(Λουκ. ιε´ 11-32)
Ἡ ἀπερινόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο φαίνεται ἀπὸ τὴν μεγάλη Του ὑπομονή, τὴ μεγάλη συγχωρητικότητά Του καὶ τὴ μεγάλη χαρά Του. Τέτοια ἀγάπη στὴ γῆ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μόνο μὲ τὴ μητρική. Ποιός ἔχει μεγαλύτερη ὑπομονὴ πρὸς κάθε πλάσμα στὴ γῆ, ἀπ’ ὅση ἔχει μία μητέρα γιὰ τὸ παιδί της; Ποιός ἔχει μεγαλύτερη συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴ μητέρα; Ποιός κλαίει ἀπὸ χαρά, ὅταν βλέπει τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό, ὅσο μία μητέρα ποὺ βλέπει τὴ βελτίωση τοῦ παιδιοῦ της;
Ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἡ μητρικὴ ἀγάπη ξεπεράστηκε μόνο ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ὑπομονή Του τὸν ὁδήγησε στὰ φοβερὰ πάθη Του στὸ σταυρό. Ἡ συγχωρητικότητά Του πήγαζε ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη Του, ἀκόμα κι ὅταν βρισκόταν στὸ σταυρό. Ἡ χαρά Του γι’ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦσαν, ἁπάλυνε τοὺς πόνους τῆς στοργικῆς ψυχῆς Του. Μόνο ἡ θεία ἀγάπη ξεπερνάει τὴ μητρική. Μόνο ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μάνα μας. Μόνο Ἐκεῖνος μᾶς συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα ἀπὸ ἐκείνη. Μόνο ὁ Θεὸς χαίρεται περισσότερο ἀπὸ τὴ μητέρα μας, ὅταν ἐμεῖς βελτιωνόμαστε.
Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ὑπομονὴ μαζί μας, ὅταν ἁμαρτάνουμε, δὲν μᾶς ἀγαπᾶ. Οὔτε μᾶς ἀγαπᾶ αὐτὸς ποὺ δὲν μᾶς συγχωρεῖ, ὅταν μετανοοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ λιγότερο ἀπ’ ὅλους μᾶς ἀγαπᾶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν χαίρεται, ὅταν βελτιωνόμαστε. Ἡ ὑπομονή, ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρὰ εἶναι τὰ τρία μέγιστα χαρακτηριστικὰ τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς ὁλοκληρωτικῆς, τῆς πραγματικῆς ἀγάπης – ἂν ὑπάρχει πραγματικὴ ἀγάπη ἔξω ἀπὸ τὴ θεϊκή. Χωρὶς τὰ τρία αὐτὰ χαρακτηριστικά, ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀγάπη. Ἂν δώσεις τὸ ὄνομα «ἀγάπη» σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο, εἶναι σὰ νά ᾽δινες τὸ ὄνομα «πρόβατο» σὲ μία κατσίκα ἢ σ’ ἕνα γουρούνι.
Στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς μᾶς παρουσιάζει τὴν εἰκόνα τῆς πραγματικῆς, τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἱστορημένη μὲ τόσο ζωηρὰ καὶ καθαρὰ χρώματα, ὥστε μπροστὰ στὰ μάτια μας μοιάζει ζωντανή, ὅπως φαίνεται ὁ κόσμος μας μετὰ τὸ σκοτάδι, ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα τὰ χρώματα τῆς εἰκόνας αὐτῆς δὲν ξεθώριασαν, οὔτε καὶ πρόκειται νὰ ξεθωριάσουν ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι στὴ γῆ κι ὁ Θεὸς ἐξακολουθεῖ νὰ τοὺς ἀγαπᾶ. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ὅσο πιὸ ἁμαρτωλοὶ γίνονται οἱ ἄνθρωποι, τόσο πιὸ ζωντανὴ μοιάζει ἡ εἰκόνα, τόσο πιὸ φρέσκια.
* * *
«Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δὸς μοὶ τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας» (Λουκ. ιε΄ 11-12). Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο γιούς. Καὶ εἶπε ὁ νεώτερος ἀπ’ αὐτοὺς στὸν πατέρα του: πατέρα, δός μου τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ὁ πατέρας τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία. Πόσο ἁπλὸ μὰ καὶ πόσο δραματικὸ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς παραβολῆς αὐτῆς! Πόσο βάθος κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ἁπλότητα αὐτή! Πίσω ἀπὸ τὶς λέξεις “ἄνθρωπός τις”, κρύβεται ὁ Θεός. Κάτω ἀπὸ τὶς λέξεις δύο υἱούς, ὑπάρχουν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος κι ὁ ἁμαρτωλός, ἢ μᾶλλον, ὅλοι οἱ δίκαιοι ἄνθρωποι κι ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Ὁ δίκαιος ἄνθρωπος εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλό. Ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο δίκαιο. Ἀργότερα ἔγινε ἁμαρτωλός. Ὁ ἁμαρτωλὸς ζητάει τὸ μερίδιό του, τόσο ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσο κι ἀπὸ τὸν δίκαιο ἀδερφό του.
Μὲ τοὺς δύο γιοὺς πρέπει ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε τὴ διπλὴ φύση ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος: τὴ μία ποὺ διψάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ρέπει πρὸς τὴν ἁμαρτία. Ἡ μία φύση πιέζει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ νοῦ, ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἡ ἄλλη τὸν σπρώχνει νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τῆς σάρκας (βλ. Ρωμ. ζ΄ 22-23). Ἔχουμε τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν σαρκικό, δύο ἀνθρώπους νὰ συνυπάρχουν στὸν ἕνα. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πὼς θὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ σαρκικὸς νομίζει πὼς ἡ ζωή του ἀρχίζει, μόνο ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ὁ σαρκικὸς νεώτερος. Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ δημιουργία του ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι πρεσβύτερος, ἀφοῦ μαθαίνουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶπε στὴν ἀρχή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν» (Γεν. α΄ 26).
Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πνευματικὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἡ σαρκική. Ἐξ ἄλλου ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν πηλὸ (Γεν. β΄ 7), στὸν ὁποῖο «ἐνεφύσησεν» τὴν εἰκόνα ποὺ εἶχε ἤδη διαμορφωθεῖ, δηλαδὴ τὸν πνευματικὸ ἄνθρωπο. Βέβαια τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως τὸ δημιούργησε ὁ Θεός, ἂν καὶ ἦταν πηλός, δὲν ἦταν ἁμαρτωλό, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ὁδήγησε τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία. Ἐπίσης ἡ Εὔα ἦταν νεώτερη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ παραβίασε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ κι ἔπεσε στὸν πειρασμὸ λόγῳ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας της. Μὲ τὴν πτώση της χωρίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁδηγήθηκε «εἰς χώραν μακράν», στὸ βασίλειο τοῦ Σατανᾶ.
«Δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Ἔτσι μιλάει στὸν Θεὸ ὁ ἁμαρτωλός. Γιατί ἔτσι εἶναι. Τί ἀνήκει στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ; Ὁ πηλός, μόνο ὁ πηλός, τίποτ’ ἄλλο. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν πηλὸ τὸν δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ πηλὸς ὅμως δὲν εἶναι μέρος τῆς ὕπαρξής Του. Ἔτσι μόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς ὁ πηλὸς τοῦ ἀνήκει. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τ’ ἄλλα ἀνήκουν στὸν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι χωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ὅλα ὅσα ἀνήκουν στὸν Θεό, ἀνήκουν καὶ στὸν ἴδιο. Ὅπως ὁ Θεὸς λέει: «τέκνον… πάντα τὰ ἐμά, σά ἐστιν» (Λουκ. ιε΄ 31), ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση: «πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι» (Ἰωάν. ιϛ΄ 15).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίσει νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό· κι ὅταν ζητήσει νὰ λάβει τὸ μερίδιό του ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὴν τοῦ δώσει τίποτα, χωρὶς νὰ χάσει τὴ δικαιοσύνη Του. Γιατί χωρὶς τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτα. Κι ὅλα ὅσα κατέχει, εἶναι τίποτα. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ δίνει πηλό, δηλαδὴ μόνο σῶμα χωρὶς πνεῦμα, χωρὶς ψυχή, χωρὶς πνευματικὲς δωρεές, πάλι τοῦ ἔχει δώσει περισσότερα ἀπ’ ὅσα τοῦ ἀνήκουν. Καὶ τοῦ τά ’δωσε αὐτὰ ὄχι ὡς πράξη δικαιοσύνης, ἀλλὰ ἐλέους. Καθὼς ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπροσμέτρητα ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἔλεος ποὺ ἔχει μία μητέρα πρὸς τὸ παιδί της, ὁ Θεὸς δίνει στὸ ἁμαρτωλὸ παιδί Του κάτι περισσότερο ἀπὸ πηλό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα δηλαδὴ τοῦ δίνει καὶ ψυχή, ὅπως καὶ στὰ ζῶα, τοῦ ἀφήνει καὶ κάποια πνευματικὰ χαρίσματα ὅπως ἐπίγνωση, συνείδηση, ἐπιθυμία τοῦ καλοῦ. Κι αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἕνας μικρὸς σπινθήρας, ἀρκετὸς νὰ τὸν διαφυλάξει, γιὰ νὰ μὴν πέσει χαμηλὰ καὶ φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῶν ζώων, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἕνα ζῶο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα.
«Καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Ὁ πρεσβύτερος γιὸς κάθισε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του κι ἀπολάμβανε ὅλα τὰ ἀγαθά του. Ὁ νεώτερος γιὸς ὅμως «μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα… ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄ 13). Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μάζεψε ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του καὶ πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα. Ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἀσωτεία καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία του.
Αὐτὸ τὸ “μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας”, δὲν θυμίζει ἆραγε τὴ σύντομη παραμονὴ τοῦ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο; Ὅταν ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ, ζήτησε κι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ μερίδιό του. Τότε εἶδε τὴ γύμνωσή του. Εἶδε δηλαδὴ πὼς χωρὶς τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα. Κι ὁ Θεὸς μὲ τὸ ἔλεός Του δὲν τὸν ἔδιωξε γυμνό, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε ροῦχα. «Καὶ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτοὺς» (Γεν. γ΄ 21). «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ΄ 19), εἶπε στὸν Ἀδάμ. Αὐτὸ σημαίνει: Στὴν καλύτερη περίπτωση μόνο ὁ πηλὸς εἶναι δικός σου. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι δικά μου. Ζήτησες αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει κι Ἐγὼ σοῦ τὸ ἔδωσα. Γιὰ σένα ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσεις νὰ ζήσεις ἔστω καὶ στὴ σκιὰ αὐτοῦ ποὺ ἤσουν πρίν, σοῦ δίνω καὶ κάτι παραπάνω. Σοῦ δίνω ἕνα σπινθήρα τῆς θεϊκῆς μου δύναμης καὶ ἀξίας.
Αὐτό, ποὺ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ, ἐπαναλαμβάνεται ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἑκατομμύρια ἀπογόνους του. Ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μὲ τὴν ἁμαρτία τους χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, λαβαίνουν τὸ μερίδιό τους κι ἀποδημοῦν εἰς χώραν μακράν. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ πιέσει κανέναν νὰ μείνει μαζί Του. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ δὲν θέλει μὲ τίποτα νὰ περιορίσει τὴν ἐλευθερία του, γιατί αὐτὸ θά ’ταν ἀντίθετο στὴ θεϊκή Του φύση.
Τί κάνει τώρα ὁ ἀνόητος ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ὅταν χωρίζεται ἀπ’ Αὐτόν; Ἀποδημεῖ σὲ χώρα μακρινὴ καὶ σπαταλάει τὴν περιουσία του ζώντας μὲ ἀσωτεῖες. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχει κάνει ἕνας μόνο ἁμαρτωλός. Δὲν τὰ ἔκανε μόνο ὁ νεώτερος γιὸς τῆς παραβολῆς. Αὐτὰ τὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν χωρίζονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ «ἐξέλιπαν ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν» (Ψαλμ. οζ΄ 33).
Τί σημαίνει ζῶν ἀσώτως; Πὼς τὶς μέρες του τὶς δαπάνησε ἄσκοπα, μέσα στὴν ἁμαρτία, μὲ μεθύσια, διαπληκτισμούς, ὀργή, σπατάλες καὶ κυρίως μὲ ἀνηθικότητα. Μὲ ἁμαρτίες ποὺ σπαταλοῦν τὶς ζωτικὲς λειτουργίες γρήγορα καὶ ὁλοκληρωτικά, ἐνῶ ὁ θεϊκὸς σπινθήρας ἐξαφανίζεται. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀγάπη, παραδίνεται στὰ πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ, κυκλώνεται ἀπὸ πλῆθος παθῶν καὶ περιφέρεται ἀπὸ ᾽δῶ κι ἀπὸ ᾽κεῖ. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι σὰν νὰ παίρνει τὸ τσεκούρι καὶ νὰ κόβει τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ζωῆς του. Κόβει κάθε μέρα κι ἀπὸ μία ρίζα, ὡσότου τὸ δέντρο ἀρχίσει νὰ μαραίνεται. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔζησε ἄσκοπα καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του. «Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Κι ἀφοῦ τὰ ξόδεψε ὅλα, στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα ἔπεσε πείνα μεγάλη κι ἄρχισε κι ὁ ἴδιος νὰ πεινᾶ. Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸ Θεό, ὑπάρχει πάντα πείνα, γιατί ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο ἄνθρωπο. Ἡ τροφή της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξάνει τὴν πείνα του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα μπορεῖ νὰ χορτάσει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴ μακρινὴ χώρα πάντα ὑπάρχει πείνα. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ξεχνᾶ τελείως τὸν Θεὸ καὶ δαπανᾶ ὅλες τὶς ζωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μὲ τὸ μερίδιό του, πέφτει σὲ μεγάλη πείνα. Μία πείνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει οὔτε γιὰ μία στιγμὴ ἡ γῆ ὁλόκληρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της.
Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις. Ἡ τραγωδία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀρχίζει ὅταν ὅλ’ αὐτὰ γίνονται ἀποκρουστικά, μοιάζουν μὲ βρῶμα καὶ δυσωδία. Τότε ἀρχίζει νὰ παραπονιέται γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ καταριέται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στεγνὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὴν ψυχή του, νιώθει σὰν νά ’χει μέσα του ἕνα κενό, σὰν νά ’ναι ἕνα καλάμι ξερό, ἀπ’ ὅπου περνάει παγερὸς ἀέρας. Ὅλα τοῦ φαίνονται μαῦρα. Ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀηδιαστικά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται, τά ’χει χαμένα, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπορεῖ νὰ πιστέψει στὴν ἄλλη; Ἐκείνη τὴν ἔχει ξεχάσει ἐντελῶς, τούτην ἐδῶ ἄρχισε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνουμε τώρα; Ποῦ πᾶμε; Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο τὸν πιέζει καὶ πουθενὰ δὲν βλέπει πόρτα μὲ ἔνδειξη «ἔξοδος».
Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέξοδος, εἶναι εἴσοδος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἀπελπισμένη κατάσταση, τοῦ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν κοντά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ἂν καὶ κρυφά, ἀόρατα. Τώρα ὅμως τοῦ παρουσιάζεται, τὸν παίρνει στὴν ὑπηρεσία του καὶ τὸν στέλνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς χοίρους. Ὅπως λέει κι ἡ παραβολή, «πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄ 15).
Αὐτὸ παθαίνει κάθε ἀνυπάκουος γιὸς ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸν ἀποχαιρέτησε γεμάτος ὑπερηφάνεια καὶ μεγάλα σχέδια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ κατάντησε δοῦλος κάποιου ποὺ ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγινε ποιμένας σὲ ξένους χοίρους.
Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐννοεῖ τὸν πονηρό. Ἐδῶ βέβαια ἀναφέρεται ἄνθρωπος, ὅπως κι ὁ πατέρας ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ἱστορεῖται ὅμως μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυγε ὁ ἀνόητος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος τῆς οὐράνια βασιλείας, οὔτε κὰν τῆς ἐπίγειας, ἀλλὰ κάποιας τρίτης, τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καὶ τῆς φρίκης, τῆς παρακμῆς καὶ τῆς γέεννας, τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Μὲ τὸν πρῶτο, τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ὁ ἁμαρτωλὸς ὀνομάζεται γιός, μὲ τὸν ἄλλο, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», ὀνομάζεται δοῦλος. Ὅταν ἦταν κοντὰ στὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἦταν εὐλογημένος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», πεινάει. Πεινοῦσε τόσο πολύ, ὥστε ἤθελε νὰ φάει τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε κὰν ἀπ’ αὐτά. Οἱ χοῖροι ἐδῶ ἔχουν μία βαθύτερη σημασία. Μ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς κατοίκους τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ χοῖροι εἶναι τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς βρωμιᾶς. Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέβαλε» τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, τὰ ἔστειλε στοὺς χοίρους (βλ. Λουκ. η΄ 32-33). Ὅπως οἱ χοῖροι εἶναι κολλημένοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ριζώνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὡσότου βροῦν μέσα του κάποια ἀκαθαρσία γιὰ νὰ τραφοῦν. Μὲ τὰ ξυλοκέρατα πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε κάθε ἀκαθαρσία τοῦ μέσα ἀνθρώπου, δηλαδὴ πονηρὲς σκέψεις, ἰδιοτελεῖς, ἁμαρτίες, ἀκάθαρτες καὶ λάγνες ἐπιθυμίες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονηρὰ πνεύματα τρέφονται καὶ ἱκανοποιοῦνται μὲ ὅλα ὅσα ἀπομυζοῦν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν μαραίνουν. Ὅλα ὅσα γίνονται στὸ σκότος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ δὲν φτάνει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅπως οἱ καρποὶ ποὺ ἀναπτύσσονται μέσα στὸ ἔδαφος, εἶναι ἡ ἀκάθαρτη τροφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.
Τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅμως δὲν δίνουν τὴν τροφὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τους. Τὸν τρέφουν ὣς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλότελα δικός τους, ποὺ θὰ ὑποταχθεῖ στὴ δύναμή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸν ταΐσουν ἄλλο. Ἡ τροφή τους εἶναι δηλητήριο· κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλητηριαστεῖ ὁλόκληρος. Αὐτὸ ποὺ ὣς τότε ἦταν δηλητήριο, τώρα τὸν τρέφει. Ροκανίζουν τὴν ψυχή του καὶ περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μποροῦν νὰ τὴν ταΐσουν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερα βάσανα στὸ σκοτάδι τῆς γέενας. Ὅπως εἶπε ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ΄ 3). Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ προτοῦ πεθάνει σωματικά.
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὅμως, ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς βρισκόταν στὴν ἔσχατη ἀπόγνωση, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης πείνας καὶ τοῦ τρόμου, μία σπίθα ἄναψε μέσα του. Μία ξεχασμένη, ἐντελῶς ἀπρόσμενη σπίθα. Ἀπὸ ποῦ φάνηκε ἡ σπίθα αὐτὴ σὲ σβησμένα κάρβουνα; Πῶς ξεπήδησε σπίθα ἀπὸ νεκρὸ σῶμα; Ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἐπισημάναμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, πὼς ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔδινε στὸ γιὸ τὴν ἀναλογία του, ἔδωσε κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ μερτικό του. Μαζὶ μὲ τὸν πηλὸ τοῦ ἔδωσε κι ἕναν σπινθήρα συνείδησης καὶ ἐπίγνωσης. Ὅταν ὁ σοφὸς καὶ εὔσπλαχνος πατέρας τοῦ ἔδινε τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας, ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἦταν σὰν νὰ μονολογοῦσε: «Θὰ τοῦ δώσω κι αὐτό: λίγη συνείδηση καὶ ἐπίγνωση, κάτι ἀπ’ αὐτὸ ποὺ θέλησε νὰ ἐγκαταλείψει φεύγοντας. Γιατί ὄχι; Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Φεύγει, πηγαίνει σὲ χώρα κρύα, φτωχή. Ὅταν βρεθεῖ σὲ μεγάλη ἀνάγκη, καὶ μόνο αὐτὴ ἡ σπίθα μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸ δρόμο ποὺ θὰ τὸν ὁδηγήσει πίσω σὲ μένα. Ἐντάξει. Ἂς τὸ πάρει κι αὐτό. Θὰ τὸ χρειαστεῖ. Ἡ σπίθα αὐτὴ θὰ τὸν σώσει».
Κι ἔτσι ἔγινε. Ἡ σπίθα αὐτὴ ἔλαμψε στὸ βαθὺ σκοτάδι, ἀκριβῶς τὴ δωδέκατη ὥρα, τότε ποὺ ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε φτάσει στὸ τρίτο βασίλειο κι εἶχε παραδοθεῖ στὴν ὑπηρεσία τοῦ διαβόλου. Ἔλαμψε μέσα του σὰν μαγικὸ φαναράκι τὸ ξεχασμένο ἀπὸ παλιὰ φῶς τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης. Καὶ στὴ λάμψη τοῦ φαναριοῦ αὐτοῦ ἦρθε στὸν ἑαυτό του, σὲ ἐπίγνωση. Μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τῆς μικρῆς αὐτῆς σπίθας κατόρθωσε νὰ δεῖ τὴν ἄβυσσο ὅπου εἶχε πέσει, νὰ νιώσει ὅλη τὴ δυσοσμία, ποὺ εἶχε ἀνασάνει, τὸ βρώμικο περιβάλλον, ὅπου ζοῦσε καὶ τὴ διεφθαρμένη κοινωνία, στὴν ὁποία εἶχε ἐνταχθεῖ. Μὲ τὸ φῶς, ποὺ ἀνέδιδε τὸ μικρὸ φαναράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε βάλει στὴν ψυχή του ὁ εὔσπλαχνος πατέρας τους, ξύπνησε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ὄνειρο κι ἄρχισε νὰ συγκρίνει τὴ ζωή, ποὺ ἔκανε παλιότερα, κοντὰ στὸν πατέρα του, μὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα.
«Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ» (Λουκ. ιε΄ 17-19). Κάποια στιγμὴ συνῆλθε, ἦρθε στὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτηκε: πόσους μισθωτοὺς ἔχει ὁ πατέρας μου, ποὺ χορταίνουν μὲ τὸ παραπάνω ἀπὸ τὰ ἀγαθά του κι ἐγὼ πεθαίνω τῆς πείνας; Ἂς σηκωθῶ κι ἐγὼ λοιπὸν κι ἂς γυρίσω κοντά του λέγοντας: πατέρα μου, ἁμάρτησα καὶ στὸν οὐρανό, στὸν Θεό, μὰ καὶ σὲ σένα. Τώρα πιὰ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ ξαναγίνω γιός σου. Καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε γιὰ νά ’ρθει στὸν πατέρα του.
Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ἀπὸ τὸ “εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν” συμπεραίνουμε πὼς ὅσο καιρὸ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ἦταν ἐκτὸς ἑαυτοῦ. Κι ἔτσι εἶναι. Ὅταν περιπλανιόμαστε μὲ τὶς αἰσθήσεις μας ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, ἀποξενωνόμαστε ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀπὸ τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο καὶ ἐγκαταλείπουμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἐντὸς ἡμῶν».
Μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε νὰ λάμπει ἡ σπίθα στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ καὶ μὲ τὸ ποὺ ἔκανε τὴ σύγκριση ἀνάμεσα στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσε κοντὰ στὸν πατέρα του καὶ σὲ κείνην ποὺ ζοῦσε τώρα στὴ μακρινὴ χώρα, πῆρε τὴν ἀπόφαση: “Ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου”. Ἂς σηκωθῶ, εἶπε. Ἀναγνώρισε ἔτσι τὸ τέλμα ὅπου βρισκόταν. Τρίτος δρόμος δὲν ὑπάρχει. Ὁ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ χαμηλά, στὰ βάθη τῆς δαιμονικῆς ἀβύσσου, κι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ ψηλά, στὸν πατέρα. Κι ὁ πατέρας τοῦ εἶναι πλούσιος. Πείνα δὲν ὑπάρχει κοντά του. Οἱ μισθωτοὶ ὑπηρέτες τοῦ τρῶνε καλὰ κι ἔχουν καὶ περισσεύματα· κι αὐτός, ὁ γιός του, λιμοκτονεῖ, πεθαίνει τῆς πείνας.
«Ψωμὶ» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴ «ζωή». Οἱ «μισθωτοὶ ὑπηρέτες» εἶναι ὑπάρξεις στὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, κατώτερες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ ζῶα κι ἄλλα ὄντα. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς εἶχε πέσει πιὸ χαμηλὰ ἀπὸ τὰ ζῶα. Καὶ ζητοῦσε νὰ ζεῖ τουλάχιστο ὅπως τὰ ζῶα, ποὺ ὅμως δὲν εἶναι ἐλεύθερες ὑπάρξεις. Τὰ κυβερνᾶ ὁ Θεὸς ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ θέλησή Του. Τὰ φροντίζει, τοὺς χαρίζει ζωή, καὶ τοὺς παρέχει τροφὴ ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες τους. Ὁ Ἄσωτος Υἱὸς ὅμως σπατάλησε τὶς ζωτικὲς αὐτὲς δυνάμεις ποὺ ὁ Θεὸς ἔδωσε στὰ ζῶα καὶ ποὺ αὐτὰ τὶς διαχειρίζονται σωστά.
«Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Μὲ τὴ λέξη «οὐρανὸς» ἐδῶ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κατ’ ἀρχὴν ὁλόκληρο τὸ χορὸ τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ καὶ ἰδιαίτερα τοὺς φύλακες ἀγγέλους. Ἔπειτα τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ ὁ Θεὸς χαρίζει σὲ κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμα καὶ στὸν ἁμαρτωλό. Τὸ ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐδῶ ἀναφέρεται στοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε΄ 7, 10). Ἐφ᾽ ὅσον λοιπὸν ὑπάρχει χαρὰ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ μετανοεῖ, ὑπάρχει καὶ λύπη γιὰ τὸν ἀμετανόητο.
Τὸ ὅτι ὁ «οὐρανὸς» σημαίνει ἐπίσης τὶς πνευματικὲς δωρεὲς ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, φαίνεται κι ἀπὸ τὰ ἑξῆς λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμὶν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν;» (A΄ Κoρ. ϛ΄ 19). Κι ἀκόμα πιὸ καθαρὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια του Σωτήρα μας: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ΄ 21). Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἁμαρτάνει κι ἐναντίον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, καθὼς κι ἐναντίον τοῦ δικαίου ἀνθρώπου ποὺ βρίσκεται μέσα του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀνήκει στὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανόν». Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς λέει: «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου».
«Ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν» (Λουκ. ιε΄ 20). Κι ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμα μακριά, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του καὶ τὸν σπλαχνίστηκε, ἔτρεξε ἀμέσως κοντά του, ἔπεσε μὲ ἀγάπη στὸν τράχηλό του καὶ τὸν γέμισε φιλιά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἀπροσμέτρητη, εὐγενική, μεγαλειώδης! Ὅσο μεγάλη ἦταν ὣς τώρα ἡ ὑπομονή του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, ἄλλη τόση εἶναι τώρα ἡ συγχωρητικότητα κι ἡ χαρά Του. Μὲ τὸ ποὺ θὰ μετανοήσει ὁ ἁμαρτωλὸς κι ἀποφασίσει νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, Ἐκεῖνος ἔχει ξεκινήσει ἤδη νὰ τὸν συναντήσει, νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ, νὰ τὸν ἀγκαλιάσει καὶ νὰ τὸν φιλήσει.
Ἡ χαρὰ τῆς μάνας ὅταν βλέπει τὴν προκοπὴ τοῦ παιδιοῦ της, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τοῦ τσοπάνου ὅταν βρίσκει τὸ χαμένο πρόβατο, εἶναι μεγάλη. Ἡ χαρὰ τῆς γυναίκας ποὺ βρίσκει τὸ χαμένο νόμισμά της, εἶναι μεγάλη. Καμιὰ ἀπὸ τὶς χαρὲς αὐτὲς ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ ὅταν βλέπει τὸν ἁμαρτωλὸ νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιστρέφει κοντά Του.
Μὲ τὸ ποὺ θὰ κάνει τὴν πρώτη κίνηση ἡ καρδιά μας πρὸς τὴ μετάνοια, ἀκόμα κι ἂν εἴμαστε μακριά, ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Θὰ μᾶς δεῖ πιὸ γρήγορα κι ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς καὶ θὰ τρέξει νὰ μᾶς συναντήσει. Νὰ συναντήσει τὸ νέο ἄνθρωπο ποὺ ἀναγεννήθηκε μέσα μας μὲ τὴ μετάνοια.«Κύριε», κράζει ὁ προφητάνακτας στὸν πάνσοφο Θεό, «σὺ συνῆκας τοὺς διαλογισμούς μου ἀπὸ μακρόθεν» (Ψαλμ. ρλη΄ 2).
Ὁ οὐράνιος Πατέρας μας θὰ τρέξει νὰ μᾶς ὑποδεχτεῖ, θ’ ἀνοίξει διάπλατα τὴν ἀγκαλιά Του καὶ θὰ μᾶς σφίξει, γιὰ νὰ μὴν ξαναγυρίσουμε στὴ δαιμονικὴ ἄβυσσο, στοὺς ἀγροὺς τῶν χοίρων, στὴ γῆ τῆς πείνας. «Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ἰακ. δ΄ 8).
Πόσο εὐλογημένη εἶναι ἡ σπουδή Του γιὰ βοήθεια! Πόσο εὐλογημένα εἶναι τὰ χέρια Του! Ἂν δὲν ἔχουμε ἀφανίσει ἔστω καὶ τὴν τελευταία σπίθα τῆς συνείδησης καὶ τῆς ἐπίγνωσης ποὺ ἔχουμε μέσα μας, πρέπει νὰ ντρεπόμαστε γιὰ τὴν τόσο μεγάλη, καὶ ἀπροσμέτρητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε ἀμέσως, χωρὶς καθυστέρηση, νὰ τρέξουμε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὶς καρδιές μας ὑψωμένες στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα ποὺ εἴχαμε ἀπορρίψει.
Ὅταν ὁ μετανιωμένος γιὸς ἔφτασε στὸν πατέρα του, τοῦ εἶπε ἐκεῖνα ποὺ εἶχε σχεδιάσει νὰ τοῦ πεῖ: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου». Δὲν τοῦ εἶπε ὅλα ὅσα εἶχε σκεφτεῖ. Ἡ συνέχεια ἦταν: ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. Μὰ ὁ πατέρας του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τελειώσει. Δὲν ἀφήνει τὸν μετανιωμένο νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει νὰ γίνει μισθωτὸς ὑπηρέτης. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν διακόπτει, τὸν ἀγκαλιάζει κι ἀρχίζει νὰ τὸν φιλάει. Ὁ εὔσπλαχνος πατέρας ἀγκαλιάζει τὸν ρακένδυτο, λασπωμένο, ἰσχνὸ καὶ ἀπεριποίητο γιό του καὶ φωνάζει στοὺς ὑπηρέτες Του: «Ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 22-23). Βγάλτε τὴν καλύτερη στολὴ καὶ ντύστε τὸν, βάλτε του δαχτυλίδι στὸ χέρι καὶ παπούτσια στὰ πόδια, γιὰ νὰ μὴ περπατᾶ ξυπόλυτος. Φέρτε καὶ τὸ θρεφτὸ μοσχάρι, σφάξτε τὸ κι ἐλᾶτε νὰ τὸ πανηγυρίσουμε, νὰ εὐφρανθοῦμε. Γιατί ὁ γιός μου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ἀναστήθηκε, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
Ἡ καλύτερη στολὴ συμβολίζει ὅλον τὸν πλοῦτο καὶ τὸ κάλλος τῶν πνευματικῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ στολὴ τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἁγνότητας ποὺ φοροῦσε ὁ Ἀδάμ, προτοῦ ἁμαρτήσει, πέσει κι ὁδηγηθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, εἰς χώραν μακράν. Ἡ στολὴ αὐτὴ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «πρώτη», ἡ καλλίτερη. Δὲν ὑπάρχει καλλίτερη στολὴ ἀπ’ αὐτὴν στὸν οὐρανό. Λέει ὁ ἀπόστολος: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ΄ 27). Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶχε ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ κάθε καλό, τώρα ξαναντύνεται ἀπὸ τὴν ἀρχή. Τὴν παλιὰ καὶ κουρελιασμένη στολὴ τὴν πετοῦν καὶ τὸν ντύνουν μὲ τὴν καινούργια, τὴν «πρώτη». Ἡ νέα αὐτὴ στολή, ἡ «πρώτη», συμβολίζει τὸ νέο ἄνθρωπο, τὸν ἀναγεννημένο, ποὺ ἔχει συγχωρηθεῖ κι ἔχει γίνει δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Χωρὶς τὴ στολὴ αὐτὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως βλέπουμε καθαρὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τῶν γάμων τοῦ Υἱοῦ τοῦ βασιλιᾶ (πρβλ. Ματθ. κβ΄ 2-14). Σύμφωνα μὲ τὸν ἀπόστολο, ἡ στολὴ συνίσταται ἀπὸ «σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα, μακροθυμίαν… ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις (ἀπὸ) τὴν ἀγάπην, ἤτις ἐστὶ σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολ. γ΄ 12-14).
Τὸ δαχτυλίδι στὸ χέρι συμβολίζει τὸν ἀρραβώνα τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Χριστό.Ὁ μετανιωμένος ἀπαρνιέται ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς σχέσεις του μὲ τὸν κόσμο, ἡ ψυχή του προσκολλᾶται στὸ Χριστὸ καὶ παραμένει ἑνωμένη μαζί Του, σὲ μία ἕνωση ἀδιάλυτη. Ὁ ἀρραβώνας αὐτὸς γίνεται μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίζει ὅλες τὶς οὐράνιες δωρεές.
«Δότε… ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας», λέει ὁ πατέρας στοὺς ὑπηρέτες. Τὰ ὑποδήματα συμβολίζουν τὴ δύναμη τῆς θέλησης, ποὺ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ βαδίσει σταθερὰ στὰ μονοπάτια τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ παρεκκλίνει δεξιὰ ἢ ἀριστερά, χωρὶς πισωγυρίσματα.
Ὁ μόσχος ὁ σιτευτὸς ποὺ θυσιάστηκε εἶναι ὁ ἴδιος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ παραδόθηκε ἑκούσια στὸ θάνατο γιὰ τὴν κάθαρση τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τους.
Οἱ ὑπηρέτες ἐδῶ συμβολίζουν εἴτε τοὺς ἀγγέλους εἴτε τοὺς ἱερεῖς. Ἂν ὁ οἶκος τοῦ πατέρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ οὐρανός, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἄγγελοι. Ἂν τὸν οἶκο τοῦ πατέρα τὸν ἐκλάβουμε ὡς τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία, κάτι ποὺ εἶναι ἐπίσης σωστό, τότε οἱ ὑπηρέτες πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἱερεῖς, ποὺ καλοῦνται νὰ λειτουργήσουν τὸ μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ κι ἔτσι νὰ προετοιμάσουν τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐδῶ μᾶλλον ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἄσωτος Υἱὸς δὲν ἦταν ἀκόμα σωματικὰ νεκρός· κι ὡσότου ὁ ἄνθρωπος ἀναχωρήσει ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀνήκει στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ποὺ στὴ γῆ λειτουργεῖ μὲ τὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ὅτι τοὺς ὑπηρέτες ὅμως πρέπει νὰ τοὺς βλέπουμε καὶ σὰν ἀγγέλους, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἄγγελοι παρίστανται στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τῶν θείων μυστηρίων, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὸ ἄλλο γεγονός, ὅτι ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ τοὺς ἀγγέλους-φύλακες τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ὅτι οὗτος ὁ Υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. Σωματικὰ ὁ γιός του ἦταν ζωντανὸς ἀκόμα, μὰ ἡ ψυχή του ἦταν νεκρή. Ἡ σπίθα τῆς θεϊκῆς δωρεᾶς παρέμενε ἀκόμα ζωντανὴ μέσα του. Αὐτὴ ἀνέστησε τὴν ψυχή του. Χαμένος ἦταν ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας του. Ἐλθὼν δὲ εἰς ἑαυτόν. Αὐτὸ σημαίνει πὼς ἦρθε στὸν ἑαυτό του, ἀπέκτησε ἐπίγνωση στὸ φῶς τῆς θεϊκῆς σπίθας, ποὺ ὣς τότε εἶχε χάσει. Ὁ Θεὸς τὸν γνώριζε, τὸν παρακολουθοῦσε ὣς τὴν ὑστάτη στιγμή, τὴ στιγμὴ τῆς μετάνοιας.
* * *
Καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. Κι ἄρχισαν ὅλοι νὰ χαίρονται, νὰ πανηγυρίζουν καὶ νὰ εὐφραίνονται. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὅμως ἔφτασε στὸ σπίτι ὁ μεγάλος ἀδερφός, ὁ «πρεσβύτερος» καὶ ρώτησε νὰ μάθει τί εἶχε γίνει. Κι ὅταν ἔμαθε, ὀργίστηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα του: «Ἰδού, τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν» (Λουκ. ιε΄ 29). Ὁρίστε, τόσα χρόνια σὲ ὑπηρετῶ καὶ ποτὲ δὲν καταπάτησα κάποια ἐντολή σου. Κι ὅμως, ποτὲ δὲν μοῦ ἔδωσες ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Καὶ τώρα ποὺ ἦρθε ὁ γιός σου αὐτός, ποὺ κατασπατάλησε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, ἔσφαξες γιὰ χάρη του τὸ θρεφτὸ μοσχάρι.
Ἔτσι μίλησε στὸν πατέρα του ὁ δίκαιος γιός. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὀργισμένοι, μιλοῦν κάποιοι δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν Ἐκείνη ὑποδέχεται μὲ ἱλαρότητα καὶ ἐπιείκεια τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς θείας κοινωνίας. Ἔτσι μίλησαν πολλοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν εἶδαν τὸν Θεὸ νὰ προσφέρει τὸν μονογενῆ Του Υἱὸ θυσία γιὰ τὶς νεώτερες καὶ πιὸ ἁμαρτωλὲς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων. «Δὲν μᾶς ἔδωσε ποτὲ οὔτε ἕνα κατσίκι!» Ἂν συγκρίνουμε τὴν καταπληκτικὴ θυσία ποὺ ἔκανες γι’ αὐτοὺς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἄσωτους ἀπογόνους μας, γιὰ μᾶς δὲν ἔκανες οὔτε τὴν παραμικρὴ θυσία, τὴν πιὸ ἀσήμαντη». Μετά, ἐπειδὴ τὰ ἐρίφια γενικὰ συμβολίζουν τὴν ἁμαρτία, οἱ ἴδιοι αὐτοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦνε. «Μᾶς ἀπαγόρεψες νὰ κάνουμε ἔστω καὶ τὴ μικρότερη ἁμαρτία -μικρὴ καὶ ἀσήμαντη ὅσο ἕνα κατσίκι- καὶ τώρα ἀνταμείβεις τὶς ἁμαρτωλὲς αὐτὲς γενιὲς μὲ τὸ μεγαλύτερο θησαυρό Σου – μὲ τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ Σου!»
Ἂν προχωρήσουμε ἀκόμα, θὰ δοῦμε πὼς ἡ φαινομενικὰ ἁπλὴ αὐτὴ παραβολὴ εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ ὁλόκληρης τῆς Ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους, ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ ὣς τὸν πλέον δίκαιο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ τοὺς ἀπογόνους του, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὅπως ὁ πρεσβύτερος Υἱὸς τοῦ οὐράνιου Πατέρα – μόνο ποὺ εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ ὄχι υἱὸς «ἐξ υἱοθεσίας». Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς μιλοῦσε σὰν ἕνας συνηθισμένος θνητὸς ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε πεῖ στὸν Πατέρα Του: «Ὁ Ἀδὰμ ἁμάρτησε κι ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ κοντά Σου. Κι αὐτὸς κι οἱ ἀπόγονοί του βλασφήμησαν τ’ ὄνομά Σου. Καὶ Σὺ τώρα ἑτοιμάζεις γι’ αὐτὸν καὶ γιὰ τοὺς ἀπογόνους του τέτοια δόξα καὶ εὐφροσύνη, ποὺ οὔτε ἐγὼ οὔτε κι ὁ οὐρανὸς ὁλόκληρος θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ».
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς βέβαια ποτὲ δὲν θὰ ὀργιζόταν μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του. Ποτὲ δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Πατέρα Του μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐκτὸς ἂν ἔβαζε θεληματικὰ τὸν ἑαυτό Του στὶς καρδιές μας καὶ τά ’λεγε αὐτά, γιὰ νὰ μᾶς ἐπιτιμήσει καὶ νὰ μᾶς διδάξει, ὥστε νὰ μὴ γίνουμε ὑπερήφανοι καὶ ἀλαζόνες γιὰ τὴ δικαιοσύνη μας καὶ μὲ τὴν ἔπαρσή μας περιφρονήσουμε τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς. Εἶναι σὰν νά ’θελε νὰ μᾶς πεῖ: «Ὅταν Ἐγώ, ὁ τέλειος καὶ αἰώνια δίκαιος, ποὺ εἶναι αἰώνια ἀδιαίρετος μὲ τὸν Πατέρα Μου, δὲν διαμαρτύρομαι, ἐπειδὴ ξαναδέχεται τὸν μετανιωμένο Ἀδὰμ στὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, πῶς μπορεῖτε ἐσεῖς, ποὺ εἶστε μόλις ἀπὸ χτὲς δίκαιοι, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, νὰ διαμαρτύρεστε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς μετανιωμένους ἁμαρτωλούς;»
«Τέκνον, τοῦ εἶπε ὁ πατέρας, σὺ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. ιε΄ 31-32). Παιδί μου, ἐσὺ ἤσουν πάντα μαζί μου, ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ χαρεῖς καὶ νὰ γιορτάσεις ὅμως, γιατί ὁ ἀδερφός σου ἦταν νεκρὸς κι ἀναστήθηκε· ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἰρηνεύει τὸν δίκαιο ἄνθρωπο ὁ Θεός. Τοῦ θυμίζει τὰ ἀμέτρητα ἀγαθὰ ποὺ ὁ ἴδιος διαχειρίζεται καὶ χρησιμοποιεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του. Ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου εἶναι καὶ δικά σου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ μετανιωμένου ἀδερφοῦ σου τὸ μερίδιό σου δὲν λιγοστεύει, ἀλλὰ ἡ χαρὰ πρέπει νὰ εἶναι μεγαλύτερη, γιατί ὁ ἀδελφός σου αὐτὸς ἦταν νεκρὸς καὶ ξαναγύρισε στὴ ζωή, ἦταν χαμένος καὶ βρέθηκε.
Ἔτσι τελειώνει ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ ἀπὸ μόνη της εἶναι ὁλόκληρο εὐαγγέλιο μυστηρίου καὶ διδαχῆς. Μὲ ὅση περισσότερη προσευχὴ εἰσχωρήσει κανεὶς στὸ βάθος τῆς παραβολῆς αὐτῆς, τόσο περισσότερο θ’ ἀποκαλύψει καὶ τὰ δύο, τόσο τὸ μυστήριο ὅσο καὶ τὴ διδαχή.
Δόξα νά ’χει ὁ Κύριος Ἰησοῦς ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν παραβολὴ αὐτή, τὸ θησαυρὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γεμάτος πλοῦτο πνευματικό, ἀπ’ ὅπου ἡ μία γενιὰ μετὰ τὴν ἄλλη συσσωρεύει γνώση θεϊκή. Ἀπ’ αὐτὴν μαθαίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὴ μακροθυμία, τὴ συγχωρητικότητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, τὴν εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ δείχνει ὁ Θεός, ὅταν ὑποδέχεται τὸν μετανιωμένο ἁμαρτωλό. Δόξα στὸν Ἄναρχο Πατέρα Του, δόξα καὶ στὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: «Καιρός Μετανοίας» Ομιλίες Β’, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Επιμέλεια – Μετάφραση – Κεντρική διάθεση: Πέτρος Μπότσης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου