Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
Ἠλία Π. Καρυώτη, Θεολόγου
«ΣΥΜΠΟΡΕΥΘΩΜΕΝ»
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα»
Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ», Ἀθῆναι 2011
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΩΣΙΜΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Τὸ κύριο χαρακτηριστικό τῆς Λατρείας τῶν Παθῶν εἶναι ὅτι τὰ γεγονότα τοῦ Πάθους τά βιώνουμε ὡς ἕνα διαρκές παρόν. Παρελθὸν καὶ μέλλον δὲν ὑπάρχει στὴν ὑμνολογικὴ ἔκφραση. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε λειτουργικὸ χρόνο στὴν χριστιανική Λειτουργική, τὸ συναντᾶμε στὴν πιὸ τέλεια μορφή του, στὴν ὑμνολογία αὐτῶν τῶν ἡμερῶν.
Τὰ γεγονότα τῶν Παθῶν διαδραματίζονται τώρα αὐτὴ τὴν ἡμέρα, αὐτὴ τὴν στιγμή, τή στιγμὴ καὶ τὴν ὥρα τῆς τελεστικῆς μνήμης τους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ συγκλονίζει τὸν ἑορταστή! Γιατί τοποθετεῖται μυστικά στόν τότε χρόνο καί στόν ἴδιο χῶρο τῶν Ἁγίων Τόπων πού τελέστηκε ἡ Μεγάλη Θυσία. Ὁ Ναός τῆς Ἐνορίας τοῦ κάθε πιστοῦ γίνεται σύγχρονος Γολγοθᾶς. Μέ αὐτό τό ὑμνογραφικό θησαύρισμα δέν χρειάζεται νά πᾶμε ἐμεῖς στούς Ἁγίους Τόπους. Ἔρχονται Ἐκεῖνοι μπροστά μας, γιά νά διευκολύνουν τήν ἐσώτερη προσκυνηματική μας ἀνάγκη, πού ἐπιβάλλεται ἀπό τήν ἱερότητα τῶν ἡμερῶν. Αὐτή τήν αἴσθηση ἀποκομίζει κάθε προσεκτικός μελετητής, καθώς ἐπιχειρεῖ νά προσεγγίση τά ὑμνολογικά κείμενα τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Νυμφίου. Στόν πρῶτο μυσταγωγικό ὕμνο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται στίς Ἀκολουθίες τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν, ψάλλουμε:
Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός˙
καί μακάριος ὁ δοῦλος ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα˙
ἀνάξιος δέ πάλιν, ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα.
Βλέπε οὖν ψυχή μου, μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς,
ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῇς
καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθεῖς.
Ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα·
ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν.
Διά τῆς Θεοτόκου Ἐλέησον ἡμᾶς.
Ὁ ἐνεστωτικός χαρακτῆρας τῆς ἐναρκτήριας αὐτῆς ἀναφορᾶς ἐντυπωσιάζει βαθειά. Γίνεται σαφής ὑπόμνηση καί ἔντονη προτροπή νά μήν μείνωμε στήν ἱστορική θεώρηση τοῦ Θείου Πάθους, ἀλλά νά τό βιώσουμε ὡς σημερινό, τωρινό, στενά συνδεδεμένο μέ τήν ὑπαρξιακή μας ἀνάγκη νά τό ἐντάξωμε στή μεγάλη ὑπόθεση τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας.
Εἰδοποιούμαστε εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὅτι ὁ Νυμφίος ἔρχεται. Δέν ἦρθε σέ κάποια ἱστορική στιγμή τήν ὁποία ἁπλῶς ἀναπολοῦμε. Ἔρχεται τώρα. Ἔρχεται καί μᾶς βρίσκει ἤ ξύπνιους, ἤ κοιμισμένους. Ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Ἔρχεται αὐτά τά μεσάνυχτα, σέ ὥρα μή ἀναμενόμενη. Καί αὐτός ὁ τωρινός ἐρχομός εἶναι ἐγερτήριο σάλπισμα. Πρέπει νά τόν ὑποδεχθοῦμε ἐν ἐγρηγόρσει. Νηφάλιοι, ξύπνιοι, ἕτοιμοι. Εὐτυχής, ὅποιος ὑποδεχθῇ τόν ἐρχόμενο μέ ἱερό πόθο, μέ καθαρότητα καρδιᾶς, μέ διαρκῆ ἐπαγρύπνηση, φρουρός ἀκοίμητος στό κάστρο τῆς ψυχῆς του, πολεμιστής, ἀγωνιστής ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου πού μολύνει ψυχές. Ἀνάξιος, ὅμως, ὅποιος ὀλιγωρίσει, ὅποιος ἀδιαφορίσει, ὅποιος βρεθῇ σέ βαθύ πνευματικό ὕπνο τήν ὥρα τοῦ μεγάλου Ἐρχομοῦ! Καί μετά τήν ξεκάθαρη εἰδοποίηση ἀκολουθεῖ ἡ ἔντονη προτροπή: «Βλέπε οὖν ψυχή μου». Ἄνοιξε τά μάτια σου ψυχή μου! Προσοχή μή καταληφθῇς ἀπό πνευματικό ὕπνο καί χάσῃς τή μοναδική εὐκαιρία τῆς σωτηρίας σου. Ἀνάνηψε καί κράξε καί ὑμνολόγησε τόν ἐρχόμενο πρός τό Πάθος Σωτῆρα σου. Ἀνάνηψε «κράζουσα». Ἡ ὑμνολογική κραυγή τῆς ψυχῆς, ἡ θερμή δοξολόγηση, ἡ ἐν πνεύματι λατρεία, αὐτά ξυπνοῦν τήν ψυχή καί τήν καθιστοῦν ἄξια καί ἱκανή νά δεχθῇ τόν Νυμφίο της! Κράξε ψυχή, νά τύχῃς τοῦ θείου ἐλέους. Κράξε καί ζήτα τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων τοῦ Ἁγίου τοῦ Ναοῦ πού σέ σκεπάζει στήν Ἐνορία σου καί περισσότερο πάντων τίς πρεσβεῖες τῆς εὔσπλαχνης Μητέρας τοῦ Κυρίου. «Διά τῆς Θεοτόκου» πάντοτε τό θεῖον ἔλεος.
Καλεῖται, λοιπόν, ὁ πιστός νά ζήσῃ τό Θεῖο Πάθος ὡς αὐτόπτης μάρτυς καί ὄχι ὡς ἄνθρωπος τῆς Ἱστορίας. Ὅλα παριστάνονται νωπά καί πραγματικά, καί ὄχι σάν κάποια τελετή, ἔτσι ὅπως κάνουμε σέ διάφορες γιορτές γιά διάφορα ἱστορικά καί ἐθνικά γεγονότα.
Ἡ ἴδια πραγματικότητα τονίζεται καί στό τρίτο Κάθισμα τῆς Ἀκολουθίας τῆς Μ. Δευτέρας. Ἀκοῦμε τόν ψάλτη μας νά λέῃ:
«Τά Πάθη τά σεπτά ἡ παροῦσα ἡμέρα ὡς φῶτα σωστικά ἀνατέλει τῷ κόσμῳ». Ἡ παροῦσα ἡμέρα, σήμερα δηλαδή εἶναι ἡ ἀνατολή τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Τά Πάθη δέν ἔγιναν μόνον κάποτε, ἐπί Ποντίου Πιλάτου. Γίνονται καί τώρα. Εἶναι καί τωρινά. Καί εἶναι Πάθη φωτιστικά. Εἶναι ἕνας καινούργιος ἥλιος πού θερμαίνει τόν κόσμο.
Τό ἴδιο προβάλλεται καί στό πιό κάτω Κάθισμα τῆς Μ. Δευτέρας:
«Τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου τάς ἀπαρχάς
ἡ παροῦσα ἡμέρα λαμπροφορεῖ.
Δεῦτε οὖν φιλεόρτος ὑπαντήσωμεν ἄσμασι,
ὁ γάρ Κτίστης τοῦ κόσμου ἔρχεται,
Σταυρόν καταδέξασθαι».
Καί πάλι ἡ παροῦσα ἡμέρα εἶναι ἡ ἀπαρχή τῶν Παθῶν. Σήμερα τό Πάθος λαμπροφορεῖται. Σήμερα πάσχει ὁ Κύριος καί λαμπροφορεῖ Πάσχα καί λαμπροφορῶ! Σύνθεση μυστικῶν ἀντιθέσεων. Τοῦτο ἀκριβῶς τό Μυστήριο κυοφορεῖται διά τοῦ Σταυροῦ. Ρέει τό αἷμα τοῦ Ἀμώμου Ἀμνοῦ, βάφει τό Σταυρό Του καί ἀπό ξύλο αἰσχύνης γίνεται σύμβολο Τίμιο, τίμιο ξύλο τό πρίν ἀπαίσιο ὄργανο, λαμπρύνεται τό ξύλο καί στολίζει στέμματα βασιλέων καί γίνεται ἀήττητο χαρᾶς καί εἰρήνης!
Αὐτά τά λαμπροφόρα πάθη καλοῦνται οἱ φιλέορτοι νά τά προϋπαντήσουν σήμερα. Γιατί σήμερα ὁ κτίστης τοῦ κόσμου ἔρχεται νά λαμπρύνῃ τό κόσμο μέ τόν αἱματοβαμμένο Σταυρό Του.
Σέ ἐνεστωτικό χρόνο διατυπώνεται καί ὁ προβληματισμός τῆς ψυχῆς, πού δέν διαθέτει κατάλληλο ἔνδυμα γιά νά εἰσέλθει στόν «κεκοσμημένον νυμφῶνα» τοῦ Σωτῆρος Νυμφίου. Ἡ εἰκόνα αὐτή προβάλλεται στό μελωδικώτατο Ἐξαποστειλάριο τοῦ Ὄρθρου πού ἐπαναλαμβάνεται στίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδος.
«Τόν νυμφῶνα σου βλέπω
Σωτήρ μου κεκοσμημένον
καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω
ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ.
Λάμπρυνόν μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς,
Φωτοδότα καί σῶσόν με».
Τωρινό τό λαμπροφόρο Πάθος, τωρινός καί ὁ κεκοσμημένος νυμφῶνας. Καθώς ἡ πιστεύουσα ψυχή θεᾶται τόν καταστόλιστο νυμφῶνα, αἰσθάνεται ἐντονώτερα τή γύμνια τῆς ἁμαρτωλότητάς της καί διερωτᾶται, ποῦ θά βρῇ τό κατάλληλο ἔνδυμα γιά νά εἰσέλθῃ «ἐν αὐτῷ». Καί ἐπειδή ἀδυνατεῖ ἡ ἴδια, ἡ ψυχή, ἀπό τίς δικές της δυνάμεις νά προμηθευθῇ τοῦτο τό ἔνδυμα καθαρότητας, μέ θέρμη ζητᾶ ἀπό τόν παντοδύναμο νυμφίο της νά λαμπρύνει Ἐκεῖνος τήν στολήν τῆς ψυχῆς. Ὅλα αὐτά ἡ λατρεύουσα ψυχή τά βλέπει τώρα, τά ζῆ τώρα καί δέεται γι’ αὐτά τώρα, στό παρόν.
Ὅλα, λοιπόν, σ’ αὐτές τίς οὐράνιες Ἀκολουθίες τά ζοῦμε τώρα. Τά βιώνουμε τήν ἴδια στιγμή, σ’ ὅλη τήν ἔκτασή τους, μέ ὅλη τή λαμπρότητά τους, μαζί δέ καί μέ τήν ἀσυνήθη τραγικότητά τους, ὅλα μέσα στό χῶρο τῆς Σταυρώσιμης λατρείας.
Ἄλλο χαρακτηριστικό τῆς Ὑμνολογίας τῶν Παθῶν εἶναι ἡ ἐνεργός συμμετοχή τῶν πιστῶν στό μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἴμαστε ἁπλοί θεατές τοῦ Θείου δράματος, πού ἀναπαριστάνεται φυσικά, τώρα, στό παρόν, ἀλλά καί συμμέτοχοι. Ὁ πιστός, σύμφωνα μέ τήν ποιητική ἔμπνευση τῶν Ὑμνογράφων, συμπορεύεται μέ τόν Χριστό πού πάσχει. Συνανεβαίνει στά Ἱεροσόλυμα. Σταυρώνεται μαζί μέ τό Χριστό, ἀλλά καί καρποῦται τά ἀγαθά αὐτῆς τῆς συσταύρωσης. Αὐτή ἡ πραγματικότητα ἐκφράζεται ἀνάγλυφα στό ἰδιόμελο στιχηρό τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας: «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ Αὐτοῦ ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ».
Συμπόρευση, λοιπόν, μετοχή στό Μαρτύριο! Ἀλλ’ αὐτή ἡ μετοχή προϋποθέτει δύο βασικούς ὅρους. Τό «σταυρωθῶμεν» πρῶτον. Τήν σταύρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί αὐτό δέν λέγεται στό ὑμνολογικό μας κείμενο κυριολεκτικά.Δέν καλούμαστε δηλαδή νά ἀνεβοῦμε σέ σταυρό. Ἡ ἔκφραση εἶναι ἀλληγορική, ἀλλά πάντως οὐσιαστική. Πρόκειται γιά τή σταύρωση τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐννοεῖ ὁ ποιητής τήν ἐκρίζωση τῶν παθῶν μας, τῶν κακῶν καί ἐφαμάρτων θελήσεων καί ἐπιθυμιῶν. Νά συντρίψουμε δηλαδή τήν ὑπεροψία καί τούς ἐγωϊσμούς μας. Νά πολεμήσουμε τήν ὀργή καί τίς ἐκρήξεις μας, πού πηγάζουν ἀπό τήν ἰδιοτέλεια καί τόν ἀτομισμό, τό φθόνο, τήν ἀντιπάθεια καί τά μίση. Νά συντριβοῦμε ἐσωτερικά μέ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση μπροστά σέ πνευματικό πατέρα. Σέ πατέρα ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἔμπιστο σέ μᾶς, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου θά ἑξαγορεύσουμε εἰλικρινά τούς πικρούς καρπούς τῶν παθῶν μας. Τότε «συσταυρούμεθα». Παίρνουμε μέρος στό Θεῖο Πάθος καί ἔτσι, κατά μυστική συνέπεια, ζοῦμε καί τά ἀναστάσιμα ἀγαθά στό βάθος τοῦ εἶναι μας.
Δεύτερος βασικός ὅρος αὐτῆς τῆς συμπόρευσης, κατά τόν ὑμνογράφο μας, εἶναι ἡ «νέκρωσις», τό «νεκρωθῶμεν δι’ Αὐτοῦ». Ἡ νέκρωση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Καί ἐδῶ ἡ προτροπή εἶναι ἀλληγορική. Ἀναφέρεται «ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς». Καί τέτοιες εἶναι οἱ σαρκικές ἡδονές. Αὐτές. Κατά τή Βιβλική ἔκφραση «ἐκτρίβουν σάρκας» καί μολύνουν τήν καρδιά. Σκοτίζουν τόν νοῦν, θολώνουν τή διάνοια καί τότε ἡ ψυχή δέν βλέπει οὔτε τό Θεό, οὔτε τά τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Ἐννοεῖ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς σαρκικές ἁμαρτίες.
Ἀλλά καί οἱ ἄλλες ἡδονές, οἱ ἀκόρεστες ὑλικές ἀπολαύσεις, ἡ ἡδονή τῆς ἐξουσίας καί τῆς δυνάμεως πού μεθάει τόν ἐγωπαθῆ, ἡ ἡδονή τῆς φιλοχρηματίας καί τῆς ἐπιδειξιομανίας, τῆς γαστριμαργίας καί τῆς τρυφηλότητας, ὅλα αὐτά καθιστοῦν τόν νοῦν μή «κεκαθαρμένον», μή ἱκανό νά συμπορευθῇ καί νά συμμετάσχῃ στό σωτήριο Πάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου