινα.
Πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ κοπιώδεις ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ὑποκινοῦνται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅταν δὲν τὶς ἐλέγχει ἡ αὐστηρὴ ὑπακοή, ὁ Στάρετς Ἀμβρόσιος συνιστοῦσε στοὺς ἐπισκέπτες του τὴν μετάνοια καὶ τὴν ταπεινὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, οἱ ὁποῖες ἀποκτῶνται, ὅταν στρέψει κανεὶς τὴν ζωή του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μισήσει μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του τὴν ἁμαρτία, διότι ἀρχὴ κάθε ἁμαρτίας εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἐπὶ πλέον τῶν πνευματικῶν του νουθεσιῶν, ὁ Στάρετς ὠργάνωσε σὲ διάφορα μέρη συνδέσμους εὐλαβῶν λαϊκῶν, ἀφιερωμένων στὶς ἀγαθοεργίες καὶ στὴν ἀρωγὴ τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν.
* * *
Μετὰ τὶς καταστροφικὲς μεταρρυθμίσεις τῆς Αἰκατερίνης Β΄, δὲν ἦσαν πλέον δυνατὸν οἱ νεαρὲς κοπέλλες ἀπὸ πτωχὲς οἰκογένειες νὰ ἀσπασθοῦν τὸν μοναχικὸ βίο, ἀφοῦ ὅλα τὰ Μοναστήρια ἦταν ὑποχρεωμένα νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὶς ὑποψήφιες μεγάλη προίκα.
Γιὰ νὰ διορθώσει τὴν ἀδικία αὐτή, ὁ Στάρετς Ἀμβρόσιος ἀνέλαβε, κατὰ τὰ δέκα τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του, τὴν ἵδρυση καὶ τὴν ὀργάνωση ἑνὸς γυναικείου Μοναστηριοῦ στὸ Σαμορντῖνο, δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ὄπτινα.
Χάρις στὸ ἐνδιαφέρον καὶ στὴν πατρική του φροντίδα, μέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἐγκαταβίωναν στὴν Μονὴ περισσότερες ἀπὸ χίλιες Μοναχές, ἀπὸ ὅλες τὶς κοινωνικὲς τάξεις, οἱ ὁποῖες μὲ ἁρμονικὴ ἀγάπη ζοῦσαν βιοτὴ βασισμένη στὶς Παραδόσεις τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Στάρετς Ἀμβροσίου, πνευματικοῦ τους Πατρὸς καὶ ζωντανῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ.
Στὰ κτήρια τῆς Μονῆς προσέθεσε ἄσυλο, σχολεῖο, νοσοκομεῖο καὶ πτωχοκομεῖο γιὰ ἡλικιωμένες γυναῖκες, καὶ ἔτσι, τὸ μοναστηριακὸ συγκρότημα κατέστη ἀληθῶς πόλη τῆς ἀγάπης, καὶ προσείλκυε πλήθη ἀπόρων, ἀσθενῶν καὶ ἀναξιοπαθούντων, οἱ ὁποῖοι εὕρισκαν στὸ Μοναστήρι παράκληση καὶ ἐλπίδα.
Οἱ ἀνάγκες τοῦ Μοναστηριοῦ ὑποχρέωναν τὸν Στάρετς νὰ τὸ ἐπισκέπτεται συχνά, καὶ ὅταν ἄρχισε ἡ ἀνέγερση ἑνὸς λιθόκτιστου Ναοῦ, ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Σαμορντῖνο γιὰ νὰ ἐπιβλέπει τὶς ἐργασίες.
Ἡ ἀπουσία αὐτὴ προκάλεσε σχόλια μεταξὺ τῶν Μοναχῶν τῆς Ὄπτινα καὶ ἀντίδραση ἀπὸ πλευρᾶς τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Καλούγκα.
* * *
Ὁ Ἅγιος πέρασε ὅλο τὸ καλοκαίρι τοῦ 1891 στὸ Σαμορντῖνο γιὰ νὰ τακτοποιήσει τὶς ὑποθέσεις τῆς Μονῆς καὶ νὰ ὀργανώσει τὸν βίο της, κάτι τὸ ὁποῖο ἡ νέα Ἡγουμένη, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἱκανὴ στὰ διοικητικά, δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀναλάβει.
Φαινόταν, ὅτι ὁ Στάρετς Ἀμβρόσιος βιαζόταν νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του καὶ προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἐκδημία του. Ἀρρώστησε, καταπονημένος ἀπὸ τὴν κόπωση, στὶς ἀρχὲς τοῦ φθινοπώρου.
Ὅταν τοῦ ἀνήγγειλαν, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἔλθη αὐτοπροσώπως στὴν Μονή, γιὰ νὰ τὸν στείλει πίσω στὴν Ὄπτινα, δέχθηκε τὴν εἴδηση μὲ μεγάλη ἠρεμία καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ἀφίξεως τοῦ Ἱεράρχη, στὶς 10 Ὀκτωβρίου 1891, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ἀφοῦ ἐξακολούθησε νὰ δέχεται μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ τοὺς ἐπισκέπτες, οἱ ὁποῖοι συνωστίζονταν ἔξω ἀπὸ τὸ Κελλί του.
Ἔτσι, πληρώθηκε ἡ προφητικὴ φράση, τὴν ὁποίαν ἔλεγε συχνὰ στοὺς μαθητές του:
– «Τὸν βίον μου ὅλον διῆλθον ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὕτω θὰ ἀποθάνω».
Ὅλη ἡ Ρωσία θρήνησε γιὰ τὸν θάνατό του, καὶ τὸ Σκήνωμα του ἐνταφιάσθηκε πλησίον τῶν Στάρετς Λεωνίδα καὶ Μακαρίου, στὴν Ὄπτινα.
Στὴν ἐπιτύμβια πλάκα ἐχάραξαν τὴν φράσι: «Ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ὡς ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσω· τοῖς πᾶσι γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α΄ Κορ. θ΄ 22).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου