Δημήτρης Αγγελής
Γεγονός, πάντως, είναι ότι υπάρχει μια σχέση έντασης μεταξύ θρησκείας και νεωτερικότητας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε κανείς ν’ αναρωτηθεί αν αυτή καθαυτή η θρησκευτική πίστη είναι συμβατή με την εποχή μας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο εξαιτίας της θεσμικής και πολιτισμικής αναδιάρθρωσης του συνόλου των κοινωνικών αξιών, λόγω της παγκοσμιοποίησης: όσο η πολυπολιτισμικότητα κερδίζει έδαφος σε
βάρος τής κατά τόπους επικρατούσας ηθικής κοινότητας και εξαπλώνεται γύρω μας ένας πλουραλισμός αντικρουόμενων ιδεών κι ένας πολυθεϊσμός αξιών, τόσο περισσότερο γίνεται αναγκαία μια ξεκάθαρη διαμεσολαβητική πολιτική θεωρία που θα θέτει τους έλλογους και εύλογους, κατά Ρώλς, κανονιστικούς όρους προκειμένου ν’ αποφεύγονται, στο πλαίσιο της αρχής της ανεκτικότητας και της αποδοχής του άλλου, οι συγκρούσεις και να διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη. Τούτο, ευθύς αμέσως συνεπάγεται μια σχετικοποίηση και περιθωριοποίηση της θρησκευτικής διερμηνείας του κόσμου, καθώς και μια σταδιακή απαξίωση κάθε υπερβατολογικής συμβολικής που με οποιοδήποτε τρόπο επηρεάζει την συμπεριφορά των πολιτών.
Η νεωτερική απομάγευση του κόσμου, που τόσο παραστατικά έχει περιγράψει ο Βέμπερ, έχει θέσει σήμερα την Εκκλησία, ή μιλώντας γενικότερα τις θρησκείες, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, επιτρέποντας μια επιλεκτική και καθαρά χρησιμοθηρική πρόσληψη των θρησκευτικών αξιών. Έτσι, από τη μια μεριά η παρουσία της Εκκλησίας επικροτείται όταν κρίνεται ότι παράγει έργο κοινωνικά επωφελές, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις του κρατικού συστήματος πρόνοιας. Από την άλλη μεριά, όμως, ο λόγος της –ο οποίος, όπως είναι φυσικό, προβάλλει αρχές μη διαπραγματεύσιμες και με αξίωση καθολικής εγκυρότητας– επικρίνεται κάθε φορά που θεωρείται ότι εξέρχεται από τη στενή, ιδιωτικού μόνο ενδιαφέροντος ζώνη που έχει οριοθετήσει, ως ζωτικό χώρο γι’ αυτήν, η πολιτική. Και δεν θα πρέπει επιπλέον να ξεχνάμε ότι ο εμμενής, πραγματιστικός χαρακτήρας της πολιτικής αντιτίθεται σαφώς στην άνωθεν θεολογική νοηματοδότηση του κόσμου, απ’ την οποία άλλωστε έχει επιλεκτικά υφαρπάξει όλα εκείνα τα στοιχεία που επενδύουν την θεσμική εξουσία και κυριαρχία με συμβολική εγκυρότητα και ισχύ. Όπως έχει εξηγήσει ο Καρλ Σμιτ στη μελέτη του για την «πολιτική θεολογία», οι κυριότερες έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του Κράτους αποτελούν εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες. Άλλος ένας λόγος, λοιπόν, για τον οποίο η κρατική εξουσία απαξιώνει την Εκκλησία, αφού εδώ και καιρό η τελευταία έχει πάψει να λειτουργεί ως νομιμοποιητική αρχή και υπερβατική δικαίωση των πολιτικών αποφάσεων.
Στο νέο, τελικά, περιβάλλον της ομογενοποίησης των πολιτισμικών συμπεριφορών, το οποίο για χάρη της καταναλωτικής ευδαιμονίας εξορθολογίζει και σχετικοποιεί τη σημασία των κάθε λογής παραδόσεων, η θρησκευτική εμπειρία οφείλει να είναι περιορισμένη στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και του υποκειμενικού συναισθήματος, να είναι δηλαδή ελεγχόμενη. Έτσι εξηγείται και η συνεχής αμφισβήτηση του δημόσιου λόγου αλλά και των πολιτιστικών εκφράσεων της πλειοψηφούσας θρησκείας που φτάνουμε σήμερα να τα θεωρούμε ως ιδιαίτερα «προνόμια»: ο χριστιανικός μονοθεϊσμός ανέκαθεν θεωρούνταν πολιτικά επικίνδυνος, ωστόσο ποτέ του, τουλάχιστον στην ορθόδοξη εκδοχή του, δεν αποδείχτηκε και κοινωνικά επικίνδυνος, το αντίθετο. Όμως σήμερα, στην εποχή της λατρείας της παγκόσμιας οικονομίας, για προφανείς λόγους, αναγορεύεται σε κίνδυνο για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα...
Στο περιθώριο της θεωρητικής συζήτησης που προηγήθηκε, σημειώνουμε εδώ ότι η περίπτωση της χώρας μας, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους (τουρκοκρατία, εθναρχικός ρόλος της Εκκλησίας, καθυστέρηση ανάπτυξης, κ.τ.λ.), καταχωρείται στις περισσότερες μελέτες περί νεωτερικότητας, μαζί με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, στις εξαιρέσεις. Τα αποτελέσματα αυτής της καθυστερημένης εισόδου στη νεωτερικότητα θεωρήθηκαν ως επαρκής δικαιολογία ώστε να προκριθεί ένα σκληρό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού (modernization: σύνολο σωρευτικών αλληλοενισχυόμενων διαδικασιών), και όχι μια ήπια νεωτερίκευση (:προαγωγή εκείνων των διεργασιών που συγκροτούν την συνθήκη της νεωτερικότητας) της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό είχε πριν κάποια χρόνια ως αποτέλεσμα μια περίοδο σφοδρής κοινωνικής σύγκρουσης εξαιτίας μιας άσκοπης όσο και αμελητέας μεταβολής στον τύπο των αστυνομικών ταυτοτήτων και στη συνέχεια έναν παρατεταμένο διάλογο πάνω στο ανώριμο ακόμα θέμα χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας, μέσα στον οποίο εντάσσεται και το ζήτημα της αποκαθήλωσης των χριστιανικών συμβόλων από τους δημόσιους χώρους. Η επιλογή της βίαιης εκσυγχρονιστικής διαδικασίας που, κατά τον Χάμερμπας, καθιστά τη νεωτερικότητα ένα γενικό υπόδειγμα διαδικασιών κοινωνικής εξέλιξης, ανεξαρτήτως του ιδιαίτερου χωρο-χρονικού πλαισίου στο οποίο εφαρμόζεται (γεγονός που κατανοείται ως βούληση εργαλειακής κυριαρχίας, δηλαδή ως ορθολογική απαίτηση χειραγώγησης και καθυπόταξης των κοινωνικών συνθηκών), οφείλεται σε μια περιφρονητική στάση προς την, θεωρούμενη ως οπισθοδρομική, ελληνική πραγματικότητα. Όμως, ακόμη κι αν αυτή η πραγματικότητα αλλάξει, ακόμα κι αν απωλέσει τις θρησκευτικές της αναφορές ή τον ορθόδοξο ηθικό και πολιτιστικό της καθορισμό, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι ο δικαιικός ηθικός νομικισμός και η πολιτειακή διαπαιδαγώγηση θα κάνουν τους πολίτες καλύτερους, ώστε να μη φέρονται εγωιστικά αλλά «ώριμα» και ορθολογικά. Φαίνεται, τελικά, πως η επί δύο τουλάχιστον αιώνες φιλοσοφική αποδόμηση του Διαφωτισμού δεν κατάφερε ακόμα να εξαλείψει τις ιδεοληψίες των όψιμων, στη χώρα μας, υποστηρικτών του...
Με αφορμή τη συζήτηση για την αποκαθήλωση των χριστιανικών συμβόλων
Η εποχή της νεωτερικότητας, της οποίας τους έσχατους καιρούς διανύουμε σήμερα («ύστερη νεωτερικότητα», κατ’ άλλους μελετητές έχουμε ήδη εισέλθει σε επόμενο στάδιο, αυτό της «μετανεωτερικότητας»), είναι η εποχή της αυτονόμησης του ατόμου από τις καταπιεστικές εξουσίες του παρελθόντος (απ’ το λεγόμενο ancien regime: δηλαδή τα αυταρχικά, απολυταρχικά καθεστώτα, την συμπλέουσα με αυτά Εκκλησία, τις προλήψεις, κλπ.), εποχή που ξεκινάει από την προτεσταντική Μεταρρύθμιση (1517-1600 περίπου), περνάει από το στάδιο του Διαφωτισμού, φτάνει στη Γαλλική Επανάσταση (1789) και στη εγκαθίδρυση του γαλλικού λαϊκού ή ουδετερόθρησκου κράτους (1905), για να καταλήξει στις μέρες μας. Ο θρησκευτικός, πάντως, επικαθορισμός της χρονικής αφετηρίας της νεωτερικότητας είχε δύο πολύ σημαντικές συνέπειες: από τη μια μεριά, την ταχύτατη εξάπλωση της Διαμαρτύρησης που ως κατεξοχήν έκφραση του αυτόνομου, αυτοκαθοριζόμενου κι εκκοσμικευμένου υποκειμένου παρουσιάζει, σε σχέση με τα δεδομένα της θρησκευτικά αποχρωματισμένης εποχής μας, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα έναντι των συμπαγών χριστιανικών δογμάτων, λόγω και της καταστατικής της πολυφωνίας. Από την άλλη, συνέδεσε την ίδια τη νεωτερικότητα με μία εντατική προσπάθεια απεξάρτησης του ατόμου από τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς δεσμούς, προσπάθεια που άλλοτε εκφράστηκε βίαια κι επιθετικά (π.χ. Γαλλική Επανάσταση), κι άλλοτε σε επίπεδο θεωρητικό, ως οξύτατη σύγκρουση στο πεδίο των ιδεών.
Η εποχή της νεωτερικότητας, της οποίας τους έσχατους καιρούς διανύουμε σήμερα («ύστερη νεωτερικότητα», κατ’ άλλους μελετητές έχουμε ήδη εισέλθει σε επόμενο στάδιο, αυτό της «μετανεωτερικότητας»), είναι η εποχή της αυτονόμησης του ατόμου από τις καταπιεστικές εξουσίες του παρελθόντος (απ’ το λεγόμενο ancien regime: δηλαδή τα αυταρχικά, απολυταρχικά καθεστώτα, την συμπλέουσα με αυτά Εκκλησία, τις προλήψεις, κλπ.), εποχή που ξεκινάει από την προτεσταντική Μεταρρύθμιση (1517-1600 περίπου), περνάει από το στάδιο του Διαφωτισμού, φτάνει στη Γαλλική Επανάσταση (1789) και στη εγκαθίδρυση του γαλλικού λαϊκού ή ουδετερόθρησκου κράτους (1905), για να καταλήξει στις μέρες μας. Ο θρησκευτικός, πάντως, επικαθορισμός της χρονικής αφετηρίας της νεωτερικότητας είχε δύο πολύ σημαντικές συνέπειες: από τη μια μεριά, την ταχύτατη εξάπλωση της Διαμαρτύρησης που ως κατεξοχήν έκφραση του αυτόνομου, αυτοκαθοριζόμενου κι εκκοσμικευμένου υποκειμένου παρουσιάζει, σε σχέση με τα δεδομένα της θρησκευτικά αποχρωματισμένης εποχής μας, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα έναντι των συμπαγών χριστιανικών δογμάτων, λόγω και της καταστατικής της πολυφωνίας. Από την άλλη, συνέδεσε την ίδια τη νεωτερικότητα με μία εντατική προσπάθεια απεξάρτησης του ατόμου από τους παραδοσιακούς θρησκευτικούς δεσμούς, προσπάθεια που άλλοτε εκφράστηκε βίαια κι επιθετικά (π.χ. Γαλλική Επανάσταση), κι άλλοτε σε επίπεδο θεωρητικό, ως οξύτατη σύγκρουση στο πεδίο των ιδεών.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι υπάρχει μια σχέση έντασης μεταξύ θρησκείας και νεωτερικότητας, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε κανείς ν’ αναρωτηθεί αν αυτή καθαυτή η θρησκευτική πίστη είναι συμβατή με την εποχή μας. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα πιο σύνθετο εξαιτίας της θεσμικής και πολιτισμικής αναδιάρθρωσης του συνόλου των κοινωνικών αξιών, λόγω της παγκοσμιοποίησης: όσο η πολυπολιτισμικότητα κερδίζει έδαφος σε
βάρος τής κατά τόπους επικρατούσας ηθικής κοινότητας και εξαπλώνεται γύρω μας ένας πλουραλισμός αντικρουόμενων ιδεών κι ένας πολυθεϊσμός αξιών, τόσο περισσότερο γίνεται αναγκαία μια ξεκάθαρη διαμεσολαβητική πολιτική θεωρία που θα θέτει τους έλλογους και εύλογους, κατά Ρώλς, κανονιστικούς όρους προκειμένου ν’ αποφεύγονται, στο πλαίσιο της αρχής της ανεκτικότητας και της αποδοχής του άλλου, οι συγκρούσεις και να διασφαλίζεται η κοινωνική ειρήνη. Τούτο, ευθύς αμέσως συνεπάγεται μια σχετικοποίηση και περιθωριοποίηση της θρησκευτικής διερμηνείας του κόσμου, καθώς και μια σταδιακή απαξίωση κάθε υπερβατολογικής συμβολικής που με οποιοδήποτε τρόπο επηρεάζει την συμπεριφορά των πολιτών.
Η νεωτερική απομάγευση του κόσμου, που τόσο παραστατικά έχει περιγράψει ο Βέμπερ, έχει θέσει σήμερα την Εκκλησία, ή μιλώντας γενικότερα τις θρησκείες, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, επιτρέποντας μια επιλεκτική και καθαρά χρησιμοθηρική πρόσληψη των θρησκευτικών αξιών. Έτσι, από τη μια μεριά η παρουσία της Εκκλησίας επικροτείται όταν κρίνεται ότι παράγει έργο κοινωνικά επωφελές, συμπληρώνοντας τις ελλείψεις του κρατικού συστήματος πρόνοιας. Από την άλλη μεριά, όμως, ο λόγος της –ο οποίος, όπως είναι φυσικό, προβάλλει αρχές μη διαπραγματεύσιμες και με αξίωση καθολικής εγκυρότητας– επικρίνεται κάθε φορά που θεωρείται ότι εξέρχεται από τη στενή, ιδιωτικού μόνο ενδιαφέροντος ζώνη που έχει οριοθετήσει, ως ζωτικό χώρο γι’ αυτήν, η πολιτική. Και δεν θα πρέπει επιπλέον να ξεχνάμε ότι ο εμμενής, πραγματιστικός χαρακτήρας της πολιτικής αντιτίθεται σαφώς στην άνωθεν θεολογική νοηματοδότηση του κόσμου, απ’ την οποία άλλωστε έχει επιλεκτικά υφαρπάξει όλα εκείνα τα στοιχεία που επενδύουν την θεσμική εξουσία και κυριαρχία με συμβολική εγκυρότητα και ισχύ. Όπως έχει εξηγήσει ο Καρλ Σμιτ στη μελέτη του για την «πολιτική θεολογία», οι κυριότερες έννοιες της σύγχρονης θεωρίας του Κράτους αποτελούν εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες. Άλλος ένας λόγος, λοιπόν, για τον οποίο η κρατική εξουσία απαξιώνει την Εκκλησία, αφού εδώ και καιρό η τελευταία έχει πάψει να λειτουργεί ως νομιμοποιητική αρχή και υπερβατική δικαίωση των πολιτικών αποφάσεων.
Στο νέο, τελικά, περιβάλλον της ομογενοποίησης των πολιτισμικών συμπεριφορών, το οποίο για χάρη της καταναλωτικής ευδαιμονίας εξορθολογίζει και σχετικοποιεί τη σημασία των κάθε λογής παραδόσεων, η θρησκευτική εμπειρία οφείλει να είναι περιορισμένη στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και του υποκειμενικού συναισθήματος, να είναι δηλαδή ελεγχόμενη. Έτσι εξηγείται και η συνεχής αμφισβήτηση του δημόσιου λόγου αλλά και των πολιτιστικών εκφράσεων της πλειοψηφούσας θρησκείας που φτάνουμε σήμερα να τα θεωρούμε ως ιδιαίτερα «προνόμια»: ο χριστιανικός μονοθεϊσμός ανέκαθεν θεωρούνταν πολιτικά επικίνδυνος, ωστόσο ποτέ του, τουλάχιστον στην ορθόδοξη εκδοχή του, δεν αποδείχτηκε και κοινωνικά επικίνδυνος, το αντίθετο. Όμως σήμερα, στην εποχή της λατρείας της παγκόσμιας οικονομίας, για προφανείς λόγους, αναγορεύεται σε κίνδυνο για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα...
Στο περιθώριο της θεωρητικής συζήτησης που προηγήθηκε, σημειώνουμε εδώ ότι η περίπτωση της χώρας μας, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών συνθηκών διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους (τουρκοκρατία, εθναρχικός ρόλος της Εκκλησίας, καθυστέρηση ανάπτυξης, κ.τ.λ.), καταχωρείται στις περισσότερες μελέτες περί νεωτερικότητας, μαζί με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, στις εξαιρέσεις. Τα αποτελέσματα αυτής της καθυστερημένης εισόδου στη νεωτερικότητα θεωρήθηκαν ως επαρκής δικαιολογία ώστε να προκριθεί ένα σκληρό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού (modernization: σύνολο σωρευτικών αλληλοενισχυόμενων διαδικασιών), και όχι μια ήπια νεωτερίκευση (:προαγωγή εκείνων των διεργασιών που συγκροτούν την συνθήκη της νεωτερικότητας) της ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό είχε πριν κάποια χρόνια ως αποτέλεσμα μια περίοδο σφοδρής κοινωνικής σύγκρουσης εξαιτίας μιας άσκοπης όσο και αμελητέας μεταβολής στον τύπο των αστυνομικών ταυτοτήτων και στη συνέχεια έναν παρατεταμένο διάλογο πάνω στο ανώριμο ακόμα θέμα χωρισμού Εκκλησίας-Πολιτείας, μέσα στον οποίο εντάσσεται και το ζήτημα της αποκαθήλωσης των χριστιανικών συμβόλων από τους δημόσιους χώρους. Η επιλογή της βίαιης εκσυγχρονιστικής διαδικασίας που, κατά τον Χάμερμπας, καθιστά τη νεωτερικότητα ένα γενικό υπόδειγμα διαδικασιών κοινωνικής εξέλιξης, ανεξαρτήτως του ιδιαίτερου χωρο-χρονικού πλαισίου στο οποίο εφαρμόζεται (γεγονός που κατανοείται ως βούληση εργαλειακής κυριαρχίας, δηλαδή ως ορθολογική απαίτηση χειραγώγησης και καθυπόταξης των κοινωνικών συνθηκών), οφείλεται σε μια περιφρονητική στάση προς την, θεωρούμενη ως οπισθοδρομική, ελληνική πραγματικότητα. Όμως, ακόμη κι αν αυτή η πραγματικότητα αλλάξει, ακόμα κι αν απωλέσει τις θρησκευτικές της αναφορές ή τον ορθόδοξο ηθικό και πολιτιστικό της καθορισμό, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι ο δικαιικός ηθικός νομικισμός και η πολιτειακή διαπαιδαγώγηση θα κάνουν τους πολίτες καλύτερους, ώστε να μη φέρονται εγωιστικά αλλά «ώριμα» και ορθολογικά. Φαίνεται, τελικά, πως η επί δύο τουλάχιστον αιώνες φιλοσοφική αποδόμηση του Διαφωτισμού δεν κατάφερε ακόμα να εξαλείψει τις ιδεοληψίες των όψιμων, στη χώρα μας, υποστηρικτών του...
πηγή: Aντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στην Πολιτική Ενημέρωση, τ. 2, Ιανουάριος 2010
http://www.antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου