Τρισδιάστατη άποψη της Κωνσταντινούπολης κατά τον 11ο αιώνα
Του Αντουάν Ελμπέρ από το Άρδην τ. 95
Πολύ
συχνά έχουμε αναφερθεί στη μονοδιάστατη αντίληψη που κυριαρχεί για την
βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική, ως μια τέχνη κατ’ εξοχήν θρησκευτική
και εκκλησιαστική. Αυτό όμως αποτελεί συνέπεια του γεγονότος ότι, στον
χώρο μας, από το Βυζάντιο επιβίωσε κυρίως η θρησκευτική τέχνη και οι
εκκλησίες, διότι τα αλλεπάλληλα κύματα των κατακτητών, και κατ’ εξοχήν
των Τούρκων, κατέστρεψαν ή αλλοίωσαν την «κοσμική» τέχνη. Ελάχιστα
υπολλείμματα διασώθηκαν από τα ψηφιδωτά, τις κοσμικές τοιχογραφίες
ορισμένων ανακτόρων ή κυρίως από τις μικρογραφίες των χειρογράφων. Ο πολιτισμός μας, ιδιαίτερα στο κτισμένο περιβάλλον, έχει ανασκαφεί τόσες φορές ώστε επιβίωσαν ελάχιστα σπαράγματα. Γι’ αυτό η
απόπειρα του σχεδιαστή και ζωγράφου Αντουάν Ελμπέρ ανοίγει ένα παράθυρο
στην αναπαράσταση του βυζαντινού κόσμου και μάλιστα του επικέντρου του,
της Κωνσταντινούπολης.
Επειδή πρόκειται για μια εργασία καταπληκτικής ακρίβειας, που απαιτεί μια τεράστια γνώση και προσπάθεια, παρουσιάζουμε ένα μέρος της, με χαρά και συγκίνηση σ’ αυτό το τεύχος του Άρδην.
Από παιδί, ο Antoine Helbert,
που μεγάλωσε κάτω από τη σκιά των τριών πύργων του Ριμπωβιγιέ,
παθιαζόταν με την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Κάποια στιγμή, όταν ήταν
μόλις επτά χρονών, η μητέρα του του προσέφερε ένα βιβλίο για το
Βυζάντιο, έναν πολιτισμό για τον οποίο αγνοούσε τα πάντα: «Η έκφραση
“είναι Βυζάντιο”, ηχούσε στ’ αυτιά μου. Δεν ήξερα τι σήμαινε και,
ξαφνικά, ένας ελκυστικός πολιτισμός, ένας νέος κόσμος πήρε σάρκα και
οστά μπροστά στα μάτια μου». Αυτή ήταν η αφετηρία μιας δουλειάς που
συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Στη συνέχεια, δεν σταμάτησε να ασχολείται,
να διαβάζει ιστορικά βιβλία και δοκίμια τέχνης, να παρατηρεί, να
προσπαθεί να κατανοήσει «έναν κόσμο που διατηρεί, μετά την πτώση της
δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την ελληνολατινική παράδοση και όπου
παγανισμός και χριστιανισμός διαπλέκονται σε μια άνθηση που συνεχίζεται
μέχρι το 1453 και την άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ τον Β΄».
Αυτό που παθιάζει τον Αντουάν Ελμπέρ είναι η αρχιτεκτονική μιας πόλης, η οποία «είχε σχεδιαστεί εξ ολοκλήρου για να προβάλει την αυτοκρατορική εξουσία. Σε αντίθεση με τη Ρώμη, που κατασκευάστηκε σε μια διάρκεια αιώνων με τρόπο αναρχικό, η Κωνσταντινούπολη διαπνέεται από μία αληθινή πολεοδομική αντίληψη, ήδη από τον σχεδιασμό της». Ταυτόχρονα, είναι γοητευμένος από μια πολύπλοκη ιστορία που την περιορίζουν πολύ συχνά σε «σε ένα άρωμα παρακμής, σχισμάτων, παλατιανών δολοπλοκιών, θρησκευτικών διαμαχών με ακαθόριστους στόχους…, αυτό είναι το κλισέ που μας κληροδότησε η ιστορία».
Στη διάρκεια των σπουδών του στη διακοσμητική τέχνη, συσσωρεύει σχέδια, πίνακες, γκραβούρες. Τα χρόνια περνούν, η μόδα δεν είναι πλέον το Βυζάντιο. Μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες, κατορθώνει να κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, στα τριάντα πέντε του χρόνια. «Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν παρά μόνο τις διακοπές, έχοντας λίγο-πολύ εγκαταλείψει όλα αυτά. Και αίφνης, όλα ξανάρθαν μπροστά μου. Αναγνώριζα όλα τα κτίρια. Τα ερείπια του Βυζαντίου βρίσκονταν εκεί μπροστά μου». Παίρνει χιλιάδες φωτογραφίες, σχεδιάζει και επιλέγει να κάνει το «μεγάλο του έργο, πάνω στην Πόλη». Έτσι, ο Αντουάν Ελμπέρ αποφασίζει να μπει στη θέση κάποιου που θα ανακάλυπτε αυτές τις πέτρες για πρώτη φορά. Ο τρόπος εργασίας του μοιάζει με εκείνων των ανθρώπων του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιεί ο,τιδήποτε είναι διαθέσιμο. Φωτογραφίες, σχέδια, γκραβούρες, για να ανασυστήσει ένα υπαρκτό κτίριο, για να το αναπαραγάγει με το μολύβι, την παλέτα, το πινέλο. Και το αποτέλεσμα είναι οι καταπληκτικές προσόψεις, με απίστευτες λεπτομέρειες, που μας βυθίζουν στο παρελθόν, έτσι ώστε αυτές οι σχεδόν ξεχασμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές να γίνονται πραγματικότητα. «Δεν πρόκειται για ένα έργο αρχαιολόγου ή ιστορικού», υπογραμμίζει, «αλλά η εικόνα ενός καλλιτέχνη που παίρνει ως αφετηρία αυτό που υπάρχει και προσπαθεί να φανταστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια αυτό που είχε υπάρξει κάποτε».
Παράλληλα, προσπαθεί να αναπαραστήσει, ζωγραφίζοντάς τα, τα πρόσωπα που ήταν συνδεδεμένα με αυτά τα μνημεία, μια και η «αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο δεν υπήρχε εφ’ εαυτής, αλλά αποτελούσε ένα πολιτικό στόχο»: Να, λοιπόν, η Θεοδώρα, η Ειρήνη, ο Αλέξιος Κομνηνός, σε τεράστιους πίνακες που θυμίζουν τις οριενταλιστικές εικόνες του Ενγκρ, ως προς την ακρίβεια της διακόσμησης και την αναπαράσταση των υφασμάτων.
Πάντοτε ο 19ος αιώνας. Και σήμερα, η Κωνσταντινούπολη, «όταν βρίσκομαι στις όχθες του Βοσπόρου, τα διαφορετικά στρώματα όλων των αιώνων έρχονται στα μάτια μου. Αγαπάω αυτό τον ανεμοστρόβιλο όπου παρόν και παρελθόν αναμειγνύονται αξεδιάλυτα.
Όταν τον ρωτάμε τι πρόκειται να κάνει με αυτό τον τεράστιο όγκο σχεδίων και πορτραίτων, ο Αντουάν Ελμπέρ απαντάει μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο: «Είναι το έργο μιας ολόκληρης ζωής, αλλά ελπίζω ότι δημιουργήσω ένα βιβλίο όπου οι γραφικές τέχνες και η ζωγραφική θα διαπλέκονται αξεδιάλυτα για να ανασυστήσουν έναν πολιτισμό που έχει εξαφανιστεί και ο οποίος έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μας».
Αυτό που παθιάζει τον Αντουάν Ελμπέρ είναι η αρχιτεκτονική μιας πόλης, η οποία «είχε σχεδιαστεί εξ ολοκλήρου για να προβάλει την αυτοκρατορική εξουσία. Σε αντίθεση με τη Ρώμη, που κατασκευάστηκε σε μια διάρκεια αιώνων με τρόπο αναρχικό, η Κωνσταντινούπολη διαπνέεται από μία αληθινή πολεοδομική αντίληψη, ήδη από τον σχεδιασμό της». Ταυτόχρονα, είναι γοητευμένος από μια πολύπλοκη ιστορία που την περιορίζουν πολύ συχνά σε «σε ένα άρωμα παρακμής, σχισμάτων, παλατιανών δολοπλοκιών, θρησκευτικών διαμαχών με ακαθόριστους στόχους…, αυτό είναι το κλισέ που μας κληροδότησε η ιστορία».
Στη διάρκεια των σπουδών του στη διακοσμητική τέχνη, συσσωρεύει σχέδια, πίνακες, γκραβούρες. Τα χρόνια περνούν, η μόδα δεν είναι πλέον το Βυζάντιο. Μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες, κατορθώνει να κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, στα τριάντα πέντε του χρόνια. «Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμουν παρά μόνο τις διακοπές, έχοντας λίγο-πολύ εγκαταλείψει όλα αυτά. Και αίφνης, όλα ξανάρθαν μπροστά μου. Αναγνώριζα όλα τα κτίρια. Τα ερείπια του Βυζαντίου βρίσκονταν εκεί μπροστά μου». Παίρνει χιλιάδες φωτογραφίες, σχεδιάζει και επιλέγει να κάνει το «μεγάλο του έργο, πάνω στην Πόλη». Έτσι, ο Αντουάν Ελμπέρ αποφασίζει να μπει στη θέση κάποιου που θα ανακάλυπτε αυτές τις πέτρες για πρώτη φορά. Ο τρόπος εργασίας του μοιάζει με εκείνων των ανθρώπων του 19ου αιώνα. Χρησιμοποιεί ο,τιδήποτε είναι διαθέσιμο. Φωτογραφίες, σχέδια, γκραβούρες, για να ανασυστήσει ένα υπαρκτό κτίριο, για να το αναπαραγάγει με το μολύβι, την παλέτα, το πινέλο. Και το αποτέλεσμα είναι οι καταπληκτικές προσόψεις, με απίστευτες λεπτομέρειες, που μας βυθίζουν στο παρελθόν, έτσι ώστε αυτές οι σχεδόν ξεχασμένες αρχιτεκτονικές κατασκευές να γίνονται πραγματικότητα. «Δεν πρόκειται για ένα έργο αρχαιολόγου ή ιστορικού», υπογραμμίζει, «αλλά η εικόνα ενός καλλιτέχνη που παίρνει ως αφετηρία αυτό που υπάρχει και προσπαθεί να φανταστεί με τη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια αυτό που είχε υπάρξει κάποτε».
Παράλληλα, προσπαθεί να αναπαραστήσει, ζωγραφίζοντάς τα, τα πρόσωπα που ήταν συνδεδεμένα με αυτά τα μνημεία, μια και η «αρχιτεκτονική στο Βυζάντιο δεν υπήρχε εφ’ εαυτής, αλλά αποτελούσε ένα πολιτικό στόχο»: Να, λοιπόν, η Θεοδώρα, η Ειρήνη, ο Αλέξιος Κομνηνός, σε τεράστιους πίνακες που θυμίζουν τις οριενταλιστικές εικόνες του Ενγκρ, ως προς την ακρίβεια της διακόσμησης και την αναπαράσταση των υφασμάτων.
Πάντοτε ο 19ος αιώνας. Και σήμερα, η Κωνσταντινούπολη, «όταν βρίσκομαι στις όχθες του Βοσπόρου, τα διαφορετικά στρώματα όλων των αιώνων έρχονται στα μάτια μου. Αγαπάω αυτό τον ανεμοστρόβιλο όπου παρόν και παρελθόν αναμειγνύονται αξεδιάλυτα.
Όταν τον ρωτάμε τι πρόκειται να κάνει με αυτό τον τεράστιο όγκο σχεδίων και πορτραίτων, ο Αντουάν Ελμπέρ απαντάει μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο: «Είναι το έργο μιας ολόκληρης ζωής, αλλά ελπίζω ότι δημιουργήσω ένα βιβλίο όπου οι γραφικές τέχνες και η ζωγραφική θα διαπλέκονται αξεδιάλυτα για να ανασυστήσουν έναν πολιτισμό που έχει εξαφανιστεί και ο οποίος έχει πάρα πολλά κοινά στοιχεία με τον δικό μας».
Απόσπασμα από συνέντευξη του ζωγράφου στο περιοδικό POLY, τον Νοέμβριο του 2008
Η Χαλκή πύλη, κύρια είσοδος του Μεγάλου Παλατίου.
Το φόρουμ του Μ. Κωνσταντίνου
Τομή της εισόδου του ανακτόρου του Βουκολέοντος, στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά.
Το Καπιτώλιο, μπροστά από το Φιλαδέλφειον, σταυροδρόμι της «Μέσης Οδού» της Κωνσταντινούπολης.
Τομή του Τρίκογχου, στο Μέγα Παλάτιο, που κατασκευάστηκε από τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Πορτραίτο του Αυτοκράτορα Αρκάδιου, γιού του Μεγάλου Θεοδοσίου (395-408)
Τομή της μονής του Μυρελαίου.
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός και η Ειρήνη της Ουγγαρίας
Απεικόνιση των Σταυροφόρων έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Περισσότερα έργα του Αντουάν Ελμπέρ μπορείτε να βρείτε στην προσωπική του σελίδα: http://www.antoine-helbert.com/fr/portfolio/annexe-work/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου