1. Ἐπαναλαμβάνεται ἡ λαθεμένη χρήση τοῦ σολωμικοῦ «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές«, ἡ ὁποία δὲν εἶχε καμμία, μὰ καμμία, σχέση μὲ αὐτὸ ποὺ διαδίδεται σήμερα πὼς ἔχει, τὴν ἀντιπαράθεση «ἐθνικισμοῦ» καὶ (ἱστορικῆς κ.ἄ.) ἀλήθειας.
2. Λαθεμένη εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τὸν ἐθνικισμό νοούμενο ὡς ἐθνοφυλετισμό. Ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τὸν ἐθνοφυλετισμό, ἀλλὰ ὁ ὅρος ἐθνικισμὸςεἶναι
κοσμικὸς καὶ τῆς εἶναι ἄγνωστος (δὲν τὸν χρησιμοποίησε). Ἐξάλλου,
μπορεῖ νὰ σημαίνει πάμπολλα πράγματα κι ἀπόψεις τελείως ἄσχετες μεταξύ
τους (ἀπὸ φασιστικὲς πολιτειακὲς ἀπόψες ἕως τὴν ὑπεράσπιση – ἄμυνα ὑπὲρ
τοῦ δημοκρατικοῦ ἐθνοκράτους), ὥστε δὲν ἔχει νόημα ἡ διαμάχη ὑπὲρ ἢ κατὰ
αὐτοῦ. Εἰσάγεται ἔτσι λαθραῖα ἡ ἀριστερίστικη πολιτικοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σκέψης στὸ ὄνομα μιᾶς λέξης χωρὶς συγκεκριμένο νόημα, τοῦ ἐθνικισμοῦ.
3.
Σωστὴ εἶναι καταρχὴν ἡ διάκριση μεταξὺ πολιτισμικῆς καὶ «μεταφυσικῆς»
Ὀρθοδοξίας. Τὸ πρόβλημα ἀρχίζει ἂν διερωτηθοῦμε κατὰ πόσο σὲ παλιότερες
ἐποχὲς ἡ ἀπόκλιση μεταξὺ πολιτισμικὰ καὶ συνειδησιακὰ Ὀρθοδόξων ἦταν
ἴδια ἢ παρόμοια μὲ τὴ σημερινή. Βεβαίως, σήμερα ὑπάρχει τὸ καινούργιο
στοιχεῖο: ἀλλότριες ἀντιλήψεις ἔρχονται καὶ διαχέονται (μέσῳ τῶν ΜΜΕ
κ.λπ.). Ἀλλὰ δὲν πρέπει κάποιος νὰ ὑπερβάλλει. Τὸ στοιχεῖο ὅπου
ἀντικειμενικὰ διαπιστώνεται ὑπαρκτὴ ἀντίθεση εἶναι τὸ τελετουργικό:
Παλιά, οἱ Ἕλληνες (γιὰ νὰ μὴν μιλήσω γιὰ τοὺς Βυζαντινούς)
παρακολουθοῦσαν τὴν χριστιανικὴ λειτουργία, νήστευαν κ.λπ., εἴτε πίστευαν εἴτε ὄχι σὲ διάφορα δόγματα (γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν πληροφορημένοι),
ἐνῶ σήμερα ἕνα μικρὸ ποσοστό τους κάνει τὸ ἴδιο. Ἡ ἀρνητικὴ προσφορὰ
τῆς Νεορθοδοξίας, Ἀριστερῆς (Παπαθανασίου) καὶ Δεξιᾶς (Γιανναρᾶς)
ἔγκειται στὸ ὅτι κλείνει τὰ μάτια της στὸ ἱστορικὸ γεγονός (βλ. δημοτικὰ τραγούδια μὲ
ἀπόψεις γιὰ τὴ μεταθανάτια ζωή) ὅτι καὶ παλιότερα, πρὸ τῆς λαίλαπας τῆς
Μεταπολίτευσης, οἱ Ἕλληνες δὲν ἦταν ultra μεταφυσικὰ Ὀρθόδοξοι.
Δημιουργεῖ λοιπὸν μιὰ τεχνητὴ αὐστηρὴ ἀντίθεση «Παλιὸ (προνεοτερικό) –
Νέο (νεοτερικό)» γιὰ «ἀντιεθνικιστικοὺς» λόγους, δηλαδὴ διαστρεβλώνει
τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα.
4.
Δίνεται περιττὴ σημασία στοὺς ὁπλοφόρους κληρικοὺς τοῦ 1821 καὶ τοῦ
Μακεδονικοῦ Ἀγώνα, δηλαδὴ σὲ καταστάσεις ὁριακὲς κι ἀνεπανάληπτες.
Ἀνεπανάληπτες σημαίνει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν ξανά, γιὰ
ὅσο ὑπάρχει ἐθνικὸς στρατὸς κι ἐλεύθερο Ἑλληνικὸ Κράτος, κι ἀφοῦ δὲν θὰ
μᾶς ἀπασχολήσουν μεγαλοποιεῖται ἕνα φιλολογικὸ πρόβλημα. Προφανῶς κάθε
Ὀρθόδοξος θὰ συμφωνήσει μὲ τὴν κατάδειξη τῶν διαφορῶν μεταξὺ Καθολικῶν,
Ἰσλὰμ καὶ Ὀρθοδοξίας ὅσον ἀφορᾶ τὸν πόλεμο καὶ τοὺς κληρικούς («Η διαφορά του Ορθόδοξου παπά και από τον σταυροφόρο και από τον τζιχαντιστή«).
Ἀλλὰ τὸ προβληματικὸ στὸ σημεῖο αὐτὸ τοῦ κειμένου εἶναι ἄλλο: Στὸ ὅτι
ἐμμέσως ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι δὲν θέλει νὰ τιμοῦμε τὴν αὐτοθυσία (ὅπως
κι ἂν τὴν ἐννοήσουμε) τῶν κληρικῶν αὐτῶν. Δὲν λέω νὰ τοὺς
ἁγιοκατατάξουμε οὔτε ὅτι ὅτι ὁ Θ. Ν. Παπαθανασίου ρητὰ λέει κάτι τέτοιο.
Ὅμως, ὅποιος ἀρνεῖται νὰ διακηρύξει τὴν αὐτοθυσία τῶν κληρικῶν αὐτῶν,
ἔχει ἤδη χάσει πολλὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν περίφημη αὐτοθυσιαστικὴ ἀγάπη τῆς
Ὀρθοδοξίας. Κι οἱ Σουλιώτισσες αὐτοκτόνησαν πέφτοντας στὸ γκρεμό, ἄλλη
ὅμως αὐτὴ ἡ αὐτοκτονία ἀπὸ
τὶς σημερινὲς αὐτοκτονίες τοῦ δυτικοῦ κόσμου. Μιὰ νομικίστικη
προσέγγιση λοιπόν, τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπὸ τοὺς ἀντι-νομικιστὲς τῆς
Νεορθοδοξίας θὰ ἦταν ἄκρως περίεργη.
5. Ὁ Θ.Ν.Π προτείνει νὰ κάνει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος «Ένα
δημόσιο μνημόσυνο υπέρ απάντων των πεσόντων, Ελλήνων και Βουλγάρων,
υπέρ αναπαύσεως και υπέρ συγχωρήσεως. Η Εκκλησία δεν διανοήθηκε –ή δεν
τόλμησε– να το κάνει«. Ἐδῶ ἔχουμε ξανὰ τὸ ἴδιο μοτίβο:
ἐναντίωση στὴν πολιτικοποίηση ποὺ δὲν θέλουμε (ἀλλὰ καταγγελία της ὡς
ἐκκοσμίκευσης) καὶ ἔπαινος σὲ μιὰ πολιτικοποίηση ποὺ θέλουμε. Θὰ
μποροῦσε νὰ ὑπενθυμίσει κάποιος στὸν Παπαθανασίου ὅτι ἡ Ἐξαρχία
ἀποστάτησε ἐναντίον τοῦ Πατριάρχη, καὶ ὅτι οἱ Ἐξαρχικοὶ προσπάθησαν νὰ
ἐπικρατήσουν ἐκκλησιαστικὰ στὴ Μακεδονία μὲ τὴ χρήση βίας. Ἀντίθετα, ὁ
Παπαθανασίου ἐμφανίζει τὸ ζήτημα ὡς διαμάχη μεταξὺ ἐξίσου φταιχτῶν κι
ἐνόχων, Ἑλλήνων καὶ Βουλγάρων, ἐνῶ οἱ Ἕλληνες ἀμύνονταν γιὰ τὸ δικαίωμα
τῶν πατριαρχικῶν πληθυσμῶν νὰ ἐπιλέγουν ἐλεύθερα τὴν γλώσσα τῆς τοπικῆς
ἐκκλησίας τους, καὶ οἱ Βούλγαροι ἐπιτίθονταν ἀρνούμενοι τὸ δικαίωμα
αὐτό. Εἶναι παραπάνω ἀπὸ ἀπαράδεκτη ἡ ἐξίσωση, σὲ κάθε περίπτωση, βίαια
ἀμυνόμενου καὶ βίαια ἐπιτιθέμενου. Ἕνα τέτοιο μνημόσυνο ποὺ προτείνει θὰ
εἶχε νόημα μόνο ἐφόσον οἱ Βούλγαροι καὶ ἡ βουλγαρικὴ Ἐκκλησία ζητοῦσαν
συγγνώμη γιὰ τὴν ἀπίστευτη αὐτὴ πρακτική τους. Ἀλλιῶς δὲν βοηθᾶ κανέναν.
Δὲν μπορεῖ ὁ Θ.Ν.Π. νὰ ἐπισείει τὸν κίνδυνο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στοὺς Νεοέλληνες τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἐθνοφυλετισμὸς ὡς ὅρος ἐμφανίστηκε καὶ καταδικάστηκε ἐξαιτίας πράξεων τῶν Βουλγάρων. Ἡ
ἔμμεση ἀθώωση τῆς Ἐξαρχίας (φταῖν κι οἱ μὲν κι οἱ δέ) δὲν εἶναι
χριστιανικὴ δικαιοσύνη καὶ ὀρθὴ κρίση, συνεπῶς δὲν βοηθᾶ τὴ χριστιανικὴ
ὑπόθεση.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Θ.Ν.Π. γράφει ὅτι ἡ Ἐκκλησία «Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να σταματήσει να λέει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια«,
ἄθελά του θεωρεῖ δεδομένο ὅτι ἡ ἀδελφοσύνη συνεπάγεται παραβίαση τῆς
ἀτομικότητας στὸ ὄνομα τῆς ἀδελφοσύνης. Τί ἐννοῶ: Ἀδέλφια βεβαίως εἶναι
Μουσουλμάνοι καὶ Χριστιανοί, ἀλλὰ δὲν συνάγεται ἀπὸ αὐτὸ ὅτι στὸ ὄνομα
τῆς ἀδελφοσύνης οἱ πρῶτοι δικαιοῦνται νὰ γίνουν συνιδιοκτῆτες στὶς χῶρες
τῶν δεύτερων (οἱ ροὲς εἶναι ἀσταμάτητες, ὅπως καὶ ὁ πόλεμος), καὶ
μάλιστα ἐνάντια στὴ βούληση τῶν (χριστιανικῶν) λαῶν.
Ἡ
ἀριστερὴ Νεορθοδοξία νομίζει ὅτι λέει πρωτοποριακὰ πράγματα μέσα σὲ ἕνα
νωθρὸ περιβάλλον ἀδιαφορίας ὥστε νὰ βρεθεῖ ξανὰ τὸ χαμένο εὐαγγελικὸ
μήνυμα. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀμφιβάλλω ὅτι κάνει κάτι τέτοιο.
https://chronographiae.wordpress.com
https://chronographiae.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου