Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Σταύρος Γιαγκάζογλου - Η ανανέωση της νεοελληνικής ορθόδοξης θεολογίας. Θεολογικά ρεύματα και τάσεις κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα

Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

1. Οι Ομολογίες Πίστεως του 17ου αιώνα

Η νεότερη ορθόδοξη θεολογία ενεπλάκη στους θεολογικούς προσανατολισμούς της χριστιανικής Δύσης ήδη από τον 17ο αιώνα, όταν κλήθηκε να τοποθετηθεί έναντι των δυτικών ομολογιών πίστεως. Κατά τα πρότυπα των προτεσταντικών ή ρωμαιοκαθολικών ομολογιών πίστεως, οι δογματικές εκθέσεις των ορθοδόξων της περιόδου αυτής, δεν εκφράζουν παρά την παγίδευση και την «ψευδομόρφωση» της ορθόδοξης θεολογίας. Οι «Ορθόδοξες» Ομολογίες Πίστεως του 17ου αιώνα, αντιμετώπιζαν τις προτεσταντικές αποκλίσεις με ρωμαιοκαθολικά επιχειρήματα, ενώ στα σημεία διαφωνίας με τους ρωμαιοκαθολικούς υιοθετούσαν τις θέσεις των προτεσταντών. Το ωστικό κύμα του δυτικού «κονφεσιοναλισμού» σάρωσε όλες σχεδόν τις ορθόδοξες χώρες. Οι δυτικές επιδράσεις επηρέασαν καταλυτικά την ορθόδοξη θεολογική σκέψη όχι μόνο στην τουρκοκρατούμενη ελληνόφωνη Ανατολή αλλά και στη Ρωσία, η οποία κυρίως από την περίοδο του Μεγάλου Πέτρου και εξής, δέχθηκε συστηματικά τις δυτικές επιρροές σε όλο το φάσμα της πνευματικής, κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής ζωής. Η θεολογική αυτή αλλοτρίωση των Ορθοδόξων και στον ελληνόφωνο και στον σλαβόφωνο χώρο υπήρξε μια πραγματικότητα της οποίας οι συνέπειες είναι υπαρκτές ακόμη και σήμερα.

2. Η φιλοκαλική κίνηση του 18ου αιώνα

Η φιλοκαλική κίνηση του 18ου αιώνα με συμβολικό κέντρο την έκδοση της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών, με πρωτοβουλία του Μακαρίου Νοταρά (1731-1805) και με την επιμέλεια του Νικοδήμου Αγιορείτη (1749-1809), αποτέλεσε μια απροσδόκητη αναλαμπή της λησμονημένης μυστικής και πατερικής παράδοσης και συνάμα μια προσπάθεια ανανεωτικής έκφρασης της ελληνικής θεολογίας. Δίχως να αναφέρεται πουθενά στον πρόλογό της στη Μεταρρύθμιση ή στην Αντιμεταρρύθμιση, η Φιλοκαλία λαμβάνει αποστάσεις από τις Ομολογίες Πίστεως του 17ου αιώνα. Θα ήταν λάθος να δούμε τη φιλοκαλική κίνηση του 18ου αι. μονάχα ως απλή πρόταση επιστροφής στην αρχαία ασκητική παράδοση του μοναχισμού, δίχως τον ευχαριστιακό και μυστηριακό άξονα ανανέωσης της εν γένει εκκλησιαστικής ζωής των ορθοδόξων, αλλά και την επανασύνδεση με τη θεολογία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας. Η Φιλοκαλία μεταφράστηκε στα ρωσοσλαβονικά από τον Παΐσιο Βελιτσκόφσκι και τους μαθητές του και δημοσιεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1793. Με αλλεπάλληλες εκδόσεις η μετάφραση αυτή θα επιδράσει καταλυτικά στην αναγέννηση του μοναχισμού και της χριστιανικής σκέψης στη Ρωσία του 19ου αιώνα (Σλαβόφιλοι, Ντοστογιέφσκι, ρωσική θρησκευτική αναγέννηση, Ρώσοι θεολόγοι της διασποράς, νεοπατερική σύνθεση). Κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ το έργο του Παΐσιου Βελιτσκόφσκι μαρτυρεί την επιστροφή και επανασύνδεση της νεότερης ρωσικής θρησκευτικής σκέψης με τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Ως γνωστόν, η μετάφραση και η έκδοση της Φιλοκαλίας στα ρωσικά υπήρξε προάγγελος μελλοντικών εξελίξεων, μιας και «η επιστροφή στις πηγές αποκάλυψε νέους δρόμους και διέγραψε νέους ορίζοντες»[1]. Η ανανέωση της ρωσικής ευσέβειας με επίκεντρο τη Φιλοκαλία και ευρύτερα η μετάφραση και έκδοση πατερικών έργων θα προκαλέσει ένα είδος αναγέννησης στην παλαιά μοναστική παράδοση της Ρωσίας. Μέσα από έναν παράδοξο δρόμο και μέσα από ποικίλες περιπέτειες, η Φιλοκαλία θα επανακάμψει στην Ελλάδα και θα σημάνει εμβληματικά τη στροφή της νεοελληνικής θεολογίας προς τις πατερικές ρίζες και πηγές κατά τις δεκαετίες του ’50 και ’60. «Έτσι η φιλοκαλική αναγέννηση, ύστερα από μία ιστορική διαδρομή εκατόν εβδομήντα χρόνων, θα επιστρέψει στον τόπο της καταγωγής της»[2].

3. Το ευσεβιστικό κίνημα και οι χριστιανικές οργανώσεις

Η Ορθόδοξη Παράδοση στην νεότερη Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει μονάχα τη βαθιά αλλοτρίωση της Τουρκοκρατίας και τη συνακόλουθη ψευδομόρφωσή της από την καταλυτική επίδραση της δυτικής θεολογίας, αλλά είχε περαιτέρω αποξενωθεί και παραγκωνιστεί εξαιτίας της Βαυαροκρατίας, της δράσης ξένων μισιοναρίων, αλλά και της εισαγωγής διαφόρων δυτικών αντιλήψεων τόσο στην ακαδημαϊκή θεολογία όσο και στην αστική χριστιανική ευσέβεια, στην οποία κυριάρχησε το ευσεβιστικό κίνημα της θρησκευτικής αδελφότητας της «Ζωής» με τις διάφορες θυγατρικές οργανώσεις και ομάδες του. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ένα ζηλωτικό ευσεβιστικό κίνημα αναλαμβάνει και οργανώνει, εκτός του ποιμαντικού πλαισίου της Εκκλησίας, την πνευματική οικοδομή του ορθόδοξου πληρώματος. Οι χριστιανικές αυτές οργανώσεις και αδελφότητες λειτουργούν ως νομικά πρόσωπα και ιεραποστολικά σωματεία, με ιδιαίτερα προγράμματα και εσωτερικούς κανονισμούς, αποσκοπώντας να δράσουν αυτόνομα και ερήμην της Εκκλησίας στο έργο του επανευαγγελισμού της ελληνικής κοινωνίας. Οι χριστιανικές οργανώσεις, αδιαφορώντας για το θεολογικό δόγμα, έδωσαν βαρύνουσα σημασία στην ηθική διδασκαλία και εισήγαγαν τον θρησκευτικό ρασιοναλισμό, τον ευσεβισμό και τον πουριτανισμό. Εξέλαβαν την πίστη ως «παιδαριώδη ηθικολογία», με δικανικές και συναισθηματικές απλουστεύσεις και προσανατόλισαν τους πιστούς στην υιοθέτηση και τήρηση ενός θρησκευτικού κώδικα καλής συμπεριφοράς.

4. Η ακαδημαϊκή θεολογία στην Αθήνα και η θεολογική γενιά του ’30

Οι ορθόδοξες θεολογικές σπουδές εντάχθηκαν εξαρχής στο κρατικό πανεπιστήμιο και ακολούθησαν πιστά τα κρατούντα στη Δύση, παρακάμπτοντας, μάλλον αβασάνιστα, την ορθόδοξη εκκλησιαστική εμπειρία και Παράδοση. Άλλοτε συντηρητική, κατ’ απομίμηση των ρωμαιοκαθολικών, και άλλοτε φιλελεύθερη, όπως η προτεσταντική σκέψη, η ακαδημαϊκή θεολογία στην Ελλάδα αγωνιζόταν να αποδείξει την ορθόδοξη ταυτότητά της, τυπικά και ομολογιακά, με αλλότρια κριτήρια. Η ακαδημαϊκή θεολογία ήταν συνδεδεμένη κυρίως με τη γερμανόφωνη θεολογία και οι εκπρόσωποί της συχνά απαξίωναν τη νηπτική, μυστική και ησυχαστική θεολογία. Οι ελληνόφωνες θεολογικές σχολές στην Αθήνα (1837) και στη Χάλκη (1844) ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα γερμανικά πρότυπα, με έκδηλο το πνεύμα ενός ήπιου νοησιαρχικού και εξορθολογισμένου χριστιανικού διαφωτισμού. Στις εν λόγω σχολές έμφαση και προτεραιότητα δινόταν στη θεολογική μεταφυσική και στην ηθική διάσταση της αστικής θρησκείας εις βάρος της πατερικής θεολογίας και της ασκητικής παράδοσης. Ωστόσο, κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αι. εμφανίζεται στην Αθήνα μια νέα θεολογική γενιά, η γενιά του ’30, στην οποία πρωτοστατεί ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος με σημαντικές οικουμενικές επαφές και πρωτοποριακό έργο στην εκκλησιολογία και στην οικουμενική κίνηση. Στη γενιά αυτή ανήκουν σημαντικοί θεολόγοι, όπως ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ο Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, ο Παναγιώτης Τρεμπέλας αλλά και νεότεροι, όπως ο δογματολόγος Ιωάννης Καρμίρης και ο ιστορικός Γεράσιμος Κονιδάρης. Η γενιά αυτή επιχειρεί να ανασυγκροτήσει μια σύγχρονη φιλελεύθερη ορθόδοξη θεολογική επιστήμη σε μια εποχή έντονων ιστορικών κρίσεων, αλλά και κοινωνικών, οικονομικών, ιδεολογικών και πολιτικών ανακατατάξεων στην Ελλάδα.

5. Το Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα το 1936

Μέσα στο γενικότερο πνεύμα θεολογικής νοησιαρχίας και ηθικισμού, ο Αμίλκας Αλιβιζάτος οραματίστηκε και προετοίμασε ήδη από τη δεκαετία του 1920 τo Α΄ Συνέδριο Ορθόδοξης Θεολογίας στην Αθήνα το 1936. Στο συνέδριο αυτό ο Αλιβιζάτος, σε σύμπνοια με τον Γεώργιο Φλωρόφσκυ, θα κάνουν λόγο για την ανάγκη αυτοσυνειδησίας και αυτοκάθαρσης της νεότερης ορθόδοξης θεολογίας από τις δυτικές επιδράσεις αλλά και δημιουργικής επιστροφής στην Παράδοση των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας[3]. Η περαιτέρω επεξεργασία της θεολογικής αυτής στροφής, με κύριο εμπνευστή και πρωτεργάτη τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ αλλά και άλλους ορθόδοξους θεολόγους, θα εμφανίσει σταδιακά ένα πρόγραμμα νεοπατερικής σύνθεσης και ανανέωσης, το οποίο με τη σειρά του θα επηρεάσει τη μεταπολεμική νεοελληνική θεολογία, τη λαϊκή ευσέβεια καθώς και την ανανέωση του αγιορειτικού μοναχισμού.

6. Η ανανεωτική στροφή της νεοελληνικής θεολογίας

Η στροφή της ελλαδικής θεολογίας κατά τη δεκαετία του ’60 προετοιμάσθηκε με τη γόνιμη και δημιουργική πρόσληψη των ανανεωτικών θεολογικών κινημάτων στον χώρο της χριστιανικής Δύσης και είχε ως ενδιάμεσο καταλύτη τη θεολογική σκέψη των Ρώσων της διασποράς. Πράγματι, η θεολογική ανανέωση στην ελλαδική θεολογία ως επανασύνδεση με την πατερική θεολογία πραγματοποιείται με τη γόνιμη επίδραση των Ρώσων θεολόγων της διασποράς[4] και τη συνακόλουθη παρακμή και συρρίκνωση του ρόλου των χριστιανικών οργανώσεων και αδελφοτήτων. Οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται με το εκλαϊκευτικό περιοδικό Κιβωτός του Φώτη Κόντογλου στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ κυρίως οι πρωτοποριακές διατριβές του Νίκου Νησιώτη (1956) για τον υπαρξισμό και του π. Ιωάννη Ρωμανίδη (1957) για το προπατορικό αμάρτημα εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Στις αρχές του ’60 κυκλοφορεί το περιοδικό Σύνορο με συντακτική ομάδα υπό τον Χρήστο Γιανναρά, εκφράζοντας τη θεολογική ανανέωση στα πρότυπα του γαλλόφωνου περιοδικού Contacts. Η θεολογική αυτή στροφή λαμβάνει πλέον χαρακτηριστικά συγκροτημένου ανανεωτικού ρεύματος και επικεντρώνεται στις παλαμικές σπουδές με την υφηγεσία του Γεώργιου Μαντζαρίδη (1963), στην εκκλησιολογία με το έργο του Ιωάννη Ζηζιούλα (1965) και του Στυλιανού Χαρκιανάκη (1965), στην ποιμαντική ψυχολογία με το έργο του Ιωάννη Κορναράκη (1966), στην πατερική γραμματεία και θεολογία με το έργο του Ηλία Μουτσούλα (1965), του Κωνσταντίνου Σκουτέρη (1969) και του Κωνσταντίνου Παπαπέτρου με έμφαση στη συστηματική θεολογία (1969), στη θεολογική ανθρωπολογία με το έργο του Χρήστου Γιανναρά (1970) και του Παναγιώτη Νέλλα (1975) κ.ά. Στα τέλη του ’60 αλλά και καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70 εμφανίζεται ένα πρωτόγνωρο ρεύμα ανανέωσης του αγιορειτικού μοναχισμού. Στις επόμενες δεκαετίες η ανανέωση του μοναχισμού ως επιστροφή στις φιλοκαλικές, νηπτικές και ησυχαστικές ρίζες της Ορθόδοξης Παράδοσης θα εξακτινωθεί πλέον όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ορθοδοξία ανά τον κόσμο.

7. Η σχολή της Θεσσαλονίκης

Η Θεσσαλονίκη με το έργο και την επιρροή του καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου γίνεται ήδη από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 κέντρο πατερικών και βυζαντινών σπουδών με επίκεντρο την έκδοση των συγγραμμάτων του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και έργων άλλων βυζαντινών θεολόγων. Παράλληλα, η επιστροφή στους Πατέρες λαμβάνει ευρύτερο χαρακτήρα με την έκδοση εκλαϊκευμένης σειράς έργων των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας σε νεοελληνική μετάφραση, με την υποστήριξη νέων πατρολογικών διατριβών, με την ίδρυση του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών και με την απρόσμενη άνθιση του αγιορειτικού μοναχισμού.

Παράλληλα, η προσωπικότητα και η επιστημονική δράση του καθηγητή Σάββα Αγουρίδη θα δημιουργήσει τα πρώτα φυτώρια βιβλικών σπουδών στην Ελλάδα, ετοιμάζοντας πολλούς βιβλικούς θεολόγους αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στην Αθήνα, όπου και θα δημιουργήσει το σημαντικό κέντρο Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής». Μεταξύ των δύο αυτών σημαντικών θεολόγων θα αναπτυχθεί μία έντονη προσωπική διένεξη, η οποία, ως μη όφειλε, ενίοτε θα μετεξελιχθεί σε ένταση και διελκυστίνδα μεταξύ βιβλικών και πατερικών θεολόγων.

8. Οι άξονες της νεοελληνικής θεολογίας κατά τον 20ό αιώνα

H ανάδειξη των προϋποθέσεων και των κριτηρίων της πατερικής θεολογίας, η διάκριση ουσίας και ενεργειών στον Θεό,[ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ, ΟΥΣΙΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ ΗΡΘΕ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ] οι λειτουργικές εκδόσεις και σπουδές, η ευχαριστιακή και κοινοτική συγκρότηση της Εκκλησίας, η περί θεώσεως του ανθρώπου διδασκαλία, η θεολογία του προσώπου, το ευχαριστιακό και ασκητικό ήθος της Εκκλησίας, η θεολογία και η τέχνη της εικόνας, η ασκητική και μυστική θεολογία, η άνθιση του μοναχικού βίου, το ενδιαφέρον για την εκκλησιολογία και τον οικουμενικό διάλογο, αλλά και ο διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, αποτελούν τους κύριους άξονες και τα βασικά θέματα της θεολογίας του ’60. Ώριμος καρπός αλλά και γόνιμη και κριτική έκφραση της νεοελληνικής θεολογίας υπήρξε το περιοδικό Σύναξη, το οποίο ίδρυσε ο Παναγιώτης Νέλλας το 1982. Η Σύναξη ως γόνιμη και δημιουργική σπουδή στην Ορθόδοξη Παράδοση συνεχίζει την πορεία της εδώ και σαράντα χρόνια με εξωστρέφεια, καθώς απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό, καταθέτοντας αδέσμευτα τη θεολογική μαρτυρία της στον δημόσιο χώρο. Ωστόσο, η λεγόμενη επιστροφή στην Παράδοση και η εκλαΐκευση της πατερικής θεολογίας προκάλεσε ένα είδος αγκύλωσης στο γράμμα της πατερικής γραμματείας, εμφανίζοντας μια σειρά από παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής ορθόδοξης θεολογίας.

9. Προβλήματα και αγκυλώσεις

Ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης Ορθοδοξίας εξωραΐζουν και ανακατασκευάζουν το ένδοξο παρελθόν του Βυζαντίου σε μια κλειστή και απολύτως συντελεσμένη διάσταση και νοσταλγική αναπόληση της Παράδοσης. Ο εθνοκεντρικός χαρακτήρας, ο σχολαίος και ενίοτε φονταμενταλιστικός τρόπος κατανόησης της πατερικής θεολογίας, ο αντιδυτικισμός, η έλλειψη ενδοορθόδοξης ενότητας και συνεργασίας, η εν πολλοίς γραφειοκρατική και εκ των άνω θεσμική εκκλησιολογία, η έλλειψη ουσιαστικού ενδιαφέροντος για την προώθηση του διαχριστιανικού διαλόγου, η αδράνεια και αδιαφορία για τα μεγάλα και συστημικά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, η αδύναμη θέση των λαϊκών στην Εκκλησία είναι πλέον κοινά χαρακτηριστικά σε πολλές τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες.

10. Αναδυόμενα θεολογικά ρεύματα και τάσεις κατά τον 21ο αιώνα

Πέρα από τις συντηρητικές και φονταμενταλιστικές αυτές τάσεις στην ελλαδική Ορθοδοξία, οι οποίες εμφανίστηκαν ιδιαίτερα έντονες κατά την περίοδο της πανδημίας, υπάρχουν εν εξελίξει σημαντικά ανανεωτικά θεολογικά ρεύματα, τα οποία προωθούν και επεκτείνουν γόνιμα και δημιουργικά τη θεολογική αναγέννηση του 20ού στον 21ο αι. Πέρα από την ομολογιακή εσωστρέφεια, τον τοπικισμό και την ιστορική αδράνεια, ο 21ος αι. εμφανίζει νέα θεολογικά ρεύματα και τάσεις δημιουργικής εξόδου από μία παραδοσιαρχική και στατική αντίληψη της σύγχρονης Ορθοδοξίας. Η έμφαση εδώ βρίσκεται στην εμπνευσμένη επικαιροποίηση της Παράδοσης, στην εργώδη και κριτική θεολογική σπουδή, στην προφητική διάκριση της ιστορίας, στην ποιμαντική της καταλλαγής και της συμφιλίωσης, στη συνάντηση της θεολογίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό, στην πρόσληψη και μεταμόρφωσή του.

Στις αρχές του 21ου αι. η Εκκλησία της Ελλάδος σε συνεργασία με τις θεολογικές σχολές ξεκίνησε έναν ευρύτατο θεολογικό διάλογο για τη λειτουργική αναγέννηση και ανανέωση της λατρείας με σημαντικά συνέδρια και εκδόσεις. Ατυχώς, ο διάλογος αυτός παρέμεινε σε επίπεδο ειδικών και δεν προχώρησε σε συγκεκριμένες προτάσεις. Ωστόσο, η δυναμική του υφίσταται ακόμη, οι επιδράσεις του είναι ορατές και χρειάζεται να ενεργοποιηθεί εκ νέου.

Οι Θεολογικές Σχολές κινούνται σταθερά, αν και αργά, μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης. Παρά τα συχνά θεσμικά προβλήματα, οι θεολογικές σπουδές στην Ελλάδα πραγματοποιούν πλέον ελπιδοφόρα και γόνιμα ανοίγματα. Άλλωστε, παρά τα ποικίλα προβλήματα, οι θεολογικές σχολές με τη θεσμική και διαχρονική λειτουργία τους διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στη συνοχή και συνέχεια της θεολογικής ανανέωσης. Το ίδιο θεωρούμε ότι θα συμβεί και κατά τον 21ο αι. Όταν οι προσωποπαγείς προσπάθειες για κάποιο λόγο τερματίζονται, οι σχολές είναι αυτές που εξασφαλίζουν τη συνέχεια και τη συνοχή της θεολογικής ανανέωσης. Το μεγάλο διορθόδοξο συνέδριο της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών με θέμα «Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και προοπτικές», το οποίο δεν έγινε λόγω της πανδημίας το 2020, πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στα τέλη Μαΐου 2024. Το συνέδριο αυτό εντάσσεται στη σειρά των Διεθνών Θεολογικών Συνεδρίων που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα κατά τον 20ό αιώνα (1936 και 1976) και στοχεύει στην ανάδειξη, διερεύνηση και συμβολή στα καίρια ζητήματα και προβλήματα που απασχολούν την Ορθόδοξη Θεολογία σε πανορθόδοξο επίπεδο κατά τον 21ο αιώνα. Ειδικότερα, το Συνέδριο θα εξετάσει τη θέση και την αποστολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στις νέες ιστορικές, γεωπολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, προκειμένου να εκφράσει εκ νέου την πλούσια κληρονομιά, την έμπρακτη διακονία, την προφητική μαρτυρία και τη λειτουργία της στον σύγχρονο κόσμο. Οι ιδιαίτερες θεματικές που θα απασχολήσουν το Συνέδριο αφορούν στη σπουδή και στην κριτική τοποθέτηση για τη σχέση της Ορθόδοξης Θεολογίας πρώτιστα με την Εκκλησία, με το πανεπιστήμιο και με την κοινωνία, καθώς επίσης και στον διάλογό της με τις επιστήμες, την τεχνολογία, τον πολιτισμό και, ακολούθως, με τα σύγχρονα θεολογικά και πνευματικά ρεύματα.

Μια νέα θεολογική γενιά τα τελευταία 30 χρόνια επιχειρεί ρηξικέλευθα έναν πιο κριτικό και παρεμβατικό θεολογικό λόγο στην προσπάθειά της να συνθέσει τη θεολογία του ’60 με τις νέες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες του 21ου αι. Στο πλαίσιο αυτό η νέα θεολογική γενιά δεν εξέλαβε αξιωματικά τις θέσεις και τις προτεραιότητες της θεολογίας του ’60 ως αυτονόητες και περίκλειστες αλήθειες, αλλά επιχείρησε να τις καταστήσει εργαλεία επαφής, διαλόγου και μαρτυρίας με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό. Η νέα αυτή γενιά των Ελλήνων Θεολόγων αναζητά τον βηματισμό της μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης, συνέχειας και ασυνέχειας, εμφανίζοντας ενδιαφέρουσες και ρηξικέλευθες θεματικές, όπως:

  • Η δυναμική ερμηνεία και προφητική επέκταση της εσχατολογίας από τη λειτουργική και ασκητική ζωή στις σύγχρονες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες και πραγματικότητες.
  • Η σύνθεση μεταξύ βιβλικής θεολογίας και πατερικής ερμηνευτικής στον σύγχρονο θεολογικό λόγο και η ανάγκη τονισμού της πίστης ως ιστορικής εμπειρίας της Εκκλησίας.
  • Η διεύρυνση της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας από μία στατική θεώρηση της λειτουργικής ζωής και της υπερέξαρσης του θεσμικού στοιχείου στον κοινοτικό χαρακτήρα της ενορίας και της επισκοπής, στον ρόλο του πρεσβυτερίου σε σχέση με τον επίσκοπο, στην οργανική σχέση κλήρου και λαού και κυρίως στην αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου των λαϊκών, ιδιαίτερα των γυναικών, της ενορίας και της επισκοπής στην Εκκλησία.
  • Η άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ θεσμικής και χαρισματικής εκκλησιολογίας που εντάθηκαν με το φαινόμενο του γεροντισμού από τη δεκαετία του ’80 μέσα από μία ριζοσπαστική θεολογική κριτική των ακροτήτων και απολυτοποιήσεων είτε του θεσμικού στοιχείου είτε των μοναστικών κυρίως χαρισμάτων.
  • Η κριτική θεώρηση των διαφόρων φονταμενταλιστικών τάσεων, όπως ο αντιδυτικισμός, ο αντιοικουμενισμός, ο παραγοντισμός και παρεμβατισμός κυρίως ορισμένων μοναστικών κύκλων που επιμένουν να χειραγωγούν ιδεολογικά το πλήρωμα της Εκκλησίας, εργαλειοποιώντας τη μοναστική βιοτή σε διαχρονική ποιμαντική και αυθεντικό πρότυπο εκκλησιαστικής ζωής στον κόσμο.
  • Η ανανέωση του ενδιαφέροντος για την Ιεραποστολή και την ιεραποστολική θεολογία ως συστατικού πυρήνα της ορθόδοξης περί Εκκλησίας συνείδησης.
  • Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία και στην κοινωνία.
  • Η ανανέωση του μαθήματος των Θρησκευτικών στην εκπαίδευση.
  • Η εκ νέου προσέγγιση της ηθικής πέρα από τον ηθικισμό και η υπέρβαση του διλήμματος μεταξύ οντολογίας και ηθικής που έθεσε η θεολογία του ’60.
  • Ο γόνιμος διάλογος με ορισμένα ρεύματα της σύγχρονης ψυχολογίας και εν γένει με τις σύγχρονες επιστήμες του ανθρώπου, με τη νεωτερικότητα και τη μετανεωτερικότητα.
  • Ο ανοικτός διάλογος με τις σύγχρονες μορφές τέχνης (λογοτεχνία, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική, εικαστικές τέχνες κ.λπ.)
  • Η υπέρβαση του αντιδυτικισμού, ακόμη και του πολωτικού ερμηνευτικού σχήματος Ανατολή-Δύση.
  • Η θεολογική κριτική του ελληνοκεντρισμού και του ελληνοχριστιανικού εθνικισμού, του εθνοκεντρισμού, του εθνοφυλετισμού ή του ορθόδοξου κουλτουραλισμού και των ποικίλων μεταμορφώσεών του στον 20ό και στον 21ο αιώνα.
  • Ο διαρκής και κριτικός διάλογος με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό.
  • Η προφητική θεώρηση της ιστορίας και του πολιτισμού, η κοινωνική δικαιοσύνη και η ριζοσπαστική θεολογική κριτική φαινομένων όπως η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου».

Πέραν των Θεολογικών Σχολών και των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, οι νέες αυτές τάσεις και τα αναδυόμενα θεολογικά ρεύματα εκφράζονται κυρίως από ευέλικτους φορείς και οργανωμένα ιδιωτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα, όπου η υλοποίηση νέων ερευνητικών προγραμμάτων, συνεδρίων, επαφών και εκδόσεων σχεδιάζονται και υπηρετούνται αποτελεσματικότερα. Τέτοιοι φορείς είναι το περιοδικό Σύναξηη Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, το βιβλικό Ίδρυμα «Άρτος Ζωής», η Ελληνική Βιβλική Εταιρία, ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «Καιρός» για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου»(CEMES). Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη θέση έχει η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, η οποία και φιλοξενεί από τις 10 έως 15 Ιανουαρίου 2023 το 2ο συνέδριο της Διεθνούς Ορθόδοξης Θεολογικής Ένωσης (ΙΟΤΑ). Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου με την πρωτοπόρα και ρηξικέλευθη δράση, τη διορθόδοξη συνεργασία και την οικουμενική ακτινοβολία της σε επίπεδο συνεδρίων, εκδόσεων, επαφών και μαρτυρίας στα πιο κρίσιμα γεγονότα του 21ου αι. είναι η πλέον απτή έκφραση της ανανέωσης της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας, η οποία διαλέγεται γόνιμα και δημιουργικά με τον σύγχρονο κόσμο και πολιτισμό. Στο πλαίσιο αυτό η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου επιδιώκει σταθερά τη γόνιμη αλληλεπίδραση της ελληνικής Ορθόδοξης Θεολογίας με τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο (σλαβικό, ρουμανικό, μεσανατολικό αλλά και των νέων ορθόδοξων κέντρων στη Δύση και στον αναπτυσσόμενο κόσμο) καθώς και με τα σύγχρονα θεολογικά ρεύματα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Η ορθόδοξη θεολογία δεν έχει άλλα ιστορικά περιθώρια να παραμείνει απλώς τοπική και εσωστρεφής έκφραση, αλλά οφείλει να καταστεί επίκαιρη και οικουμενική μαρτυρία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο.[ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΓΝΟΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΡΠΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ]

[1] Βλ. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Σταθμοί της ρωσικής θεολογίας, Μέρος Πρώτο, μτφρ. Ευτυχία Γιούλτση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 244-245.

[2] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 195.

[3] Βλ. Procès-Verbaux du premier Congrès de Théologie Orthodoxe a Athènes, 29 Novembre-6 Décembre 1936, publiés par les soins du Prof. Hamilcar S. Alivisatos, Athènes 1939.

[4] Βλ. Σταύρου Γιαγκάζογλου, Στο μεταίχμιο της Θεολογίας, Δοκίμια για τον διάλογο θεολογίας και πολιτισμού, το κεφάλαιο «Η επίδραση των Ρώσων θεολόγων της διασποράς στη νεοελληνική θεολογία», εκδ. Δόμος, Αθήνα 2018, σσ. 171-215.

Πηγή

https://amethystosbooks.blogspot.com/2023/04/20-21.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου