Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Αποφθέγματα των Πατέρων. ΙΗ΄. Περί διορατικών. § 34-58.

34. Ο αββάς Φωκάς, που μόναζε στο κοινόβιο του αββά Θεογνίου, του πρώτου Ιεροσολυμίτου, έλεγε: «Όταν έμενα στη Σκήτη, στα Κελλία ήταν ένας αββάς Ιάκωβος, νέος στην ηλικία, που τον σαρκικό του πατέρα τον είχε και πνευματικό. Τα Κελλία είχαν δύο εκκλησίες, μία των ορθοδόξων, όπου και κοινωνούσε, και μία των αιρετικών.

Επειδή ο αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, τον αγαπούσαν όλοι, και οι της ορθόδοξης εκκλησίας και οι αιρετικοί.

Οι ορθόδοξοι του έλεγαν: «Αββά Ιάκωβε, πρόσεχε μήπως σε εξαπατήσουν οι αιρετικοί και σε τραβήξουν στη δική τους κοινωνία».

Παρόμοια και οι αιρετικοί του έλεγαν: «Να ξέρεις, αββά Ιάκωβε ότι, αφού κοινωνάς με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου, γιατί αυτοί είναι νεστοριανοί και διαβάλλουν την αλήθεια»

Ο αββάς Ιάκωβος, επειδή ήταν άνθρωπος ειλικρινής, αλλά και πιέστηκε από τα λεγόμενα των δύο πλευρών, αποφάσισε να παρακαλέσει για το θέμα αυτό τον Θεό. Έτσι, κλείστηκε σε ένα κελί έξω από τη Λαύρα, ζώντας ως ησυχαστής, αφού φόρεσε τα εντάφια του ρούχα, σαν να έμελλε να πεθάνει.

Οι Αιγύπτιοι Πατέρες έχουν το έθιμο, το ράσο με το οποίο λαμβάνουν το άγιο σχήμα και το κουκούλι, να τα φυλάνε ως τον θάνατο τους και μ’ αυτά να θάβονται. Μόνο την Κυριακή στην αγία Κοινωνία τα φορούν και αμέσως μετά τα συμμαζεύουν.

Πήγε λοιπόν σε κείνο το κελί και παρακαλούσε τον Θεό. Εξαντλημένος όμως από τη νηστεία έπεσε κάποια στιγμή στο έδαφος και κείτονταν εκεί. Μάλιστα διηγούνταν κατόπιν ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες και προπαντός στον λογισμό.

Αφού πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει ένα παιδί να έρχεται χαρούμενο κοντά του.

Του λέει: «Αββά Ιάκωβε, τι κάνεις εδώ;» Εκείνος αμέσως φωτίστηκε και πήρε δύναμη από το όραμα.

Του λέει: «Κύριε, εσύ γνωρίζεις τι έχω. Εκείνοι μου λένε: Μην αφήσεις την Εκκλησία. Οι άλλοι: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Κι εγώ βρέθηκα σε αμηχανία και μη ξέροντας τι να κάνω, έφτασα σ’ αυτή την απόφαση».

Ο Κύριος του απαντά: «Όπου είσαι, καλά είσαι».

Την ίδια στιγμή που άκουσε αυτά τα λόγια βρέθηκε μπροστά στην πόρτα της αγίας εκκλησίας των ορθοδόξων, που ακολουθούσαν τη Σύνοδο.

35. Έλεγαν για κάποιον Γέροντα ότι κάποια φορά περπατούσε στην έρημο και ξαφνικά δύο άγγελοι βρέθηκαν συνοδοί του, ένας από τα δεξιά και ένας από τα αριστερά. Καθώς προχωρούσαν, βρήκαν ένα πτώμα ζώου. Ο Γέροντας σκέπασε τη μύτη του, για να αποφύγει τη μυρωδιά. Το ίδιο έκαναν και οι άγγελοι.

Προχώρησαν λίγο ακόμη. Ο Γέροντας τους ρωτάει: «Κι εσείς μυρίζετε αυτή τη μυρωδιά;».

«Όχι, απαντούν, για σένα κάναμε αυτή την κίνηση κι εμείς. Την ακαθαρσία αυτού του κόσμου, εμείς δεν την οσφραινόμαστε ούτε μας πλησιάζει. Οι ψυχές που εκπέμπουν την κακοσμία της αμαρτίας την οσφραίνονται».

36. Κάποιος διηγήθηκε το εξής: Στη Σκήτη, όταν οι κληρικοί πρόσφεραν τα τίμια δώρα, κατέβαινε κάτι σαν αετός πάνω στην προσφορά, και κανείς δεν τον έβλεπε, παρά μόνο οι κληρικοί.

Μια μέρα λοιπόν κάποιος ζήτησε από έναν διάκονο μια εξυπηρέτηση. Ο διάκονος του λέει: «Δεν ευκαιρώ τώρα».

Όταν λοιπόν ανέβηκε ο διάκονος στην προσφορά, δεν κατέβηκε το ομοίωμα του αετού, ως συνήθως.

Τότε ο πρεσβύτερος είπε στον διάκονο: «Τι σημαίνει αυτό το πράγμα, που δεν ήρθε ο αετός όπως ερχόταν κάθε φορά; Ή εγώ έπεσα σε σφάλμα ή εσύ. Απομακρύνσου λοιπόν από μένα, και αν κατεβεί, θα καταλάβουμε ότι εξαιτίας σου δεν κατέβηκε».

Πράγματι μόλις απομακρύνθηκε ο διάκονος, ευθύς κατέβηκε ο αετός. Έγινε λοιπόν η Θεία Λειτουργία, και ρωτάει ο πρεσβύτερος στον διάκονο: «Πες μου τι έκανες».

Κι εκείνος τον διαβεβαίωνε ως εξής: «Δεν μου μαρτυρεί η συνείδηση μου ότι έκανα κάποια αμαρτία. Μόνο που ήλθε ένας αδελφός και μου ζήτησε να τον εξυπηρετήσω και του απάντησα: Δεν ευκαιρώ».

«Λοιπόν -είπε ο πρεσβύτερος- εξαιτίας σου δεν κατέβηκε, γιατί ο αδελφός πικράθηκε από τη συμπεριφορά σου».

Αμέσως ο διάκονος πήγε και έβαλε μετάνοια στον αδελφό.

37. Κάποιοι Πατέρες έλεγαν ότι, όταν επρόκειτο να τελειωθεί (μαρτυρικά) ο άγιος Πέτρος και αρχιεπίσκοπος της Αλεξανδρείας*, είδε μια οπτασία της Αειπαρθένου και άκουσε φωνή που έλεγε: «Πέτρος ο πρώτος Απόστολος, και Πέτρος ο τελευταίος μάρτυρας**».

* Πρόκειται για τον ιερομάρτυρα Πέτρο, αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας που μαρτύρησε επί Μαξιμίνου το 311. Η μνήμη του εορτάζεται στις 24 Νοεμβρίου.

** Ο προφητικός χαρακτήρας της ρήσεως αυτής επαληθεύτηκε το ίδιο έτος, καθώς ὁ αυτοκράτορας Γαλέριος, βαριά ασθενής, εξέδωσε διάταγμα ανεξιθρησκείας και ανεστάλησαν οι διωγμοί, με εξαίρεση τις περιοχές που διοικούσε ο Μαξέντιος και εν μέρει περιοχές που έλεγχε ο Μαξιμίνος. Μετά από μια διετία το 313, ακολούθησε η επίσημη παύση των διωγμών και η αποκατάσταση της Χριστιανικής θρησκείας με το διάταγμα των Μεδιολάνων από τον Μέγα Κωνσταντίνο.

38. Κάποιος από τους Πατέρες είπε ότι οι μοναχοί τρία πράγματα τιμούν ιδιαίτερα, που κι εμείς πρέπει να τα πλησιάζουμε με φόβο και τρόμο και χαρά πνευματική. Αυτά είναι η κοινωνία των αγίων μυστηρίων, η τράπεζα των αδελφών και ο νιπτήρας τους.

Έφερε και ανάλογο παράδειγμα: Ένας Γέροντας, μεγάλος διορατικός, μια μέρα ήταν μαζί με πολλούς αδελφούς. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν, ο Γέροντας καθισμένος στο τραπέζι πρόσεχε με το πνεύμα του, κι έβλεπε άλλους να τρώνε μέλι, άλλους ψωμί, άλλους κόπρο.

Απορούσε μέσα του, και παρακαλούσε τον Θεό: «Κύριε, φανέρωσε μου αυτό το μυστηριώδες πράγμα, ότι οι ίδιες τροφές είναι μπροστά σε όλους πάνω στο τραπέζι, όμως την ώρα που τρώνε φαίνονται τόσο αλλαγμένες, ώστε άλλοι τρώνε μέλι, άλλοι ψωμί και άλλοι κόπρο».

Ήρθε φωνή από ψηλά που έλεγε: «Αυτοί που τρώνε το μέλι, είναι όσοι με φόβο και τρόμο και πνευματική χαρά κάθονται στο τραπέζι, και η προσευχή τους είναι ακατάπαυστη. Έτσι η ευχή τους σαν θυμίαμα ανεβαίνει στον Θεό, γι’ αυτό και τρώνε μέλι.

Αυτοί που τρώνε το ψωμί είναι εκείνοι που ευχαριστούν για το ότι τρώνε αυτά που δωρίζει ο Θεός.

Αυτοί που τρώνε την κόπρο είναι όσοι γογγύζουν και λένε: Αυτό είναι καλό και κείνο σάπιο.

Δεν πρέπει έτσι να σκέφτεται κανείς, αλλά μάλλον να δοξολογεί τον Θεό και να τον υμνολογεί, για να εκπληρωθεί το ρητό: «Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάτι άλλο κάνετε, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού» [Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε] (Α΄ Κορ. 10, 31).

39. Ένας Γέροντας έλεγε ότι πολλές φορές, την ώρα που ο διάκονος εκφωνούσε: «Να ασπασθείτε ο ένας τον άλλον», είδα το Άγιο Πνεύμα στα στόματα των αδελφών.

40. Ένας απ’ τους Πατέρες έλεγε: «Κάποτε κάθονταν Γέροντες και μιλούσαν για την ωφέλεια της ψυχής. Μεταξύ τους ήταν ένας διορατικός. Αυτός έβλεπε τους αγγέλους να σείουν κλαδιά βαΐων θριαμβευτικά και να τους επαινούν.

Μόλις όμως άρχιζε διαφορετική συνομιλία, οι άγγελοι αναχωρούσαν κι ανάμεσα τους κυλιόνταν χοίροι γεμάτοι δυσοσμία και τους ταλαιπωρούσαν.

Όταν το θέμα τους ήταν πάλι για ωφέλεια, οι άγγελοι επανέρχονταν και έλεγαν καλά λόγια γι’ αυτούς».

41. Ένας Γέροντας είπε: ‘’Αυτό λέει η Γραφή για τις δύο και τρεις αμαρτίες της Τύρου, αλλά και για τις τέσσερις δεν θα στρέψω αλλού το πρόσωπό μου’’. [Τάδε λέγει Κύριος· ἐπὶ ταῖς τρισὶν ἀσεβείαις Τύρου καὶ ἐπὶ ταῖς τέσσαρσιν οὐκ ἀποστραφήσομαι αὐτήν] (Αμώς 1, 9).

Δηλαδή τέσσερα είναι τα στάδια της αμαρτίαςτο να έρθει το κακό στον νουτο να δώσεις τη συγκατάθεση στον λογισμό και το να συζητάς μαζί του το τέταρτο είναι το να εκτελέσεις την αμαρτία. Αλλά και για όλα αυτά δεν θα αποστραφώ εκείνον που μετανοεί, λέει ο Κύριος.

42. Έλεγαν για κάποιο μεγάλο Γέροντα στη Σκήτη ότι, όταν ήταν να χτίσουν οι αδελφοί ένα κελί, έβγαινε χαρούμενος κι έβαζε το θεμέλιο. Και δεν αναχωρούσε, παρά αφού τελείωνε.

Κάποτε βγήκε για το χτίσιμο ενός κελιού, αλλά η όψη του έγινε πολύ σκοτεινή.

Τον ρωτούν οι αδελφοί: «Αββά, γιατί είσαι σκυθρωπός και λυπημένος;».

«Παιδιά μου -είπε- ο τόπος αυτός πρόκειται να ερημωθεί. Δηλαδή εγώ είδα ότι άναψε φωτιά στη Σκήτη και ότι οι αδελφοί πήραν κλαδιά φοινίκων και χτυπώντας την έσβησε. Και για δεύτερη φορά άναψε η φωτιά και την έσβησαν. Αλλά άναψε και τρίτη φορά και ξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη Σκήτη, και δεν στάθηκε δυνατό να σβηστεί. Γι’ αυτό είμαι σκυθρωπός και λυπημένος».

43. Είπε Γέροντας: «Είναι γραμμένο: ‘Ο δίκαιος θα ανθίσει σαν τον φοίνικα’’ [Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει] (Ψαλμ. 91, 13). Αυτός ο λόγος σημαίνει το αγαθό και το ορθό και το ευχάριστο, που απορρέει από τις υψηλές πράξεις. Μια είναι και του φοίνικα η καρδιά, και αυτή λευκή, και αυτή που κάνει όλη την εργασία του. Κάτι παρόμοιο μπορεί να βρει κανείς στους δίκαιους. Μία και απλή είναι η καρδιά τους, στραμμένη στον Θεό. Είναι και λευκή, καθώς έχει τον φωτισμό που πηγάζει από την πίστη. Επίσης κάθε εργασία των δικαίων γίνεται μέσα στην καρδιά τους. Και το σουβλερό των σκολόπων* είναι η αντίσταση προς τον διάβολο».

* Ο σκόλοψ-οπος. Καθετί που απολήγει οξύ, κυρίως πάσσαλος, παλούκι. Εδώ σημαίνει τους χαρακτηριστικούς ρόζους (εξογκώματα) του κορμού των φοινικόδεντρων.

44. Ένας Γέροντας είπε: «Η Σωμανίτιδα δέχτηκε τον Έλισσαιο (βλ. Δ΄ Βασ. 4, 12-37) ενώ δεν είχε σχέσεις με κανένα. Και λέγεται ότι η Σωμανίτιδα αντιπροσωπεύει την ψυχή, και ο Ελισσαίος το Άγιο Πνεύμα. Λοιπόν, όποια ώρα απομακρύνεται η ψυχή από τη βιοτική σύγχυση και ταραχή, την επισκέπτεται το Πνεύμα του Θεού, και τότε θα μπορέσει να γεννήσει, ενώ είναι στείρα».

45. Ένας από τους Πατέρες είπε ότι τα μάτια των χοίρων από τη φύση τους είναι φτιαγμένα να κλίνουν στη γη και ποτέ να μη μπορούν να κοιτάξουν στον ουρανό.

Έτσι -λέει- και η ψυχή εκείνου που κυλίστηκε στις ηδονές, αφού μια φορά γλίστρησε στον βούρκο της ακολασίας, δύσκολα μπορεί να σηκώσει τα μάτια προς τον Θεό ή να ασχοληθεί με κάτι αντάξιο τού Θεού.

46. Κάποιος Γέροντας έγινε μεγάλος διορατικός. Αυτός με βεβαιότητα είπε: «Τη δύναμη που είδα να στέκεται κατά την ώρα του βαπτίσματος, την ίδια είδα και πάνω στο ένδυμα του μοναχού, όταν παίρνει το σχήμα».

47. Ένας Γέροντας κάποτε πήρε το χάρισμα να βλέπει όσα γίνονται.

Έλεγε: «Είδα αδελφό να μελετάει στο κελί του, και να, ένας δαίμονας ήρθε και στεκόταν έξω από το κελί. Όσο ο αδελφός μελετούσε, δεν μπορούσε να μπει μέσα. Μόλις όμως σταματούσε τη μελέτη, τότε ο δαίμονας έμπαινε στο κελί του και του έφερνε πόλεμο».

48. Ένας από τους Πατέρες είπε ότι δύο αδελφοί κατοικούσαν γειτονικά μ’ αυτόν. Ο ένας ήταν ξένος και ο άλλος ντόπιος. Ο ξένος ήταν κάπως αμελής, ενώ ο ντόπιος πολύ συνεπής στα καθήκοντα του.

Ήρθε η ώρα που κοιμήθηκε ο ξένος. Ο Γέροντας, καθώς ήταν διορατικός, είδε πλήθος αγγέλων να οδηγούν την ψυχή του. Όταν η συνοδεία έφτασε στον ουρανό και ήταν να μπουν μέσα, έγινε συζήτηση γι’ αυτόν. ‘Ήρθε όμως φωνή από πάνω που έλεγε: «Είναι βέβαια φανερό ότι αυτός ήταν κάπως αμελής, όμως, επειδή είχε την αρετή της ξενιτείας να του ανοίξετε».

Ύστερα πέθανε και ο ντόπιος. Ήρθαν όλοι οι συγγενείς του, αλλά ο Γέροντας είδε ότι πουθενά δεν υπήρχαν άγγελοι, και απόρησε. Έπεσε, λοιπόν, με το πρόσωπο κατά γης στον Θεό και έλεγε: «Πώς ο ξένος, αν και ήταν αμελής, γνώρισε τόση δόξα και αυτός ο τόσο προσεκτικός δεν είχε τίποτε παρόμοιο;».

Τότε άκουσε φωνή να λέει: «Αυτός ο επιμελής, όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, άνοιξε τα μάτια του και είδε τους συγγενείς του να κλαίνε έτσι, παρηγορήθηκε η ψυχή του. Ο ξένος όμως, που ήταν βέβαια αμελής, κανέναν από τους δικούς του δεν είδε, και μόνος του στέναξε και έκλαψε. Αυτόν ο Θεός τον παρηγόρησε».

49. Κάποιος από τους Πατέρες διηγήθηκε ότι στην έρημο Νειλουπόλεως ήταν ένας αναχωρητής και ότι τον υπηρετούσε ένας κοσμικός πιστός. Στην πόλη ζούσε ένας άνθρωπος πλούσιος και ασεβής. Όταν αυτός πέθανε, τον ξεπροβόδισε ολόκληρη η πόλη και ο επίσκοπος με λαμπάδες και θυμιάματα.

Ο διακονητής του αναχωρητή* βγήκε να του πάει ψωμί, όπως συνήθιζε, και βρίσκει τον αναχωρητή κατασπαραγμένο από ύαινα.

* Δηλαδή ο πιστός κοσμικός που έμενε στην πόλη.

Έπεσε με το πρόσωπο ενώπιον του Θεού κι έλεγε: «Κύριε, δεν σηκώνομαι μέχρις ότου με πληροφορήσεις, πως εξηγούνται αυτά: Εκείνος ο ασεβής είχε τόση μεγαλοπρέπεια και αυτός που σε υπηρέτησε νύχτα μέρα πέθανε με τέτοιο τρόπο».

Ήρθε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Εκείνος ο ασεβής είχε κάποιο μικρό καλό και πήρε την ανταμοιβή του εδώ, όμως δεν θα έχει εκεί καμιά άνεση.

Αυτός ο αναχωρητής, ήταν βέβαια άνθρωπος στολισμένος με κάθε αρετή, όμως και αυτός είχε σφάλει λίγο. Και πλήρωσε εδώ, για να βρεθεί εκεί καθαρός μπροστά στον Θεό».

Πήρε την πληροφορία αυτή κι έφυγε, δοξάζοντας τον Θεό για τη δικαιοσύνη του.

50. Έλεγαν για έναν Γέροντα ότι ζήτησε από τον Θεό να δει τους δαίμονες. Του ήρθε απάντηση: «Δεν έχεις ανάγκη να τους δεις».

Ο Γέροντας όμως παρακαλούσε: «Κύριε, μπορείς να με σκεπάσεις με τη χάρη σου».

Ο Θεός του άνοιξε τα μάτια και είδε ότι σαν τις μέλισσες περικυκλώνουν τον άνθρωπο, τρίζοντας τα δόντια τους εναντίον του, ενώ ο άγγελος του Κυρίου τους επιτιμούσε.

51. Ένας αδελφός την ώρα που ένιωσε να οργίζεται εναντίον κάποιου, στάθηκε σε προσευχή ζήτησε βοήθεια για να δείξει μακροθυμία στον αδελφό και ο πειρασμός να περάσει, χωρίς να τον βλάψειΑμέσως βλέπει καπνός να βγαίνει από το στόμα του και να χάνεται.

52. Ένας Γέροντας είπε, για κάποιον άγιο άνδρα ότι παρ’ όλο που δεν έμαθε ψαλμούς από άλλον, ούτε τις ευχές των αγίων μυστηρίων -είχε βέβαια το αξίωμα του πρεσβυτέρου- από την πολλή του αγάπη στον Θεό τα γνώριζε όλα, σαν να τα είχε διδαχθεί. Έγινε μάλιστα πολύ ενάρετος και θεράπευε. Είχε επίσης και αυτό –μεγάλο κατόρθωμα- δηλαδή στα εξήντα χρόνια της άσκησης του δεν είδε γυναίκα, ούτε έκοψε τα μαλλιά του.

Την ώρα του θανάτου του την γνώρισε τρεις μέρες πριν. Έτσι κάλεσε τους μαθητές του, τους το έκανε γνωστό και την τρίτη μέρα αναπαύθηκε.

53. Υπήρχε ένας ερημίτης που δεν εργαζόταν καθόλου μόνο προσευχόταν αδιάκοπα, και νωρίς το βράδυ έμπαινε στο κελί του κι έβρισκε το ψωμί του κι έτρωγε.

Μια μέρα τον επισκέφθηκε ένας αδελφός που είχε μαζί του σεβένινα* κι έμαθε και τον Γέροντα να δουλεύει τα σεβένινα. Σαν βράδιασε, κατά τη συνήθειά του μπήκε στο κελί να φάει, αλλά δεν βρήκε τίποτε. Κοιμήθηκε λοιπόν λυπημένος.

Σέβινο ή σίβινο. Είναι ίνες από φοινικόφυλλα, ύλη με την οποία κατασκεύαζαν σχοινιά, ψαθιά, σκούπες κ.α. Και ρούχα ύφαιναν, που ήταν τραχιά και τα χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για άσκηση.

Και του αποκαλύπτεται: «Όταν περνούσες την ώρα σου μαζί μου, σε έθρεψα πάντοτε. Από τότε που άρχισες να εργάζεσαι, ζήτησε την τροφή σου από το εργόχειρο σου».

54. Ένας αδελφός έκανε σε κάποιον Γέροντα την ερώτηση: «Εκείνο που σώζει είναι το όνομα που έχει αποκτήσει κανείς ή το έργο του;».

Η απάντηση του Γέροντα: «Ξέρω έναν αδελφό, που μια φορά καθώς προσευχόταν μπήκαν στον νου του λογισμού, να δει την ψυχή ενός αμαρτωλού και ενός δικαίου, την ώρα που βγαίνει από το σώμα και φεύγει προς τα πάνω.

Ο Θεός δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει γι’ αυτήν του την επιθυμία. Έτσι, ενώ ήταν καθιστός στο κελί του, μπήκε ένας λύκος. Με το στόμα του τον έπιασε από τα ρούχα και τον τράβηξε έξω. Σηκώθηκε και τον ακολούθησε, μέχρι που τον έφερε σε μια πόλη. Εκεί ο λύκος τον άφησε κι έφυγε.

Καθόταν λοιπόν έξω από την πόλη σε μοναστήρι όπου ζούσε κάποιος με όνομα μεγάλου αναχωρητή, που τώρα ήταν άρρωστος και περίμενε την ώρα του. Ο αδελφός βλέπει μεγάλη προετοιμασία από κεριά και καντήλες που είχαν ετοιμασθεί γι’ αυτόν. Όλη η πόλη τον έκλαιγε, με τη σκέψη ότι ο Θεός με τις ευχές αυτού του αναχωρητή μας έδινε το ψωμί και το νερό. Γενικά, έλεγαν ότι ολόκληρη την πόλη ο Θεός την έσωζε με τις προσευχές αυτού, κι επομένως, αν συμβεί κάτι σ’ αυτόν, όλοι πεθαίνουμε.

Όταν ήρθε η αναπόφευκτη ώρα, να, ο αδελφός προσέχει και βλέπει τον τάρταρο του Άδη με την πύρινη τρίαινα.

Άκουσε και μια φωνή που έλεγε: “Όπως ούτε μια ώρα δεν με ανάπαυσε η ψυχή του, έτσι κι εσύ να μην τον λυπηθείς καθώς θα βγάζεις την ψυχή του. Αλλά και ούτε θα βρει ανάπαυση στους αιώνες’’.

Έπειτα εκείνος κατέβασε την πύρινη τρίαινα στην καρδιά του, βασανίζοντας τον για πολλή ώρα, κι έτσι τράβηξε την ψυχή του.

Ύστερα από αυτά ο αδελφός μπήκε στην πόλη, κάθισε κάπου κι έκλαιγε. Στην πλατεία βλέπει έναν ξένο αδελφό άρρωστο και κατάκοιτο, χωρίς να έχει κάποιον να τον φροντίζει. Έμεινε κοντά του μια μέρα.

Την ώρα που πέθαινε αυτός, βλέπει ο αδελφός τον Μιχαήλ και τον Γαβριήλ να έρχονται για την ψυχή του. Στάθηκαν ο ένας από τα δεξιά, ο άλλος από τα αριστερά και περίμεναν, παρακαλώντας την ψυχή και ζητώντας να την παραλάβουν.

Η ψυχή όμως δεν ήθελε ν’ αφήσει το σώμα.

Κι ο Μιχαήλ είπε στον Γαβριήλ: Τράβηξε την, για να φύγουμε.

Του λέει ο Γαβριήλ: Πήραμε εντολή από τον Δεσπότη μας να την βγάλουμε χωρίς να πονέσει. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να την πιέσουμε.

Τότε ο Μιχαήλ φώναξε με μεγάλη φωνή: Κύριε, ποιο είναι το θέλημά σου, γι’ αυτήν την ψυχή, επειδή δεν θέλει να βγει.

Άκουσε φωνή που έλεγε: Τώρα στέλνω τον Δαβίδ με την κιθάρα και όλους τους ψάλτες, ώστε ν’ ακούσει τη μελωδία της φωνής τους και να βγει με χαρά, Γι’ αυτό μην ασκήσετε βία.

Κατέβηκαν όλοι και στάθηκαν γύρω στην ψυχή. Εκείνη, καθώς έψαλλαν τους ύμνους, αναπήδησε και τινάχθηκε στα χέρια του Μιχαήλ. Έτσι, χαρούμενη πήγε ψηλά».

55. Ο ίδιος πάλι είπε για κάποιον Γέροντα ότι πήγε μια μέρα στην πόλη να πουλήσει αντικείμενα του εργόχειρου του. Συμπτωματικά κάθισε στην εξωτερική είσοδο του σπιτιού ενός πλούσιου, που πέθαινε. Καθόταν και πρόσεχε.

Σε μια στιγμή βλέπει μαύρα άλογα, με τους επιβάτες τους μαύρους και όλο φοβέρα και με ρόπαλα στα χέρια τους.

Όταν αυτοί έφτασαν στην είσοδο, άφησαν τα άλογα έξω, ενώ μπήκε μέσα ο καθένας τους.

Όταν τους είδε ο άρρωστος, φώναξε με μεγάλη φωνή: «Κύριε, ελέησε με και βοήθησε με».

Του λένε οι απεσταλμένοι: «Τώρα, όταν βασίλεψε ο ήλιος (της ζωής σου), αποφάσισες να θυμηθείς τον Θεό; Γιατί δεν τον ζήτησες όταν έλαμπε το φως της μέρας, Τώρα δεν υπάρχει για σένα μερίδα ελπίδας ούτε παρηγοριά».

Έτσι, πήραν την άθλια ψυχή του και έφυγαν.

56. Ένας Γέροντας είπε: Ακούσαμε από κάποιους άγιους ανθρώπους, που είχαν μέσα τους τον Χριστό, να κάνουν λόγο για μια συμφωνία που έκαναν τέσσερις άγιοι πρεσβύτεροι, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη δεσποτική φωνή που είπε: «Αν δύο από σας συμφωνήσουν μεταξύ τους πάνω στη γη, για κάθε πράγμα που θα ζητήσουν, θα το έχουν από τον ουράνιο Πατέρα μου», [ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς] (Ματθ. 18, 19) .

Αυτοί έκαναν συμφωνία να ζήσουν σ’ αυτόν τον κόσμο με μια ψυχή και να έχουν τον ίδιο χρόνο ζωής, και μαζί πάλι να βρεθούν στον ουρανό,

Οι τρεις κάνοντας υπομονή στην άσκηση ζούσαν ως ησυχαστές στην έρημο. Ο άλλος τους υπηρετούσε στις ανάγκες τους.

Οι δύο συνέβη να αναπαυθούν εν Χριστώ και να φύγουν από τη ζωή και να οδηγηθούν στον ίδιο τόπο αναπαύσεως. Οι άλλοι δύο, ο διακονητής και ο ένας ησυχαστής, έμειναν στη γη.

Ο διακονητής έπεσε σε σαρκικό αμάρτημα από ύπουλη ενέργεια του πονηρού δαίμονα. Σε έναν από τους διορατικούς άγιους Γέροντες αποκαλύφθηκε ότι οι δύο κοιμηθέντες Γέροντες παρακαλούσαν τον Θεό για τον διακονητή και έλεγαν: «Παράδωσε τον αδελφό να κατασπαραχθεί από λιοντάρι ή από άλλο θηρίο, για να ξεπλύνει την αμαρτία και να έρθει στον τόπο που είμαστε, και να μην ακυρωθεί η συμφωνία μας».

Ο αδελφός πήγε για τη συνηθισμένη διακονία. Επιστρέφοντας στον ησυχαστή τον συνάντησε ένα λιοντάρι και ήθελε να τον θανατώσει. Ο ησυχαστής έμαθε το γεγονός από αποκάλυψη. Στάθηκε σε προσευχή και παρακαλούσε τον Θεό για τον αδελφό. Το λιοντάρι αμέσως σταμάτησε.

Αλλά οι δύο Γέροντες, που ήδη είχαν αναπαυθεί, παρακαλούσαν τον Θεό: «Δέσποτα, σε παρακαλούμε, δώσε την άδεια να κατασπαραχθεί, για να έρθει μαζί μας σ’ αυτή τη μακαριότητα. Μην ακούσεις, Άγιε Θεέ, την προσευχή του αδελφού που παρακαλεί γι’ αυτόν στη γη».

Ο Γέροντας από την άλλη στο κελί με εκτεταμένη προσευχή και δάκρυα ικέτευε τον Θεό να ελεήσει τον αδελφό και να τον γλυτώσει από το λιοντάρι.

Ο Θεός άκουσε την κραυγή του Γέροντα, και λέει στους Πατέρες που ήταν στον ουρανό: «Δίκαιο είναι εκείνον να ακούσω. Εσείς εδώ είσαστε σε άνεση, απαλλαγμένοι από τους κόπους και τους ιδρώτες της ζωής, ενώ εκείνος είναι κουρασμένος από τον κόπο της ζωής και βρίσκεται σε παλαίσματα με τα πονηρά πνεύματα. Λοιπόν, δίκαιο είναι σ’  εκείνον να δώσω τη χάρη παρά σε σας»

Αμέσως το λιοντάρι έφυγε από τον αδελφό. Εκείνος γύρισε στο κελί και βρίσκει τον Γέροντα να χύνει δάκρυα γι’ αυτόν. Του εξιστόρησε ότι του συνέβη και εξομολογήθηκε την αμαρτία του. Έμαθε και ότι ο Θεός τον λυπήθηκε και μετανόησε. Και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα έφθασε στα πρωτινά μέτρα.

Ήρθε η ώρα που κοιμήθηκαν και οι δύο και η ζωή τους τελείωσε εν Χριστώ. Στον διορατικό άγιο, που αναφέραμε προηγουμένως, φανερώθηκε ότι οι τέσσερις βρίσκονται στον ίδιο τόπο, σύμφωνα με τις αδιάψευστες υποσχέσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

57. Άλλος πάλι ήταν αποκρισιάριος* ενός μεγάλου κοινοβίου, και, καθώς εκτελούσε τις εξωτερικές υποθέσεις του κοινοβίου, συνέβη να πέσει στον βούρκο της ακολασίας. Ήρθε η ώρα και πέθανεΤο πρόσωπό του έγινε όπως ή καπνιά από χύτρα.

Αποκρισάριος ή αποκρισιάριος. Στην εκκλησιαστική γλώσσα οι αποκρισάριοι ήταν κληρικοί, οι οποίοι στέλνονταν ως αντιπρόσωποι επισκόπων προς Μητροπολίτες και τον Πατριάρχη. Αργότερα αντικαταστάθηκαν με λαϊκούς. Η νομοθεσία του Ιουστινιανού προέβλεπε αποκρισαρίους και για μοναστηριακές υποθέσεις σε σχέση κυρίως με τις εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές. Αρχικά ανελάμβαναν μοναχοί κάθε μονής, από τους πλέον ενάρετους. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από λαϊκούς για να μην απουσιάζουν από την μονή οι μοναχοί.

Ο ηγούμενος του μοναστηριού, άνθρωπος πνευματικός, μόλις είδε το γεγονός, κάλεσε σε σύναξη όλη την αδελφότητα και είπε: «Ο αδελφός αυτός έφυγε απ’ τη ζωή. Ξέρετε βέβαια ότι για τη δική σας ανάπαυση και ησυχία ολόψυχα κουραζόταν στις εξωτερικές εργασίες. Ως άνθρωπος έπεσε στην παγίδα του πονηρού. Επειδή από δική μας αφορμή έπεσε σε αμάρτημα, ελάτε, ας κοπιάσουμε με προθυμία γι’ αυτόν κι ας παρακαλέσουμε τον φιλάνθρωπο Θεό, γιατί η ευσπλαχνία του απλώνεται σ’ όλα του τα έργα» (Ματθ. 5, 45-47).

Εκείνοι άρχισαν με δάκρυα να νηστεύουν και να ικετεύουν τον Θεό να τον σπλαχνιστεί. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμειναν όλοι νηστικοί, χωρίς να τρώνε τίποτε μόνο θρηνολογούσαν κι έχυναν δάκρυα για την απώλεια του αδελφού.

Ο αββάς ήρθε σε έκσταση. Βλέπει τον Σωτήρα να δείχνει συμπάθεια για τον κόπο των αδελφών.

Από την άλλη ο διάβολος άρχισε να κατηγορεί και να λέει: «Δέσποτα, δικός μου είναι αυτός σε παρακαλώ, απ’ τους δικούς μου είναι εγώ ήμουν συνεργός του στο αμάρτημα. Καθώς είσαι δικαιοκρίτης, Κύριε, ανάλογα να κρίνεις».

Ο Σωτήρας αποκρίθηκε: «Είμαι δικαιοκρίτης αλλά και ελεήμων. Το πέρας της δικαιοσύνης μου είναι το έλεος και η φιλανθρωπία μου, γιατί είμαι ελεήμων και φιλάνθρωπος. Λογικό είναι να μην αδιαφορήσω για την ικεσία τόσων αγίων ανδρών, που εύχονται σε μένα για έναν τραυματισμένο, ο οποίος μάλιστα έπεσε στην αμαρτία, για να εξυπηρετήσει αυτούς τους ίδιους που παρακαλούν. Είναι αλήθεια ότι κι αυτός μπορούσε να μένει στην ησυχία –όπως έκαναν όλοι στο μοναστήρι- και να μην πληγωθεί από τα βέλη του εχθρού αλλά με αφορμή τις εξωτερικές υποθέσεις του μοναστηριού γλίστρησε ως άνθρωπος.

Ή δεν βλέπεις ότι για χάρη του όλοι αψηφούν τον θάνατο και όλοι για τον έναν πεθαίνουν; Όμως, τουλάχιστον να τους πείσεις να σταματήσουν να με παρακαλούν, και τότε παρ’ τον. Δες, τόσες ψυχές κινδυνεύουν να πεθάνουν από πείνα, καθώς τρεις μέρες και τρεις νύχτες με παρακαλούν και ικετεύουν γι’ αυτόν με δάκρυα. Δεν σταματούν τις προσευχές με στεναγμούς και γονυκλισίες, και με το κεφάλι πασπαλισμένο με στάχτη με παρακαλεί τόσο πλήθος.

Και παίρνοντας υπόψιν ότι ο αδελφός δεν αμάρτησε κατόπιν προμελέτης έχοντας σκοπό του την αποστασία, αλλά ότι από απροσεξία ως άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, δεν αρμόζει να πετύχουν αυτοί αυτό που ζητούν;

Αν στους επίγειους βασιλείς, και τη στιγμή ακόμη που η πόλη ολόκληρη βλέπει έναν κατάδικο να οδηγείται στον θάνατο, η ικεσία του πλήθους ακυρώνει τη βασιλική απόφαση και αρπάζει μέσα από τα χέρια των δημίων τον κατάδικο, πόσο περισσότερο εγώ ο Βασιλιάς, ο απόλυτα δίκαιος και φιλάνθρωπος, θα ικανοποιήσω των στρατιωτών μου το αίτημα και την ικεσία που μου προσφέρουν για τον ένα

Μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου ντροπιάστηκε ο διάβολος κι έγινε άφαντος. Όταν ο αββάς της μονής συνήλθε από την έκσταση, τα διηγήθηκε όλα στους αδελφούς και χάρηκαν πάρα πολύ.

Συγχρόνως το πρόσωπο του αδελφού άρχισε λίγο-λίγο να καθαρίζει από τη μαυρίλα κι έγινε ολόκληρο καθαρό. Οι αδελφοί, αφού πληροφορήθηκαν ότι ο Θεός έταξε την ψυχή του στον κλήρο των σωζόμενων, πήραν το λείψανο και το έθαψαν. Ένιωσαν αγαλλίαση για την παράδοξη σωτηρία του αδελφού και βεβαιώθηκαν ότι ο Κύριος είναι κοντά σε όλους, που τον ζητούν με ειλικρίνεια. (Ψαλμ. 144, 18).

58. Ο ίδιος Γέροντας αναφέρθηκε και σε κάποιον επίσκοπο, ώστε εμψυχωμένοι κι από εκείνον να αφοσιωθούμε στο έργο της σωτηρίας μας.

Κάποιοι ανήγγειλαν στον επίσκοπο μας -όπως ο ίδιος αφηγούνταν- ότι δύο γυναίκες λαϊκές, που δεν προέρχονταν από την τάξη των δούλων, πιστές, δεν ζουν με σωφροσύνη.

Ο επίσκοπος όμως επειδή απ’ αυτούς που του τα ανήγγειλαν παρασύρθηκε σαν άνθρωπος, και συγχρόνως υποψιάσθηκε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με άλλους πιστούς, κατέφυγε στον Θεό, ζητώντας με επιμονή από κει να μάθει την αλήθεια, πράγμα που το πέτυχε.

Μετά δηλαδή από τη θεία και φοβερή εκείνη προσκομιδή που έκανε, έβλεπε μέσα από τα πρόσωπα τις ψυχές εκείνων που έρχονταν να μεταλάβουν τα άγια μυστήρια, σε ποιες αμαρτίες είναι ένοχη καθεμιά.

Την όψη των αμαρτωλών την έβλεπε σαν καπνιά. Άλλοι απ’ αυτούς είχαν το πρόσωπο σαν καμμένο, άλλοι τα μάτια κατακόκκινα και ματωμένα.

Και άλλοι ήταν φωτεινοί στην όψη και ντυμένοι λευκό ένδυμα.

Και την ώρα που μετέδιδε ο επίσκοπος το σώμα του Κυρίου, έβλεπε άλλους να τους περιβάλλει φλόγα και να τους κατακαίει,

ενώ οι άλλοι να γίνονται σαν φως από τον μαργαρίτη που έπαιρναν στο στόμα τους, και όλο το σώμα τους να φεγγοβολάει. Σ’ αυτούς που τα πάθαιναν αυτά, ανήκαν -λέει- και μοναχοί και παντρεμένοι.

Έπειτα στράφηκε -λέει- να κοινωνήσει ο ίδιος και τις γυναίκες, για να μάθει κι αυτές τι λογής είναι στην ψυχή. Βλέπει και σ’ αυτές να ισχύει το ίδιο: πρόσωπα μαύρα και ματωμένα και κόκκινα και λευκά.

Ανάμεσα τους ήταν κι εκείνες οι δυο γυναίκες, που τις είχαν κατηγορήσει στον επίσκοπο, για τις οποίες κυρίως είχε έρθει στο σημείο και επίσκοπος να κάνει μια τέτοια προσευχή. Τις βλέπει κι αυτές, την ώρα που προσέρχονταν στα άγια μυστήρια του Θεού, να έχουν το πρόσωπο λαμπρό και άξιο τιμής και να είναι ντυμένες με λευκό ένδυμα. Έπειτα, αφού μετάλαβαν κι αυτές τα άγια μυστήρια του Χριστού, φάνηκε να λάμπουν μέσα σε φως.

Ο επίσκοπος στράφηκε πάλι στη συνηθισμένη ικεσία προς τον Θεό, ζητώντας τη σημασία των αποκαλύψεων που του είχαν φανερωθεί.

Ήρθε κοντά του άγγελος Κυρίου και του παράγγειλε να τον ρωτάει για το καθετί.

Ο επίσκοπος αμέσως ρώτησε, για κείνες τις δυο γυναίκες, αν είναι αληθινή η προηγούμενη σε βάρος τους κατηγορία ή ψεύτικη.

Ο άγγελος βεβαίωσε ότι, όλα όσα είπαν γι’ αυτές είναι αληθινά.

Και ο επίσκοπος ρώτησε τον άγγελο: «Τότε, πως κατά τη μετάληψη των αγίων μυστηρίων του Χριστού ήταν λαμπρές στην όψη, είχαν άσπρη την ενδυμασία και έλαμπαν μέσα σε πολύ φως;»,

Ο άγγελος απάντησε ακριβώς ότι, αφού συναισθάνθηκαν αυτά που είχαν κάνει και απομακρύνθηκαν απ’ αυτά, με δάκρυα, στεναγμούς και ελεημοσύνες στους φτωχούς και με εξομολόγηση, πέτυχαν τη θεία συγχώρηση. Και υποσχέθηκαν στο εξής να μην περιπέσουν πλέον στα ίδια, αν βέβαια βρουν συγχώρηση για τα προηγούμενα αμαρτήματα. Με όλα αυτά έχουν πετύχει τη θεία συμφιλίωση και απαλλάχθηκαν από την κατηγορία. Τώρα πλέον ζουν με σύνεση, σύμφωνα με τον νόμο του Θεού και με ευσέβεια.

Ο επίσκοπος είπε ότι δεν θαυμάζει τόσο την αλλαγή των γυναικών -αυτό με πολλούς έχει γίνει- αλλά τη δωρεά του Θεού, γιατί όχι μόνο δεν τις τιμώρησε αλλά τις έκανε κι άξιες για τόση χάρη.

Ο άγγελος του είπε: «Αυτό θαυμάζεις; Δικαιολογημένα βέβαια, αφού είσαι άνθρωπος. Ο Δεσπότης, και δικός μας και δικός σας Θεός, από τη φύση του αγαθός και φιλάνθρωπος, αυτούς που παύουν να διαπράττουν τα αμαρτήματα τους και με εξομολόγηση πέφτουν στα πόδια του, όχι μόνο δεν τους στέλνει για να τιμωρηθούν, αλλά και την οργή παύει και τους κάνει άξιους για τιμή. Και αυτό συμβαίνει, ακριβώς διότι τόσο αγαπά και Θεός τον κόσμο, ώστε τον Υιό του τον μονογενή παρέδωσε στον θάνατο για χάρη του (Ιω. 3, 16). Λοιπόν, εκείνος που διάλεξε να πεθάνει για χάρη των εχθρών του (Ρωμ. 5, 6-11), αυτός πολύ περισσότερο δεν θα απαλλάξει από τις τιμωρίες αυτούς που έγιναν δικοί του και μετάνιωσαν για όσα έκαναν; (πρβλ. Ιω. 5, 24). Και δεν θα τους δώσει να απολαύσουν τα αγαθά που έχει ετοιμάσει ο ίδιος.

Αυτό να ξέρεις καλά, ότι κανένα από τα ανθρώπινα αμαρτήματα δεν νικά τη φιλανθρωπία του Θεού, αρκεί να εξαλείψει κανείς με τη μετάνοια τα κακά που έκανε προηγουμένως. Ο Θεός, ως φιλάνθρωπος που είναι, γνωρίζει την αδυναμία του γένους σας και τη δύναμη των παθών και την μεγάλη κακουργία του διαβόλου. Γι’ αυτό, όταν οι άνθρωποι πέφτουν σε αμαρτήματα, τους συγχωρεί σαν παιδιά του και δείχνοντας μακροθυμία περιμένει τη διόρθωση τους. Όταν αλλάζουν και προσεύχονται στην αγαθότητα του, αισθάνεται συμπάθεια σαν ασθενείς που είναι και σταματάει αμέσως τις τιμωρίες. Επίσης τους χαρίζει τα αγαθά που έχει ετοιμάσει για τους δίκαιους.

Είπε ο επίσκοπος στον άγγελο: «Σε παρακαλώ να μου διευκρινίσεις και τη διαφορά των προσώπων, ο καθένας απ’ αυτούς σε ποια αμαρτήματα βρίσκεται, για να τα μάθω κι αυτά και να μην έχω άγνοια για καμιά περίπτωση».

«Οι λαμπροί και χαρωποί στην όψη -του λέει ο άγγελος του Κυρίου- ζουν με σεμνότητα, με αγιότητα και δικαιοσύνη. Είναι και επιεικείς, δείχνουν συμπάθεια στους άλλους και είναι ελεήμονες.

Εκείνοι που έχουν μαύρα τα πρόσωπα υπηρετούν την πορνεία, την ασέλγεια και γενικά την άσωτη και ηδυπαθή ζωή.

Όσοι φάνηκαν ματωμένοι και κόκκινοι σαν φωτιά είναι εκείνοι που η ζωή τους έχει γίνει ένα με την πονηρία και αδικία, είναι φιλοκατήγοροι, βλάσφημοι, πανούργοι και αιμοβόροι».

Ο άγγελος συμπλήρωσε: «Βοήθησε τους, αν βέβαια ποθείς πολύ τη σωτηρία τους. Εξάλλου γι’ αυτό τον λόγο έγιναν δεκτές οι προσευχές σου, αφού από την όψη τους έμαθες τις αμαρτίες των μαθητευομένων, να τους κάνεις με τις συμβουλές και τις νουθεσίες σου να γίνουν καλύτεροι, δείχνοντας μετάνοια στον Χριστό, τον Κύριο μας, που πέθανε γι’ αυτούς και αναστήθηκε από τους νεκρούς.

Με όση δύναμη και προθυμία κι αγάπη υπάρχει μέσα σου για τον Δεσπότη σου Χριστό, φρόντισε με κάθε τρόπο να επιστρέφουν αυτοί από τις αμαρτίες τους στον Θεό, κατατοπίζοντας τους σε ποια αμαρτήματα είναι υποδουλωμένοι και παρακινώντας τους να μη δείχνουν αδιαφορία για τη σωτηρία τους. Απ’ αυτή σου την προσπάθεια, για κείνους θα προέλθει σωτηρία ψυχής και απόλαυση των μελλόντων αγαθών, καθώς θα μετανοούν και θα επιστρέφουν στον Θεό. Και σε σένα μεγάλος θα είναι ο μισθός, εφόσον μιμείσαι τον Δεσπότη σου, που άφησε τους ουρανούς και έζησε στη γη, για τη σωτηρία των ανθρώπων».


Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Μέγα Γεροντικόν, Τόμος Δ΄. εκδ. Ιερό Ησυχαστήριο «Το Γενέσιον της Θεοτόκου».

Μπορείτε να διαβάσετε και τα υπόλοιπα αποφθέγματα των Πατέρων εδώ: Το Μέγα Γεροντικόν.

https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου