23.04.2025
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Τότε τινές των αρχόντων του παλατίου είπον προς τον βασιλέα·
«Βασιλεύ Διοκλητιανέ, ο Γεώργιος, αν και εν τη φυλακή κεκλεισμένος, αναστατώνει το πλήθος και πολλούς εκ των ειδωλολατρών με τας μαγείας του έκαμε Χριστιανούς· λοιπόν η ας καταπεισθή εις τον ορισμόν σου και να ζήση ή, αν εξακολουθή να παραμένη εχθρός σου, ας θανατωθή το συντομώτερον».
Ο δε βασιλεύς ηρώτησε περί του πρακτέου τον επίτροπόν του Μαγνέντιον και εκείνος του είπε·
«Αύριον, βασιλεύ, να κάμης τελείαν ανάκρισιν εις τον ναόν του θεού Απόλλωνος».
Κατά δε την νύκτα εκείνην, ενώ ο Άγιος προσηύχετο, εκοιμήθη· και τότε βλέπει καθ’ ύπνον τον Χριστόν, όστις τον ησπάζετο και του έθετε στέφανον εις την κεφαλήν λέγων·
«Μη φοβού, Γεώργιε, αλλά θάρσει· διότι από της σήμερον αξιούσαι να βασιλεύης μετ’ εμού· λοιπόν, μη αργήσης, αλλά ταχέως ελθέ προς εμέ, ίνα απολαύσης τα ητοιμασμένα σοι αγαθά».
Ο δε παρανομώτατος βασιλεύς Διοκλητιανός, το πρωΐ, όταν εξημέρωσεν, ήλθεν εις τον ναόν του Απόλλωνος, ίνα έξωθι αυτού [έξω από αυτόν] κάμη την εξέτασιν, προσέταξε δε να φέρουν εκεί και τον Άγιον.
Τούτου δε γενομένου είπε προς αυτόν ο βασιλεύς με πολλήν ημερότητα και ταπείνωσιν·
«Δεν είναι, Γεώργιε, μεγάλη φιλανθρωπία και πολλή καλωσύνη αυτό το οποίον κάμνω εγώ, να αναμένω δηλαδή την μετάνοιάν σου και να μη σε θανατώνω; Ναι, εις την δύναμιν των μεγάλων θεών, διά την νεότητά σου και διά την ανδρείαν σου λυπούμαι να σε θανατώσω. Διότι επιθυμώ, εάν μετανοήσης, να σε τιμήσω, να σε δοξάσω και να σε κάμω συγκάθεδρον της βασιλείας μου. Ειπέ μου λοιπόν και συ την γνώμην σου· τι σκέπτεσαι»;
Ο Άγιος απεκρίθη·
«Έπρεπε, βασιλεύ, αυτήν την αγάπην, την οποίαν δεικνύεις τώρα, να την είχες δείξει πρωτύτερα, ώστε να μη με εβασάνιζες τόσον απάνθρωπα».
Ο βασιλεύς ως ήκουσε τον λόγον τούτον εχάρη και λέγει προς τον Άγιον·
«Αν θελήσης να με κάμης πατέρα σου και να μου χαρίσης την χαράν αυτήν, εγώ θέλω σε ανταμείψει με πλούσια χαρίσματα».
Απεκρίθη ο Άγιος·
«Αν ορίζης, βασιλεύ, ελθέ να εισέλθωμεν εις τον ναόν, ίνα ίδω τους θεούς σου».
Ευθύς τότε ο βασιλεύς επρόσταξε τους άρχοντάς του και όλον τον λαόν να εισέλθουν εις τον ναόν, ενώ το πλήθος από την χαράν του επολυχρόνιζον τον βασιλέα. Εισήλθον δε όλοι εις τον βωμόν και ανέμενον να ίδουν τι θέλει πράξει ο Άγιος.
Τότε ο του Χριστού Μάρτυς Γεώργιος ήγειρε την δεξιάν του χείρα προς το είδωλον του Απόλλωνος και είπε·
«Θέλεις συ, είδωλον άψυχον, να λάβης, ως θεός, από εμέ θυσίαν»;
Ομού δε με τον λόγον έκαμε και τον σταυρόν του· το δε δαιμόνιον, το οποίον κατώκει εις το είδωλον, διά φωνής, μεγάλης εβόησε·
«Δεν είμαι εγώ θεός, ούτε άλλος τις από ημάς, μόνον αυτός τον οποίον συ κηρύττεις είναι Θεός αληθινός. Ημείς είμεθα άλλοτε Άγγελοι και λόγω της υπερηφανείας μας εγίναμεν διάβολοι, από τότε δε περιπαίζομεν τους ανθρώπους από τον φθόνον μας και μας προσκυνούσιν ως θεούς».
Λέγει τότε ο Άγιος·
«Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα εδώ, όπου παρευρίσκομαι και εγώ ο δούλος του αληθινού Θεού»;
Παρευθύς τότε με τον λόγον του Αγίου βοή και σύγχυσις και κλαυθμοί ηκούσθησαν προερχόμενοι από τα είδωλα του βωμού, καταπεσόντα δε ταύτα εις την γην συνετρίβησαν εις τεμάχια. Τότε τινές των ιερέων του ναού και άλλοι εκ του πλήθους ήρπασαν τον Άγιον από τον βωμόν και δέροντες και ωθούντες τον εξέβαλον έξω, κράζοντες προς τον βασιλέα·
«Φόνευσε αυτόν τον μιαρόν και πλάνον, φόνευσέ τον πριν κατακρημνίση και τον ναόν και σε, βασιλεύ».
Τότε η βοή από τας κραυγάς του πλήθους έφθασε μέχρι του παλατίου. Ακούσασα δε ταύτας τι βασίλισσα Αλεξάνδρα δεν ηδυνήθη πλέον να κρατή την Πίστιν της μυστικήν και ηθέλησε να την αποκαλύψη. Ευθύς λοιπόν τρέχει δρομαίως προς τον ναόν του Απόλλωνος, μη δυναμένη δε να διασχίση το πλήθος, έκραζε λέγουσα· «Ο Θεός του Γεωργίου βοήθει μοι, ότι Συ είσαι μόνος Θεός αληθινός».
Όταν δε το πλήθος ησύχασεν, εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον και μετά πολλού θυμού του είπεν·
«Αυτή είναι η ευγλωμοσύνη σου, κακή κεφαλή; Κατ’ αυτόν τον τρόπον έμαθες να θυσιάζης εις τους θεούς;».
Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ναι, ανόητε βασιλεύ, έμαθα να καταφρονώ τους θεούς, οίτινες δεν ηδυνήθησαν να σώσουν τους εαυτούς των από τον αφανισμόν».
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Απρίλιος, τόμος 4ος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου