Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Η απλοποίηση της ελληνικής γλώσσας και ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος (Φώτης Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας)

Στό παρόν σημείωμά μας θά ἐκθέσουμε τίς ἀπόψεις τοῦ ποιητῆ Νικηφόρου Βρεττάκου σχετικά μέ τό μεῖζον θέμα τῆς ἁπλοποιήσεως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας.

Γράφει λοιπόν ὁ Ν. Βρεττάκος σέ ἄρθρο του στήν Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία τῆς 14ης Φεβρουαρίου 1982 μέ τίτλο «Ὑπάρχει ἀκόμα γλωσσικό;» τά ἑξῆς: «Αὐτό θά πρέπει νά ἐννοοῦσε ὁ κ. Καραμανλῆς μέ τίς γνωστές δηλώσεις πού ἔκανε μετά τήν ἀπόφαση γιά τήν καθιέρωση τῆς δημοτικῆς: “Ὁ λαός ἔκαμε τό χρέος του καί μέ τήν αἴσθηση τοῦ μέτρου πού ἔχει, βρῆκε τή γλῶσσα πού τοῦ πρέπει”. Πόσο συνεπής ὑπῆρξε ἡ στάση τοῦ λαοῦ μας ἀπέναντι σ᾿ αὐτό τό χρέος μᾶς τό δείχνει ἡ διαπίστωση ξένων μελετητῶν τῆς γλώσσας μας πού βεβαιώνουν πώς οἱ ξένες λέξεις πού ἔχουν μπολιασθεῖ στή γλῶσσα μας εἶναι πολύ λιγότερες ἀπό ἐκεῖνες πού ἔχουν μπολιασθῆ σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές γλῶσσες. Κι ἀκόμη, τό πιό σπουδαῖο, πώς ἡ γλῶσσα μας εἶναι τό φυσικό παιδί τῆς ἀρχαίας. Καί μόνο αὐτό, ἡ ἀντίστασή του στό γλωσσικό, θά πρέπει νά μᾶς κάνη νά σταθοῦμε μέ σέβας μπροστά στόν ἐθνικό του αὐτό δυναμισμό καί νά σεβασθοῦμε τή γλωσσική ἐξέλιξη πού διέρχεται μέσα ἀπ᾿ αὐτό τόν λαό.

Νομίζω πώς ἡ ἐπιβολή τῆς δημοτικῆς ἀπό τήν Πολιτεία, ὑπῆρξε μία, ὑψηλή βέβαια, ἐθνική πράξη, ἡ ὁποία ὅμως μεθοδικά δέν ὑπῆρξε ἀλάνθαστη. Ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού θά ἔπρεπε νά κληθοῦν πρίν ἀπό κάθε νομοθέτημα, νά συντάξουν ἕνα ἐγχειρίδιο χρήσεως, μία γραμματική καθαρή, σαφῆ, σύγχρονη, γιατί ἀπό τόν καιρό τῆς Γραμματικῆς τοῦ Τριανταφυλλίδη διέρρευσαν πολλές δεκαετίες καί ἡ γλῶσσα ὡς ἕνας ζωντανός ὀργανισμός πού εἶναι, διαρκῶς ἐξελισσόμενη, ἦταν φυσικό νά ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπό τίς θέσεις τοῦ σοφοῦ γλωσσολόγου. Ἡ δημοτική ἐφοδιάζεται συνεχῶς μέ λέξεις ἀπό τήν καθαρεύουσα, πού κι᾿ ἄν ἀκόμη τήν ποῦμε νόθο παιδί τῆς ἀρχαίας δέν παύει νά προέρχεται ἀπ᾿ αὐτήν. Τό εὐέλικτο γλωσσικό μας ὄργανο, ὅπως τουλάχιστο τό μεταχειρίζονται ὡρισμένοι μας συγγραφεῖς, βρίσκεται πολύ κοντά στίς πηγές του καί δέν ἀποτελεῖ ἔγκλημα καθοσιώσεως ὁ μπολιασμός του μέ καινούργιες λέξεις, πού πολιτογραφοῦνται σ᾿ αὐτό, ἐνσωματωμένες στήν καθημερινή μας ὁμιλία. Ὅλα αὐτά τά γράφω, γιατί διαπιστώνω πώς κινδυνεύουμε νά ᾿ρθοῦμε σέ ἀντίθεση μέ τό λαϊκό αἰσθητήριο πού ἔχει ἀποδειχθῆ σοφότερο ἀπό μᾶς τούς γραμματιζούμενους, ἄν δέν ἤλθαμε κιόλας. Ὁ λαός ἐξακολουθεῖ π.χ. νά χρησιμοποιῆ σέ ὡρισμένες ἐκφράσεις του τή γενική τῆς τρίτης κλίσης – κι αὐτή ἀκόμη ἔχει ἐνσωματωθῆ στήν ὁμιλούμενη “τά στοιχεῖα τῆς φύσεως” ἤ “τό τέρας τῆς φύσεως” πού εἶναι περισσότερο μουσικό καί εἶχε περάσει στήν καθημερινή  ὁμιλία μας, ἐνῶ ἐμεῖς μέ βάση αὐτή τήν ἁπλούστευση καταργοῦμε καί ὁρολογικές ἀκόμη ἐκφράσεις, ἀρχίζοντας νά γράφουμε π.χ. “πλαστογραφία μετά χρήσης” (ἀντί χρήσεως πολύ περισσότερο ἀφοῦ διατηροῦμε στήν ἔκφραση τό “μετά”). Ἕνας νεοδογματισμός πάει νά κυριαρχήση στήν γλῶσσα μας, τείνοντας νά τῆς ἀφαιρέση τή φυσικότητα σέ εὐλυγισία, γλαφυρότητα καί μουσικότητα, πρᾶγμα πού σημαίνει σέ τελευταία ἀνάλυση περιφρόνηση πρός τόν ἴδιο τόν λαό μέ τό ἀλάνθαστο γλωσσικό του αἰσθητήριο πού σημαίνει μ᾿ ἕναν λόγο ἀντίδραση κι᾿ ὄχι πρόοδο. Ἔγιναν ὅλες σχεδόν οἱ δυνατές ἁπλοποιήσεις στήν ὀρθογραφία μας, πού κάποτε θά πρέπει νά σταματήσουν κι αὐτές,  γιατί τό κέρδος θά εἶναι λιγότερο ἀπό τήν ἀπώλεια πού θά ἔχουμε μέ τήν ἀλόγιστη ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τή γλωσσική μας παράδοση. Τώρα ἡ κυβέρνηση, μέ τήν συμφωνία καί τῶν ἄλλων κομμάτων, ἀποφάσισε τήν καθιέρωση τοῦ μονοτονικοῦ, καί πάλι χωρίς προμεθόδευση, πρίν δηλαδή ἐπανορθωθῆ τό λάθος πού ἔκανε ἡ Πολιτεία καθιερώνοντας τήν δημοτική – τήν σύνταξη ἐννοῶ βοηθημάτων πού θά ἔβαζαν ὅρια στίς ἐπεμβάσεις τοῦ ἀνεύθυνου ἐσωγενοῦς μας τραμπουκισμοῦ». (Παρατίθεται στό Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου,  “Ἡ ἐθνική συμβολή τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου στήν προστασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας” στό περιοδικό Ἑλληνόραμα, τεῦχος 92, Ἀπρίλιος 2012, σελ. 20-21).

Σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου ἔχουμε νά προβοῦμε στίς ἑξῆς παρατηρήσεις. Κατ᾿ ἀρχήν δέν νομίζουμε ὅτι ἰσχύει σήμερα, ὕστερα ἀπό σαράντα περίπου χρόνια, ἡ «ἀντίσταση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό γλωσσικό» καί ὅτι «οἱ ξένες λέξεις πού ἔχουν μπολιασθεῖ στή γλῶσσα μας εἶναι πολύ λιγότερες ἀπό ἐκεῖνες πού ἔχουν μπολιαθεῖ σέ ἄλλες εὐρωπαϊκές γλῶσσες». Πρίν τριάντα ὀκτώ -σαράντα χρόνια ἀναντίρρητα ἴσχυαν οἱ ἀποφάνσεις τοῦ Ν. Βρεττάκου. Γιατί ὅμως ἴσχυαν πρίν ἀπό σαράντα χρόνια καί σήμερα δέν ἰσχύουν; Πρῶτον λόγω τῆς τεχνολογικῆς ἐκρήξεως καί τῆς ἄρρηκτα μέ αὐτήν συννημένης Ἀγγλικῆς γλώσσας. Ἡ τεχνολογία κυριαρχεῖ, ἰδιαίτερα ἡ τεχνολογία τῆς πληροφορικῆς, ἡ εἰκόνα κυριαρχεῖ ἔναντι τοῦ λόγου καί ὁ ὅποιος ἐναπομείνας λόγος πού χρησιμοποιεῖται εἶναι διατυπωμένος, πρωτογενῶς, στήν ἀγγλική γλῶσσα. Ἑπόμενο εἶναι νά παρατηρεῖται ἀφ᾿ ἑνός μέν γενικώτερη, σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀποδυνάμωση τῆς γλωσσικῆς ἱκανότητος, ἰδιαιτέρως τῶν νέων ἀνθρώπων, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ ἀποδυνάμωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔναντι τῆς πολιτισμικά ἰσχυρότερης ἀγγλικῆς γλώσσας. Ἄμεση ἀπόρροια αὐτοῦ εἶναι ἡ καταιγιστική εἰσβολή ἀγγλικῶν λέξεων καί ἐκφράσεων ἀκόμη καί στήν καθημερινή γλωσσική ἐπικοινωνία τοῦ μέσου Ἕλληνα, ὁ ὁποῖος σημειωτέον μαθαίνει μεθοδικώτερα, ἄρα καί ἀποτελεσματικώτερα τά Ἀγγλικά ἀπό ὅ,τι τά Ἑλληνικά. (Αὐτό ἰσχύει ὁπωσδήποτε τοὐλάχιστον στίς νεώτερες γενιές).  Δεύτερον ἡ ἀποσκοράκιση ἀπό τή δημόσια ζωή καί ἐκπαίδευση μέ τή μεταρρύθμιση τῶν Ράλλη-Καραμανλῆ τό 1976 τῆς λογίας γλωσσικῆς παραδόσεως καί ἡ ὑποβάθμιση ἕως ἐξάλειψη τῆς διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Τοῦτο εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐξασθένιση τῆς ἀντιστάσεως τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό γλωσσικό. Ἀναντίρρητα ἡ ἑλληνική γλῶσσα ὑπῆρξε στή ροή τῶν αἰώνων ἄκρως “συντηρητική” καί ὁ μέσης μορφώσεως Ἕλληνας εἶχε συναίσθηση τοῦ ἑνιαίου καί τῆς ἑνότητός της, ἔστω καί ἄν χρησιμοποιοῦσε ἐλλειπτικά καί ἐλαττωματικά τήν καθαρεύουσα στή δημόσια ζωή καί ἐκπαίδευση. Αὐτό τό νῆμα τῆς διαχρονικῆς ἑνότητος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας κόπηκε ὁριστικά μέ τίς γλωσσικές μεταρρυθμίσεις τῶν Ράλλη-Καραμανλῆ τό 1976 καί Βερυβάκη-Παπανδρέου τό 1982. Ἔτσι, ὅταν ξέσπασε ἡ μεγάλη τεχνολογική ἔκρηξη τή δεκαετία τοῦ ᾿90 καί δῶθε μέ ὅλα τά παρεπόμενά της στήν οἰκονομία, ὁ ἑλληνικός λαός βρέθηκε ἐντελῶς ἀθωράκιστος γλωσσικά – φυσικά καί ὄχι μόνο.

Βεβαίως ἡ καθιέρωση τῆς Δημοτικῆς «χωρίς ἀκρότητες» στό Δημόσιο βίο καί στήν ἐκπαίδευση δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦταν ἐσφαλμένη ἐνέργεια. Ἐσφαλμένη ἐνέργεια ἦταν πρῶτον ἡ ἐπικράτηση τῆς «κομματοπαγοῦς καί βαρβαρόπλαστης δημοτικῆς», ὅπως τήν περιέγραψε ὁ Γιάννης Καλλιόρης, στόν Δημόσιο λόγο (παραπέμπουμε τόν ἀναγνώστη στό ἐξαιρετικό βιβλίο τοῦ Γ. Καλλιόρη, Ἡ ξύλινη γλώσσα, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1997 γιά τήν δομή καί λειτουργία τοῦ ἀριστεροκομματικοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος πού τελικά ἐπεκράτησε στήν Δημόσια Διοίκηση καί στά ΜΜΕ καί ἐν γένει στό Δημόσιο λόγο τῆς μεταπολιτευτικῆς Ἑλλάδος) καί ἡ βάρβαρη, ὅπως τήν ἐχαρακτήρισε ὁ Κ. Τσάτσος, ἀπολάκτιση τῆς λογίας γλωσσικῆς παραδόσεως: «Ἀπό τό 1933 στρέφομαι ὁριστικά πρός τή δημοτική, χωρίς ποτέ νά θεωρῶ ξορκισμένη τήν καθαρεύουσα, τῆς ὁποίας τήν ὀμορφιά καί αἰσθάνομαι καί συχνά διαβάζω, καί ἀπό τήν ὁποία πολλά δανείζομαι, γιά νά ἐμπλουτίσω τή δημοτική μου. Θεωρῶ τόν διωγμό τῆς καθαρεύουσας πού τώρα ἐπιβάλλεται καί νομοθετικά ἀπό τήν Πολιτεία, μιά πράξη βάρβαρη, πού δέν ἐξηγεῖται παρά ὡς μέρος μιᾶς γενικώτερης τάσης νά καταλυθῆ ὁ πλοῦτος τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης. Μπορεῖ μερικοί εἰδήμονες γλωσσολόγοι καί γραμματικοί νά συνεργοῦν σέ αὐτή τήν καταστροφή ἀπό μιά δογματική ἀκαμψία». (Κωνσταντίνου Τσάτσου, Λογοδοσία μιᾶς ζωῆς, τόμος δεύτερος, ἔκδοση τετάρτη, Ἀθήνα 2001, σελ. 625). Ὁ σύγχρονος Ἕλληνας μαθητής ἔπρεπε νά μάθει νά μιλᾶ καί νά γράφει ὀρθά τή σύγχρονη Νεοελληνική κοινή ἤ Δημοτική χωρίς ἀκρότητες. Παράλληλα ὅμως ἔπρεπε νά ἐκπαιδευθεῖ εἰς τρόπον, ὥστε νά κατανοεῖ (μόνο νά κατανοεῖ, ἀλλά σέ βάθος καί ἐπάρκεια – ὄχι νά γράφει καί νά μιλᾶ) τήν λόγια παράδοση. Ὁ παντελής ἐξοστρακισμός τῆς λογίας παραδόσεως ἀπετέλεσε βαρύ, βαρύτατο πλῆγμα στήν καθόλου γλωσσική ἀγωγή τῶν Ἑλλήνων ἀπό τή μεταπολίτευση καί ἐντεῦθεν.

Πέραν τούτων τονίζουμε τό γεγονός τῆς σχεδόν ὁριστικῆς ἐξαφανίσεως τῆς τρίτης κλίσεως. Ἔτσι λέμε ἡ πόλη/τῆς πόλης, ἡ κυβέρνηση/τῆς κυβέρνησης, ἡ διοίκηση/τῆς διοίκησης  κατά τήν πρώτη κλίση. Βέβαια στόν πληθυντικό παραμένει ἡ τρίτη κλίση: οἱ πόλεις/τῶν πόλεων, οἱ κυβερνήσεις/τῶν κυβερνήσεων, οἱ διοικήσεις/τῶν διοικήσεων. Ἔχουμε λοιπόν τήν ἑρμαφρόδιτη γραμματική κατάσταση τά φωνηεντόληκτα τῆς ἀρχαίας σέ –ις, –εως (ἡ πόλις τῆς πόλεως) στόν μέν ἑνικό νά κλίνονται κατά τήν πρώτη κλίση, στόν δέ πληθυντικό κατά τήν τρίτη. Βέβαια ὁρισμένοι παλαιοί δημοτικιστές προσπάθησαν νά ἐπιβάλλουν τήν πρώτη κλίση στήν ὀνομαστική τοῦ πληθυντικοῦ. Ἔτσι, π.χ., ὁ Δ. Γληνός ἔγραφε (μερικές φορές ὄχι πάντοτε) οἱ ἀπόφασες, οἱ κυβέρνησες κλπ. Προσέκρουσαν ὅμως οἱ ἀκραῖοι δημοστικιστές στήν γενική τοῦ πληθυντικοῦ πού πεισματικά διετηρεῖτο ἡ τρίτη κλίση (τῶν κυβενήσεων καί ὄχι τῶν κυβερνησῶν, τῶν ἀποφάσεων καί ὄχι τῶν ἀποφασῶν). Διετηρήθη στήν σύγχρονη κοινή νεοελληνική ἡ γενική τοῦ ἑνικοῦ σέ –εως σέ περιορισμένη κλίμακα, ὅμως γενικά τείνει νά ἐκλείψει ὁριστικά. Εἶναι περισσότερο μουσικό ὅμως, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ν. Βρεττάκος, τό «μετά χρήσεως» ἀπό τό «μετά χρήσης». Τό ἴδιο ἰσχύει γιά τό «πάσης φύσεως» ἀπό τό «πάσης φύσης», τό «ἐπί κυβερνήσεως Σημίτη» ἀπό τό «ἐπί κυβέρνησης Σημίτη», τό «περί ἐκποιήσεως» ἀπό τό «περί ἐκποίησης», τό «ἐξ ἀποστάσεως» ἀπό τό «ἐξ ἀπόστασης». Παρατηροῦνται συχνά στά ΜΜΕ καί στόν καθημερινό λόγο ἐκφράσεις ὅπως «ἐκτός δράσης», «ἐκτός φάσης», «ἄνευ ρήξης» πού ὁ Ν. Βρεττάκος θά χαρακτήριζε, τουλάχιστον μέ τό γλωσσικό αἰσθητήριο τῆς ἐποχῆς του, ὡς μή μουσικές, ὡς ἀντιαισθητικές ἐκφράσεις. Βέβαια τώρα οí ἐκφράσεις αὐτές ἔχουν καθιερωθεῖ καί παγιωθεῖ κι ἔτσι φαίνονται φυσιολογικές στό γλωσσικό αἰσθητήριο τοῦ σύγχρονου Ἕλληνα.  Εἶναι χαρακτηριστικό ἄλλωστε ὅτι ἡ Γραμματική τοῦ Μ. Τριανταφυλλίδη τίς ἀνωτέρω προθέσεις – ἐπί, περί, ἐκ, ἐκτός, ἄνευ καί μετά+γενικῇ, ἀλλά καί ἐντός, σύν, ὑπέρ – δέν τίς συγκαταλέγει στίς προθέσεις τῆς νεοελληνικῆς, ἐνῶ τίς χρησιμοποιοῦμε στόν σύγχρονο δημόσιο, ἀλλά καί καθημερινό λόγο μας. (Βλ. Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ἰνστιτοῦτο Νεοελληνικῶν Σπουδῶν. Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Νεοελληνική Γραμματική (τῆς Δημοτικῆς), ἀνατύπωση τῆς ἔκδοσης τοῦ ΟΕΣΒ (1941) μέ διορθώσεις, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 386). Καί σέ αὐτό τό σημεῖο, περί ἀπαρχαιώσεως τῆς Γραμματικῆς τοῦ Τριανταφυλλίδη, ὁ Ν. Βρεττάκος εἶναι πολύ εὔστοχος.

Ἡ τρίτη παρατήρηση πού ἔχουμε νά κάνουμε ἀναφέρεται στήν ἁπλοποίηση τῆς ὀρθογραφίας. Εἶναι τόση ἡ ἐν λόγῳ ἁπλοποίηση, ὥστε ἕνα σύγχρονο παιδί θά θεωροῦσε ἀνορθόγραφο τόν ποιητή μας πού γράφει «ὡρισμένος» καί ὄχι «ὁρισμένος», ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ σύγχρονη σχολική Γραμματική. Ὁ τύπος «ὡρισμένος» εἶναι μετοχή παρακειμένου τοῦ ὁρίζομαι, ὁπότε θά πάρει χρονική αὔξηση καί θά γραφεῖ μέ ὠμέγα καί ὄχι μέ ὄμικρον ὅπως γράφεται σύμφωνα μέ τήν ἐπικρατήσασα ἁπλοποιημένη ὀρθογραφία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι παλαιότεροι δημοτικιστές δοκιμιογράφοι διατηροῦσαν τήν ὑποτακτική (χωρίς βέβαια ὑπογεγραμμένη). Ὅθεν μερικοί μαθητές μου στό Λύκειο ρωτοῦσαν γιατί ὁ συγγραφέας γράφει «θά/νά κάνη», «θά/νά πῆ», «θά/νά πράξη»  καί ὄχι «θά/νά κάνει», «θά/νά πεῖ», «θά/νά πράξει», ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ σύγχρονη Γραμματική. Σημειωτέον ὅτι ὁ Ἀχιλλέας Τζάρτζανος εἶχε γράψει ἄρθρο μέ τίτλο «Καί ὅμως ὑπάρχει ὑποτακτική στή Νεοελληνική». Ὁμοίως τύπους, ὅπως «νεώτερος», «γενικώτερος», «λιγώτερος», ὅποιος ἐπιμένει νά τούς χρησιμοποιεῖ ἀντί τῶν ἐπισήμων «νεότερος», «γενικότερος», «λιγότερος» κινδυνεύει νά χαρακτηρισθεῖ ἀνορθόγραφος. Ὅμοίως ὅποιος χρησιμοποιεῖ τόν τύπο «νά χαρακτηρισθῆ» ἀντί τοῦ «νά χαρακτηρισθεῖ». Σημειωτέον ὅτι τό θά λυθῆ/θά γραφῆ προέρχεται ἀπό τό ἀπαρέμφατο τοῦ παθητικοῦ ἀορίστου λυθῆναι/γραφῆναι.  Ὁ Ν. Βρεττάκος γράφει ὀρθότατα «ἔγιναν ὅλες σχεδόν οἱ δυνατές ἁπλοποιήσεις στήν ὀρθογραφία μας, πού κάποτε θά πρέπει νά σταματήσουν κι αὐτές, γιατί τό κέρδος θά εἶναι λιγότερο ἀπό τήν ἀπώλεια πού θά ἔχουμε μέ τήν ἀλόγιστη ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τή γλωσσική μας παράδοση».

Ἀκόμη σχετικά μέ τήν ἁπλοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας ὁ Ν. Βρεττάκος προσυπέγραψε τό ἑξῆς κείμενο πού συνετάχθη ἀπό τήν «Διακήρυξη τῶν Ἑλλήνων Συγγραφέων: «Πιστεύαμε πώς ἡ πράξη τῆς Πολιτείας μέ τήν ὁποία, πρίν λίγα χρόνια, ἀναγνώρισε τήν δημοτική ὡς τήν μοναδική γλῶσσα τοῦ ἔθνους μας σήμερα, θά λύτρωνε τόν λαό μας ἀπό τήν μάστιγα ἑνός πολιτικοποιημένου μάλιστα, γλωσσικοῦ ζητήματος καί θά ἦταν ἡ ἀπαρχή μιᾶς βαθύτερης μελέτης καί γνώσης τῆς γλώσσας, μιᾶς συνειδητότερης χρήσης καί γραφῆς τῶν λέξεών της. Ἀντί γι᾿ αὐτό, μέ λύπη μας εἴδαμε νά δημιουργῆται τεχνητά, ἀμέσως, ἕνα νεόμορφο γλωσσικό πρόβλημα, τό πρόβλημα τοῦ τονισμοῦ τῶν λέξεων στόν γραπτό λόγο καί μαζί μ᾿ αὐτό, νά συζητῆται κιόλας τό θέμα τῆς γραφῆς τῶν λέξεων ἀπό μερικούς – δηλαδή ἡ πλήρης ἐξάρθρωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Κι ἐκεῖνοι πού δημιούργησαν τό πρόβλημα αὐτό, φρόντισαν νά τό πολιτικοποιήσουν, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἀναθέτοντας στήν Πολιτεία πάλι τή λύση του, ἀνελάμβαναν ἀπέναντι στό Ἔθνος βαρύτατη εὐθύνη. Κι ἔτσι ἔχουμε νέα γλωσσική ἐμπλοκή στήν Ἑλλάδα. Ἐπειδή ὅμως: 1. οἱ λέξεις, ὅπως μᾶς τίς παρέδωσαν οἱ πατέρες τοῦ Δημοτικισμοῦ γράφονται ἔτσι ἐπί 2000 χρόνια, ἔχοντας κρυσταλλώσει παράδοση ἀξιοσέβαστη, ἀκόμη κι ἀπό τούς ξένους· 2. τό πῶς θά γράφωνται οἱ λέξεις εἶναι πάντοτε ἁρμοδιότητα ἀποκλειστική τῶν συγγραφέων ἑνός τόπου καί ποτέ ἄλλων παραγόντων τῆς ζωῆς· 3. τό κύριο χρέος μας σήμερα εἶναι νά μάθουν νά μιλοῦν καί νά γράφουν οἱ Ἕλληνες σωστά τήν παραδομένη δημοτική· 4. οἱ ἁπλοποιήσεις τῆς γλώσσας μας τά τελευταῖα χρόνια περιόρισαν στό ἐλάχιστο τίς δυσκολίες τονισμοῦ τῶν λέξεών της, διακηρύσσουμε ὅτι: Δέν δεχόμαστε ὁποιαδήποτε ἀλλαγή στήν γραφή τῶν λέξεων τῆς γλώσσας μας καί θά συνεχίσουμε νά γράφουμε καί νά τυπώνουμε τά βιβλία μας μέ σέβας πρός τήν ζωντανή γλωσσική παράδοση καί τήν πλήρη μορφή τῶν λέξεων, ὅπως μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες τοῦ δημοτικισμοῦ καί οἱ μεγάλοι Νεοέλληνες συγγραφεῖς». Ἀκολουθοῦν οἱ ὑπογραφές τῶν συγγραφέων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου. (Παρατίθεται στό Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου,  “Ἡ ἐθνική συμβολή τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου στήν προστασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας” στό περιοδικό Ἑλληνόραμα, τεῦχος 92, Ἀπρίλιος 2012, σελ. 21-22).

Στό ἀνωτέρω κείμενο ἔχουμε νά κάνουμε τό ἑξῆς σχόλιο σχετικά μέ τήν πολιτικοποίηση τῆς γλώσσας. Κατά τή Μεταπολίτευση δημιουργήθηκε ἀπό τό ΠΑΣΟΚ καί τά ἀριστερά κόμματα ἕνας κομματικός γλωσσικός κώδικας δηλωτικός τῆς πολιτικοϊδεολογικῆς ταυτότητας αὐτοῦ πού τά χρησιμοποιεῖ. Σημειωτέον ὅτι, ἄν μή καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἀλλά ἐν πολλοῖς, καί ἡ ἐκσοπακισμένη Νέα Δημοκρατία υἱοθέτησε τόν γλωσσικό αὐτό κώδικα. Ἔτσι ἔχουμε τίς λέξεις «κάλεσμα» καί «μάζωξη» ἀντί τῶν λογιωτέρων «πρόσκληση» καί «συγκέντρωση» ἀντίστοιχα. Ἐπίσης παρατηρεῖται ἡ ἀλλαγή τοῦ τονισμοῦ σέ ὁρισμένα οὐσιαστικά στήν γενική τοῦ ἑνικοῦ. Ἔτσι, π.χ., ἔχουμε τοῦ «πανεπιστήμιου» ἀντί τοῦ «πανεπιστημίου», τοῦ «ἄνθρωπου» ἀντί τοῦ «ἀνθρώπου», τοῦ «συμβούλιου» ἀντί τοῦ «συμβουλίου». Ἐπίσης παρατηρεῖται χρησιμοποίηση λαϊκωτέρων τύπων τῶν ὀνομάτων τῶν μηνῶν. «Ἰούλης» ἀντί «Ἰούλιος», «Ἰούνης» ἀντί «Ἰούνιος», «Μάης» ἀντί «Μάϊος», «Μάρτης» ἀντί Μάρτιος», «Σεπτέμβρης» ἀντί «Σεπτέμβριος» κλπ. Ἀκόμη ἔχουμε ἀντικατάσταση τῆς καταλήξεως –ως τῶν λογίων ἐπιρρημάτων μέ τήν κατάληξη –α. Π.χ. «ἀκόλουθα» ἀντί «ἀκολούθως», «ἑπόμενα» ἀντί «ἑπομένως», «πιθανά» ἀντί «πιθανῶς». (Βλ. Γιάννη Μπασλῆ, Κοινωνιογλωσσολογία, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2000, σελ. 73-74). Ἑπόμενο τούτου εἶναι ἡ συχνά παρατηρουμένη σύγχυση μεταξύ τοῦ «ἄμεσα» καί τοῦ «ἀμέσως». «Ἄμεσα» (ἀντίθετο τοῦ ἔμμεσα) σημαίνει ἀπευθείας χωρίς τή μεσολάβηση ἄλλου καί μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ ἀγγλικοῦ «directly», ἐνῶ τό «ἀμέσως» σημαίνει πάραυτα καί εἶναι ἀντίστοιχο τοῦ ἀγγλικοῦ «immedietly».

Τό ἑρμαφρόδιτο, ἀλλά συχνό καί γενικά ἐπικρατοῦν φαινόμενο εἶναι ὅτι ἐν πολλοῖς χρησιμοποιεῖται σύνταξη τῆς καθαρεύουσας σέ πλεῖστες ὅσες ἐκφράσεις τῆς δημοτικῆς. Ἔτσι π.χ. ἔχουμε τή φράση «Προτάθηκε νά γίνει μηχανισμός παρακολούθησης ἐφαρμογῆς τοῦ μνημονίου» (τό παράδειγμα εἶναι πραγματικό, εἰλημμένο ἀπό τά ΜΜΕ), ἐνῶ ἡ γνήσια σύνταξη στήν δημοτική θά ἦταν: «προτάθηκε νά γίνει/νά συγκροτηθεῖ μηχανισμός πού θά παρακολουθεῖ τήν ἐφαρμογή τοῦ μνημονίου». Ὁ Γιάννης Μπασλῆς ἀναφέρει στό ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο του στή σελίδα 74 τό ἑξῆς χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό ἀριστερό περιοδικό: «Ἡ διαμόρφωση σήμερα ἑνός κλειστοῦ κυκλώματος ἀναπαραγωγῆς τῆς ἀντίληψης τῆς πολιτικῆς τῆς οὐρᾶς τῶν κομμάτων τῆς παραδοσιακῆς ἀριστερᾶς…»

Ὁ Γιάννης Καλλιόρης συμπυκνώνει σχετικά μέ τό ἀριστεροκομματικό γλωσσικό ἰδίωμα: «Στό γραμματικο-συντακτικό πεδίο, τά κύρια χαρακτηριστικά της εἶναι δύο: α) Ἡ ὀνοματοποίηση τῆς ρηματικῆς φράσης, δηλαδή ὁ ἐγκλωβισμός τῆς ρηματικῆς ἐνέργειας (ἡ ὁποία δίνει εὐκινησία, ζωντάνια καί ἀκρίβεια στόν λόγο, προσδιορίζοντας συγχρόνως τό ὑποκείμενο καί τόν χρόνο) στό οὐσιαστικό, πράγμα πού δημιουργεῖ ἐμπλοκή στή ροή καί συχνά συνεπάγεται ἀλλεπαλληλία ἀλληλεξαρτημένων γενικῶν, οἱ ὁποῖες κουβαριάζουν τή φράση. Παράδειγμα τῆς πιό ἁπλῆς μορφῆς: ἡ προσπάθεια ἀντιμετώπισης τῆς κατάστασης, ὅπου στό ἀντιμετώπισης συμπιέζεται ρηματική ἐνέργεια πού ἐλευθερώνεται ὅταν ποῦμε: ἡ προσπάθεια νά ἀντιμετωπιστεῖ ἡ κατάσταση (ἤ νά ἀντιμετωπίσουμε, ἤ ἔστω γιά τήν ἀντιμετώπιση)· παράδειγμα κακοηθέστερης μορφῆς: ἡ ἔκθεση τῶν λόγων ἄρνησης ἀνακοίνωσης τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς μέτρησης τῆς ραδιενέργειας. β) ἄτεγκτη μονοτυπία: βίαιος ἐκδημοτικισμός δι᾿ ἐξομοιώσεως τῶν ἀνομοίων, ἐξοβελισμός ζωντανῶν λογιότροπων λέξεων, τρόπων καί καταλήξεων, μέ σκοπό τήν πλήρη γραμματική ὁμοιομορφία, τήν ἀπόλυτη “ἐξομάνλυση”, πού εἶναι πάγιο στοιχεῖο κάθε ὁλοκληρωτικῆς νοοτροπίας, καί πού ἐδῶ, ὅπως παντοῦ, συνιστᾶ τή χειρότερη μορφή ἀνωμαλίας. Ὁ συνδυασμός τῶν δύο αὐτῶν χαρακτηριστικῶν καταλήγει σέ ἄγαρμπη συγκόλληση δημοτικῆς μορφολογίας καί λογίας συντάξεως, δηλαδή σέ μιά καθαρεύουσα μεταμφιεσμένη σέ δημοτική, πού συγκεντρώνει τά μεονεκτήματα τῶν δύο μορφῶν χωρίς τά πλεονεκτήματά τους». (Γιάννη Καλλιόρη, Ἡ ξύλινη γλώσσα, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθήνα 1997, σελ. 251-252).

Ἐκεῖ ὅμως πού ἡ ἁπλοποίηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας πῆρε καταλυτικό καί ὀλέθριο χαρακτῆρα εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ καί ἡ ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ τρόπου γραφῆς. Ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Ὑπερτιμήθηκε ἡ ἄποψη, ὅτι τό μονοτονικό διευκολύνει τούς μαθητές, κάτι πού, ἴσως, εἶναι ἀντιπαιδαγωγικό. Ὑπάρχει ἄλλωστε καί μία παράδοση πού ἐκφράζει τήν ἄποψη μεγάλων παιδαγωγῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιμένουν ὅτι τό παιδί πρέπει νά κοπιάζη γιά νά γίνη ἄνθρωπος ἱκανός, ὥστε στήν ζωή του νά ἀντιμετωπίση ὅλες τίς ἀντιξοότητες. Ὑποστηρίχθηκε, ἐπίσης, ὑπέρ τοῦ μονοτονικοῦ καί ἡ ἄποψη ὅτι διευκολύνονται οἱ τυπογράφοι καί οἱ στειχειοθέτες, γενικά καί ὅτι οἱ ἐκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οἰκονομικώτερες. Παραγνωρίσθηκαν, ὅμως, οἱ λόγοι πού ἐπέβαλαν στούς Ἀλεξανδρινούς χρόνους τήν καθιέρωση τῶν τόνων, οἱ ὁποῖοι ἰσχύουν καί σήμερα. Πολλές φορές, τά γραπτά μου δέν διαβάζονται σωστά ὅταν τυπώνωνται στό μονοτονικό. Ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θά ἐπαναξετασθῆ μελλοντικά τό θέμα καί ὅτι θά ἐπικρατήσουν σωφρονέστερες ἀπόψεις». (Παρατίθεται στό Ἀντωνίου Ἀ. Ἀντωνάκου,  “Ἡ ἐθνική συμβολή τοῦ Νικηφόρου Βρεττάκου στήν προστασία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας” στό περιοδικό Ἑλληνόραμα, τεῦχος 92, Ἀπρίλιος 2012, σελ. 22-23).

Πολύ εὔστοχα τονίζει ὁ Ν. Βρεττάκος τήν παιδαγωγική διάσταση τοῦ θέματος. Ὁ μεγαλύτερος νεώτερος παιδαγωγός ὁ John Dewey ἀνέπτυξε τή θεωρία μαθήσεως διά τῆς ἐπιλύσεως προβλήματος. (Learning by solving a problem). Ὁ δάσκαλος φέρνει τά παιδιά μπροστά σέ ἕνα πρόβλημα, σέ μία προβληματίζουσα κατάσταση, καί τά ἐξωθεῖ στήν ἐξεύρεση τῆς προσφορότερης λύσεως. Τό πρόβλημα, ἡ προβληματική κατάσταση, δέν πρέπει νά εἶναι οὔτε ὑπερβολικά δύσκολη οὔτε ὅμως εὔκολη, διότι ἀκυρώνεται ἡ διαδικασία αὐτή τῆς μαθήσεως. Τό πρός ἐπίλυση πρόβλημα πρέπει στήν ἀρχή νά εἶναι μέσης δυσκολίας, ἡ ὁποία θά κλιμακώνεται ἀναλόγως πρός τήν μαθησιακή πρόοδο τοῦ μαθητῆ. Γενικά ὁ John Dewey ἀπορρίπτει τίς ὑπερβολικές διευκολύνσεις στή διαδικασία τῆς μαθήσεως, διότι αὐτές οἱ διευκολύνσεις ἀδυνατοῦν νά κινητοποιήσουν τόν μαθητή· ἀντιθέτως τόν ἀδρανοποιοῦν καί τελικά τόν ἀποχαυνώνουν. Ἐπίσης ὁ John Dewey ὑποστηρίζει ὅτι τό μοντέρνο σχολεῖο δέν πρέπει ἁπλῶς νά εἶναι μία προετοιμασία γιά τή ζωή, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ζωή ἐν μικρογραφίᾳ. Ἡ ζωή ὅμως παρουσιάζει πολλές δυσκολίες καί ἀντιξοότητες. Ὁμοίως καί τό σχολεῖο πρέπει νά παρουσιάζει καταστάσεις δυσκολίας καί ἀντιξοοτήτων, ὥστε τό παιδί νά ἐκπαιδεύεται στήν ζωή. Ἀκόμη οἱ ὑπερβολικές διευκολύνσεις στή μάθηση ὁδηγοῦν στήν οἰκειοποίση τῆς ἀρχῆς τῆς ἥσσονος προσπαθείας ἀκόμη καί στή μετέπειτα ζωή. Βλέπουμε λοιπόν πόσο εὔστοχος παιδαγωγικά εἶναι στήν ἀνωτέρω ἐπισήμανσή του ὁ Ν. Βρεττάκος, μολονότι δέν ὑπῆρξε ἐπαγγελματίας παιδαγωγός.

Στό θέμα πού θίγει σχετικά μέ τήν διευκόλυνση τῶν τυπογράφων καί τῶν στοιχειοθετῶν ἀπό τήν ἐφαρμογή τοῦ μονοτονικοῦ ἔχουμε δύο παρατηρήσεις. Πρῶτον ἡ Ἑλληνική Πολιτεία στήν περίπτωση πού υἱοθέτησε τό ἀνωτέρω κίνητρο γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ μονοτονικοῦ φάνηκε ἰδιαίτερα μικρόψυχη καί κοντόφθαλμα χρησιμοθηρική, καταστάσεις ἐνδεικτικές τῆς ἐπικρατούσης τότε καί ἐπακολουθησάσης μετέπειτα γενικώτερης παρακμῆς. Ἄλλωστε κατά τόν Ἀριστοτέλη “τό ζητεῖν πανταχοῦ τό χρήσιμον ἥκιστα (=πάρα πολύ λίγο) ἁρμόττει τοῖς μεγολοψύχοις καί ἐλευθερίοις” (Πολιτικά, 1338 b 2-4). Δεύτερον ἡ σύγχρονη τεχνολογία ἔχει ἐπιλύσει τό πρόβλημα καί ἡ ἐπιβάρυνση γιά τή χρήση τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι πλέον ἀμελητέα.

Ἡ φθορά ὅμως πού προκάλεσε τό μονοτονικό στήν ἑλληνική γλῶσσα ἦταν ἀνυπολόγιστη. Ἀναμφιβόλως τό μονοτονικό σύστημα ἀποτελεῖ θρυαλλίδα στήν ἱστορική γραπτή παράδοση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί βίαιη ρήξη τῆς ἱστορικῆς συνέχειάς της. Ἀλλοιώνει θανάσιμα τό γλωσσικό αἰσθητήριο τῶν Νεοελλήνων καί ἀποκόπτει τίς νεώτερες γενιές ἀπό τήν παραδεδομένη γλωσσική μορφή τῶν παλαιοτέρων φάσεων τῆς ἑνιαίας γλώσσας μας. Ἐπί πλέον θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι προσβάλλει βάναυσα τήν ἴδια τήν αἰσθητική τοῦ γραπτοῦ ἑλληνικοῦ λόγου.

Καθ᾿ ὅλη τή Μεταπολίτευση ἔγιναν πολλές ἁπλουστεύσεις στήν ἑλληνική γλῶσσα πού ἀλλοίωσαν τή φυσιογνωμία της, τή μορφολογία καί τή συντακτική δομή της. Σέ αὐτό συνέβαλε καί ὁ πλήρης ἐξοστρακισμός τῆς λογίας γλωσσικῆς παραδόσεως, ἡ ὁποία λογία μορφή τῆς Νεοελληνικῆς γλώσσας ἐτέλει ὡς ἀνάχωμα στή γλωσσική ἐξάρθρωση. Δεδομένου ὅτι ἡ δημοτική δέν διαθέτει τήν αὐστηρότητα καί ἀκρίβεια τῆς καθαρεύουσας ἡ σύγχυση καί ἡ γλωσσική πλαδαρότητα (καί ἡ παρεπόμενη αὐτῆς διανοητική πλαδαρότητα) ἦσαν ἀναπόφευκτες. Γιά νά δοῦμε ὅτι ὄντως ἡ δημοτική δέν διαθέτει τήν ἀκριβολόγο σήμανση τῆς καθαρεύουσας, ἄς ἐξετάσουμε τήν ἑξῆς φράση: «Τό μνημόνιο ἀποκρύφθηκε ἀπό τήν κυβέρνηση». Μέ τή φράση αὐτή τί ἐννοοῦμε; ὅτι ἡ κυβέρνηση ἀπέκρυψε τό μνημόνιο ἤ ἄλλοι ἀπέκρυψαν τό μνημόνιο ἀπό τήν κυβέρνηση; Ἀμφότερα δυνατόν νά ἰσχύουν. Ἡ καθαρεύουσα μποροῦσε νά ἀποδώσει μέ ἀκρίβεια τήν πραγματική σήμανση τῆς φράσεως: «τό μνημόνιον ἀπεκρύβη ὑπό τῆς κυβερνήσεως» ἤ στήν δεύτερη σήμανση «τό μνημόνιον ἀπεκρύβη ἀπό τήν κυβέρνησιν». Μέ ἄλλους λόγους τό ποιητικό αἴτιο δέν μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ ἀκρίβεια στήν δημοτική. Ἡ δημοτική χωρίς τήν καθαρεύουσα ἔμεινε ὀρφανή καί ἀπροστάτευτη. Ἤ, ἄν θέλετε, ἡ καθαρεύουσα καί ἡ δημοτική ὑπῆρξαν οἱ δύο φυσικές κόρες τῆς ἀρχαίας. Ἡ συμπόρευσή τους ἦταν ὠφέλιμη τόσο γιά τίς ἴδιες ὅσο καί γιά τό νεοελληνικό ἔθνος. Ἡ ὁριστική ἐπικράτηση τῆς δημοτικῆς, περίεργο καί ὅμως πραγματικό φαινόμενο, ἀποδυνάμωσε τήν ἴδια τήν δημοτική! Ἄν ἀμφιβάλετε, συγκρίνετε τήν δημοτική τοῦ Δ. Γληνοῦ, τοῦ Γ. Κορδάτου, τοῦ Ἀ. Δελμούζου, τοῦ Ἰ. Κακριδῆ ἠ ἀκόμη τοῦ Ἰ. Θεοδωρακόπουλου, Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Χρ. Μαλεβίτση μέ τή δημοτική τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς Δημοσίας Διοικήσεως, τῶν ΜΜΕ, ἀκόμη και τῆς Δικαιοσύνης καί ὁρισμένων Πανεπιστημιακῶν. Φυσικά καί ὁ ρεμβασισμός τῶν ἀκραίων δημοτικιστῶν, ὑπαγορευόμενος καί ἀπό πολιτικούς λόγους, συνέβαλε σ᾿ αὐτή τήν «κομματοπαγῆ καί βαρβαρόπλαστη δημοτική» (Γ. Καλλιόρης) ἤ, ἀλλιῶς, τά «κορακίστικα» κατά τόν Ὀδυσσέα Ἐλύτη.  Βεβαίως καί ὁ ἑλληνικός λαός ἔμεινε ἀθωράκιστος γλωσσικά (φυσικά καί ὄχι μόνο) στή δίνη τῆς ἰσοπεδωτικῆς παγκοσμοιοποιήσεως.

Θά κλείσουμε μέ τά λόγια τοῦ Γ. Καλλιόρη: «Ἀδυνατώντας τό Πασόκ νά κάνει τίς ἰδέες πράξη, κατέληξε νά κάνει ἰδεολογία τή γλώσσα…Ἐξ οὗ καί ἡ στομφώδης στερεοτυπία τῆς πολιτικῆς συνθηματολογίας στά μέτρα ἑνός κορδωμένου μικροαστικοῦ λαϊκισμοῦ ἀλλά καί ἡ γλωσσική παιδεία μειωμένων ἀπαιτήσεων στήν ἐκπαίδευση, ἡ γενική χαλαρότητα ὡς πρός τήν γραμματοσυντακτική ὀρθοέπεια, οἱ γραμματικές “ἁπλοποιήσεις” καί ἡ λεξιλογική συρρίκνωση, καθώς καί ἡ συγχώνευση τῶν ἐπιπέδων τοῦ λόγου ἐπί τῇ βάσει τῆς προφορικῆς καθημερινότητος – καί γενικά ἡ ἐξεζητημένη ἁπλότητα πού ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ ἐπιτηδευμένου πρωτογονισμοῦ, ἀποτόκου τῆς διάχυτης – ὅσο κι ἀνομολόγητης – νοοτροπίας, πώς ὅσο φτωχότερη εἶναι ἡ γλώσσα, τόσο πιό κοντά στόν λαό βρισκόμαστε» (Γ. Καλλιόρη, ὅ.π., σελ. 99 καί 104).

 

(Πηγή: antifono.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου