Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Άδεια ρητορική και ποιητικός λόγος



Γράφει ο Ιωάννης Κουρεμπελές | Romfea.gr
Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας (ΑΠΘ)

Η ομιλητική του πολιτικού λόγου που στις μέρες μας επικρατεί και διαπερνά τη διαμόρφωση του σύγχρονου ελληνικού «κοινωνικού» γίγνεσθαι είναι ουσιαστικά επηρεασμένη από την άδεια ρητορική.

Αν μάλιστα στην εκπαίδευση η ρητορική αυτή σχολή ισχύσει ως επικρατούσα, η κοινωνική ζωή θα έχει να δείξει δήθεν προσωπικές σχέσεις, οι οποίες εκτυλίσσονται μέσα από άδειους και αδιαπροσωπικούς μονολόγους.

Στον βαθμό, εξάλλου, που αυτή η ρητορική γίνεται και τρόπος έκφρασης του «κηρυγματικού-εκκλησιαστικού λόγου», υποβαθμίζεται η ανάγκη για την αναζήτηση της αλήθειας και του πραγματικού νοήματος της ζωής από τους πάσχοντες ανθρώπους που νιώθουν την ανάγκη για πραγματική σωτηρία.

Πρώτο και κύριο θήραμα της άδειας ρητορικής, λοιπόν, είναι η αλήθεια, η οποία παραγκωνίζεται και δεν προκρίνεται ως γεγονός.

Αναζητούνται έτσι ρητορικά σχήματα, για να κινηθεί ο μηχανισμός απόκρυψης της αλήθειας πίσω από την ωραιοποίηση του λόγου (τεχνολογία). Ο ανθρώπινος λόγος εν προκειμένω τέρπει περιστασιακά, όντας, όμως, ψευδολόγος.

Είναι άδειος από νόημα και δεν ενδιαφέρεται για τη σημασιοδότηση της ζωής. Η άδεια ρητορική και η άδεια ζωή γίνονται σιαμαίες αδελφές σε μία κενή νοήματος πορεία και διακατέχουν τον άνθρωπο που πιστεύει μόνο στη δύναμη του θανάτου.

Πρόκειται, μάλιστα, εν προκειμένω για μια τόσο τραγική θανατοπιστία, καθώς φαίνεται αυτή εμφαντικά στο γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν συμπαθεί τα (αναστημένα) λείψανά του.

Εργαλείο, συνεπώς, στο σύστημα αυτό είναι μια ρητορική στυλιτιστική που καταδεικνύεται ως άδεια αποδεικτικών εργαλείων του λόγου. Ο λόγος της δεν εκζητεί την αλήθεια της πραγματικής ζωής ως γεγονότος που έχει λυτρωτική σημασία.

Είναι ασήμαντο εν προκειμένω, σε αυτή την άδεια ρητορική, το ζήτημα του αληθούς επιχειρήματος και η ρητορική τούτη χαρακτηρίζεται εντέλει από κακοτεχνία, εφόσον υποθάλπει την παραφθορά του νοήματος των πραγμάτων και την άτεχνη απόκρυψη της αλήθειας.

Αποτρέπει, δηλαδή, η εν λόγω ρητορική, την προσοχή από αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό και γίνεται παραπλανητική, όντας ουσιαστικά κενή.

Έχω τη γνώμη ότι ιστορικά, στον αρχαίο κόσμο, η ρητορική ήταν συνοδοιπόρος με την πειθώ.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, υπήρχαν τρεις μορφές έκφρασης ρητορικής: η συμβουλευτική, η δικαιική και η επιδεικτική. Και στις τρεις στοχολογούνταν η πειθώ. Στην προοπτική αυτή, βεβαίως, η επιχειρηματολογία θεωρούνταν ιδιαιτέρως σημαντική.

Ακόμη και στην επιδεικτική της μορφή, η ρητορική όφειλε (και οφείλει), θεωρώ, να συγκροτείται από αποδεικτικό λόγο και να κρίνεται ως γνήσια ή κίβδηλη από το ηθικό πρόταγμα του αληθούς βίου.

Η λειτουργική ποίηση της ορθόδοξης εκκλησίας, αυτός ο πλούτος που αγνοείται στα σύγχρονα θρησκειοσυγχυτικά μαθήματα, κινήθηκε πάνω στη γραμμή του ρητορικού λόγου της αληθειολογίας, όπου ακόμη και ο επιδεικτικός χαρακτήρας λειτουργούσε (και λειτουργεί) ως θηρευτής της αλήθειας και όχι ως αληθειομάχος.

Θέτοντας δηλαδή ως κέντρο επίδειξης τον χριστολογικό λόγο της αλήθειας που δεν είναι θανατηφόρος, όλα τα ρητορικά σχήματα του ανθρώπινου λόγου ενδύονται τον όντως Λόγο και δημιουργό του κόσμου.

Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, δεν απολυτοποιείται ο ανθρώπινος λογισμός, ώστε νά ανακυκλώνεται ο λόγος σε άδεια σχήματα, αλλά περιβάλλεται η ανθρωπολογία από τον αιώνιο κενωτικό Λόγο που εκζητεί τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανάδειξη του αληθούς διαλόγου (μέσα από τη μετοχή του ανθρώπου στην Αλήθεια).

Η άδεια ρητορική είναι εντέλει η ρητορική που δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική σωτηρία του καθολικού (άρτιου) ανθρώπου. Ενδιαφέρεται να σώσει «δικαιώματα» του διαιρεμένου και ουσιαστικά αδιάλογου ατόμου και των ομαδικών ατομισμών.

Αυτό που επιδεικνύει τούτη η ρητορική είναι η σωτηρία της κενολογίας, της μονολογίας και της αδιαλλαξίας, αυτοπροκρινόμενη ως ευχάριστη, όντας πάντως ψευδοτερπνή και υποταγμένη στην εξουσιολατρεία του πεπτωκότος ανθρώπου.

Θα κλείσω τούτο το ταπεινό γραπτό μου αναφερόμενος στον άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, δείχνοντας έτσι σεβασμό στη μνήμη των Ιεραρχών εκείνων, για το έργο των οποίων δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν παιδαγωγικό ενδιαφέρον σήμερα, ακόμη κι όταν τίθεται το (πολιτικό ψευδοδίλημμα) αν θα είναι ή δεν θα είναι σχολική αργία η ημέρα μνήμης τους, εφόσον έγινε στις μέρες μας στόχευση, είτε έτσι είτε αλλιώς, ο εκτοπισμός της Πατερικής Ασκητικής Παιδείας από το σχολείο.

Θα παραθέσω, λοιπόν, αυτό το σημείο όπου ο άγιος ποιητής Γρηγόριος εκφράζεται, δεόμενος, για τον ανθρώπινο πόνο (αμέσως μετά το αναπροκρίνω με δική μου ελεύθερη γραφή), αφιερώνοντάς το σ’ όσους σπουδαστές δοκιμάζονται από ασθένειες:

«Νοσῶ, νοσῶ μέ καί πονοῦμαι σώματι,
Καί μοῦ γελῶσι τήν πάθην ἴσως τινές,
Τραχηλιῶντες, τῶν σφαγῇ τηρουμένων,
Ἁρμοί λέλυνται, καί ποδῶν σαθρά βάσις,
Εἴτ’ ἐγκρατείας ἔργον, εἴθ’ ἁμαρτάδων,
Εἴτ’ οὖν πάλη τις (οὐ γάρ οἶδα), πλήν χάρις,
Ἐμῷ κυβερνήτῃ γε. Τοῦτο μοι τυχόν.

Ἄμεινον ἐστιν· ἀλλ’ ἐπίσχες τήν νόσον,
Ἐπίσχες εἰπών σός λόγος σωτηρία.
Εἰ δ’οὔ, δίδου γε, ὡς τά πάντα καρτερεῖν,
Σῆτες τά σητῶν. Συγκράτει τήν εἰκόνα.
Ἐκεῖθεν ἕξεις καί τόν δοῦλον σου ἄρτιον»
(PG 37, 1418-1419).


***********************************


«Νοσώ, νοσώ, με πόνους μέσ’ το σώμα,
Κι ίσως τα πάθια μου να εμπαίζουν μερικοί,
Όσοι περήφανοι γίνονται των παθών μου θεατές,
Ότι οι αρθρώσεις μου ξαρμολογούνται
Και των ποδιών μου τα πατήματα ασθενούν.
Να ΄ναι εγκρατείας έργο, ή αμαρτάδων συμφορά;
Ή νά ΄ναι η πάλη στον εχθρό; Ξέρω και ΄γώ;
Ή μήπως χάρις είναι, ναι,
Σε ΄Κείνον που με Κυβερνά,
Ετούτη μου η τύχη;

Ας είναι έτσι, όμως, Πλάστη μου,
Τη νόσο μου κατάπαυσε εδώ,
Μια κι ο δικός Σου λόγος λύτρο είναι.
Κι αν τέλος τώρα δεν θα δω (των πόνων),
Δώσε μου την υπομονή όλη τή νόσο μου ν’ αντέξω εγώ.

Ας κάνουν τα σκουλήκια το έργο τους εντέλει,
Όμως, κράτα μ’ Εσύ, που είμ’ Εικόνα σου, στερεό,
Να γίνετ’ έτσι ολάκερο το πλάσμα Σου, ακέριο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου