π. Δημητρίου Μπόκου
Όταν ο άσωτος υιός επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και έγινε δεκτός με ανοιχτές αγκάλες από τον πατέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός δεν χάρηκε. Και μάλιστα διαμαρτυρήθηκε έντονα στον πατέρα του, εκφράζοντας παράπονο και διαφωνώντας για τον τρόπο υποδοχής του αδελφού του (Κυριακή του Ασώτου).
Παρόμοιο παράπονο εκφράζουν και οι εργάτες του αμπελώνα σε μια άλλη παραβολή του Χριστού. Εκεί ο Χριστός μιλάει για εργάτες που έπιασαν δουλειά πρωί-πρωί και εργάστηκαν όλη την ημέρα και για άλλους που εργάστηκαν μονάχα μια ώρα. Αλλά στο τέλος όλοι αυτοί πήραν τον ίδιο μισθό. Τότε οι πρώτοι εργάτες που υπέμειναν τον ολοήμερο κόπο και τον καύσωνα, παραπονέθηκαν στο αφεντικό για αδικία (Ματθ. 20, 1-16).
Ο πρεσβύτερος υιός της παραβολής και οι εργάτες του αμπελώνα είναι οι δίκαιοι. Τα τέκνα του Θεού που εργάζονται πιστά κοντά του σε όλη τους τη ζωή. Που εφαρμόζουν προσεκτικά τις εντολές του. «Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον», λέει με πικρία ο μεγάλος γιος στον πατέρα του. Ο Χριστός δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι έλεγε ψέματα ο πρεσβύτερος αδελφός. Ούτε ότι δεν εργάστηκαν όλη την ημέρα οι εργάτες του αμπελώνα. Ούτε ότι ο φαρισαίος της άλλης παραβολής δεν είχε τις αρετές που έλεγε. Αλλά κάτι έλειπε από όλους αυτούς. Ποιο ήταν αυτό;
Αυτοί ήταν οι εργάτες του μισθού. Φρόντιζαν για τον εαυτό τους. Να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Όταν είδαν ότι και άλλοι διεκδικούν το ίδιο πράγμα, χωρίς τις δικές τους προϋποθέσεις, αντέδρασαν. Ζήλεψαν. Φθόνησαν. Θεώρησαν τον εαυτό τους αδικημένο. Και τον Θεό άδικο. Δεν ήταν οι εργάτες της αγάπης. Δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ισότιμα δίπλα τους τους παρακατιανούς της κοινωνίας. Ενεργούσαν κατά καθήκον. Αποβλέποντας στο τί θα κερδίσουν. Τους έλειπε η ανθρωπιά. Το να κάνουν το καλό από αγάπη. Για τον Θεό και για τον άνθρωπο.
Αυτό έκανε την καρδιά τους σκληρή, πέτρινη, χωρίς ευαισθησία απέναντι στον αμαρτωλό. Έμεναν στο γράμμα του νόμου. Απαιτούσαν δικαιοσύνη κατά την ανθρώπινη λογική. Οι «σώφρονες» δίκαιοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν ένα Θεό που αγαπά εξ ίσου με τους καλούς και τους κακούς. Που ανατέλλει τον ήλιο και στέλνει τη βροχή του «επί πονηρούς και αγαθούς». Και συγχωρεί τον μετανοημένο άνθρωπο χωρίς να απαιτεί την περαιτέρω τιμωρία του.
Με τέτοιο φρόνημα οι θεωρούμενοι δίκαιοι γίνονται από πρώτοι έσχατοι. Οι πρώην άσωτοι, εμφορούμενοι από δυναμική, σωτήρια μετάνοια, τους ξεπερνούν. Εισέρχονται πρώτοι, με αρχηγό τον ληστή, στον Παράδεισο. Ο Χριστός είναι κατηγορηματικός: «Οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την Βασιλείαν του Θεού». Ο λόγος του αυτός επαληθεύτηκε πολλές φορές.
Μια ευλαβής ορφανή κοπέλα ολίσθησε κάποτε στη ζωή της πορνείας. Απεστάλη τότε σ’ αυτήν ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός και κατάφερε να τη φέρει σε κατάνυξη. «Υπάρχει για μένα μετάνοια;» ρώτησε η παραστρατημένη. Και στην καταφατική απάντηση του γέροντα, «πήγαινέ με τότε όπου θέλεις», του είπε. Και χωρίς να πάρει τίποτε μαζί της, έφυγε αμέσως με τον γέροντα.
Νυχτώθηκαν στην έρημο και κοιμήθηκαν πάνω στην άμμο. Τα μεσάνυχτα ο αββάς βλέπει μια φωτεινή στήλη από τη γη μέχρι τον ουρανό και αγγέλους να ανεβάζουν ψηλά την ψυχή της πόρνης. Και ακούει φωνή Θεού να λέει: «Μία ώρα της δικής της μετάνοιας ήταν πολύ πιο ευπρόσδεκτη από τη μακροχρόνια, αλλά χωρίς θέρμη, μετάνοια πολλών» (από το Γεροντικό).
Να, πώς ένας άσωτος, ένας αμαρτωλός, ένας εργάτης της ενδεκάτης ώρας, μπορεί να ξεπεράσει τον δίκαιο.
Καλή, ευλογημένη εβδομάδα! Καλό Τριώδιο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου