Απο τον Συναξαριστή
Ο όσιος Γεώργιος προβλέπει τις επιδρομές Περσών και Σαρακηνών
Όταν η εισβολή των Περσών έφθασε μέχρι τη Δαμασκό, υπήρχε πολλή ταραχή στην περιοχή τους. Μια μέρα λοιπόν, καθισμένος ο όσιος Γεώργιος σε μια πέτρα για να ζεσταθεί από τον ήλιο (γιατί ήταν πολύ αδύνατος από την υπερβολική εγκράτεια) γεμάτος ζέση από τον πόθο του θείου έρωτος προς εργασίαν του θελήματος του Θεού, παρακαλούσε έντονα και μετά δακρύων τον Φιλάνθρωπο Κύριο, ζητώντας Του να λυπηθεί το λαό Του· και άκουσε φωνή να του λέγει: «Κατέβα στην Ιεριχώ να δεις τα έργα των ανθρώπων». Και αφού σηκώθηκε και βρήκε μερικούς από το κοινόβιο, που κατέβαιναν στην Ιεριχώ, κατέβηκε μαζί τους.
Όταν δε έφθασαν αυτοί στα περιβόλια κοντά στην πόλη, ξαφνικά ακούει στον αέρα μεγάλο θόρυβο αλληλοσυγκρουόμενων όχλων, που χτυπιούνταν και ούρλιαζαν σαν να ήταν σε πόλεμο. Σήκωσε το βλέμμα στον αέρα και τον είδε γεμάτο από Ινδούς, να συγκρούονται σαν σε πόλεμο· και η γη κουνιόταν και έτρεμε κάτω από τα πόδια του. Του λέγουν οι αδελφοί: «Έλα, πάτερ, να μπούμε στην πόλη· τι στέκεσαι και κοιτάζεις τόση ώρα τον αέρα;» Και αυτός με δάκρυα και στενοχώρια τους λέγει: «Ας φύγουμε, αδελφοί, και ας επιστρέψουμε. Μήπως δεν βλέπετε και δεν αισθάνεστε τη γη να κουνιέται;»
Και μόλις τα είπε αυτά, ξαφνικά βγήκαν από την πόλη μερικοί έφιπποι αρματωμένοι και άλλοι νέοι πολλοί και παιδιά που φορούσαν μαχαίρια στους μηρούς και κρατούσαν στα χέρια λόγχες, που τις κουνούσαν εδώ κι εκεί. Και αντιλήφθηκαν οι αδελφοί ότι αυτό εννοούσε ο Γέροντας όταν έλεγε ότι «κουνιέται η γη» και γύρισαν στο μοναστήρι με πολύ φόβο· τους μίλησε και για το όραμα που είδε στον αέρα.
Όταν ανέβηκε ο Γέροντας στο κελλί του, θρηνούσε και ωδύρετο για την χυδαιότητα του λαού, ή καλύτερα για την απερισκεψία και την ασέβειά τους. Ύστερα, αφού ήλθε και κάθισε στην πέτρα για να λιασθεί (και το ‘κανε αυτό επειδή ήταν πολύ ασθενικό το σώμα του), παρακαλούσε και προσευχόταν στο Θεό λέγοντας: «Δέσποτα, Θεέ των οικτιρμών και Κύριε του ελέους, Εσύ που θέλεις όλους να σωθούν και να γνωρίσουν την αλήθεια, σήκωσε το ραβδί σου και κτύπα αυτό το λαό, γιατί πορεύεται μέσα στην άγνοια». Και βλέπει ξαφνικά ένα πύρινο ραβδί στον αέρα, να επεκτείνεται από την αγία Πόλη μέχρι τα Βόστρα· και κατενόησε ο άγιος πόσο βαριά θα παιδευτεί ο λαός· και πάντοτε θρηνούσε και ωδύρετο.
Επιδρομή των Περσών, σφαγή πατέρων και θαυμαστή διάσωση του Οσίου
Όταν πλησίασε η έφοδος των Περσών και περικύκλωναν την αγία Πόλη, τότε ‘φύγαν και οι κοινοβιάτες αδελφοί και οι κελλιώτες· και άλλοι πήγαν στην Αραβία μαζί με τον ηγούμενο, άλλοι μπήκαν μέσα σε σπηλιές και άλλοι κρύβονταν μέσα στον Καλαμώνα. Μαζί τους ήταν και ο όσιος· ύστερα, δηλαδή, από πολλά παρακάλια των αδελφών βγήκε και κρυβόταν μαζί τους.
Όμως οι Σαρακηνοί, αφού εξηρεύνησαν το χείμαρρο, έψαχναν και τα ορεινά για να τους βρουν· βρήκαν το Γέροντα και άλλους πολλούς από τους πατέρες και αφού τους πήγαν σε άλλο χείμαρρο, ανάμεσά τους ήταν και ο αββάς Στέφανος, ένας Σύρος γέροντας, πάνω από εκατό χρονών, πατέρας άγιος, που όλοι τον σέβονταν, τους σκότωσαν εκεί· τους υπολοίπους τους οδήγησαν στην αιχμαλωσία.
Όμως τον άγιο Γεώργιο, επειδή τον είδαν ακτήμονα και πολύ αδύνατο και ευλαβή και αντελήφθησαν τον τρόπο ζωής του, μάλλον επειδή κινήθηκαν από το Θεό, αφού του έδωσαν ένα καλάθι γεμάτο ψωμιά και ένα παγούρι νερό, τον άφησαν ελεύθερο λέγοντάς του: «Όπου θέλεις σώσε τον εαυτό σου». Και αυτός κατέβηκε νύχτα στον Ιορδάνη και περιόδευε εκεί, μέχρις ότου μετέβη ο Πέρσης δια της Ιεριχούς στη Δαμασκό, έχοντας αιχμαλωτεύσει την αγία Πόλη· και αυτός ανέβηκε από εκεί στην αγία Πόλη μέχρις ότου πάλι κατέβηκε στου Χοζεβά.
Από το βιβλίο: Ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 67.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου