Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Αποφθέγματα των Πατέρων. ΙΗ΄. Περί διορατικών. § 21-33.

21. Ο αββάς Μακάριος έλεγε για την ερήμωση της Σκήτης: «Όταν δείτε να χτίζεται κελί κοντά στο Έλος, να ξέρετε ότι κοντά είναι η ερήμωση της. Όταν δείτε δένδρα, έξω από την πόρτα είναι. Και όταν δείτε νεαρά παιδιά, να πάρετε τους μανδύες σας και να φύγετε».

22. Προκειμένου να στερεώσει τους αδελφούς έλεγε πάλι: Ήρθε εδώ ένα παιδί δαιμονισμένο με τη μητέρα του, και της έλεγε: «Σήκω, γριά, να φύγουμε από δω».

Εκείνη είπε: «Δεν μπορώ να βαδίσω με τα πόδια».

«Εγώ -της είπε το παιδί- θα σε κουβαλήσω». Και θαύμασα την πονηρία του δαίμονα, πως θέλησε να τους κάνει να φύγουν.

23. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κάποτε, καθώς πήγαινε στην εκκλησία να κάνει τη Θεία Λειτουργία, βλέπει πλήθη δαιμόνων έξω από το κελί ενός από τους αδελφούς. Απ’ τους δαίμονες αυτούς άλλοι είχαν μετασχηματισθεί σε γυναίκες που μιλούσαν άπρεπα, άλλοι σε νεαρούς που τους έλεγαν αισχρόλογα. Άλλοι πάλι χόρευαν και άλλοι έπαιρναν διάφορα σχήματα.

Καθώς ήταν διορατικός ο Γέροντας, αναστέναξε και είπε: «Οπωσδήποτε ο αδελφός ζει με αμέλεια, γι’ αυτό τα πονηρά πνεύματα περικυκλώνουν το κελί του με τόση αταξία».

Όταν τελείωσε η ακολουθία, επιστρέφοντας μπήκε στο κελί του αδελφού. Του λέει: «Θλίβομαι, αδελφέ, γιατί είμαι πολύ αμελής. Όμως σου έχω εμπιστοσύνη και ξέρω ότι αν προσευχηθείς για μένα, το δίχως άλλο θα με ανακουφίσει ο Θεός από τον πόλεμο».

Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και του λέει: «Πάτερ, δεν είμαι άξιος να προσευχηθώ για σένα».

Ο Γέροντας όμως επέμενε και τον παρακαλούσε: «Δεν φεύγω, αν δεν μου δώσεις υπόσχεση να κάνεις μία προσευχή κάθε νύχτα για μένα».

Ο αδελφός έκανε υπακοή στην παράκληση του Γέροντα. Ο Γέροντας αυτό το έκανε, γιατί ήθελε να του δώσει μία αφορμή να προσεύχεται τις νύχτες. Ο αδελφός σηκώθηκε τη νύχτα και έκανε την προσευχή υπέρ του Γέροντα.

Όταν τελείωσε την προσευχή και καθώς ήρθε σε κατάσταση κατάνυξης, έλεγε μέσα του: «Άθλια ψυχή, προσευχήθηκες για έναν τέτοιο Γέροντα, και δεν θα προσευχηθείς για σένα;».

Έκανε λοιπόν και για τον εαυτό του μια εκτεταμένη προσευχή.

Ολόκληρη τη βδομάδα κάθε νύχτα έκανε τις δύο προσευχές, μία για τον Γέροντα και μία για τον εαυτό του. Την Κυριακή, καθώς πάλι πήγαινε ο αββάς Μακάριος στην εκκλησία, βλέπει ξανά τους δαίμονες να στέκονται έξω από το κελί του αδελφού, όμως πολύ συνοφρυωμένους. Ο Γέροντας κατάλαβε ότι σκυθρώπιασαν, επειδή ο αδελφός κάνει προσευχή.

Γεμάτος χαρά μπήκε στο κελί του αδελφού και του λέει: «Δείξε αγάπη και πρόσθεσε ακόμη μία προσευχή για μένα».

Έκανε ο αδελφός τις δύο προσευχές για τον Γέροντα, αλλά πάλι, καθώς του ήρθε κατάνυξη, έλεγε στον εαυτό του: «Ω ταλαίπωρη ψυχή, πρόσθεσε και για σένα ακόμη μία προσευχή».

Έτσι, ολόκληρη τη βδομάδα έκανε τη νύχτα τέσσερις προσευχές.

Περνώντας ξανά ο Γέροντας, είδε τους δαίμονες δυσαρεστημένους και σιωπηλούς, και ευχαρίστησε τον Θεό. Πέρασε πάλι μέσα στο κελί του αδελφού και τον παρακάλεσε να προσθέσει άλλη μία προσευχή για χάρη του.

Ο αδελφός πρόσθεσε και για τον εαυτό του άλλη μία προσευχή. Έτσι, κάθε νύχτα έκανε έξι προσευχές.

Όταν ο Γέροντας ξανάρθε στον αδελφό, οι δαίμονες οργίστηκαν με τον Γέροντα και τον ύβρισαν δυσαρεστημένοι μαζί του εξαιτίας της σωτηρίας του αδελφού. Ο αββάς Μακάριος δόξασε τον Θεό για την προκοπή του αδελφού, μπήκε πάλι στο κελί του, τον συμβούλεψε να μη δείχνει αμέλεια, αλλά αδιάκοπα να προσεύχεται, και αναχώρησε. Οι δαίμονες όταν είδαν τον μεγάλο ζήλο του αδελφού που απέκτησε με τη χάρη του Θεού για την προσευχή, έφυγαν απ’ αυτόν.

24. Εφόσον ο Βασιλεύς των αιώνων πλουσιοπάροχα χαρίζει στους άξιους τα αγαθά του, που αυτό είναι έπαινος και δόξα στο όνομα του και σωτηρία όσων ελπίζουν σ’ αυτόν, είναι δίκαιο να εξιστορεί κανείς -για να ωφελήσει- τα κατορθώματα του Οσίου Μακαρίου.

Αυτός -λέει- έφτασε στην τελειότητα της αρετής που ζητάει ο Θεός και ξεπέρασε όλα τα πάθη. Έτσι έγινε άξιος της θεωρίας των πνευματικών και ουρανίων μυστηρίων και ισάξιος με τους αγγέλους, όπως διηγούνται μερικοί από τους μαθητές του.

Αυτοί από τον ίδιο άκουσαν αποκαλύψεις, που ο Θεός ήθελε να γνωρίζει αυτός, και αφού μπήκε -λένε- στον κήπο του Ιαννή και Ιαμβρή*, πάλεψε δυνατά μαζί του ο φοβερός δαίμονας και εφευρέτης της κακίας, ο διάβολος.

* Β΄ Τιμ. 3, 8. Πρόκειται για δυο από τους μάγους στην Αίγυπτο, που αντιστάθηκαν στον Μωυσή.

Καθώς όμως κανένα όφελος δεν είχε από την πάλη, νικημένος ο πανούργος ένιωθε την ανάγκη να εμφανίζει τον εαυτό του στον άγιο και επιχειρούσε να δείχνει τα ποικίλα τεχνάσματα της πλάνης του, γιατί ο Θεός τον εξανάγκαζε να τα φανερώνει, παρόλο που δεν το ήθελε.

Πιο συγκεκριμένα: Ο καλός στρατιώτης του Χριστού Μακάριος βάδιζε στην πολύ βαθιά έρημο. Βλέπει έναν πολύ γέρο να τον πλησιάζει. Ήταν καταφορτωμένος. Γύρο από όλο του το σώμα είχε πλήθος από αγγεία και σε καθένα από αυτά υπήρχε ένα φτερό. Αντί για ένδυμα περιέβαλε το σώμα του αυτό το πλήθος των αγγείων.

Έμπηξε λοιπόν ο Μακάριος στο χώμα το ραβδί του -λέει- και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο κοιτάζοντάς τον κατάματα. Κι εκείνος, σαν ύποπτος λωποδύτης, προσποιήθηκε ότι κοκκίνησε από ντροπή και ρωτάει τον άνθρωπο του Θεού: «Τι θέλεις και περιπλανιέσαι σ’ αυτή την έρημο;».

Ο άγιος Μακάριος αποκρίθηκε: «Επειδή ζητώ να βρω τον Θεό, φεύγω μακριά από την πλάνη. Κι εσύ ποιος είσαι, γέροντα, φανέρωσε μου, γιατί η εμφάνισή σου δεν δείχνει ότι επιδιώκεις την σωτηρία των ανθρώπων. Πες μου και τι είναι αυτά που σε σκεπάζουν».

Εκείνος, χωρίς να το θέλει, άρχισε να ομολογεί: «Αυτόν που ονομάζετε Σατανά και διάβολο, εγώ είμαι. Μ’ αυτά εδώ χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους προσελκύω σε μένα τους ανθρώπους. Σε κάθε μέλος του σώματος τους φροντίζω να κάνω αυτό που ταιριάζει για να τους εξαπατήσω και καθώς με τα φτερά των επιθυμιών καταστρέφω όσους με υπακούνε, χαίρομαι με την πτώση αυτών που τους νικώ».

Όταν τ’ άκουσε ο άγιος Μακάριος, πήρε θάρρος και είπε: «Ο Χριστός σε έχει παραδώσει ως παιχνίδι στους αγγέλους του. Δώσε μου λοιπόν την εξήγηση για κάθε είδος από τα φάρμακα που έχεις γιατί γι’ αυτόν τον λόγο παρουσιάστηκες, για να δούμε τις πολύπλοκες μαγείες της κακής σου τέχνης και μαθαίνοντας τα πολυμήχανα βέλη της πλάνης σου, να μη δίνουμε τη συγκατάθεσή μας στο θέλημά σου».

Είπε λοιπόν: «Σου φανερώνω την επιστήμη μου και χωρίς να το θέλω. Άλλωστε δεν μπορώ να κρύψω αυτό που βλέπεις. Μάθε λοιπόν τον στόχο κάθε αγγείου.

Αν βρω κάποιον να μελετά ακατάπαυστα τον νόμο του Θεού, τον αλείφω από το αγγείο που έχω στο κεφάλι μου, του προκαλώ πονοκέφαλο κι έτσι τον εμποδίζω.

Αυτόν που αγαπά να αγρυπνεί με υμνωδίες και προσευχές παίρνω από το αγγείο που έχω στα φρύδια μου και χύνοντας λίγο με το φτερό, προσπαθώ να τον σύρω σε ύπνο, κάνοντας τον να νυστάξει.

Αυτά που βλέπεις στ’ αυτιά μου, είναι φτιαγμένα για να οδηγήσουν σε παρακοή. Και με αυτά τους κάνω να μην ακούν τον λόγο της αλήθειας αυτοί που θέλουν να σωθούν.

Με όσα έχω γύρω στη μύτη μου, μύρα ευωδιαστά, παρακινώ τους νέους στην πορνεία.

Με τα παρασκευάσματα που έχω γύρω στο στόμα εξαπατώ με τροφές αυτούς που ασκούνται, και εκείνα που θέλω να κάνουν τους τα στέλνω μέσω των φαγητών, δηλαδή την καταλαλιά και την αισχρολογία.

Γενικά, οι δικοί μου εραστές καλλιεργούν τα σπέρματα όλων μαζί των έργων μου, με αποτέλεσμα πλούσια καρποφορία, αντάξια μου.

Ντύνοντας με υπερηφάνεια περιζώνω τον αλαζόνα με τα όπλα που έχω στον τράχηλο μου.

Από αυτά ετοιμάζω, γι’ αυτούς που αγαπούν τα έργα μου, δόξα στη ζωή και πλούτη και όσα άλλα, που φαίνονται αγαθά για τους απομακρυσμένους από τον Θεό.

Βλέπεις αυτά που έχω στο στήθος μου; Είναι δοχεία των δικών μου σκέψεων. Από αυτά ποτίζω τις καρδιές, μέχρι να φτάσουν σε μέθη ασέβειας, όσων θέλουν να έχουν στο νου τους τα μέλλοντα, σκοτίζοντας τις ευσεβείς προθέσεις τους και κάνοντάς τους να τα ξεχνούν.

Αυτά που έχω πάνω στην κοιλιά είναι αγγεία γεμάτα με αναισθησία. Με αυτά προετοιμάζω τους ανόητους με τρόπο παράλογο και κτηνώδη, κάνοντας τους να ζουν όπως τα θηρία. Αυτά που υπάρχουν κάτω από την κοιλιά είναι προορισμένα για ασέλγειες και μ’ αυτά κάνω αισχρές ακολασίες.

Βλέπεις αυτά στα χέρια μου; Είναι ετοιμασμένα για την υπηρεσία φθόνων και φόνων. Με αυτά προχωρούν οι πράξεις της δικής μου δράσης.

Αυτά που είναι κρεμασμένα πίσω από τη ράχη και τους ώμους είναι οι δικοί μου σκοτεινοί πειρασμοί. Με αυτούς μάχομαι σθεναρά ενάντια σε κείνους που επιχειρούν να με πολεμούν, στήνω ενέδρες από πίσω τους και ρίχνω κάτω αυτούς που έχουν εμπιστοσύνη στη δύναμή τους.

Προσέχεις αυτά που είναι συμπυκνωμένα στους μηρούς και στα σκέλη μέχρι τα πέλματα; Είναι γεμάτα παγίδες και θηλιές. Απ’ αυτές ραντίζοντας φέρνω αναστάτωση στους δρόμους αυτών που έχουν σταθερή κατεύθυνση. Έτσι τους εμποδίζω να τρέχουν στον δρόμο της ευσέβειας και τους προετοιμάζω να βαδίζουν στη δική μου οδό. Δηλαδή κάθομαι στο μέσο των οδών της ζωής και του θανάτου και βάζω τρικλοποδιές σ’ αυτούς που περπατούν στον δρόμο της ζωής, κλείνοντάς τους στην οδό του θανάτου και ενισχύοντας τους να με ακολουθούν στη δική μου πορεία. Στα δικά μου χωράφια σπέρνω εδώ κι εκεί αγκάθια και τριβόλια (πρβλ. Εβρ. 6, 8) και όσοι σπέρνονται μ’ αυτά αρνούνται την οδό της αλήθειας.

Εσύ όμως εντελώς δεν θέλησες να μ’ ακούσεις, έστω και μία φορά, για να έχω λίγη παρηγοριά, αλλά πάντοτε με καταφλέγεις με το δυνατό όπλο που έχεις, γι’ αυτό τρέχω να καταφύγω στους δούλους μου. Εσύ έχεις καλό Δεσπότη μαζί με τους συνδούλους σου, που μιλάει με πραότητα και σε προφυλάγει σαν παιδί του».

Όταν τα άκουσε όλα αυτά ο δοκιμότατος αθλητής του Χριστού, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον εαυτό του και είπε: «Ευλογητός ας είναι ο Θεός, που σε παρέδωσε σ’ όσους ελπίζουν σ’ αυτόν, για την καταισχύνη σου. Είθε κι εμένα να με φυλάξει τελείως απ’ την απάτη σου, για να σε νικήσω και να πάρω το βραβείο από τον Δεσπότη μου. Φύγε λοιπόν μακριά, Βελίαρ, που σε καταργεί ο Χριστός. Να μην αγγίζεις τους λιγοστούς που βαδίζουν τη στενή και τραχιά οδό της σωτηρίας (Ματθ. 7, 14). Να αρκείσαι στους δικούς σου και να απομακρύνεσαι από αυτούς που ζουν στις ερήμους».

Την ώρα που τα έλεγε αυτά ο άγιος, εκείνος έγινε αμέσως άφαντος, αφήνοντας καπνό σαν από φωτιά.

Ο άγιος γονάτισε και προσευχήθηκε με τα λόγια: «Δόξα σε σένα, Χριστέ, που είσαι η καταφυγή των ταλαιπωρημένων. Η σωτηρία αυτών που καταφεύγουν σε σένα. Αμήν» [Δόξα σοι Χριστέ, η καταφυγή των χειμαζομένων, η σωτηρία των εις σε καταφευγόντων. Αμήν].

25. Κάποτε ο αββάς Μωυσής είχε μεγάλο πόλεμο με πειρασμό σαρκικής αμαρτίας. Δεν μπορούσε πια να παραμείνει στο κελί του. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε να το κάνει γνωστό στον αββά Ισίδωρο.

Ο Γέροντας τον συμβούλεψε να επιστρέψει στο κελί του, αυτός όμως δεν δέχτηκε. Είπε: «Δεν μπορώ, αββά».

Τον παίρνει μαζί του και τον ανεβάζει στον εξώστη. Του λέει: «Στρέψε την προσοχή σου προς τα δυτικά».

Πρόσεξε και είδε πλήθη από δαίμονες. Ήταν ξεσηκωμένοι και έκαναν θόρυβο για πόλεμο.

Του λέει πάλι ο αββάς Ισίδωρος: «Κοίταξε τώρα και προς την ανατολή».

Πράγματι, πρόσεξε και είδε αναρίθμητα πλήθη ενδόξων αγίων αγγέλων.

Είπε ο αββάς Ισίδωρος: «Να, αυτοί είναι που τους στέλνει ο Κύριος στους αγίους για βοήθεια. Εκείνοι, στα δυτικά, είναι που τους πολεμούν. Λοιπόν, περισσότερους έχουμε με το μέρος μας».

Έτσι ο αββάς Μωυσής ευχαρίστησε τον Θεό, πήρε θάρρος και γύρισε στο κελί του.

26. Ο αββάς Μωυσής έλεγε στη Σκήτη: «Αν κρατήσουμε τις εντολές των Πατέρων μας, σας διαβεβαιώνω, ενώπιον του Θεού, ότι δεν θα ΄ρθούν εδώ βάρβαροι. Αν όμως δεν τις κρατήσουμε, ο τόπος πρόκειται να ερημωθεί».

27. Κάθονταν κάποτε οι αδελφοί κοντά του και τους έλεγε: «Να, σήμερα έρχονται βάρβαροι στη Σκήτη σηκωθείτε λοιπόν και φύγετε».

Τον ρωτούν: «Εσύ, αββά, δεν φεύγεις;».

Απάντησε: «Εγώ τόσα χρόνια περιμένω αυτή τη μέρα, για να εκπληρωθεί ο λόγος του Δεσπότη μου: “Όλοι όσοι πήραν στο χέρι μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν’’,  [πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται] (Ματθ. 26, 52)».

Του λένε: «Ούτε κι εμείς φεύγουμε μαζί σου θα πεθάνουμε».

Τους είπε: «Εγώ δεν αναλαμβάνω την ευθύνη σας, καθένας ας κοιτάξει πως θα μείνει».

Ήταν επτά αδελφοί. Τους λέει: «Να, οι βάρβαροι πλησιάζουν στην πόρτα».

Πράγματι, μπήκαν και τους θανάτωσαν.

Ένας όμως ξέφυγε πίσω από την πόρτα, και είδε επτά στεφάνια να κατεβαίνουν και να τους στεφανώνουν.

28. Μερικοί Πατέρες έλεγαν για τον αββά Μαρκελλίνο της Θηβαΐδας αυτό που πολλές φορές το είχε πει ο μαθητής του, ότι δηλαδή όταν ήταν να βγει την Κυριακή για τη Θεία Λειτουργία, ετοίμαζε τον εαυτό του και εωσότου πάει στην εκκλησία, έλεγε απέξω ένα κομμάτι από τις Γραφές. Την ώρα που μελετούσε μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν κινούσε τα χείλη του, για να μην τον ακούσει κάποιος. Στη Θεία Λειτουργία όταν στεκόταν, μούσκευε με δάκρυα το στήθος του. Έλεγε: «Όταν γίνεται η Θεία Λειτουργία, βλέπω ολόκληρη την εκκλησία σαν φωτιά», ενώ όταν τελείωνε η εκκλησία έλεγε ότι έφευγε η φωτιά.

29. Έλεγαν για τον αββά Σιλουανό ότι κάποτε που ήθελε να πάει στη Συρία, ο μαθητής του Μάρκος του είπε: «Πάτερ, δεν θέλω να φύγω από δω, αλλά ούτε κι εσένα, αββά, σ’ αφήνω να φύγεις μείνε εδώ ακόμη τρεις μέρες». Και την τρίτη μέρα κοιμήθηκε.

30. Έλεγαν για τον αββά Παχώμιο ότι κάποτε κηδευόταν το σκήνωμα ενός νεκρού και ότι το συνάντησε ο αββάς στον δρόμο. Βλέπει δύο αγγέλους να ακολουθούν τον νεκρό πίσω από το νεκροκρέββατο. Απόρησε γι’ αυτούς και παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το γεγονός.

Τον πλησιάζουν οι δύο άγγελοι. Τους ρωτάει: «Γιατί εσείς που είστε άγγελοι ακολουθείτε τον νεκρό;».

Και του λένε οι άγγελοι: «Ο ένας από μας είναι της Τετάρτης κι ο άλλος της Παρασκευής. Αυτός ως τη μέρα που πέθανε δεν παρέλειπε να νηστεύει Τετάρτη και Παρασκευή γι’ αυτόν τον λόγο ακολουθήσαμε πίσω από το σκήνωμα του. Επειδή λοιπόν μέχρι τον θάνατό του τήρησε τη νηστεία, κι εμείς μ’ αυτόν τον τρόπο δοξάσαμε αυτόν που έκανε αγώνα ενώπιον του Κυρίου».

31. Ο μακάριος Παύλος ο απλός, ο μαθητής του αγίου Αντωνίου, διηγήθηκε στους Πατέρες ότι κάποτε επισκέφθηκε ένα μοναστήρι για ωφέλεια των αδελφών.

Μετά τη συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπήκαν στην αγία του Θεού εκκλησία να κάνουν την καθιερωμένη ακολουθία. Ο μακάριος Παύλος -λέει- πρόσεχε τον καθένα που έμπαινε στην εκκλησία, άραγε με ποια ψυχική διάθεση ερχόταν στην ακολουθία. Γιατί ο Θεός και αυτό το χάρισμα του είχε δώσει, να βλέπει ποιος είναι ο καθένας στην ψυχή, όπως εμείς βλέπουμε ο ένας τον άλλο.

Όλοι έμπαιναν με λαμπρή την ψυχή και το πρόσωπο χαρωπό και ο άγγελος του καθενός χαιρόταν μαζί του.

Έναν -λέει- τον βλέπει μαύρο και σκοτεινό σ’ όλο του το σώμα. Δαίμονες τον περιτριγύριζαν κι απ’ τα δύο μέρη, τον τραβούσαν και του περνούσαν χαλινάρι στη μύτη, ενώ ο άγγελος του ακολουθούσε από μακριά, σκυθρωπός και θλιμμένος.

Ο Παύλος κλαίγοντας και χτυπώντας με το χέρι το στήθος, καθόταν έξω από την εκκλησία και θρηνούσε αυτόν που τον είδε σε τέτοια κατάσταση. Οι Πατέρες μπροστά στην παράξενη στάση του αββά και στην απρόοπτη μεταβολή του σε δάκρυα και πένθος, άρχισαν και οι ίδιοι να θρηνούν, και τον ρωτούσαν και τον παρακαλούσαν να τους πει τι είδε, φοβούμενοι μήπως το έκανε γιατί είχε κάποιο παράπονο από όλους. Τον παρακαλούσαν ακόμη να μπει στην ακολουθία. Ο Παύλος όμως τους απομάκρυνε και καθόταν έξω, θρηνώντας με την ψυχή του αυτόν που τον είδε έτσι.

Ύστερα από λίγο η ακολουθία τελείωσε και όλοι έβγαιναν. Ο Παύλος πάλι παρατηρούσε τον καθένα, θέλοντας να δει σε τι κατάσταση ήταν αυτοί που έβγαιναν.

Βλέπει λοιπόν εκείνον τον άνδρα, τον μαύρο και ζοφερό, να βγαίνει από την εκκλησία λαμπρός στο σώμα, τους δαίμονες να ακολουθούν κάπου μακριά και τον άγιο άγγελο κοντά του να τον συνοδεύει και να χαίρεται πολύ γι’ αυτόν.

Ο Παύλος αναπήδησε με χαρά και φώναζε ευλογώντας τον Θεό: «Ω ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού και αγαθότητα! Ω, δόξα στους θείους οικτιρμούς του και στην άμετρη φιλανθρωπία του! [Ω της αφάτου φιλανθρωπίας του Θεού και αγαθότητος. Ω των θείων αυτού οικτιρμών και της αμέτρου αυτού χρηστότητος

Τρέχοντας αμέσως ανέβηκε σε ψηλό σκαλοπάτι και έλεγε με μεγάλη φωνή:

«Ελάτε να δείτε τα έργα του Θεού, τι καταπληκτικά και αξιοθαύμαστα είναι. Ελάτε να δείτε, αυτόν που θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να γνωρίσουν την αλήθεια [ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν] (Α΄ Τιμ. 2, 4).

Ελάτε να τον προσκυνήσουμε, να πέσουμε στα πόδια του και να του πούμε: ‘’Συ μόνος μπορείς να απαλλάσσεις από τις αμαρτίες’’».

Έτρεχαν όλοι μαζί με ενδιαφέρον να ακούσουν τα λεγόμενα. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παύλος περιέγραψε τι είχε αποκαλυφθεί σ’ αυτόν, πριν μπουν στην εκκλησία.

Ύστερα ζήτησε επίμονα από κείνον τον άνδρα να φανερώσει για ποια αιτία ο Θεός του χάρισε ξαφνικά μια τέτοια αλλαγή.

Ο αδελφός, αφού εξετέθη από τον Παύλο μπροστά σε όλους, χωρίς δισταγμό άρχισε να λέει τα σχετικά με τον εαυτό του, «Εγώ -είπε- είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Από πολύ καιρό και μέχρι τώρα ζούσα μέσα στα σαρκικά αμαρτήματα. Όταν όμως μπήκα στην αγία του Θεού εκκλησία, αυτή την ώρα άκουσα από τον προφήτη Ησαΐα -μάλλον τον Θεό που μιλούσε μέσω αυτού- να λέει:

Να λουσθείτε, να καθαρισθείτε. Να αφαιρέσετε τις πονηρίες και τα αμαρτωλά πάθη από τις καρδιές σας, ώστε να είσθε καθαροί ενώπιον μου. Να μάθετε να κάνετε το καλό. Και αν οι ψυχές σας είναι κόκκινες από τις αμαρτίες, θα τις λευκάνω σαν το χιόνι. Κι αν θελήσετε και με ακούσετε, θα απολαύσετε τα αγαθά της γης’’ [Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε, ἀφέλετε τὰς πονηρίας ἀπὸ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, (παύσασθε ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν), μάθετε καλὸν ποιεῖν, (ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καὶ δικαιώσατε χήραν· καὶ δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος·) καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ, ἐὰν δὲ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ. καὶ ἐὰν θέλητε καὶ εἰσακούσητέ μου, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε] (Ησ. 1, 16-19).

Και εγώ ο πόρνος -λέει- με τα λόγια αυτά του προφήτη ένιωσα κατάνυξη στην ψυχή. Στέναξα μέσα μου και είπα στον Θεό: ‘Συ είσαι ο Θεός, που ήρθες στον κόσμο να σώσεις τους αμαρτωλούς (Α΄ Τιμ. 1, 15). Αυτά που τώρα υποσχέθηκες με τον προφήτη σου, αυτά πραγματοποίησέ τα σε μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο. Να, από τώρα σου δίνω τον λόγο μου κι έρχομαι σε συμφωνία μαζί σου, και με την καρδιά μου σου υπόσχομαι ότι δεν θα κάνω πλέον κάτι από αυτά τα κακά. Εγκαταλείπω κάθε παρανομία και από τώρα υπηρετώ εσένα με καθαρή συνείδηση. Σήμερα Κύριε μου, και απ’ αυτή την ώρα δέξαι με μετανοημένο, πεσμένο στα πόδια σου και αποφασισμένο από δω και πέρα να απέχω από κάθε αμαρτία’’.

Με αυτές τις συμφωνίες -λέει- έφυγα από την εκκλησία παίρνοντας μέσα στην ψυχή μου την απόφαση να μην πράξω πια τίποτε το κακό απέναντι στον Θεό».

Όλοι όσοι τα άκουσαν αυτά, με μια φωνή έψαλλαν δυνατά στον Θεό: «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» [] (Ψαλμ. 103, 24)

Λοιπόν, χριστιανοί, καθώς ξέρουμε από τις θείες Γραφές και τις αποκαλύψεις πόση αγαθότητα έχει ο Θεός σε όσους καταφεύγουν με ειλικρίνεια σ’ Εκείνον και διορθώνουν με μετάνοια τα προηγούμενα αμαρτήματα, και ότι δίνει πάλι τα αγαθά που έχει υποσχεθεί, χωρίς να τιμωρεί τις προηγούμενες αμαρτίες, εμείς ας μην απελπιστούμε για τη σωτηρία μας.

Όπως δηλαδή υποσχέθηκε με τον προφήτη Ησαΐα ότι θα πλύνει όσους έχουν βρεθεί στον βούρκο της αμαρτίας και ότι θα τους λευκάνει σαν μαλλί και χιόνι, και ότι θα τους κάνει άξιους για τα αγαθά της άνω Ιερουσαλήμ, έτσι πάλι με τον άγιο προφήτη Ιεζεκιήλ ορκίζεται ότι δεν θα μας καταστρέψει. Γιατί, λέει η προφητεία: «Ζω εγώ, διαβεβαιώνει ο Κύριος, και δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά να επιστρέψει από τον αμαρτωλό δρόμο του και να έχει ζωή» [Ζῶ ἐγώ, τάδε λέγει Κύριος, οὐ βούλομαι τὸν θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ καὶ ζῆν αὐτόν] (Ιεζ. 33, 11).

32. Ο μακάριος Παύλος ο απλός διηγήθηκε τα παρακάτω: «Είχα έναν μαθητή, ο οποίος έπεφτε σε διάφορες αμαρτίες, χωρίς να το ξέρω. Αυτός, ήρθε η ώρα, και πέθανε. Πολύ προσευχήθηκα στον Θεό και παρακάλεσα την κυρία Θεοτόκο να μου φανερώσει ανάμεσα σε ποιους βρίσκεται η ψυχή του μετά την έξοδο της από το σώμα του.

Στην προσευχή επέμενα με υπομονή για αρκετές μέρες. Μια φορά ήρθα σε κατάσταση έκστασης και βλέπω τον μαθητή μου να τον βαστούν δύο άγνωστοι. Εκείνος δεν είχε καμία ενέργεια ούτε ψυχική ούτε σωματική, και δεν μιλούσε καθόλου ήταν σαν απολιθωμένος. Εγώ ήμουν σε μεγάλη αγωνία.

Σε μια στιγμή σαν να μου ήρθε έμπνευση θεϊκή και θυμήθηκα τον λόγο του Κυρίου: «Αυτόν που δεν έχει ένδυμα γάμου να του δέσετε τα χέρια και τα πόδια και να τον ρίξετε στο βαθύ σκοτάδι εκεί θα είναι ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών» [Εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων] (Ματθ. 22, 11-13). Και με το δέσιμο των χεριών και των ποδιών δεν υπαινίσσεται τίποτε άλλο παρά το ότι σβήνει και μένει ανενέργητη κάθε σκέψη και διάθεση πονηρή, που δεν ήταν σύμφωνη με το θέλημα του Θεού στη ζωή αυτή.

Όταν συνήλθα από την έκσταση, άρχισα να λυπάμαι πολύ και να αγωνιώ. Έκανα, όσο μπορούσα, ελεημοσύνες και Θείες Λειτουργίες για την ψυχή του. Παρακαλούσα και την αγία Θεοτόκο να ελεηθεί. Παρακάλεσα και τον φιλάνθρωπο Θεό γι’ αυτόν. Επίσης άρχισα να κοπιάζω στην άσκηση και να κάνω ξηροφαγία, ενώ είχα φτάσει σε βαθιά γεράματα.

Ύστερα από μερικές μέρες βλέπω την Παναγία Θεοτόκο να μου λέει: «Γιατί λυπάσαι και έχεις τόση αγωνία, παππούλη;».

 «Για τον αδελφό, Δέσποινα μου -της είπα- γιατί τον είδα σε κακή κατάσταση».

Μου αποκρίθηκε: «Εσύ δεν παρακάλεσες, επειδή ήθελες να τον δεις; Να, πήρες την πληροφορία».

Κι εγώ είπα: «Ναι, σε ικετεύω. Εγώ παρακάλεσα, αλλά δεν ήθελα να τον δω σε τέτοια κατάσταση. Γιατί, και τι μου χρειάζεται να τον δω και να κλαίω και να πονώ;».

Μου λέει τότε η αγία Θεοτόκος: «Πήγαινε για την ταπείνωση και τον μόχθο και την αγάπη σου, εγώ θα σου τον δείξω έτσι που να μη λυπάσαι».

Την άλλη μέρα ξαναείδα τον αδελφό να έρχεται σε μένα πολύ χαρούμενος, να περπατάει μόνος του και να γελάει. Μου λέει: «Πάτερ, οι δεήσεις σου έκαμψαν την Παναγία Θεοτόκο, διότι πολύ σε αγαπά. Εκείνη παρακάλεσε τον Σωτήρα να λυθώ από τα δεσμά, γιατί ήμουν περισφιγμένος με τα σχοινιά των αμαρτημάτων μου [παρονομίαι ἄνδρα ἀγρεύουσι, σειραῖς δὲ τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται] (Παροιμ. 5, 22)».

Μ’ αυτά τα λόγια του αδελφού εγώ γέμισα χαρά. Αμέσως είδα την κυρία Θεοτόκο και μου λέει: «Γέροντα, πήρες την πληροφορία έστω και τώρα;».

«Ναι -απάντησα- Δέσποινα μου, και χάρηκα πάρα πολύ, που τον είδα σε άνετη κατάσταση».

Εκείνη μου είπε: «Πήγαινε, λοιπόν, και για πάντα να θυμάσαι τον αδελφό με τις προσευχές, τις ελεημοσύνες και τις Θείες Λειτουργίες. Γιατί πάρα πολύ βοηθάει τους νεκρούς ή ελεημοσύνη και η ίδια η Θεία Λειτουργία».

33. Κάποτε ο Ζαχαρίας, μαθητής του αββά Σιλουανού, μπήκε στο κελί και βρήκε τον αββά σε έκσταση, και τα χέρια του υψωμένα στον ουρανό. Έκλεισε την πόρτα και βγήκε.

Ξανά πήγε στις δώδεκα και στις τρεις το μεσημέρι και τον βρήκε στην ίδια στάση.

Κατά τις τέσσερις χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Τον βρήκε να ησυχάζει. Τον ρωτά: «Πάτερ, τι έχεις σήμερα;».

«Αδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου» απάντησε.

Εκείνος όμως αγκάλιασε τα πόδια του και του είπε: «Δεν θα σ’ αφήσω, αν δεν μου πεις τι είδες».

Κι ο Γέροντας του λέει: «Εγώ αρπάχτηκα στον ουρανό και είδα τη δόξα του Θεού. Εκεί στεκόμουν ως πριν από λίγο, και τώρα γύρισα».


Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Μέγα Γεροντικόν, Τόμος Δ΄. εκδ. Ιερό Ησυχαστήριο «Το Γενέσιον της Θεοτόκου».

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα αποφθέγματα των Πατέρων εδώ: Το Μέγα Γεροντικόν.

https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου