Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ. Χριστουγεννιάτικες ιστορίες.

π. Δημητρίου Μπόκου 

Κον­το­στά­θη­κε στὰ Προ­πύ­λαι­α, ἔ­κο­ψε τὴ φό­ρα του, σά­ρω­σε μὲ τὴ μα­τιά του τὴν πλα­τεί­α. Κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι του, χα­μο­γέ­λα­σε. Δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἡ ὥ­ρα. Ἦρ­θε νω­ρί­τε­ρα, δέ­κα ὁ­λό­κλη­ρα λε­πτά. Βι­ά­στη­κε. Μὰ γι­νό­ταν κι ἀλ­λι­ῶς; Πέμ­πτο ραν­τε­βοὺ σή­με­ρα μὲ τὴν Ἀ­λί­κη καὶ δὲν πά­τα­γε στὴ γῆ. 

Τὴ γνώ­ρι­ζε ἀ­πὸ και­ρό. Φοι­τη­τὲς καὶ οἱ δυ­ό, ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ χω­ριό, Ἀ­θη­ναῖ­ος αὐ­τός. Μὰ δὲν εἶ­χε τολ­μή­σει νὰ τὴν πλη­σιά­σει πο­τέ. Ἀ­να­δυ­ό­ταν μέ­σα του φαν­τα­στι­κή, μὲ τὴ γλυ­κειά της ὀ­μορ­φιά, τὸν φι­νε­τσά­το τρό­πο της, τὴν ἀ­ε­ρά­τη κορ­μο­στα­σιά. Δὲν τόλ­μα­γε νὰ συγ­κρι­θεῖ μα­ζί της. Δὲν ἦ­ταν πάν­τα γιὰ τοὺς τρό­πους του πε­ρή­φα­νος, κι ἂν κοί­τα­ζες καὶ λί­γο πα­ρα­μέ­σα, ἄ­στα κα­λύ­τε­ρα! 

Βλέ­πον­τας ὅ­μως τὴν Ἀ­λί­κη ἔ­νι­ω­θε τὴν ἀ­νάγ­κη νά ’­ναι κι αὐ­τὸς κα­λός. Ἡ πα­ρου­σί­α της, ἁ­πλή, κα­λο­συ­νά­τη, γε­λα­στή, τὸν σκλά­βω­νε καὶ μιὰ γλυ­κειὰ τα­ρα­χὴ γέ­μι­ζε τὴν καρ­διά του, ὅ­ταν ἐ­κεί­νη πέρ­να­γε κον­τά του. 

Γιὰ πο­λὺν και­ρὸ ὑ­πέ­φε­ρε σι­ω­πη­λὰ μέ­σα του. Μὰ κά­πο­τε πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ κά­μει τὸ με­γά­λο ἅλ­μα καί, ξε­περ­νών­τας τὸν ἑ­αυ­τό του, τὴν πλη­σί­α­σε. Κι ἐ­νῶ δὲν τὸ πε­ρί­με­νε, ἡ Ἀ­λί­κη δὲν τὸν ἀ­πώ­θη­σε. Τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε. Ἀ­νέλ­πι­στα τὸ φευ­γα­λέ­ο του ὄ­νει­ρο ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. 

-  Εἶ­σαι ὑ­πέ­ρο­χη, Ἄ­λις! πα­ρα­μι­λοῦ­σε κα­θὼς βά­δι­ζε πλέ­ον­τας σὲ πε­λά­γη εὐ­τυ­χί­ας. 

Ἔ­κα­νε ἀρ­γὰ τὸν γύ­ρο τῆς πλα­τεί­ας. Στὴν εἴ­σο­δο τοῦ με­τρὸ στα­μά­τη­σε. Ἦ­ταν τὸ ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης. Βάλ­θη­κε νὰ χα­ζεύ­ει τὴν κί­νη­ση, τὰ πε­ρι­στέ­ρια, τὸν κό­σμο. Δυ­ὸ μέ­ρες πρὶν τὰ Χρι­στού­γεν­να κι ὁ ἀ­έ­ρας γέ­μι­ζε ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­τέ­λει­ω­το, φλύ­α­ρο, γι­ορ­τι­νὸ βου­η­τό. 

Αἰ­ῶ­νες τοῦ φά­νη­καν τὰ δέ­κα λε­πτά. Δυ­ὸ φο­ρὲς κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι του. Ἐ­πι­τέ­λους ἕ­ξη. Τώ­ρα θὰ ’ρ­θεῖ. Μὰ ἡ Ἀ­λί­κη δὲν φαι­νό­ταν ἀ­κό­μα. Ἡ κί­νη­ση, …βλέ­πεις. Ἕ­ξη καὶ πέν­τε, …καὶ τέ­ταρ­το, …καὶ μι­σή. Τὰ λε­πτὰ κυ­λοῦ­σαν μαρ­τυ­ρι­κά, μὰ ἐ­κεί­νη που­θε­νά. Δὲν ἤ­ξε­ρε πιὰ τί νὰ ὑ­πο­θέ­σει. Στὴν ἀρ­χὴ ἁ­πλῶς ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε. Κα­τό­πιν μιὰ ἔν­το­νη ἀ­μη­χα­νί­α τὸν συ­νε­πῆ­ρε. Ἡ Ἀ­λί­κη δὲν εἶ­χε ἀρ­γή­σει ἄλ­λη φο­ρά. Ἡ σκέ­ψη πὼς μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὴν ἔλ­θει, τὸν ἔ­κα­νε νὰ πα­λα­βώ­σει.

Ἔ­πια­σε τὸ κι­νη­τό του νὰ τὴν πά­ρει. Μὲ ἐ­λα­φρὸ τρέ­μου­λο τὸ χέ­ρι του κι­νή­θη­κε ἁ­πα­λὰ πά­νω στὰ πλῆ­κτρα. Μιὰ ἀ­χνο­πρά­σι­νη μαρ­μα­ρυ­γὴ φώ­τι­σε στιγ­μια­ῖα τὴν ὀ­θό­νη κι ἀ­μέ­σως ἔ­σβη­σαν ὅ­λα. Ἡ μπα­τα­ρί­α τὸν εἶ­χε προ­δώ­σει. Πῆ­γε νὰ βλα­στη­μή­σει, συγ­κρα­τή­θη­κε. Εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ στὸν ἑ­αυ­τό του νὰ ξε­χά­σει τὸ πα­ρελ­θόν. 

Ἔ­ψα­ξε γιὰ καρ­το­τη­λέ­φω­νο, λει­τουρ­γοῦ­σαν ὅ­λα στὸ φούλ. Ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ πε­ρι­μέ­νει. Ὁ ἐ­κνευ­ρι­σμός του ἀ­νέ­βη­κε κα­τα­κό­ρυ­φα. Ἐ­πι­τέ­λους τὴν πῆ­ρε. Τὸ τη­λέ­φω­νο χτύ­πη­σε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να, μὰ ἀ­πάν­τη­ση καμ­μιά. Ξα­να­πῆ­ρε, ξα­να­χτύ­πη­σε, …τί­πο­τα. 

Κο­πά­νη­σε μὲ νεῦ­ρο τὸ ἀ­κου­στι­κὸ στὴ θέ­ση του καὶ γύ­ρι­σε ξα­νὰ στὸ πό­στο του. Ἂς πε­ρι­μέ­νει κι ἄλ­λο λί­γο. Μιὰ ἀ­χνὴ ἐλ­πί­δα, μή­πως καὶ φα­νεῖ, τρε­μό­παι­ζε ἀ­κό­μα μέ­σα του. 

Ἀ­νέ­βα­σε τὸν για­κὰ κα­θὼς ὁ πα­γω­μέ­νος ἀ­έ­ρας δυ­νά­μω­νε καὶ στή­θη­κε στω­ι­κὰ στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Πε­ρα­στι­κοὶ φορ­τω­μέ­νοι χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα ψώ­νια περ­νο­δι­ά­βαι­ναν μπρός του. Τὰ τρό­λε­ϊ ἀ­να­στέ­να­ζαν κυ­λών­τας βα­ρυ­φορ­τω­μέ­να στὴν ἄ­σφαλ­το. Μὰ τί­πο­τε δὲν τὸν τρα­βοῦ­σε. Πά­λευ­ε μά­ται­α νὰ βά­λει σὲ τά­ξη τὶς σκέ­ψεις του, ἐ­νῶ ἀ­νά­μι­κτα συ­ναι­σθή­μα­τα φόρ­τι­ζαν ἐ­πι­κίν­δυ­να τὴν ψυ­χή του.

Για­τί δὲν ἐρ­χό­ταν; Τί με­σο­λά­βη­σε; Ἄλ­λα­ξε κά­τι στὴ σχέ­ση τους; Κα­θυ­στέ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν κί­νη­ση; Κά­τι ἄλ­λο τὴ δυ­σκό­λε­ψε; Για­τί δὲν τὸν εἰ­δο­ποί­η­σε νω­ρί­τε­ρα; Δὲν ξέ­ρει πό­σο τὴ θέ­λει κον­τά του; Πό­σο ἀ­νυ­πο­μο­νεῖ νὰ τὴ δεῖ; Πῶς πε­ρι­μέ­νει τὸ κά­θε ραν­τε­βού τους; 

Ἡ ἀ­λή­θεια ἦ­ταν πὼς γι’ αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τὴν πί­ε­σε ὑ­περ­βο­λι­κὰ νὰ μεί­νει μιὰ μέ­ρα πα­ρα­πί­σω, πρὶν φύ­γει γιὰ τοὺς δι­κούς της. Τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ περ­πα­τή­σει μα­ζί της στοὺς στο­λι­σμέ­νους δρό­μους, τέ­τοι­ες μέ­ρες γι­ορ­τι­νές. 

Κόν­τευ­ε ὀ­κτώ. Κα­τά­λα­βε πὼς δὲν εἶ­χε νό­η­μα νὰ πε­ρι­μέ­νει. Ἡ ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἄ­φη­σε τὴ θλι­βε­ρὴ μά­σκα της στὸ πρό­σω­πό του. Στη­μέ­νος στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πλή­θους ποὺ σκουν­του­φλοῦ­σε πά­νω του, ἔ­νοι­ω­θε πραγ­μα­τι­κὰ χα­μέ­νος. Ἕ­νας ὑ­πό­γει­ος θυ­μός, ποὺ ὥ­ρα τώ­ρα ἀρ­γο­σά­λευ­ε στὰ σω­θι­κά του, ἀ­νέ­βη­κε ὁρ­μη­τι­κὰ κυ­ρι­αρ­χών­τας σὲ κά­θε ἄλ­λο του συ­ναί­σθη­μα καὶ τὸν συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λό­κλη­ρο. 

-  Πα­νά­θε­μά σε, Ἄ­λις! μουρ­μού­ρι­σε μὲς ἀ­π’ τὰ σφιγ­μέ­να του δόν­τια καὶ πῆ­ρε τὸν κα­τή­φο­ρο στὴν Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Ἂς μὲ σκε­φτό­σουν καὶ λί­γο πε­ρισ­σό­τε­ρο! 

Ἔ­στρι­ψε δε­ξιὰ στὴ Μπε­νά­κη, πῆ­ρε τὰ στε­νά, πε­ρι­πλα­νή­θη­κε χω­ρὶς σκο­πό. Σχε­δὸν μη­χα­νι­κὰ τὰ βή­μα­τά του τὸν ἔ­φε­ραν στὸ πα­λιὸ γνω­στό του στέ­κι. Πῆ­γε νὰ μπεῖ, με­τά­νοι­ω­σε. Ἐ­δῶ τὸν ἤ­ξε­ραν ὅ­λοι, δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη γιὰ κου­βέν­τες. Τρά­βη­ξε μα­κρύ­τε­ρα, χώ­θη­κε τε­λι­κὰ σ’ ἕ­να γω­νια­κὸ κεν­τρά­κι ἥ­συ­χο. 

Βυ­θι­σμέ­νος στὰ σύν­νε­φα τοῦ κα­πνοῦ καὶ στοὺς ἀ­τμοὺς τοῦ οἰ­νο­πνεύ­μα­τος, προ­σπά­θη­σε γιὰ ὧ­ρες νὰ πνί­ξει τὸν θυ­μὸ καὶ τὴν πί­κρα του. Κόν­τευ­ε νὰ ξη­με­ρώ­σει, ὅ­ταν πα­ρα­πα­τών­τας στὰ στε­νὰ κα­τά­φε­ρε νὰ φτά­σει σπί­τι του. Ἔ­πε­σε μὲ τὰ ροῦ­χα στὸ κρε­βά­τι κι ἕ­νας βα­θὺς λή­θαρ­γος τὸν τύ­λι­ξε ἀ­κα­ρια­ῖα. 

Ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα, πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στού­γεν­να, ξύ­πνη­σε. Ἡ μά­να του ἔ­τρε­χε καὶ δὲν ἔ­φτα­νε, τ’ ἀ­δέλ­φια του μὲ τὸν μπαμ­πὰ ἦ­ταν ἔ­ξω γιὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α ψώ­νια. 

Ἔ­βα­λε στὴν πρί­ζα τὸ κι­νη­τό. Δὲν ἄρ­γη­σε νὰ χτυ­πή­σει. Πρὶν ἀ­κό­μη κοι­τά­ξει τὴν ὀ­θό­νη του, ἤ­ξε­ρε πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μπά! Τὸν θυ­μή­θη­κε! Και­ρὸς ἦ­ταν! Μὰ ὄ­χι! Δὲν θά ’­πε­φτε τό­σο εὔ­κο­λα. Τὸ πεῖ­σμα του ξα­να­φούν­τω­σε. Οἱ ἀ­μυν­τι­κοὶ μη­χα­νι­σμοί του ἐ­νερ­γο­ποι­ή­θη­καν.

-  Τώ­ρα θὰ δεῖς, Ἄ­λις, τί θὰ πεῖ πό­λε­μος χα­ρα­κω­μά­των! 

Ἄ­φη­σε τὸ κι­νη­τὸ νὰ χτυ­πά­ει, χω­ρὶς νὰ τὸ ἀ­νοί­ξει. 

Σὲ λί­γο ἡ Ἀ­λί­κη ξα­να­πῆ­ρε. Τὸ ἄ­νοι­ξε. Ἡ φω­νή της ἀ­κού­στη­κε μα­κρι­νή, κου­ρα­σμέ­νη, ἀλ­λὰ ζε­στὴ ὅ­πως πάν­τα. 

-  Ντί­νο, ἄρ­χι­σε νὰ λέ­ει, θέ­λω νὰ σοῦ ἐ­ξη­γή­σω. Ἡ ἀ­δελ­φή μου χρει­ά­στη­κε… 

-  Ὁ κό­σμος ἐ­νη­με­ρώ­νει ἐγ­καί­ρως ὅ­ταν δὲν μπο­ρεῖ, τὴν ἔ­κο­ψε ψυ­χρὰ κλεί­νον­τας ἀ­πό­το­μα τὸ κι­νη­τό. 

Ἀ­πό­ρη­σε κι ὁ ἴ­διος μὲ τὴ σκλη­ρά­δα του. Ἤ­ξε­ρε πὼς αὐ­τὸ ἦ­ταν λι­γά­κι ἄ­δι­κο γιὰ ἐ­κεί­νη. Τὸ κι­νη­τό του ἦ­ταν νε­κρὸ πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να με­ρό­νυ­χτο. Στὸ στα­θε­ρό τους ἡ Ἀ­λί­κη δὲν μπο­ροῦ­σε ἀ­κό­μα νὰ τὸν παίρ­νει. Μὰ ἦ­ταν νω­ρὶς ἀ­κό­μα νὰ ὑ­πο­χω­ρή­σει. Ὁ ἐ­γω­ι­σμός του κρά­τα­γε κα­λά. 

Νύ­χτα, πρὶν τὰ χα­ρά­μα­τα, ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἦ­ταν στὸ πό­δι γιὰ τὴ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη λει­τουρ­γί­α. Ἀ­κο­λού­θη­σε κι αὐ­τὸς ἀ­ναγ­κα­στι­κά, βα­ρύ­θυ­μος. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ στὴν ἐκ­κλη­σί­α ἡ ὄ­μορ­φη ψαλ­μω­δί­α καὶ ἡ μυ­στα­γω­γι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τὸν ἐ­πη­ρέ­α­σαν θε­τι­κά, σχε­δὸν τοῦ ἄ­ρε­σαν. 

Στὴν ἀ­πό­λυ­ση ὁ πα­πὰς κον­το­στά­θη­κε νὰ πεῖ δυ­ὸ λό­για, πρὶν τὸ «Δι’  εὐ­χῶν».

-  Ὁ Χρι­στὸς γεν­νή­θη­κε ἀ­πό­ψε…, 

-  Τί τὰ θέ­λεις τώ­ρα αὐ­τά, πα­πού­λη μου; ἀν­τέ­δρα­σε μέ­σα του ἐ­νο­χλη­μέ­νος. Τέ­λει­ω­νε νὰ φεύ­γου­με! 

-  …γιὰ νὰ φέ­ρει στὸν κό­σμο τὴν ἀ­γά­πη, συ­νέ­χι­ζε ὁ πα­πάς. Μὰ δὲν τὴν ἔ­φε­ρε ἀγ­γί­ζον­τας τὴ γῆ μὲ μα­γι­κὸ ρα­βδί. Μᾶς δί­δα­ξε μὲ τὴ ζω­ή του ἔμ­πρα­κτα πῶς νὰ τὴ βρί­σκου­με. Θυ­σι­ά­στη­κε Ἐ­κεῖ­νος, γιὰ νὰ ζή­σου­με ἐ­μεῖς. Ἀ­γά­πη θὰ πεῖ νὰ σκέ­φτε­σαι τὸν ἄλ­λον, ὄ­χι τὸν ἑ­αυ­τό σου, καὶ νὰ πε­θαί­νεις γιὰ ’­κεῖ­νον. Ἀλ­λι­ῶς, ἀ­γα­πᾶς μο­νά­χα τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ ἀ­γά­πη λὲς τὸν τε­ρα­τώ­δη ἐ­γω­ι­σμό σου. 

-  Ὤχ, ἐ­δῶ εἴ­μα­στε! σκέ­φτη­κε ὁ Ντί­νος ἄ­θε­λά του. 

-  … καὶ φαί­νε­ται ἡ ἀ­γά­πη σου, ὅ­ταν δὲν γί­νον­ται ἐ­κεῖ­να ποὺ σοῦ ἀ­ρέ­σουν…, συ­νέ­χι­ζε ὁ πα­πάς. 

Ἄρ­χι­σε νὰ κα­τα­λα­βαί­νει. Οἱ χτύ­ποι τῆς καρ­διᾶς του ἀ­νέ­βη­καν. Φο­βή­θη­κε πὼς ἡ ἔν­τα­σή του θὰ γι­νό­ταν φα­νε­ρὴ γύ­ρω του. Ναί, αὐ­τὸ ἦ­ταν! Μό­νο τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­γα­ποῦ­σε. Γιὰ τὴν κα­η­μέ­νη τὴν Ἀ­λί­κη δὲν σκέ­φτη­κε κα­θό­λου. Μό­νο τὸ τί ἔ­χα­σε αὐ­τός. Σὲ ’­κεί­νην ἄ­ρα­γε τί νὰ συ­νέ­βη; 

Πῶς ἔ­πε­σε τό­σο χα­μη­λά; Σι­χά­θη­κε τὸν ἑ­αυ­τό του. Τὸ πεῖ­σμα του σω­ρι­ά­στη­κε σὲ ἐ­ρεί­πια. Τοῦ φά­νη­κε πὼς ἄ­νοι­ξαν μέ­σα του τὰ οὐ­ρά­νια, ὅ­πως τό­τε, τὴ νύ­χτα τῆς Βη­θλε­έμ. Ἄρ­χι­σε νὰ μπαί­νει στὸ νό­η­μα τῆς ἀ­γά­πης. Ἕ­να ἀλ­λι­ώ­τι­κο κύ­μα τὸν συ­νε­πῆ­ρε. Ἀ­νά­μι­κτα καὶ πά­λι συ­ναι­σθή­μα­τα πλημ­μύ­ρι­σαν τὴν καρ­διά του. Λύ­πη, με­τα­μέ­λεια, χα­ρά, ἐν­θου­σια­σμός, ἀ­γά­πη.

-  Ὢ, Ἄ­λις! Συγ­χώ­ρε­σέ με! 

Τοῦ φά­νη­κε πὼς γύ­ρω του ἀλ­λά­ξαν ὅ­λα. Τά ’­βλε­πε τώ­ρα νὰ κο­λυμ­ποῦν στὴν ὀ­μορ­φιά. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι τὸ πέμ­πτο ραν­τε­βού του χά­θη­κε, γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει αὐ­τὸς νὰ βρεῖ τὸ νό­η­μα τῆς ἀ­γά­πης. 

Ξε­κί­νη­σαν ὅ­λοι γιὰ τὸ σπί­τι. Ρι­γοῦ­σε ἀ­πὸ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α. Σκε­φτό­ταν πῶς νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει μα­ζί της, μιὰ καὶ τὸ φτω­χὸ κο­ρί­τσι δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα τὴν πο­λυ­τέ­λεια τοῦ κι­νη­τοῦ (o temporao mores! - ἄν­τε νὰ ζή­σεις τώ­ρα σ’ ἐ­κεί­νους τοὺς και­ρούς!). Μὰ δὲν ἄρ­γη­σε νὰ κε­λα­η­δή­σει τὸ δι­κό του. Τὸν κα­λοῦ­σε ἐ­κεί­νη (μὲ χί­λι­ες προ­φυ­λά­ξεις, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια!) ἀ­πὸ τὸ στα­θε­ρό. Ἡ φω­νή της γλυ­κειά, ζε­στή, ὅ­πως πάν­τα… 

-  Χρό­νια πολ­λά, Ντί­νο!… 

-  Ἄ­λις, εἶ­σαι ὑ­πέ­ρο­χη! ξέ­σπα­σε μέ­σα του μὲ πα­φλα­σμὸ χα­ρᾶς, … μὰ στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς γραμ­μῆς μό­λις κι ἀ­κού­στη­κε τρε­μου­λια­στὴ ἀ­π’ τὴ συγ­κί­νη­ση ἡ φω­νή του: 

-  Χρό­νια πολ­λά, Ἄ­λις!… 

Χρι­στού­γεν­να 2002 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου