Χρήστος Γιανναράς
Η οντολογική πάντως θεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε μόνο τον βιολογικό παράγοντα, ανοίγει τον δρόμο για μια καινούργια ερμηνεία της ανθρώπινης Ιστορίας και των παραγόντων που τήν συγκροτούν. Δεν υπάρχει θεία Πρόνοια ούτε υπαρκτική περιπέτεια ελευθερίας, επομένως ούτε και «προπατορικό αμάρτημα» που δεσμεύει τον άνθρωπο σε ενοχές και τον κάνει υποτελή σε κανόνες και θεσμούς εξαγοράς της «σωτηρίας» του. Η ανθρώπινη Ιστορία είναι φαινομενολογία της εξέλιξης του ενστίκτου αυτοσυντήρησης – η φυσική ορμή τής αυτοσυντήρησης είναι η δεδομένη λογικότητα της Φύσης, που ωθεί στην ίδρυση οργανωμένων κοινωνιών και θέτει κανονιστικές αρχές για την εκτίμηση των εκάστοτε δυνατοτήτων αποφυγής του βίαιου θανάτου και ικανοποίησης των αναγκών της διατροφής.
Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς σχηματικά (μέσα από μίαν ευρύτατη ποικιλία απόψεων) ότι «νόμοι της φύσης» ή «φυσικό δίκαιο» είναι, για τους Διαφωτιστές, οι υποχρεώσεις εκείνες που η εκπλήρωσή τους επιτρέπει τον οργανωμένο συγκερασμό και τη λογική εναρμόνιση των επιμέρους ατομικών εκφάνσεων της ορμής για αυτοσυντήρηση, κάνοντας δυνατή την κοινωνική ζωή. Τα ατομικά δικαιώματα είναι φυσικά δικαιώματα : τα υπαγορεύει το «δίκαιο της Φύσης», η έμφυτη στη φύση λογικότητα ή στρατηγική για την εξασφάλιση της αυτοσυντήρησης.
Το οντολογικό κενό
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού κομίζει μιαν αγεφύρωτη διάσταση οντολογικών ερμηνειών και ηθικών-κανονιστικών απαιτήσεων.
Η οργανική σύνδεση οντολογίας και ηθικής γίνεται συχνά προβληματική στον Διαφωτισμό, όταν δεν καταλήγει σε αγεφύρωτες αντιθέσεις και κραυγαλέες ασυνέπειες. Κι αυτό, επειδή επιλέγονται οντολογικές ερμηνείες για χάρη πολεμικών μόνο σκοπιμοτήτων, και αγνοούνται ή απορρίπτονται οι ηθικές τους συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα υιοθετούνται κανονιστικές αρχές ασυμβίβαστες με την επιλεγμένη οντολογία. ΄Η επιχειρείται η εκ των υστέρων απόδοση οντολογικού περιεχομένου σε ηθικές επιλογές και αξιολογήσεις, που έχουν και πάλι για πολεμικές μόνο σκοπιμότητες προτιμηθεί.
Και πιο συγκεκριμένα: Αφετηρία και κίνητρο του Διαφωτισμού ήταν η μαχητική αντίθεση στη μεταφυσική και στους θεσμοποιημένους φορείς τής μεταφυσικής αυθεντίας. Το κρίσιμο επομένως πρόβλημα για τους Διαφωτιστές ήταν να αποδεχθούν ή όχι και την συνεπέστερη προς την αντιμεταφυσική τους στάση Οντολογία, που είναι ο υλισμός : η ταύτιση του πραγματικού και υπαρκτού αποκλειστικά με το αισθητό και υλικό. Ηταν κρίσιμο το πρόβλημα, ακριβώς για τις ηθικές-κανονιστικές συνέπειες στις οποίες οδηγεί υποχρεωτικά η υλιστική οντολογία.
Ο υλισμός αναφέρει στην αυτογενή δράση-κίνηση της ύλης την προέλευση κάθε φαινομένου, επομένως και των «ψυχικών» λειτουργιών του ανθρώπου – νόησης, κρίσης, φαντασίας, βούλησης κλπ. Υποτάσσει κατά συνέπεια και αυτές τις λειτουργίες στην Αιτιοκρατία που διέπει την υλική φύση, στην αναγκαιότητα και «λογική» τής αυτοσυντήρησης και του ενστίκτου. Ετσι όμως αποκλείει κάθε ενδεχόμενο «αυτεξουσίου», ελευθερίας αυτοκαθορισμού και βουλητικής αυτενέργειας του ανθρώπινου υποκειμένου.
Αρα αποκλείει ο υλισμός και κάθε ενδεχόμενο ηθικής δεοντολογίας. Αφού οι πράξεις και οι επιλογές του ανθρώπου κατευθύνονται από τη φυσική αναγκαιότητα, δεν υπάρχουν περιθώρια καταλογισμού ατομικών ευθυνών ούτε και ηθικών αξιολογήσεων. Η συνεπής υιοθέτηση της υλιστικής οντολογίας συνεπάγεται τον μηδενισμό κάθε αξίας και κάθε κανονιστικής αρχής. Το δέον ταυτίζεται με το ον, η ηθική απορρροφάται από την αδήριτη νομοτέλεια και αναγκαιότητα που διέπει τη φύση. «Ακόμα και το έγκλημα», έλεγε ο μαρκήσιος De Sade, «μπορεί καθαυτό να παράσχει τέρψη, ακριβώς επειδή είναι φυσικό ενώ ο ηθικός νόμος είναι τεχνητός».
Ο ηθικός αυτός Μηδενισμός βρίσκει επιφυλακτικούς πολλούς από τους Διαφωτιστές, αν δεν πανικοβάλλει και κάποιους – το δίλημμα που τίθεται δεν είναι εύκολο : Θέλουν να παραμείνουν συνεπείς στην άρνηση της μεταφυσικής προτεραιότητας, αλλά δεν είναι και διατεθειμένοι να αποδεχθούν τον μηδενισμό των ηθικών-κανονιστικών αρχών, δηλαδή των ίδιων των προϋποθέσεων συγκρότησης ανθρώπινης κοινωνίας. Πριν από κάθε τί άλλο, ο αγώνας τους απέβλεπε στην απελευθέρωση του ανθρώπου, η απόρριψη της μεταφυσικής αποσκοπούσε καταρχήν σε αυτή την απελευθέρωση. Αν λοιπόν υιοθετούσαν με συνέπεια τον υλισμό, ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχθούν μια καινούργια υποδούλωση, αυτή τη φορά στην αιτιοκρατία της φύσης. Να θεωρήσουν τη φύση ως αυτόνομο δεδομένο, καθοριστικό κάθε ύπαρξης και κάθε ενέργειας, άρα να υποταχθούν στην υπερβατική αυθεντία των δικών της σκοπιμοτήτων, να μεταποιήσουν «την ελευθερία απέναντι στο Υπερφυσικό σε εξάρτηση από το Φυσικό».
Μπροστά στο κρίσιμο αυτό πρόβλημα, οι επιλογές και στάσεις διαφοροποιούνται σημαντικά.
Ομως, η στάση που μάλλον κυριαρχεί τελικά και επιβιώνει ως κεντρικό ειδοποιό γνώρισμα στον πολιτισμό του Διαφωτισμού (ώς σήμερα), είναι η παραίτηση από το οντολογικό πρόβλημα, ο εντοπισμός του ενδιαφέροντος αποκλειστικά και μόνο στη λειτουργικότητα των κανονιστικών αρχών, ο χωρισμός του δέοντος από το ον.
Βέβαια, ένας τέτοιος χωρισμός είναι εξ υπαρχής και θελημένα τεχνητός, μία προαποφασισμένη στάση φυγής από το πρόβλημα. Αλλά είναι μια στάση που επιβάλλεται καθολικά, σαν να ανταποκρίνεται σε κάποιες μύχιες προδιαθέσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο πολιτισμός του Διαφωτισμού απωθεί το οντολογικό ερώτημα, δεν αφήνει περιθώρια ενδιαφέροντος για την αλήθεια, τού αρκεί η εμμονή στη χρηστική σκοπιμότητα.
Οι Διαφωτιστές επιμένουν στη χρηστική αυτονομία των ηθικών-κανονιστικών αρχών, αυτονομία ως προς κάθε αφετηριακή νοηματοδότηση ή οντολογική προϋπόθεση της ηθικής. Αλλά ακόμα και η αρχή της χρησιμότητας παραμένει αφηρημένη, αν δεν υπάρχουν Κριτήρια αξιολόγησης των αναγκών, κριτήρια κάποιας σκοπούμενης κοινωνικής λειτουργικότητας. Αναζητούν λοιπόν οι Διαφωτιστές τέτοια κριτήρια στη δεδομένη και αυτόνομη λειτουργικότητα της φύσης. Και ενώ ταυτίζουν τη φυσική «λογικότητα» με την αιτιοκρατία, ταυτόχρονα την επικαλλούνται ως κριτήριο κοινωνικής λειτουργικότητας. Καταφεύγουν στην «αυθεντία» της φύσης, για να επιβάλουν στην ανθρώπινη ελευθερία την αποδοχή του κριτηρίου της αιτιότητας ως κοινωνικού-λειτουργικού κριτηρίου. Η ανθρώπινη ατομική ελευθερία οφείλει να πειθαρχήσει σε αρχές συμπεριφοράς που δεν την προϋποθέτουν, αφού είναι αρχές φυσικής αιτιοκρατίας αναιρετικές της ελευθερίας.
Θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τα πολλά παραδείγματα φιλοσοφικής ασυνέπειας ως προς τη σύγχυση όντος και δέοντος, σε μια επιγραμματική διατύπωση: ότι συχνά στον Διαφωτισμό η συμμόρφωση με την αναγκαιότητα προβάλλεται ως θεμέλιο της ελευθερίας.
Βέβαια, η εξωφρενική αυτή αντίφαση εμφανίστηκε αργότερα από τον Μάρξ ως άκρως «επιστημονική» θέση, που μεταποιημένη σε ιδεολογικό «όραμα» συνήγειρε και εξακολουθεί να συνεγείρει εκατομμύρια ανυποψίαστων οπαδών σε όλο τον κόσμο. (Ο Κορνήλιος Καστοριάδης «εικονογραφεί» ευφυέστατα αυτό το φαινόμενο, όταν παραλληλίζει τους μαρξιστές με τους ανθρώπους που θα συσπειρώνονταν σε πολιτικό κόμμα, προκειμένου να αγωνιστούν για να πραγματοποιηθεί η επόμενη έκλειψη της σελήνης!).
Αλλά η πατρότητα αυτής της εξωφρενικής αντίφασης ανήκει οπωσδήποτε στους Διαφωτιστές, μπορεί άνετα να ανιχνευθεί στα έργα των πιο χαρακτηριστικών εκπροσώπων του κινήματος. Πρώτοι αυτοί αντιμετώπισαν την Ιστορία ως νομοτελειακά προκαθορισμένη διαδοχή περιόδων εξέλιξης του υλικού τρόπου συντήρησης των ανθρώπων. Και ανάμεσά τους, πρωτοπόρος στην υλιστική αυτή ερμηνεία της Ιστορίας, ο θεωρούμενος ως «αντίπους» του Μαρξ και θεμελιωτής της Πολιτικής Οικονομίας, Adam Smith. Μέσα από τη θεωρία για τέσσερα στάδια ξέλιξης των υλικών συνθηκών του ανθρώπινου βίου, ο Adam Smith συνδυάζει την αρχή ατομοκρατίας (individualismus) με μία φυσιοκρατική θεώρηση της Οικονομίας, ως νομοτελειακά προκαθορισμένης πορείας: Η προτεραιότητα της «φυσικής» νομοτέλειας στην Ιστορία στηρίζεται στην ανθρωπολογική θέση για την επίσης «φυσική» κοινωνικότητα του ανθρώπου, τον καθορισμό της συμπεριφοράς του από τη φυσική αναγκαιότητα της κοινωνικής συνύπαρξης.
πηγή: Aντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιδικό "Τόλμη" (σελ. 26-31)
Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός είναι, σίγουρα, κάτι περισσότερο από ιδεολογικό ρεύμα ή θεωρητικό σύστημα, κάτι περισσότερο από φιλοσοφική τάση ή «σχολή». Είναι εποχή, είναι οι «Νέοι Χρόνοι» της ευρωπαϊκής ιστορίας. Χρόνοι «φωτισμού» του ευρωπαίου ανθρώπου, ύστερα από τον «σκοταδισμό» των μέσων αιώνων, την ολοκληρωτική επιβολή της θρησκευτικής αυθεντίας ως κυρίαρχης ιδεολογίας. Είναι πολιτισμός, δηλαδή καθολικός τρόπος του βίου. Αυτό που εμπεδώνεται ως καθολικός τρόπος βίου, είναι κατ’αρχήν μια θεμελιώδης στάση ή επιλογή, μια αφετηριακή νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και της ανθρώπινης πράξης, του αντικείμενου κόσμου και της χρήσης του κόσμου.
Δεν έχουν πάντοτε οι Διαφωτιστές κοινές απόψεις, ίδιες αφετηρίες και σκέψεις. Συγκλίνουν, όμως, σε στόχους κοινούς: Στις δογματικές και νοησιαρχικές ερμηνείες της πραγματικότητας, να αντιθέσουν τον εμπειρισμό και την άμεση αποδεικτικότητα της πειραματικής επιστήμης. Στην αυταρχική αντίληψη της εξουσίας να αντιπαραθέσουν τα δικαιώματα του ατόμου, όπως αντλούνται όχι από υπερβατικές αυθεντίες, αλλά από το «φυσικό» δίκαιο. Στην αποπνευματωμένη «μεταφυσική» εκδοχή του όντως υπαρκτού, να αντιτάξουν την κατάφαση της αισθητής εμπειρίας του υλικού και συγκεκριμένου. Στο βασανιστικό άγχος της αμαρτίας-παράβασης και ηθικής ενοχής, να αντιπροτείνουν τις κανονιστικές αρχές της ανθρώπινης λογικής, την καταξίωση της ομορφιάς, την ευεξία των αισθήσεων και του σώματος. Στη θέση της σχηματικής απολυτοποίησης ιστορικών φαινομένων ή παραδόσεων, να βάλουν τον συγκριτικό σχετικισμό και τον ερευνητικό σκεπτικισμό. Να υποκαταστήσουν την ασκητική απαξίωση του επίγειου βίου με την κατάφαση της βιολογικής ζωής και της ορμής για αυτοσυντήρηση, την καταξίωση του εγκόσμιου ωφελιμισμού.
Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε επιγραμματικά τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις του Διαφωτισμού.
Πριν από όλα, η κατάφαση της ύλης και των αισθητών. Εχει πολεμικό χαρακτήρα
αυτή η κατάφαση,γιατί βασίζεται και προϋποθέτει την απόρριψη τόσο της οντολογικής όσο και της κανονιστικής προτεραιότητας του πνευματικού και νοητού,
τη άρνηση κάθε ρυθμιστικής αυθεντίας με υπερβατικό-μεταφυσικό κύρος. Ο μέγας αντίπαλος για τους Διαφωτιστές είναι η ρωμαιοκαθολική Σχολαστική και η συνακόλουθη Νοησιαρχία (που δεν άφησε άθικτο και τον προτεσταντισμό), η προσπάθεια να κατοχυρωθούν αποδεικτικά, με μόνη την ικανότητα της νόησης, οι αφηρημένες αρχές της μεταφυσικής.
Για να αντιταχθούν αποτελεσματικά στο οικοδόμημα αυτό οι Διαφωτιστές, είναι υποχρεωμένοι να μεταθέτουν την πιστοποίηση του υπαρκτού και πραγματικού στην αμεσότητα της αισθητής εμπειρίας, να αντικαταστήσουν τη συλλογιστική αποδεικτικότητα με την εμπειρική-πειραματική επαλήθευση. Ακόμα και ο δυαλισμός του καρτέσιου (Descartes), η διάκριση ανάμεσα σε res extensa και res cogitans, πρέπει να απορριφθεί, αφού διαιωνίζει την προτεραιότητα της νόησης για την πιστοποίηση του υπαρκτού. Με τον Κέπλερο (Kepler) και τον Γαλιλαίο (Galilei) και τελικά τον Νεύτωνα (Newton), έχουν οι Διαφωτιστές τεκμηριωμένη την πεποίθηση πως η Φύση, ο αισθητός κόσμος, είναι το μοναδικό αντικείμενο θετικής και οριστικής γνώσης. Και Φύση είναι το συμπαντικό όλον, υποκείμενο σε άμεση εμπειρική διερεύνηση και σε ποσοτικές μετρήσεις, οργανωμένο με σταθερούς νόμους και λογική δομή. Η λειτουργικότητα της Φύσης είναι μια δεδομένη αναγκαιότητα, μια αδήριτη νομοτέλεια, δίχως περιθώρια για το ανορθολογικό και το τυχαίο.
Δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η εμφατική ανάδειξη της αυτονομίας του υποκειμένου, ο απολυτοποιημένος ατομικισμός.
Ο Διαφωτισμός διαφοροποιείται από την αφετηριακή λογική του δυτικού θρησκευτικού ατομικισμού. Γιατί εκδέχεται τη νόηση όχι ως ικανότητα που είναι διάφορη και υπέρτερη της Φύσης, αλλά ως ικανότητα φυσική, σύστοιχη με την καθολική λογικότητα του κοσμικού Όλου. Ετσι, η επαλήθευση της ατομικής νόησης ανάγεται όχι στην αυθεντία κάποιου θεσμικού φορέα της αλήθειας, αλλά στην αυθεντία της ίδιας της Φύσης – και Φύση είναι και ο «Ανθρωπος» σε απρόσωπη αφαιρετική γενίκευση. Το ίδιο και με τις ηθικές αντιλήψεις : αντλούνται όχι από κανόνες που υποτιμούν και αντιμάχονται τη φύση, αλλά από την κατάφαση του φυσικού και αισθητού, των φυσικών αναγκών και επιθυμιών του καθολικού «Ανθρώπου».
Τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η ανάδειξη της βιολογικής ζωής σε οντολογική αλήθεια καθοριστική της ύπαρξης του ανθρώπου, και σε κανονιστική αρχή προσδιορισμού των ατομικών του δικαιωμάτων.
Εχει πολεμικό χαρακτήρα και αυτή η επιδίωξη του Διαφωτισμού, γιατί σαφώς αντιμάχεται τη μονομερή θρησκευτική απολυτοποίηση της ψυχής ή του πνεύματος ως καθοριστικού στοιχείου της ύπαρξης του ανθρώπου, άξονα αναφοράς της συμπεριφοράς του.
Θα μπορούσε μάλιστα να μιλήσει κανείς για μαχητικό πείσμα που επιδείχνουν οι Διαφωτιστές, προκειμένου όχι απλώς να αποδείξουν την προτεραιότητα του βιολογικού παράγοντα, αλλά και να συντρίψουν κάθε συνείδηση υπαρκτικής υπεροχής του ανθρώπου έναντι των άλλων έμβιων όντων. Δεν διστάζουν να απαξιώσουν τον άνθρωπο και να τον ευτελίσουν, προκειμένου να πετύχουν την επιβεβαίωση της αυτονομίας του, την απογύμνωσή του από κάθε υπαρκτική ιδιαιτερότητα που θα παρέπεμπε σε μεταφυσική καταγωγή.
Θέλουν τον άνθρωπο έναν απλό κρίκο στην αλυσίδα της ζωικής εξέλιξης (ο εξελικτικισμός στη βιολογία εμφανίζεται μέσα στο πλαίσιο της αποδεικτικής των Διαφωτιστών από τις αρχές του 18ου αιώνα), όχι γιατί η επιστημονική έρευνα μπορούσε τότε να αιτιολογήσει επαρκώς μια τέτοια υπόθεση, αλλά μόνο γιατί το αντιμεταφυσικό τους μένος θέλει τον άνθρωπο ταυτισμένον με το ζώο, καθορισμένον υπαρκτικά και γενετικά από την κτηνώδη φύση.
Το ίδιο μαχητικό πείσμα θέλει επιπλέον τον άνθρωπο ως συγκυριακό μόνο σύμπτωμα μέσα στη συμπαντική πραγματικότητα. Για πρώτη φορά προβάλλεται η υπόθεση για ύπαρξη ζωής ή και λογικών όντων και σε άλλους πλανήτες, προκειμένου να αμφισβητηθεί η μοναδικότητα του γήινου ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και το προνόμιό του να είναι «κορωνίδα» της σύνολης δημιουργίας. Γυμνός από κάθε μεταφυσικό χάρισμα ψυχής ή πνεύματος ο άνθρωπος, δεν είναι επιπλέον ούτε κέντρο ούτε σκοπός κάποιας θείας δημιουργίας, δεν είναι «μικρόκοσμος» στον οποίο κατατείνει και συγκεφαλαιώνεται κάποια υπαρκτική περιπέτεια ή ελευθερία σχέσης κτιστού και ακτίστου, δεν είναι «μεσίτης» αυτής της σχέσης ούτε «εικόνα» Θεού. Είναι απλό και συμπτωματικό παράγωγο της φύσης πάνω στο φλοιό της γης, ίσως και στον φλοιό άλλων πλανητών.
Βέβαια, έτσι φτάνουμε σε μια παράδοξη αντίφαση, που έχει επισημανθεί από τους μελετητές του Διαφωτισμού : Εν ονόματι της απελευθέρωσης του ανθρώπου από μεταφυσικές εξαρτήσεις, της υπαρκτικής του αυτονομίας και αξιοπρέπειας, της απόλυτης καταξίωσής του, να ευτελίζεται τελικά ο άνθρωπος και να απαξιώνεται, να υποτάσσεται ολοκληρωτικά σε φυσικές εξαρτήσεις και αναγκαιότητες, να αυτοταπεινώνεται πεισματικά διακδικώντας το υπαρκτικό επίπεδο του ζώου και του τυχαίου φυσικού «συμπτώματος». Και όλα αυτά για χάρη ενός «ρεαλισμού», μιας «προσγείωσης» στην πραγματικότητα, μιας «απαλλαγής από κάθε ρομαντική ψευδαίσθηση», που δεν πείθει πάντοτε ότι δεν είναι άλλης μορφής ιδεοληψία.
Δεν έχουν πάντοτε οι Διαφωτιστές κοινές απόψεις, ίδιες αφετηρίες και σκέψεις. Συγκλίνουν, όμως, σε στόχους κοινούς: Στις δογματικές και νοησιαρχικές ερμηνείες της πραγματικότητας, να αντιθέσουν τον εμπειρισμό και την άμεση αποδεικτικότητα της πειραματικής επιστήμης. Στην αυταρχική αντίληψη της εξουσίας να αντιπαραθέσουν τα δικαιώματα του ατόμου, όπως αντλούνται όχι από υπερβατικές αυθεντίες, αλλά από το «φυσικό» δίκαιο. Στην αποπνευματωμένη «μεταφυσική» εκδοχή του όντως υπαρκτού, να αντιτάξουν την κατάφαση της αισθητής εμπειρίας του υλικού και συγκεκριμένου. Στο βασανιστικό άγχος της αμαρτίας-παράβασης και ηθικής ενοχής, να αντιπροτείνουν τις κανονιστικές αρχές της ανθρώπινης λογικής, την καταξίωση της ομορφιάς, την ευεξία των αισθήσεων και του σώματος. Στη θέση της σχηματικής απολυτοποίησης ιστορικών φαινομένων ή παραδόσεων, να βάλουν τον συγκριτικό σχετικισμό και τον ερευνητικό σκεπτικισμό. Να υποκαταστήσουν την ασκητική απαξίωση του επίγειου βίου με την κατάφαση της βιολογικής ζωής και της ορμής για αυτοσυντήρηση, την καταξίωση του εγκόσμιου ωφελιμισμού.
Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε επιγραμματικά τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις του Διαφωτισμού.
Πριν από όλα, η κατάφαση της ύλης και των αισθητών. Εχει πολεμικό χαρακτήρα
αυτή η κατάφαση,γιατί βασίζεται και προϋποθέτει την απόρριψη τόσο της οντολογικής όσο και της κανονιστικής προτεραιότητας του πνευματικού και νοητού,
τη άρνηση κάθε ρυθμιστικής αυθεντίας με υπερβατικό-μεταφυσικό κύρος. Ο μέγας αντίπαλος για τους Διαφωτιστές είναι η ρωμαιοκαθολική Σχολαστική και η συνακόλουθη Νοησιαρχία (που δεν άφησε άθικτο και τον προτεσταντισμό), η προσπάθεια να κατοχυρωθούν αποδεικτικά, με μόνη την ικανότητα της νόησης, οι αφηρημένες αρχές της μεταφυσικής.
Για να αντιταχθούν αποτελεσματικά στο οικοδόμημα αυτό οι Διαφωτιστές, είναι υποχρεωμένοι να μεταθέτουν την πιστοποίηση του υπαρκτού και πραγματικού στην αμεσότητα της αισθητής εμπειρίας, να αντικαταστήσουν τη συλλογιστική αποδεικτικότητα με την εμπειρική-πειραματική επαλήθευση. Ακόμα και ο δυαλισμός του καρτέσιου (Descartes), η διάκριση ανάμεσα σε res extensa και res cogitans, πρέπει να απορριφθεί, αφού διαιωνίζει την προτεραιότητα της νόησης για την πιστοποίηση του υπαρκτού. Με τον Κέπλερο (Kepler) και τον Γαλιλαίο (Galilei) και τελικά τον Νεύτωνα (Newton), έχουν οι Διαφωτιστές τεκμηριωμένη την πεποίθηση πως η Φύση, ο αισθητός κόσμος, είναι το μοναδικό αντικείμενο θετικής και οριστικής γνώσης. Και Φύση είναι το συμπαντικό όλον, υποκείμενο σε άμεση εμπειρική διερεύνηση και σε ποσοτικές μετρήσεις, οργανωμένο με σταθερούς νόμους και λογική δομή. Η λειτουργικότητα της Φύσης είναι μια δεδομένη αναγκαιότητα, μια αδήριτη νομοτέλεια, δίχως περιθώρια για το ανορθολογικό και το τυχαίο.
Δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η εμφατική ανάδειξη της αυτονομίας του υποκειμένου, ο απολυτοποιημένος ατομικισμός.
Ο Διαφωτισμός διαφοροποιείται από την αφετηριακή λογική του δυτικού θρησκευτικού ατομικισμού. Γιατί εκδέχεται τη νόηση όχι ως ικανότητα που είναι διάφορη και υπέρτερη της Φύσης, αλλά ως ικανότητα φυσική, σύστοιχη με την καθολική λογικότητα του κοσμικού Όλου. Ετσι, η επαλήθευση της ατομικής νόησης ανάγεται όχι στην αυθεντία κάποιου θεσμικού φορέα της αλήθειας, αλλά στην αυθεντία της ίδιας της Φύσης – και Φύση είναι και ο «Ανθρωπος» σε απρόσωπη αφαιρετική γενίκευση. Το ίδιο και με τις ηθικές αντιλήψεις : αντλούνται όχι από κανόνες που υποτιμούν και αντιμάχονται τη φύση, αλλά από την κατάφαση του φυσικού και αισθητού, των φυσικών αναγκών και επιθυμιών του καθολικού «Ανθρώπου».
Τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολεμικής του Διαφωτισμού : η ανάδειξη της βιολογικής ζωής σε οντολογική αλήθεια καθοριστική της ύπαρξης του ανθρώπου, και σε κανονιστική αρχή προσδιορισμού των ατομικών του δικαιωμάτων.
Εχει πολεμικό χαρακτήρα και αυτή η επιδίωξη του Διαφωτισμού, γιατί σαφώς αντιμάχεται τη μονομερή θρησκευτική απολυτοποίηση της ψυχής ή του πνεύματος ως καθοριστικού στοιχείου της ύπαρξης του ανθρώπου, άξονα αναφοράς της συμπεριφοράς του.
Θα μπορούσε μάλιστα να μιλήσει κανείς για μαχητικό πείσμα που επιδείχνουν οι Διαφωτιστές, προκειμένου όχι απλώς να αποδείξουν την προτεραιότητα του βιολογικού παράγοντα, αλλά και να συντρίψουν κάθε συνείδηση υπαρκτικής υπεροχής του ανθρώπου έναντι των άλλων έμβιων όντων. Δεν διστάζουν να απαξιώσουν τον άνθρωπο και να τον ευτελίσουν, προκειμένου να πετύχουν την επιβεβαίωση της αυτονομίας του, την απογύμνωσή του από κάθε υπαρκτική ιδιαιτερότητα που θα παρέπεμπε σε μεταφυσική καταγωγή.
Θέλουν τον άνθρωπο έναν απλό κρίκο στην αλυσίδα της ζωικής εξέλιξης (ο εξελικτικισμός στη βιολογία εμφανίζεται μέσα στο πλαίσιο της αποδεικτικής των Διαφωτιστών από τις αρχές του 18ου αιώνα), όχι γιατί η επιστημονική έρευνα μπορούσε τότε να αιτιολογήσει επαρκώς μια τέτοια υπόθεση, αλλά μόνο γιατί το αντιμεταφυσικό τους μένος θέλει τον άνθρωπο ταυτισμένον με το ζώο, καθορισμένον υπαρκτικά και γενετικά από την κτηνώδη φύση.
Το ίδιο μαχητικό πείσμα θέλει επιπλέον τον άνθρωπο ως συγκυριακό μόνο σύμπτωμα μέσα στη συμπαντική πραγματικότητα. Για πρώτη φορά προβάλλεται η υπόθεση για ύπαρξη ζωής ή και λογικών όντων και σε άλλους πλανήτες, προκειμένου να αμφισβητηθεί η μοναδικότητα του γήινου ανθρώπου μέσα στο σύμπαν και το προνόμιό του να είναι «κορωνίδα» της σύνολης δημιουργίας. Γυμνός από κάθε μεταφυσικό χάρισμα ψυχής ή πνεύματος ο άνθρωπος, δεν είναι επιπλέον ούτε κέντρο ούτε σκοπός κάποιας θείας δημιουργίας, δεν είναι «μικρόκοσμος» στον οποίο κατατείνει και συγκεφαλαιώνεται κάποια υπαρκτική περιπέτεια ή ελευθερία σχέσης κτιστού και ακτίστου, δεν είναι «μεσίτης» αυτής της σχέσης ούτε «εικόνα» Θεού. Είναι απλό και συμπτωματικό παράγωγο της φύσης πάνω στο φλοιό της γης, ίσως και στον φλοιό άλλων πλανητών.
Βέβαια, έτσι φτάνουμε σε μια παράδοξη αντίφαση, που έχει επισημανθεί από τους μελετητές του Διαφωτισμού : Εν ονόματι της απελευθέρωσης του ανθρώπου από μεταφυσικές εξαρτήσεις, της υπαρκτικής του αυτονομίας και αξιοπρέπειας, της απόλυτης καταξίωσής του, να ευτελίζεται τελικά ο άνθρωπος και να απαξιώνεται, να υποτάσσεται ολοκληρωτικά σε φυσικές εξαρτήσεις και αναγκαιότητες, να αυτοταπεινώνεται πεισματικά διακδικώντας το υπαρκτικό επίπεδο του ζώου και του τυχαίου φυσικού «συμπτώματος». Και όλα αυτά για χάρη ενός «ρεαλισμού», μιας «προσγείωσης» στην πραγματικότητα, μιας «απαλλαγής από κάθε ρομαντική ψευδαίσθηση», που δεν πείθει πάντοτε ότι δεν είναι άλλης μορφής ιδεοληψία.
Η οντολογική πάντως θεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε μόνο τον βιολογικό παράγοντα, ανοίγει τον δρόμο για μια καινούργια ερμηνεία της ανθρώπινης Ιστορίας και των παραγόντων που τήν συγκροτούν. Δεν υπάρχει θεία Πρόνοια ούτε υπαρκτική περιπέτεια ελευθερίας, επομένως ούτε και «προπατορικό αμάρτημα» που δεσμεύει τον άνθρωπο σε ενοχές και τον κάνει υποτελή σε κανόνες και θεσμούς εξαγοράς της «σωτηρίας» του. Η ανθρώπινη Ιστορία είναι φαινομενολογία της εξέλιξης του ενστίκτου αυτοσυντήρησης – η φυσική ορμή τής αυτοσυντήρησης είναι η δεδομένη λογικότητα της Φύσης, που ωθεί στην ίδρυση οργανωμένων κοινωνιών και θέτει κανονιστικές αρχές για την εκτίμηση των εκάστοτε δυνατοτήτων αποφυγής του βίαιου θανάτου και ικανοποίησης των αναγκών της διατροφής.
Θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς σχηματικά (μέσα από μίαν ευρύτατη ποικιλία απόψεων) ότι «νόμοι της φύσης» ή «φυσικό δίκαιο» είναι, για τους Διαφωτιστές, οι υποχρεώσεις εκείνες που η εκπλήρωσή τους επιτρέπει τον οργανωμένο συγκερασμό και τη λογική εναρμόνιση των επιμέρους ατομικών εκφάνσεων της ορμής για αυτοσυντήρηση, κάνοντας δυνατή την κοινωνική ζωή. Τα ατομικά δικαιώματα είναι φυσικά δικαιώματα : τα υπαγορεύει το «δίκαιο της Φύσης», η έμφυτη στη φύση λογικότητα ή στρατηγική για την εξασφάλιση της αυτοσυντήρησης.
Το οντολογικό κενό
Η φιλοσοφία του Διαφωτισμού κομίζει μιαν αγεφύρωτη διάσταση οντολογικών ερμηνειών και ηθικών-κανονιστικών απαιτήσεων.
Η οργανική σύνδεση οντολογίας και ηθικής γίνεται συχνά προβληματική στον Διαφωτισμό, όταν δεν καταλήγει σε αγεφύρωτες αντιθέσεις και κραυγαλέες ασυνέπειες. Κι αυτό, επειδή επιλέγονται οντολογικές ερμηνείες για χάρη πολεμικών μόνο σκοπιμοτήτων, και αγνοούνται ή απορρίπτονται οι ηθικές τους συνέπειες, ενώ ταυτόχρονα υιοθετούνται κανονιστικές αρχές ασυμβίβαστες με την επιλεγμένη οντολογία. ΄Η επιχειρείται η εκ των υστέρων απόδοση οντολογικού περιεχομένου σε ηθικές επιλογές και αξιολογήσεις, που έχουν και πάλι για πολεμικές μόνο σκοπιμότητες προτιμηθεί.
Και πιο συγκεκριμένα: Αφετηρία και κίνητρο του Διαφωτισμού ήταν η μαχητική αντίθεση στη μεταφυσική και στους θεσμοποιημένους φορείς τής μεταφυσικής αυθεντίας. Το κρίσιμο επομένως πρόβλημα για τους Διαφωτιστές ήταν να αποδεχθούν ή όχι και την συνεπέστερη προς την αντιμεταφυσική τους στάση Οντολογία, που είναι ο υλισμός : η ταύτιση του πραγματικού και υπαρκτού αποκλειστικά με το αισθητό και υλικό. Ηταν κρίσιμο το πρόβλημα, ακριβώς για τις ηθικές-κανονιστικές συνέπειες στις οποίες οδηγεί υποχρεωτικά η υλιστική οντολογία.
Ο υλισμός αναφέρει στην αυτογενή δράση-κίνηση της ύλης την προέλευση κάθε φαινομένου, επομένως και των «ψυχικών» λειτουργιών του ανθρώπου – νόησης, κρίσης, φαντασίας, βούλησης κλπ. Υποτάσσει κατά συνέπεια και αυτές τις λειτουργίες στην Αιτιοκρατία που διέπει την υλική φύση, στην αναγκαιότητα και «λογική» τής αυτοσυντήρησης και του ενστίκτου. Ετσι όμως αποκλείει κάθε ενδεχόμενο «αυτεξουσίου», ελευθερίας αυτοκαθορισμού και βουλητικής αυτενέργειας του ανθρώπινου υποκειμένου.
Αρα αποκλείει ο υλισμός και κάθε ενδεχόμενο ηθικής δεοντολογίας. Αφού οι πράξεις και οι επιλογές του ανθρώπου κατευθύνονται από τη φυσική αναγκαιότητα, δεν υπάρχουν περιθώρια καταλογισμού ατομικών ευθυνών ούτε και ηθικών αξιολογήσεων. Η συνεπής υιοθέτηση της υλιστικής οντολογίας συνεπάγεται τον μηδενισμό κάθε αξίας και κάθε κανονιστικής αρχής. Το δέον ταυτίζεται με το ον, η ηθική απορρροφάται από την αδήριτη νομοτέλεια και αναγκαιότητα που διέπει τη φύση. «Ακόμα και το έγκλημα», έλεγε ο μαρκήσιος De Sade, «μπορεί καθαυτό να παράσχει τέρψη, ακριβώς επειδή είναι φυσικό ενώ ο ηθικός νόμος είναι τεχνητός».
Ο ηθικός αυτός Μηδενισμός βρίσκει επιφυλακτικούς πολλούς από τους Διαφωτιστές, αν δεν πανικοβάλλει και κάποιους – το δίλημμα που τίθεται δεν είναι εύκολο : Θέλουν να παραμείνουν συνεπείς στην άρνηση της μεταφυσικής προτεραιότητας, αλλά δεν είναι και διατεθειμένοι να αποδεχθούν τον μηδενισμό των ηθικών-κανονιστικών αρχών, δηλαδή των ίδιων των προϋποθέσεων συγκρότησης ανθρώπινης κοινωνίας. Πριν από κάθε τί άλλο, ο αγώνας τους απέβλεπε στην απελευθέρωση του ανθρώπου, η απόρριψη της μεταφυσικής αποσκοπούσε καταρχήν σε αυτή την απελευθέρωση. Αν λοιπόν υιοθετούσαν με συνέπεια τον υλισμό, ήταν υποχρεωμένοι να αποδεχθούν μια καινούργια υποδούλωση, αυτή τη φορά στην αιτιοκρατία της φύσης. Να θεωρήσουν τη φύση ως αυτόνομο δεδομένο, καθοριστικό κάθε ύπαρξης και κάθε ενέργειας, άρα να υποταχθούν στην υπερβατική αυθεντία των δικών της σκοπιμοτήτων, να μεταποιήσουν «την ελευθερία απέναντι στο Υπερφυσικό σε εξάρτηση από το Φυσικό».
Μπροστά στο κρίσιμο αυτό πρόβλημα, οι επιλογές και στάσεις διαφοροποιούνται σημαντικά.
Ομως, η στάση που μάλλον κυριαρχεί τελικά και επιβιώνει ως κεντρικό ειδοποιό γνώρισμα στον πολιτισμό του Διαφωτισμού (ώς σήμερα), είναι η παραίτηση από το οντολογικό πρόβλημα, ο εντοπισμός του ενδιαφέροντος αποκλειστικά και μόνο στη λειτουργικότητα των κανονιστικών αρχών, ο χωρισμός του δέοντος από το ον.
Βέβαια, ένας τέτοιος χωρισμός είναι εξ υπαρχής και θελημένα τεχνητός, μία προαποφασισμένη στάση φυγής από το πρόβλημα. Αλλά είναι μια στάση που επιβάλλεται καθολικά, σαν να ανταποκρίνεται σε κάποιες μύχιες προδιαθέσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο πολιτισμός του Διαφωτισμού απωθεί το οντολογικό ερώτημα, δεν αφήνει περιθώρια ενδιαφέροντος για την αλήθεια, τού αρκεί η εμμονή στη χρηστική σκοπιμότητα.
Οι Διαφωτιστές επιμένουν στη χρηστική αυτονομία των ηθικών-κανονιστικών αρχών, αυτονομία ως προς κάθε αφετηριακή νοηματοδότηση ή οντολογική προϋπόθεση της ηθικής. Αλλά ακόμα και η αρχή της χρησιμότητας παραμένει αφηρημένη, αν δεν υπάρχουν Κριτήρια αξιολόγησης των αναγκών, κριτήρια κάποιας σκοπούμενης κοινωνικής λειτουργικότητας. Αναζητούν λοιπόν οι Διαφωτιστές τέτοια κριτήρια στη δεδομένη και αυτόνομη λειτουργικότητα της φύσης. Και ενώ ταυτίζουν τη φυσική «λογικότητα» με την αιτιοκρατία, ταυτόχρονα την επικαλλούνται ως κριτήριο κοινωνικής λειτουργικότητας. Καταφεύγουν στην «αυθεντία» της φύσης, για να επιβάλουν στην ανθρώπινη ελευθερία την αποδοχή του κριτηρίου της αιτιότητας ως κοινωνικού-λειτουργικού κριτηρίου. Η ανθρώπινη ατομική ελευθερία οφείλει να πειθαρχήσει σε αρχές συμπεριφοράς που δεν την προϋποθέτουν, αφού είναι αρχές φυσικής αιτιοκρατίας αναιρετικές της ελευθερίας.
Θα μπορούσε να συνοψίσει κανείς τα πολλά παραδείγματα φιλοσοφικής ασυνέπειας ως προς τη σύγχυση όντος και δέοντος, σε μια επιγραμματική διατύπωση: ότι συχνά στον Διαφωτισμό η συμμόρφωση με την αναγκαιότητα προβάλλεται ως θεμέλιο της ελευθερίας.
Βέβαια, η εξωφρενική αυτή αντίφαση εμφανίστηκε αργότερα από τον Μάρξ ως άκρως «επιστημονική» θέση, που μεταποιημένη σε ιδεολογικό «όραμα» συνήγειρε και εξακολουθεί να συνεγείρει εκατομμύρια ανυποψίαστων οπαδών σε όλο τον κόσμο. (Ο Κορνήλιος Καστοριάδης «εικονογραφεί» ευφυέστατα αυτό το φαινόμενο, όταν παραλληλίζει τους μαρξιστές με τους ανθρώπους που θα συσπειρώνονταν σε πολιτικό κόμμα, προκειμένου να αγωνιστούν για να πραγματοποιηθεί η επόμενη έκλειψη της σελήνης!).
Αλλά η πατρότητα αυτής της εξωφρενικής αντίφασης ανήκει οπωσδήποτε στους Διαφωτιστές, μπορεί άνετα να ανιχνευθεί στα έργα των πιο χαρακτηριστικών εκπροσώπων του κινήματος. Πρώτοι αυτοί αντιμετώπισαν την Ιστορία ως νομοτελειακά προκαθορισμένη διαδοχή περιόδων εξέλιξης του υλικού τρόπου συντήρησης των ανθρώπων. Και ανάμεσά τους, πρωτοπόρος στην υλιστική αυτή ερμηνεία της Ιστορίας, ο θεωρούμενος ως «αντίπους» του Μαρξ και θεμελιωτής της Πολιτικής Οικονομίας, Adam Smith. Μέσα από τη θεωρία για τέσσερα στάδια ξέλιξης των υλικών συνθηκών του ανθρώπινου βίου, ο Adam Smith συνδυάζει την αρχή ατομοκρατίας (individualismus) με μία φυσιοκρατική θεώρηση της Οικονομίας, ως νομοτελειακά προκαθορισμένης πορείας: Η προτεραιότητα της «φυσικής» νομοτέλειας στην Ιστορία στηρίζεται στην ανθρωπολογική θέση για την επίσης «φυσική» κοινωνικότητα του ανθρώπου, τον καθορισμό της συμπεριφοράς του από τη φυσική αναγκαιότητα της κοινωνικής συνύπαρξης.
πηγή: Aντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιδικό "Τόλμη" (σελ. 26-31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου