Αἱ μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν Κειμένων
Τόν τελευταῖο καιρό ἐπιτείνεται μία τάση πού παρετηρεῖτο καί παλαιότερα, δηλαδή ἐπικρατεῖ μία «φρενῖτις» μεταφράσεων τῶν λειτουργικῶν κειμένων καί μάλιστα τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες.
Μία ἀπό τίς συνέπειες, ἡ χαρακτηριστικότερη, εἶναι νά δημιουργοῦνται νέες εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας, μέ τήν χρησιμοποίηση ὁμηρικῶν λέξεων. Δηλαδή, ἐνῷ μερικές κινήσεις ἁπλοποιοῦν τίς εὐχές στήν λειτουργική γλῶσσα, ἄλλες τίς «ἐμπλουτίζουν» μέ ὁμηρικές λέξεις, πρᾶγμα πού δέν ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού γνώριζαν πολύ καλά καί τόν Ὅμηρο…
Θεωρῶ ὅτι ὅλη αὐτή ἡ νοοτροπία πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, γιατί οἱ αὐθαιρεσίες πρέπει νά σταματήσουν. Στίς ἡμέρες μας ἐπιχειρεῖται αὐτό πού δέν γινόταν ἐπί Τουρκοκρατίας, ἄν καί τότε τό μορφωτικό ἐπίπεδο ἦταν χαμηλό, ἐνῷ σήμερα ὑψηλό.
Ὑπάρχουν πολλά ἐπιχειρήματα πού ἔχουν διατυπωθῆ ἀπό πολλούς ἐναντίον τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν, ἀκόμη καί τότε πού ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προσπάθησε νά εἰσαγάγη τήν παράλληλη ἀνάγνωση τῶν βιβλικῶν κειμένων καί στήν δημοτική γλῶσσα καί ὅπως εἶναι γνωστόν ὁ ἴδιος ἀντιλήφθηκε τήν ζημιά πού γινόταν στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπανέφερε τά πράγματα στά παραδεδομένα. Πόσον μᾶλλον θά προκαλέση ζημιά ἡ νέα τάση τό νά ἀλλοιώνωνται τά κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας, τῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί ἄλλων λειτουργικῶν κειμένων καί νά εἰσάγεται ἡ δημοτική γλῶσσα ὄχι παράλληλα μέ τό πρωτότυπο κείμενο, ἀλλά ἀποκλειστικά. Κινδυνεύουμε νά δοῦμε σχίσματα μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Παρακάμπτοντας πολλά ἐπιχειρήματα κατά τῆς εἰσαγωγῆς τῆς δημοτικῆς γλώσσας στήν θεία Λατρεία, πού ἤδη ἔχουν διατυπωθῆ, θά ἀρκεσθῶ μόνον στό νά τονίσω ὅτι μία τέτοια προσπάθεια συνιστᾶ ἔλλειμμα ἀληθινῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, γιά νά μή ἐκφρασθῶ πιό σκληρά. Δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει ἡ στοιχειώδης ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ μᾶλλον μέ τέτοιες ἐνέργειες ἐκφράζεται μία ἐπιφανειακή ὀρθόδοξη θεολογία, πού στηρίζεται στήν πρακτική ὠφελιμότητα. Ἡ νοοτροπία αὐτή ξεκινᾶ ἀπό μία ποιμαντική ἀνάγκη, ἀλλ᾽ ὅμως ἐπιλέγεται ἡ πιό εὔκολη λύση. Θεωρῶ ὅτι πρόκειται γιά μία ἐπιρροή ἀπό τόν δυτικό σχολαστικισμό.
Οὐσιαστικά, αὐτή ἡ νοοτροπία συνδέεται μέ τόν «τελευταῖο πειρασμό» τοῦ Χριστοῦ πού ἀντιμετώπισε ἐπάνω στόν Σταυρό ἀπό τούς παρευρισκομένους ἐκεῖ: «σῶσον σεαυτόν καί κατάβα ἀπό τοῦ σταυροῦ... ὁ Χριστός ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καί πιστεύσωμεν αὐτῷ» (Μάρκ. ιε´ , 30-32).
Ὅπως οἱ σύγχρονοι τοῦ Χριστοῦ Ἰουδαῖοι, καί μάλιστα οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Ἀρχιερεῖς, ἤθελαν νά κατεβῆ ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό γιά νά πιστεύσουν σέ Αὐτόν ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ, οὐσιαστικά ἐνέπαιζαν τόν Χριστό, ἔτσι καί τώρα μέ τήν πράξη τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων, κατά κάποιον τρόπο, θέλουν νά κατεβάσουν τήν γνώση τῆς θείας Λειτουργίας στό λογικό ἐπίπεδο καί ὄχι στήν βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰγνάτιος Μπραντζιανίνωφ ἔλεγε: «Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ καθέδρα τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας».
Ὅμως, ὅπως ὁ Χριστός δέν ἱκανοποίησε αὐτό τό αἴτημα καί παρέμεινε στόν Σταυρό, σῴζοντας ἔτσι τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν θάνατο, ἔτσι καί ἐδῶ, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, πρέπει ἡ θεία Λειτουργία καί τά Μυστήρια νά παραμείνουν στό ὕψος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἐμπειρία τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, καί ὄχι νά κατεβοῦν στό ἐπίπεδο τῆς νοησιαρχίας, τοῦ ὀρθολογισμοῦ.
Λυπᾶμαι πού κάνω αὐτήν τήν ἀναφορά, ἀλλά θά προσπαθήσω νά τό ἐπεξηγήσω μέ τά ἀκόλουθα.
1. Ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων
Μέσα στήν θεία λατρεία ἐκτός ἀπό τήν λεκτική γλῶσσα ὑπάρχει καί ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων, διά τῆς ὁποίας γίνονται κατανοητά καί ὅσα δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν διά τῆς γλωσσικῆς διατυπώσεως, ἡ ὁποία οὕτως ἡ ἄλλως δέν εἶναι ἀρκετή γιά τήν πλήρη κατανόηση τῶν λεγομένων καί γιγνομένων.
Ἡ γλῶσσα τῶν συμβόλων βιώνεται μέ τό ἄναμμα τοῦ κεριοῦ, τόν ἀσπασμό τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τίς κανδῆλες πού φωτίζουν μέ τό ἱλαρό φῶς τους, τά ἱερά σκεύη καί ὅλα τά εὑρισκόμενα καί τελούμενα στόν Ἱερό Ναό, μέ τόν τρόπο πού γίνεται ἡ Μικρά καί ἡ Μεγάλη Εἴσοδος, μέ τήν τυπική διάταξη τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, μέ τίς ἱερατικές κινήσεις καί εὐλογίες κ.ἄ.
Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Ἱερεύς, προκειμένου νά ἐκφωνήση τήν ἀποστολική εὐλογία ἤ νά εἰρηνεύση, συγχρόνως εὐλογεῖ καί διά τῆς χειρός τούς παρευρισκομένους, ὅποτε ἡ γλῶσσα τῶν λέξεων συμπληρώνεται μέ τήν γλῶσσα τῶν συμβόλων. Ὑπάρχει δέ περίπτωση κάποιος νά δῆ τήν Χάρη τῆς εὐλογίας, ὅπως συνέβη μέ ἕναν Τοῦρκο, τόν Ἀχμέτ, ὁ ὁποῖος δέν γνώριζε τήν ἑλληνική γλῶσσα, ἀλλά εἶδε τόν Πατριάρχη νά εὐλογῆ καί διά τῆς εὐλογίας εἶδε τίς ἀκτῖνες τῆς θείας Χάριτος νά ἐκπορεύωνται ἀπό τήν εὐλογοῦσα χεῖρα του καί νά κατευθύνωνται στίς κεφαλές ὅλων τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν, ἐκτός τῆς δικῆς του, πρᾶγμα πού τόν ἔκανε νά πιστεύση στόν Χριστό, νά βαπτισθῆ καί στήν συνέχεια νά μαρτυρήση.
Μέσα στήν θεία Λειτουργία καί μόνον μέ τήν γλῶσσα τῶν συμβόλων μπορεῖ νά συμμετάσχη τό μικρό παιδί, ὁ κωφάλαλος, ἀλλά καί ἐμεῖς ὅταν συμμετέχουμε σέ θεία Λειτουργία πού γίνεται σέ ξένες γλῶσσες, τίς ὁποῖες δέν κατανοοῦμε λογικά. Ἡ ταύτιση τῆς συμμετοχῆς μας στήν θεία Λειτουργία ἤ τήν λατρεία μόνον μέ τήν λεκτική γλῶσσα, παραθεωρώντας τήν σημασία τῆς συμβολικῆς γλώσσας, οὐσιαστικά θεωρεῖ ὅτι πολλές κατηγορίες Χριστιανῶν δέν συμμετέχουν στήν θεία Λειτουργία.
Ἑπομένως, ἡ ὑποτίμηση τῆς γλώσσας τῶν συμβόλων καί ἡ ὑπερτίμηση τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας στήν μέθεξη τῆς θείας λατρείας ἀποτελεῖ σοβαρό θεολογικό πρόβλημα.
2. Ἡ λογικοκρατικὴ θεώρηση τῆς λατρείας
Ἡ μετάφραση εὐχῶν μέ σκοπό νά κατανοηθῆ ἡ θεία Λειτουργία, ἀναποδράστως ὁδηγεῖ στήν ἄποψη ὅτι ἐκλαμβάνεται ἡ λογική ὡς κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς, πρᾶγμα πού συνιστᾶ τήν λογικοκρατία καί τόν ὀρθολογισμό.
Λέγοντας αὐτά, γνωρίζω ὅτι ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθός λόγος πού εἶναι ἀπαραίτητος γιά τήν συνεννόηση μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά τήν συγκρότηση καί διάρθρωση τῆς σκέψεως σέ λογικά σχήματα, σέ προτάσεις καί τήν χρησιμοποίηση τῶν λέξεων, καί ἄλλο εἶναι ὁ ὀρθολογισμός πού θεωρεῖ κέντρο ὅλων τῶν πραγμάτων τήν λογική καί δι᾽ αὐτῆς ἑρμηνεύει ἀκόμη καί ὅσα ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔχει μόνον τήν λογική ἐνέργεια, ἀλλά ἔχει καί ἄλλες ἐνέργειες, ὅπως τήν νοερά ἐνέργεια, τήν φαντασία, τήν αἴσθηση κλπ. Ἀκόμη, ἡ λογική δέν εἶναι πηγή τῆς γνώσεως, ἀκόμη καί γιά τά ἀνθρώπινα πράγματα. Γι᾽ αὐτό καί στήν ἐπιστήμη ἀναπτύχθηκε ἡ λεγόμενη «συναισθηματική νοημοσύνη», πού ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπάρχουν μέσα στόν ἄνθρωπο «δύο μυαλά», ἤτοι ἡ λογική καί τό συναίσθημα καί θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀναπηρία τό νά ἀπολυτοποιῆ κανείς μόνον τήν λογική. Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἀπεικόνιση τοῦ ἐγκεφάλου.
Ἐπίσης, στίς ἡμέρες μας ἀναπτύχθηκε καί ἡ λεγομένη ὑπαρξιακή φιλοσοφία καί ψυχολογία, πού θεωροῦν ὅτι πέρα ἀπό τήν λογική ὑπάρχουν καί ἄλλες λειτουργίες στό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ἐδῶ βρίσκεται καί τό λάθος τοῦ διαφωτισμοῦ, ὅπως ἀπέδειξε ἀργότερα ἕνα ἄλλο ρεῦμα ὁ ρομαντισμός, καί ἀργότερα ἡ μετανεωτερικότητα, πού κατέρριψε τήν αὐθεντία τῆς λογικῆς.
Ἐάν αὐτό συμβαίνη στά ἀνθρώπινα πράγματα, πολύ περισσότερο συμβαίνει στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ ἄποψη ὅτι κέντρο τῆς θείας γνώσεως εἶναι ἡ λογική καί ἡ ἐπεξεργασία πού γίνεται ἀπό αὐτήν, δημιούργησε τόν σχολαστικισμό καί ὅλο αὐτό τό σχολαστικό–ὀρθολογικό σύστημα πού συναντοῦμε στόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί μάλιστα στό ἔργο τοῦ «Summa Theologica».
Διαποτισμένος καί ὁ Βαρλαάμ ἀπό τόν δυτικό σχολαστικισμό ἔφθασε σέ ἕναν ἀγνωστικισμό καί ἀκόμη ὑποτιμοῦσε τίς Ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ καί γι᾽ αὐτό θεωροῦσε τούς ἀρχαίους Ἕλληνας φιλοσόφους ἀνώτερους τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Θεωρώντας ὅτι ἡ λογική εἶναι τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό, ἔθετε σέ ὑποδεέστερη θέση τίς ὁράσεις τῶν Προφητῶν, πού τίς θεωροῦσε «χείρω τῆς ἡμετέρας νοήσεως».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κονιορτοποίησε κυριολεκτικά τό σημεῖο αὐτό, γιατί, ὅπως δίδαξε, οἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν, τό ἄκτιστο Φῶς πού εἶδαν οἱ Μαθητές στό Ὄρος Θαβώρ εἶναι μεγάλη ἀποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁπότε οἱ ἀγράμματοι Μαθητές ἀποδείχθηκαν ἀνώτεροι ἀπό τούς φιλοσόφους, πού εἶχαν ἔντονη λογική.
Παρέθεσε μάλιστα πλῆθος ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν χωρίων, ὅπως καί τό ἐκπληκτικό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι θεολογοῦν «ἁλιευτικῶς (ὅπως οἱ ἀγράμματοι Ἀπόστολοι πού ἦταν ἁλιεῖς) καί ὄχι ἀριστοτελικῶς». Εἶναι δέ κλασσικό τό ἀπόφθεγμα τοῦ ἴδιου Ἁγίου: «θεόν φρᾶσαι ἀδύνατον, νοῆσαι (=στοχασθῆναι) δέ ἀδυνατώτερον». Δέν μπορεῖ κανείς μέ τήν λογική νά κατανοήση τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί στήν συνέχεια ἡ λογική διατυπώνει, ὅσον εἶναι δυνατόν, αὐτήν τήν Ἀποκάλυψη.
Τό ἐκπληκτικό σύγγραμμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Περί τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», οἱ λεγόμενες «Τρεῖς τριάδες», ἀναλύει διεξοδικῶς τό θέμα αὐτό καί οὐσιαστικά ἔχει κατοχυρωθεῖ συνοδικά.
Ἡ ἄποψη ὅτι ἀπαιτεῖται ἡ λογική κατανόηση τῶν λειτουργικῶν κειμένων γιά νά συμμετέχουμε στήν θεία λατρεία καί νά ἀποκτήσουμε τήν γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποκλείει τούς ἀγραμμάτους ἀπό τήν λατρεία καί τήν θεογνωσία, στερεῖ τά βρέφη, τά νήπια καί τά παιδιά ἀπό τήν λατρεία καί τήν θεία Κοινωνία.
Ὁ δυτικός σχολαστικισμός εἶναι ἐκεῖνος, πού ὁδήγησε στήν πρακτική της ἀποσυνδέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἀπό τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος καί κατ᾽ ἐπέκταση ἀπό τό μυστήριο τῆς θείας Κοινωνίας μέχρι τήν ἐφηβεία. Ἡ βάση αὐτῆς τῆς πρακτικῆς εἶναι ὅτι γιά νά δεχθῆ τό παιδί τό Χρῖσμα καί νά λάβη τήν θεία Κοινωνία πρέπει νά κατανοῆ μέ τήν λογική του τά γινόμενα.
Ἐμεῖς χρίουμε τά βρέφη καί τά κοινωνοῦμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνωρίζουμε ἀπό τήν θεολογία μας ὅτι καί τά βρέφη λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί πρίν ἀναπτυχθῆ ὁ ἐγκέφαλος καί ἡ λογική, ἀφοῦ καί τότε ἐνεργεῖ μέσα τους ἡ νοερά ἐνέργεια. Ἀκόμη καί τά ἔμβρυα μποροῦν νά λαμβάνουν τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπως ἔγινε μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο, πού ὅταν ἦταν ἔμβρυο ἕξι μηνῶν ἔγινε ἀπό τότε Προφήτης καί κατέστησε καί τήν Μητέρα του Προφήτιδα, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Αἰσθάνομαι ὅτι μία σχολαστική νοοτροπία ἐπιχειρεῖται νά εἰσαχθῆ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τίς μεταφράσεις τῶν λειτουργικῶν κειμένων, ὅτι πρέπει νά καταλαβαίνουμε τά κείμενα λογικά γιά νά συμμετέχουμε, πρᾶγμα πού ἀνατρέπει τήν βασική θεολογική ἀρχή περί τῆς διπλῆς μεθοδολογικῆς γνώσεως, σύμφωνα μέ τήν ὁποία μέ ἄλλον τρόπο γνωρίζει κανείς τήν κτιστή ἀλήθεια καί μέ ἄλλον τρόπο γνωρίζει κανείς τήν ἄκτιστη ἀλήθεια, τόν Θεό, καί μετέχει αὐτῆς. Μέ ἄλλα λόγια δέν ὑπάρχει μία ἑνιαία ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τόν κόσμο, καί δέν ὑπάρχει μία ἑνιαία μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου, ὅπως ὑπεστήριζε στήν πράξη ὁ δυτικός σχολαστικισμός.
Ἑπομένως, ἡ λογικοκρατική θεώρηση τῆς θείας Λατρείας εἰσάγει ἕνα εἶδος σχολαστικισμοῦ στήν ὀρθόδοξη θεολογία.
3. Ἡ λογικὴ καὶ νοερὰ λατρεία
Συνέπεια τῶν προηγουμένων εἶναι ὅτι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας διαιρεῖται σέ λογική λατρεία καί νοερά λατρεία καί ὁ ἄνθρωπος πού ζῆ πραγματικά μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά μετέχη παράλληλα καί στίς δύο λατρεῖες. Αὐτή εἶναι ἡ βάση τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, τῆς ὀρθοδόξου νηπτικῆς ζωῆς. Κατά τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι λογική καί νοερά. Κατ᾽ ἐπέκταση ὑπάρχει ἡ λογική λατρεία καί ἡ νοερά λατρεία.
Ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζουμε ὅτι τά βρέφη ἔχουν νοερά ἐνέργεια, διά τῆς ὁποίας μποροῦν νά βλέπουν ἀγγέλους καί ἁγίους, ἐνῷ δέν ἔχει ἀκόμη ἀναπτυχθῆ ἡ λογική λειτουργία τοῦ ἐγκεφάλου, πού θά τελειοποιηθῆ ἀργότερα, καθώς τό παιδί θά μεγαλώνη.
Ἔτσι, κατά τήν θεία Λειτουργία δέν ἀρκεῖ μόνον ἡ ἀνάπτυξη τῆς λογικῆς λειτουργίας, ἀλλά κυρίως ἡ ἀνάπτυξη τῆς νοερᾶς λειτουργίας. Δηλαδή, ἡ μετάφραση τῆς ἀποστολικῆς εὐλογίας στήν δημοτική γλῶσσα, ὡς «ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά εἶναι μαζί σας», δέν θά μπορέση ποτέ νά δώση στόν ἄνθρωπο νά καταλάβη λογικῶς τί εἶναι Χάρη τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τί εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί πῶς μποροῦμε νά μεθέξουμε τῆς Χάριτός Του.
Αὐτή ἡ γνώση εἶναι θέμα νοερᾶς καρδιακῆς ἐμπειρίας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιά ἀρραβῶνα, πού δίνεται στήν καρδιά: «Ὁ δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ὑμῖν εἰς Χριστόν καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Β Κορ. α´, 21-22).
Ἄλλωστε, ὁ Χριστός στούς μακαρισμούς Του τόνισε τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς καθαρῆς καρδιᾶς γιά τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τήν ἔξαψη τῆς λογικῆς: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε', 8). Τό ἴδιο συναντοῦμε καί στίς ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων, ὅπου γίνεται λόγος γιά τήν καρδιά ὡς προϋπόθεση καί βάση τῆς θεοπτίας.
Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ὁ Χριστός ὅταν ἐμφανίσθηκε στούς Μαθητές Του «διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς γραφάς» (Λουκ. κδ´, 45). Ἡ γνώση τοῦ μυστηρίου πού ἐκφράζεται μέ λέξεις γίνεται στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε ἐμφανῶς στήν εὐχή πρό τοῦ Εὐαγγελίου: «Ἕλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς (τόν νοῦ) εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν... Σύ γάρ εἶ ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν...».
Ὁ βασικός σκοπός τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι νά κατανοήση λογικῶς τίς λέξεις, ἀλλά νά εἰσέλθη στό βάθος τοῦ μυστηρίου, νά βιώση καί νά μεθέξη τήν κένωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν καθαρή καρδιά του. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀποφατική θεολογία εἶναι «ὁ Γολγοθᾶς τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ θεία Λειτουργία, πού εἶναι λογική λατρεία, συνδέεται στενά καί μέ τήν νοερά λατρεία. Ἄλλωστε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές καί ἀκαδημαϊκοί διδάσκαλοι, πού εἶναι ἡ φανέρωση καί ἡ μέθεξη τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ὑπόθεση λογικῆς ἐπεξεργασίας, ἀλλά ὑπόθεση καθαροῦ νοός καί καθαρᾶς καρδίας.
Τά βρέφη, τά παιδιά καί οἱ Ἅγιοι συμμετέχουν στήν θεία Λειτουργία, κάνοντας νοερά λατρεία μπορεῖ νά βλέπουν ὑπερκόσμια χοροστασία, γιά τήν ὁποία ὁμιλοῦν οἱ Ἅγιοι, μπορεῖ νά βλέπουν ἀγγέλους, ἐνῷ ὅσοι στηρίζονται στήν λογική κατανόηση τῶν λέξεων ἔχουν πλήρη ἄγνοια τῆς γνώσεως τοῦ Μυστηρίου.
Στήν βιογραφία τοῦ Ἁγίου παπα-Νικόλα Πλανᾶ διαβάζουμε ὅτι ἕνα παιδάκι πού εἶχε ἀνεπτυγμένη τήν νοερά ἐνέργεια ἔβλεπε τόν λειτουργοῦντα ἅγιο παπα-Νικόλα νά ὑπερυψοῦται τοῦ ἐδάφους, καί τό φώναξε μέ ἐνθουσιασμό στήν μητέρα του. Θεωρῶ ὅτι τό παιδάκι αὐτό μετεῖχε τῆς θείας Λειτουργίας πραγματικά, ἔστω κι ἄν δέν καταλάβαινε τίς λέξεις, ἐνῷ οἱ ἄλλοι, πού πρόσεχαν μέ τήν λογική, ἁπλῶς παρακολουθοῦσαν. Ἤ γιά νά ἐκφρασθῶ μέ ἄλλον τρόπο, δέν μπορῶ νά ἀποκλείσω τό παιδάκι αὐτό ἀπό τήν μέθεξη τῆς λατρείας, ἐπειδή δέν μποροῦσε νά κατανοήση τίς λέξεις. Μᾶλλον θεωρῶ ὅτι μετεῖχε τῆς θείας Λειτουργίας καλύτερα ἀπό ἄλλους ἐγκρατεῖς φιλολόγους, πού γνωρίζουν τήν ἐτυμολογία καί τήν ἔννοια τῶν λέξεων.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ, ὅς καί ἱκάνωσεν ἡμᾶς διακόνους καινῆς διαθήκης, οὐ γράμματος, ἀλλά πνεύματος· τό γάρ γράμμα ἀποκτείνει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β´ Κορ. γ´, 5-6).
Ἑπομένως, ἡ παραθεώρηση τῆς νοερᾶς λατρείας συνιστᾶ ἔλλειμμα ὀρθοδόξου θεολογίας.
Γενικά, ὅσοι ἁπλοποιοῦν τίς λέξεις τῆς θείας λατρείας ἀκόμη καί αὐτές πού ἔχουν «ὑψηλό, ἐννοιολογικό, εἰκονικό, συμβολικό καί βιωματικό ἐπίπεδο», γιά νά γίνουν κατανοητές λογικά ἀφ᾽ ἑνός μέν καταστρέφουν τόν πολιτισμικό μας πλοῦτο, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ἀγνοοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία στήν πλήρη ἔκφρασή της. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δέν εἶναι σχολαστική, ὀρθολογιστική, ἀλλά ἀποκαλυπτόμενο μυστήριο. Καί τό μυστήριο δέν κατανοεῖται ἁπλῶς λογικά.
Ἔτσι, ἀπό τό γράμμα προχωροῦμε στό πνεῦμα μέσα ἀπό ὅλη τήν ἀσκητική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ἀκοῦνε ἀναλύσεις τῶν γινομένων καί πραττομένων στήν θεία Λειτουργία –ἄλλωστε αὐτή εἶναι ἡ ἀξία τοῦ κηρύγματος– ἤ ὅσοι μετέχουν τακτικά στήν θεία Λειτουργία μποροῦν νά κατανοήσουν εὐχερῶς καί τό γράμμα, κυρίως ὅμως μποροῦν νά εἰσχωρήσουν στό πνεῦμα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τήν γνώση τῆς συμβολικῆς γλώσσας τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ φιλοκαλικοί Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος, ἐνῷ ἔκαναν μεταγλωττίσεις σέ διάφορα πατερικά κείμενα, δέν τόλμησαν νά μεταγλωττίσουν τίς εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας καί τῶν Μυστηρίων, ἄν καί τό διανοητικό ἐπίπεδο τοῦ λαοῦ ἦταν χαμηλό.
Ὅποτε, ὅσοι παραμένουν στό ἐπίπεδο τῆς λογικῆς κατανόησης τῶν λειτουργικῶν κειμένων δείχνουν ὅτι ἀγνοοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία, γι᾽ αὐτό κατά τόν Μέγα Βασίλειο «τεχνολογοῦσι καί οὐ θεολογοῦσι». Δέν χρειάζεται ἁπλῶς ἡ λογική κατανόηση τῶν κειμένων, ἡ μετάφρασή τους, ἀλλά ἡ μύηση στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στό μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Νομίζω ὅτι μερικοί σύγχρονοι ἔχουν ἔλλειμμα ὀρθοδόξου θεολογίας καί ἐκφράζουν μία θεολογία, ἡ ὁποία ἔχει ἐπηρεασθῆ ἀπό τόν παπικό σχολαστικισμό καί τόν προτεσταντικό ἠθικισμό, γι᾽ αὐτό καί αὐτοσχεδιάζουν αὐθαίρετα μέσα στήν Ἐκκλησία.
Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος, 14/5/2010, τ. 1831, σ. 6.
Μεταφορά: Ἀναλόγιον. Οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου