Ξεκίνησε μια μέρα ο Αββάς Μακάριος να πάει, όσο μπορούσε πιο βαθειά στην έρημο, για προσευχή και πνευματική μελέτη. Στο δρόμο συνάντησε ένα παράξενο πλάσμα, αναιδέστατο στην όψη, φορτωμένο με σωρό μικρά και μεγάλα δοχεία που το καθένα είχε κι’ ένα φτερό. Παραξενεύτηκε ο Γέροντας από την ακατανόητη εκείνη μορφή και στάθηκε να την περιεργασθή.
Ο άλλος φανερά ενοχλημένος, του φώναξε με θυμό:
- Τι κάθεσαι και με κυττάζεις έτσι, μοναχέ; Έχεις καμμιά δουλειά στον τόπο τούτο, που δεν τόλμησε άνθρωπος ως τώρα να πατήσει το πόδι του;
- Γυρεύω τον Θεό παντού, αποκρίθηκε με θάρρος ο Όσιος. Αλλά εσύ ποιος είσαι; Απόκοσμο μου φαίνεται το παρουσιαστικού σου και το φορτίο σου ακατανόητο.
Εκείνος τότε, χωρίς να θέλη, βιάστηκε να ομολογήση την αλήθεια, σπρωγμένος από ακατανίκητη δύναμη.
Εγώ που βλέπεις, είμαι ο διάβολος και τούτα εδώ τα σύνεργα μου. Μ’ αυτά δελεάζω τους ανθρώπους και με ακολουθούν, κάνοντας όλα μου τα θελήματα.
Ο Αββάς Μακάριος επέμενε να τον ερωτά,
μέχρις ότου ο σατανάς αναγκάστηκε να του φανερώσει όλες του τις παγίδες.
μέχρις ότου ο σατανάς αναγκάστηκε να του φανερώσει όλες του τις παγίδες.
- Όποιον βρω πρόθυμο στη μελέτη, τον αλείφω με το φτερό από το περιεχόμενο του δοχείου, που έχω στο κεφάλι μου. Τον πιάνει αμέσως πονοκέφαλος κι’ αφήνει στη μέση τη μελέτη. Εκείνον που θέλει ν’αγρυπνήση, παίρνω από το δοχείο, που κρέμεται από τα βλέφαρα μου, του βάζω λίγο στα μάτια και του φέρνω τόση νύστα, που τρέχει ευθύς στο στρώμα.
Τα δοχεία που βρίσκονται στ’ αυτιά μου, έχουν συνταγή κατάλληλη για παρακοή. Μ’ αυτή κυνηγώ τους υποτακτικούς. Από το περιεχόμενο του δοχείου, που κρέμεται στη μύτη μου, δίνω στους νέους, για να τους παρασύρω σε σαρκική επιθυμία. Από το δοχείο που κρέμεται στο στόμα μου, δίνω στους εγκρατείς, για να τους προκαλέσω λαιμαργία, σε άλλους πάλι, για να τους παρασύρω στην καταλαλιά και στην αισχρολογία. Το δοχείο, που φέρνω στο λαιμό μου, προξενεί υπερηφάνεια και υψηλοφροσύνη. Το άλλο, που βλέπεις στην κοιλιά μου, έχει μέσα αναισθησία κι ακολασία. Και τα υπόλοιπα φθόνο, φόνο, λοπή κι’ όλα τ’ άλλα κακά. Μ’ αυτά βγάζω τους ανθρώπους από τον ίσιο δρόμο και τους οδηγώ όπου θέλω εγώ, μέχρις ότου τους παρασύρω στην απώλεια. Εσένα όμως δεν κατόρθωσα ούτε μια φορά να σε πλησιάσω, γιατί αδιάκοπα με πολεμάς.
Ο Αββάς Μακάριος έμεινε κατάπληκτος από τη μεγάλη ποικιλία που είχαν τα διαβολικά τεχνάσματα. Έκανε το σημείο του σταυρού επάνω του και είπε:
- Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού που σε καταργεί διάβολε δια μέσου των Αγίων Του. Όπως εφύλαξε εμένα από τις παγίδες σου, ας προφυλάξει και όλους εκείνους, που αγωνίζονται να τηρήσουν τις εντολές Του.
Καθώς έλεγε αυτά ο Όσιος, ο διάβολος εξαφανίστηκε σαν καπνός από τα μάτια του, ενώ εκείνος συνέχισε το δρόμο του με μεγάλη συλλογή.
Γεροντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου