Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Ισοπέδωσις κινήτρων.



Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης.
Δημοσιεύθηκε στην Εστία, 17 Οκτωβρίου 2017.


Ο Ντάνιελ Μίτσελ είναι επιστημονικός συνεργάτης ενός αμερικανικού κέντρου ερευνών. Σε ένα άρθρο του περιέγραψε ένα πείραμα σε αμερικανικό κολλέγιο. Δεν αποσαφηνίζεται αν το πείραμα πράγματι συνέβη, όμως αξίζει να το σκεφτούμε έστω ως νοητικό πείραμα διότι απαντά, στο κατά πόσο εφαρμόσιμος είναι ο ισοπεδωτισμός στην παιδεία ή ακόμη και στην οικονομία, δίνοντας τροφή για σκέψη.

Ένας καθηγητής οικονομικών αποφασίζει να αλλάξει τον τρόπο βαθμολόγησης των φοιτητών του και να δώσει σε όλους ακριβώς τον ίδιο βαθμό, ίσο με τον μέσο όρο όλων των γραπτών σε σειρά διαγωνισμάτων που θα τους θέτει. Στο πρώτο διαγώνισμα, ο μέσος όρος κυμάνθηκε περίπου στο 15 (αν μεταφράσουμε τη βαθμολογία με άριστα το 20). Οι φοιτητές που είχαν κοπιάσει και αριστεύσει, ήταν δυσαρεστημένοι, διότι ο βαθμός τους υποβιβάστηκε, ενώ οι φοιτητές που δεν είχαν διαβάσει αρκετά, ικανοποιήθηκαν διότι πήραν μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που άξιζαν.

Στο δεύτερο διαγώνισμα, οι πρώτοι κοπίασαν λιγότερο, αφού έμειναν χωρίς προσδοκία πλήρους ανταπόδοσης της μελέτης τους. Το ίδιο έκανε και η δεύτερη ομάδα φοιτητών, με το σκεπτικό ότι το να βασιστούν στους πρώτους αρκούσε για να περάσουν το μάθημα. Το αποτέλεσμα ήταν ο μέσος όρος των γραπτών να πέσει χαμηλότερα, γύρω στο 11. Η δυσαρέσκεια των αρίστων ήταν ακόμη μεγαλύτερη, ενώ η ικανοποίηση των χειρότερων φοιτητών παρέμεινε υψηλή, αφού χωρίς κόπο ξεπέρασαν ξανά τη βάση. Στο τρίτο διαγώνισμα ο μέσος όρος έπεσε στο 8 και τότε άρχισαν συγκρούσεις και αλληλοκατηγορίες. Σε κάθε επόμενο διαγώνισμα, έπεφτε ο μέσος όρος με αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουν όλοι ότι επρόκειτο να κοπούν όλοι στο μάθημα, όπως και έγινε τελικά.

Πίσω από την ιδέα του πειράματος βρίσκεται το κίνητρο και η ανταπόδοση του κόπου. Όταν κάποιος νιώθει ότι δεν θα ανταμειφθεί ο ίδιος για τον κόπο του, αλλά κάποιος άλλος, είναι αναμενόμενο να κοπιάσει λιγότερο. Αντίστοιχα, όταν κάποιος βλέπει ότι επιτυγχάνει το επιθυμητό αποτέλεσμα αβρόχοις ποσί, σβήνει το ενδιαφέρον για να κοπιάσει. Επίσης, όταν δίνεις ένα αγαθό σε κάποιον που δεν έχει μοχθήσει γι’ αυτό, αυτό το αγαθό θα πρέπει να έχει παραχθεί από έναν άλλον. Την ανταμοιβή του μόχθου πρέπει να νιώθει ελεύθερος κανείς να την μοιράζει ο ίδιος στους άλλους, όπως επιθυμεί, και όχι κάποιος άλλος στη θέση του ή ένα αυτόματο σύστημα.

Ιδού μία εφαρμογή των διδαγμάτων της ιστορίας αυτής στην οικονομία μέσα από ένα απλουστευτικό παράδειγμα: όταν μητέρα με ανήλικα παιδιά και 20 χρόνια υπηρεσίας κατά τα οποία πλήρωνε το 1/4 του μισθού της σε ασφαλιστικές εισφορές, συνταξιοδοτείται στα 40 της έτη και προσδοκά να λαμβάνει σύνταξη ίση με τα 3/4 του μισθού της επί 40 χρόνια, τότε απαιτούνται εξαπλάσια χρήματα για να καλύψουν τη διαφορά, αφού θα πρέπει να εισπράξει τα τριπλά για διπλάσιο διάστημα. Όσο η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι μικρότερη από έξι προς ένα, τα χρήματά της πρέπει να διοχετευθούν από άλλες πηγές, να προέρχονται δηλαδή από τον κόπο και τις εισφορές άλλων: είτε από φορολογία τρίτων, εφόσον ισοκελίζονται τα έσοδα με τα έξοδα, είτε από εισφορές μελλοντικών εργαζομένων και συνταξιούχων, εφόσον προτιμάται ο δανεισμός. Πορευόμενοι με αυτό το μοντέλο φτάσαμε στο 2010.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου