Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν
καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.
***
Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;
Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.
***
Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν εἶσαι χριστιανός!
Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!
- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.
- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.
***
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).
- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
*****
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.
- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.
Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:
- Φτάνουν σαράντα μέρες;
- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν
καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.
***
Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;
Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;
Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.
***
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.
***
Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν εἶσαι χριστιανός!
Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:
- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!
- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.
- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.
Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.
***
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:
- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).
- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:
«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
*****
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου