Του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην 101-102 που κυκλοφορεί (Δεκέμβριος 2015)
Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, ο πολιτικός φιλελευθερισμός της νεοφιλελεύθερης δεξιάς συναντά το πολιτισμικό του ανάλογο στον πολιτισμικό νεοφιλελευθερισμό της εθνομηδενιστικής και πολυπολιτισμικής αριστεράς. Τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, σε όλες τις δυτικές –και όχι μόνο– κοινωνίες η γενίκευση των ιδιωτικοποιήσεων, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η κατεδάφιση της κοινωνικής προστασίας –με αφετηρία τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ– συμβάδιζε με την ταυτόχρονη ενίσχυση και επέκταση του πολιτισμικού φιλελευθερισμού της «πολυπολιτισμικής» αριστεράς. Το κέντρο βάρους της ενασχόλησης και των κινητοποιήσεων αυτής της αριστεράς μετατέθηκε από τις εργατικές κινητοποιήσεις και την αντιμπεριαλιστική αλληλεγγύη στα δικαιώματα των μειονοτήτων, τον περιβαλλοντισμό (και όχι την αντισυστημική οικολογία), τα ατομικά δικαιώματα, τη σεξουαλική απελευθέρωση και την νεολαιίστικη κουλτούρα. Παράλληλα, δαιμονοποιήθηκε κάθε αναφορά στην εθνική ταυτότητα και τα εθνικά συλλογικά δικαιώματα, ενώ επεκτάθηκε μια γενικευμένη ατομικοποίηση των συμπεριφορών και των αντιδράσεων, η οποία επιταχύνθηκε από το διαδίκτυο και τα λεγόμενα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης (στην πραγματικότητα, δίκτυα κοινωνικής απομόνωσης). Επρόκειτο για το κοινωνικό υπόβαθρο και την ιδεολογική προετοιμασία για τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των πάντων που προωθούσε ο καπιταλιστικός νεοφιλελευθερισμός. Η σεξουαλική απελευθέρωση, επί παραδείγματι, μεταβλήθηκε σε όχημα για την γενικευμένη εμπορευματοποίηση των διαπροσωπικών σχέσεων και την ανάπτυξη της κατανάλωσης.
Συνήθως, τα κόμματα της νεοφιλελεύθερης δεξιάς προωθούν προνομιακά τους οικονομικοκοινωνικούς μετασχηματισμούς και εκείνα της νεοφιλελεύθερης αριστεράς τους πολιτισμικούς και πνευματικούς μετασχηματισμούς. Αν και μεταξύ τους βρίσκονται συχνά σε σύγκρουση, τουλάχιστον επιφανειακά, αντιπαραθέτοντας τον γιάπη του χρηματιστηρίου στον πανεπιστημιακό με τα κοτλέ παντελόνια που περιγράφει ο Γούντι Άλεν στις ταινίες του, στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον άλλον. Εν τέλει και η δεξιά αποδεχόταν την «επιτρεπτική» κοινωνία της αριστεράς και η τελευταία μια κοινωνία άνιση και ανάλγητη. Και συνήθως αυτός ο καταμερισμός εργασίας λειτουργούσε λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικά.
Στην Ελλάδα, η νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατική αριστερά που είχε αρχίσει να συγκροτείται γύρω από τον Κωνσταντίνο Σημίτη, επιχείρησε για πρώτη φορά να προωθήσει ταυτόχρονα τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό και τον πολιτισμικό εθνομηδενισμό, έχοντας ως εμβληματικές μορφές αυτού του διττού στόχου από τη μια πλευρά τους Γιαννίτση, Θέμελη, Στουρνάρα, και από την άλλη τους Τσουκαλά, Λιάκο, Φραγκουδάκη κ.λπ. Και αυτό διότι στην Ελλάδα, ελλείψει μιας ισχυρής επιχειρηματικής τάξης, η πραγματοποίηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων εναπόκειτο προνομιακά στους ίδιους τους φορείς του κρατικού καπιταλισμού. Έτσι, ήταν το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη που επιχειρούσε να υλοποιήσει αυτά που απέτυχε να πραγματοποιήσει η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έχοντας στη φαρέτρα της και την εθνομηδενιστική αριστερά. Πάντως, σε ολόκληρη την Ευρώπη, αυτό υπήρξε το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης που εγκαινίασε η Θάτσερ το 1980. Είτε οι δυνάμεις της δεξιάς (Θάτσερ, Χέλμουτ Κολ, κ.λπ.) είτε οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς, (Φρανσουά Μιττεράν, SPD στη Γερμανία, Κράξι στην Ιταλία, Σημίτης στην Ελλάδα) προωθούσαν αυτόν τον κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό, χρησιμοποιώντας τις δύο δυνάμεις που προανέφερα. Και ανάλογα με τη φύση του κόμματος, το κέντρο βάρους έπεφτε πότε στους επιχειρηματίες και πότε στον κρατικό καπιταλισμό (από τα σοσιαλοδημοκρατικά κόμματα), μέχρις ότου, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ιδιαίτερα μετά το 2000, τα φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά κόμματα να μοιάζουν τόσο πολύ, ώστε πλέον οι διαφορές μεταξύ τους να καταστούν εντελώς ασήμαντες. Οι δυτικές μαζικές «δημοκρατίες» είχαν φθάσει σε εκείνο το οριακό σημείο, όπου οι δύο πολιτικοί πυλώνες της, τα φιλελεύθερα και σοσιαλοδημοκρατικά κόμματα, είχαν μεταβληθεί σε μια λίγο πολύ ενιαία πολιτική τάξη, χωρίς ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους. Ακόμα και στην Ελλάδα του 2000, η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και αυτή της Ν.Δ. ελάχιστα πλέον διέφεραν μεταξύ τους.
Ως συνέπεια αυτής της ταύτισης σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών δημιουργείται ένα πολιτικό και ιδεολογικό κενό στα «αριστερά» του συστήματος και ένα μέρος της σοσιαλοφιλελεύθερης διανόησης, των εκπαιδευτικών, των δημοσιογράφων, των ανθρώπων της μαζικής κουλτούρας κ.λπ., αποσπάται σταδιακώς από τα δύο κυρίαρχα κόμματα και τείνει να διαμορφώσει έναν «δικαιωματικό» πολυπολιτισμικό χώρο διανοουμένων, που προσβλέπει σε μια ενεργητικότερη συμμετοχή στην εξουσία.
Πόσο μάλλον που στην Ελλάδα ειδικά αυτή η προσδοκία συνδέεται με τις αντίστοιχες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Η κρίση του χρηματιστηρίου θα υπονομεύσει δραστικά την οικονομική ισχύ των μεσαίων τάξεων· η αυξανόμενη κρίση του κράτους θα δυσχεράνει την διευρυμένη αναπαραγωγή του κρατικού μηχανισμού, όπως συνέβαινε σε όλη την περίοδο από το 1980 μέχρι τη δεκαετία του 2000 – διότι πλέον, ο κρατικός μηχανισμός θα έπρεπε να συρρικνωθεί αντί να συνεχίσει να διευρύνεται. Τέλος η παραγωγή, με την άνοδο του κόστους εργασίας, που σηματοδότησε η μετάβαση στο ευρώ, τόσο στον βιομηχανικό όσο και στον αγροτικό τομέα μπαίνει σε κρίση· η παραγωγική εργατική τάξη εξαφανίζεται και αυτή που συνεχίζει να υπάρχει αντικαθίσταται από τους μετανάστες. Με την απίσχναση της παραγωγής και την ταυτόχρονη άνοδο της κατανάλωσης, τα παρασιτικά μεσοστρώματα ηγεμονεύουν. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός δεν μπορεί πια να συνεχίσει να αναπαράγεται, παρά μόνο με τον αυξανόμενο δανεισμό των ιδιωτών και του κράτους και την αυξανόμενη δυσχέρεια ένταξης νέων στρωμάτων στον κρατικό μηχανισμό και τον τομέα της κοινωνικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής.
Όταν λοιπόν αυτό το σύστημα μπήκε σε μια επιταχυνόμενη κρίση ως συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, (το 2008 ήταν η πρώτη χρονιά που το ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε), η προσκολλημένη στο ΠΑΣΟΚ «τάξη» των οργανικών διανοούμενων του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, αρχίζει να «εξεγείρεται» και να διεκδικεί σταδιακώς μεγαλύτερο μέρος από την πίτα της εξουσίας και γιατί όχι και την ίδια την εξουσία. Αυτή την εξέλιξη προδιέγραφε ήδη η αλλαγή ηγεσίας στον Συνασπισμό, από τον «Σημιτικό» Κωνσταντόπουλο στον «εξεγερμένο» Αλαβάνο, και η εξέγερση της νεολαίας των διανοούμενων μεσοστρωμάτων τον Δεκέμβρη του 2008. Η πολυπολιτισμική και εθνομηδενιστική αριστερά, από δύναμη ιδεολογικής αναπαραγωγής του μεταπολιτευτικού συστήματος, διεκδικούσε πλέον το σύνολο της εξουσίας. Και τα μνημονιακά χρόνια της προσέφεραν αυτή τη δυνατότητα.
Εξαιτίας της παράδοσης του ισχυρού κρατισμού της ελληνικής αριστεράς, της πρόσφατης παράδοσης της πάλης ενάντια στη δικτατορία, της σύνδεσής της με τους αντιπαγκοσμιοποιητικούς αγώνες των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων, ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, και της εμφάνισής της ως της αντιφιλελεύθερης αριστεράς, απέναντι στον σοσιαλοφιλευθερισμό του ΓΑΠ και του ΠΑΣΟΚ, σφραγιζόταν από ένα αντιφατικό ιδεολογικό κράμα οικονομικού κρατισμού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού και εθνομηδενισμού. Οι ίδιοι άνθρωποι που διεκδικούσαν την κατεδάφιση των συνόρων, τους γάμους των ομοφυλοφίλων, την απόρριψη της εθνικής ταυτότητας, την υποστήριξη της κας Ρεπούση, την εγκατάλειψη της Κύπρου (ήταν υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν στην πλειοψηφία τους) την υποχώρηση απέναντι στον «μακεδονικό» εθνικισμό των Σκοπίων, και τον τουρκικό νεοθωμανισμό, ήταν ταυτόχρονα οπαδοί του πιο ακραίου κρατισμού, της άρνησης κάθε ιδιωτικοποίησης, της ενίσχυσης των κοινωνικών δαπανών, της ανόδου του κατώτερου μισθού, της σεισάχθειας απέναντι στις τράπεζες κ.ο.κ. Και με όχημα αυτό το ιδεολογικό μείγμα βρέθηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία.
Στο παρελθόν είχαν την άνεση και την ευκολία να κριτικάρουν τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση στο ασφαλιστικό, την οποία προωθούσε η κυβέρνηση Σημίτη, την ίδια στιγμή που συμπαρατάσσονταν μαζί του ενάντια στον Χριστόδουλο ή υπερασπίζοντας το σχέδιο Ανάν. Επρόκειτο για μία θέση που τους προσέφερε μια ουσιαστική ιδεολογική και πολιτική άνεση. Από τη μια μπορούσαν να εμφανίζονται ως «ριζοσπαστική αντιφιλελεύθερη αριστερά» και από την άλλη να προβάλουν τον αντιπατριωτισμό και τον πολιτισμικό νεοφιλελευθερισμό ως οργανικό στοιχείο αυτής της αριστεράς. Αν συνυπολογίσουμε τη σταδιακή συρρίκνωση του παλαιού πατριωτικού ΠΑΣΟΚ, (Τσοβόλας, Παπαθεμελής, Χαραλαμπίδης) και τη σταδιακή εξαφάνιση της πατριωτικής αριστεράς (με τη μετάλλαξη, του Αλαβάνου, του Λαφαζάνη, του Γλέζου) τότε έχουμε μπροστά μας ολοκληρωμένο το τοπίο αυτής της νέας Αριστεράς. «Φιλοκρατιστές» και αντι-νεοφιλελεύθεροι στο οικονομικό πεδίο, «αντικρατικοί» (ενάντια στην εθνική ιστορία, στα εθνικά σύμβολα) και αντιπατριωτικοί στο πολιτισμικό πεδίο.
Όμως η αναρρίχηση στην εξουσία, σηματοδότησε την εσωτερική κρίση αυτού του δίπολου. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι οι οποίοι, όταν επικρίναμε το ρεσάλτο του Σύριζα προς την εξουσία, επιμένοντας πως ο εθνομηδενισμός δεν μπορεί να προσφέρει καμία πατριωτική διέξοδο στην κρίση, και αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε καταστροφές, μας αντέτειναν πως ο οικονομικοκοινωνικός ριζοσπαστισμός του Σύριζα θα επικρατούσε τελικώς έναντι του πολιτισμικού του φιλελευθερισμού και του αντιπατριωτισμού, ο οποίος σταδιακά θα συρρικνωνόταν! Επέμεναν πως ο Σύριζα και η ηγετική του ομάδα, για να αντισταθεί στην πίεση των ξένων και των δανειστών, θα υποχρεωθεί να επιστρέψει σε μια πιο πατριωτική πολιτική, τόσο στα εθνικά θέματα όσο και στα ζητήματα του πολιτισμού και της κοινωνίας. Επί πλέον, η παρουσία ενός πατριωτικού, ακόμα και «εθνικιστικού», κόμματος όπως οι ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση, θα μπορούσε να αποτελέσει το όχημα για μια «εθνικοποίηση» της πολιτικής του Σύριζα και εγκατάλειψη των εθνομηδενιστικών φληναφημάτων του.
Όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Και ήταν αναμενόμενο. Η συνολική κοσμοθεωρία, η συνολική αντίληψη για την κοινωνία και τον τρόπο ζωής ήταν ισχυρότερη από τα ιδεολογήματα. Μια ομάδα φιλελευθέρων αστών και μεσοαστών, «οργισμένων» απέναντι στην ίδια τους την τάξη, όπως είναι ο κομματικός μηχανισμός του Σύριζα, μπροστά στο σοκ της πραγματικότητας συντάχθηκε εν τέλει με την τάξη της, και προσάρμοσε την οικονομικοκοινωνική της θεωρία στην κοινωνική της πρακτική και καθημερινότητα. Και όσοι δεν ακολούθησαν αυτή την αδήριτη διαλεκτική εξήλθαν του οχήματος, όπως συνέβη με ένα σημαντικό μέρος των στελεχών του κόμματος. Ο εθνομηδενισμός, δηλαδή η άρνηση της προτεραιότητας του εθνικού συλλογικού υποκειμένου, αποτελεί εν τέλει την απαραίτητη ιδεολογική προϋπόθεση για την αποδοχή των μνημονίων, την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, την εκποίηση των ελληνικών τραπεζών – και θα έλεγα ότι σχεδόν υποχρεωτικά οδηγεί σε αυτή. Και καθόλου τυχαία οι νέο-φιλελεύθεροι της δεξιάς, Μαρατζίδης, Μανδραβέλης, Κυριάκος Μητσοτάκης, συμμερίζονται και τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό του νέου Σύριζα. Όπως υπογράμμιζε κάποτε η σημαντική Ουγγαρέζα φιλόσοφος Άγκνες Χέλερ, η επανάσταση στον τρόπο ζωής είναι η σημαντικότερη επανάσταση. Και ο τρόπος ζωής, οι κοσμοαντιλήψεις, αποτελούν το σημαντικότερο συστατικό της προσωπικότητας των ανθρώπων. Έτσι λοιπόν, ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός της «οργισμένης» και δήθεν ριζοσπαστικής εθνομηδενιστικής ελληνικής Αριστεράς, επεκράτησε καθολικά απέναντι στα κοινωνιοκεντρικά και κρατικοκεντρικά ιδεολογήματά της, που αποτελούσαν απλώς ένα εξωτερικό ιδεολογικό επίχρισμα.
Και εδώ πρόκειται κυριολεκτικά για μια παγκόσμια πρώτη: πουθενά αλλού και ποτέ άλλοτε με τέτοια ταχύτητα ένα αριστερό κόμμα δεν μεταβλήθηκε σε όργανο και εκφραστή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τόσο ώστε να κινδυνεύει να συμπαρασύρει μαζί του τον ίδιο τον ηγεμονικό στην ελληνική διανόηση και νεολαία πολιτισμικό νεοφιλελευθερισμό.
Μπορούμε ίσως να κάνουμε την αισιόδοξη πρόβλεψη πως ο πολιτισμικός φιλελευθερισμός και ο εθνομηδενισμός θα γνωρίσουν μια ταχύτατη συρρίκνωση της επιρροής τους, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της πολιτικής επιρροής του Σύριζα; Πιθανότατα. Και αυτό για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι σε συνθήκες κρίσης, η αναπαραγωγή της διανόησης ως ενός εθνομηδενιστικού πολιτισμικά φιλελεύθερου κοινωνικού υποκειμένου, καθίσταται όλο και πιο δύσκολη. Δεν μπορείς να είσαι φιλελεύθερος και πολυπολιτισμικός ιντερνετάκιας, όντας άνεργος, υποαμειβόμενος, με κουτσουρεμένη την σύνταξη και το μισθό σου, την ίδια στιγμή που η άρχουσα πολιτική τάξη του Σύριζα αμείβεται πλουσιοπάροχα (2.500 ευρώ το μήνα αμειβόταν ο αγωνιστής των δικαιωμάτων Πάνος Λάμπρου στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να μην αναφερθούμε στα εκατομμύρια του Σταθάκη, του Τσακαλώτου ή του Φλαμπουράρη), και να αποδέχεσαι τα φληναφήματα του Φίλη για τη γενοκτονία των Ποντίων και της Σίας Αναγνωστοπούλου και του Αντώνη Λιάκου για την κατάργηση της ελληνοκεντρικής ιστορίας. Δεν μπορείς να είσαι αντιπατριώτης αναρχικός, ή μέλος της Ανταρσύας ή της ΛΑΕ και να ταυτίζεσαι ιδεολογικά με την κυβερνώσα ανενδοίαστη ξεπουληματική Αριστερά.
Και όμως ο Σύριζα δεν έχει άλλο δρόμο –δεδομένου ότι βάζει βαθιά το χέρι του στο πορτοφόλι των ανθρώπων, προχωρεί σε ιδιωτικοποιήσεις και περιστέλλει το κοινωνικό κράτος– από το να επιμείνει ως τελευταίο φύλο συκής της αριστεροσύνης του, στον πολυπολιτισμό και τον εθνομηδενισμό του, έτσι ώστε, να ενσωματώσει ή να συγκρατήσει ένα μέρος της Αριστεράς, που αντιτίθεται στην οικονομική και κοινωνική του πολιτική. Μη έχοντας άρτον, θα πρέπει να περιοριστεί στην προσφορά εθνομηδενιστικών θεαμάτων. Για να κρατήσει μαζί του ένα μέρος των Εξαρχείων, της «οργισμένης» νεολαίας των Βορείων Προαστίων και τους Πολυτεχνίτες των ΕΑΑΚ, θα επιχειρεί μέσω του πολιτισμικού φιλευθερισμού και του αντιπατριωτισμού, να τους υπενθυμίζει πως η κοινότητα των ταξικών συμφερόντων των παρασιτικών μεσοστρωμάτων, είναι πάνω από οποιοσδήποτε «επαναστατικές» ιδεολογίες! Και αν η αυξανόμενη χρήση αυτής της ιδεολογίας –που φαίνεται με τις δηλώσεις Φίλη, την ψήφιση του νόμου για την ιθαγένεια, την αλλαγή των βιβλίων ιστορίας– παρότι όντως μπορεί να συγκρατήσει ένα μέρος της κατεστημένης διανόησης, απειλεί ταυτόχρονα τον ηγεμονικό χαρακτήρα της εθνομηδενιστικής ιδεολογίας στην νεολαία και στη διανόηση. Διότι όταν ο εθνομηδενισμός γίνεται το κύριο ιδεολογικό επιχείρημα μιας όλο και πιο μισητής κυβέρνησης, απειλείται ο ίδιος ο εθνομηδενισμός και η ηγεμονία του.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να περιμένουμε μία αντίστροφη κοινωνική κίνηση η οποία θα επιτρέψει στο κοινωνικό είναι και τον τρόπο ζωής της φτωχοποιημένης νεολαίας και των ευρύτερων και μη κατεστημένων διανοούμενων στρωμάτων να επικαθορίσει μια νέα ιδεολογική σύνθεση. Διότι αν στο παρελθόν ο εθνομηδενισμός και η διαδικτυακή παγκοσμιοποίηση μπορούσαν να συντηρούν την αυταπάτη των «πολιτών του κόσμου», ο «κοινωνικός αποκλεισμός» απαιτεί την ανασυγκρότηση των κοινωνικών υποκειμένων τόσο σε εθνική όσο και ταξική βάση και την αποτίναξη των φθαρμένων ενδυμάτων του πολυπολιτισμού της εποχής των παχιών αγελάδων.
Άραγε οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι που αρνήθηκαν την παρουσία του Τσίπρα στο Πολυτεχνείο και των Συριζαίων στις διαδηλώσεις για την πανεργατική απεργία, θα συνεχίσουν να αποδέχονται ταυτόχρονα την ιδεολογική ηγεμονία των εθνομηδενιστών του Σύριζα, όταν αυτή μάλιστα μεταβάλλεται σε εφαρμοσμένη πολιτική υποταγής στην Μέρκελ, τον Ομπάμα και τον νεοθωμανισμό; Ο πολιτιστικός φιλελευθερισμός του Σύριζα μεταβλήθηκε σε οικονομικό και κοινωνικό νεοφιλελευθερισμό σε μια άκρως φτωχοποιημένη κοινωνία –δεν βρισκόμαστε στην εποχή Σημίτη– και ανοίγει εκ των πραγμάτων το δρόμο για την ιδεολογική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας πάνω στις μόνες πιθανές βάσεις της εθνικής ταυτότητας, της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της δημογραφικής ανάταξης, και της αξιοπρέπειας που τόσο βάναυσα διασύρουν οι εθνομηδενιστές.
Αν υπάρχει κάποιο ιστορικό προηγούμενο αυτό θα ανεβρεθεί στην ακριβώς αντίθετη πλευρά, σε εκείνη των «εθνικιστών» της στρατιωτικής δικτατορίας που κατέστρεψαν την Κύπρο και μετέβαλαν τον πατριωτισμό σε ύποπτη έννοια, αν όχι και σε ύβρι. Σήμερα, οι εθνομηδενιστές κλείνοντας την περίοδο της μεταπολίτευσης θα ανοίξουν υποχρεωτικά το δρόμο σε μια ιστορική περίοδο όπου θα αναβαθμιστούν οι αξίες του πατριωτισμού και της εθνικής συνοχής, ως οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την οικονομική ανασυγκρότηση και την κοινωνική συνοχή της χώρας.
Το ζήτημα είναι απέναντι σε αυτήν τη σταδιακή αλλά ραγδαία απαξίωση του πολιτισμικού φιλελευθερισμού και του εθνομηδενισμού, να αποφύγουμε την μετακίνηση στο αντίθετο άκρο της εθνοκαπηλίας, του ολοκληρωτισμού και της μισαλλοδοξίας, που προκρίνουν ήδη σαν φάρμακο οι φασιστικές σειρήνες. Πιστεύουμε ότι η ελληνική κοινωνία στην ιστορική της μνήμη έχει ήδη αποθηκεύσει το προηγούμενο της δικτατορίας, έτσι ώστε να μην βγει από την εποχή του πολιτικού μηδενισμού και του εθνομηδενισμού προς μία κατεύθυνση επιστροφής στους πατριδοκάπηλους αλλά σε έναν τρίτο, συνθετικό δρόμο πατριωτισμού, οικονομικής και κοινωνικής δικαιοσύνης, οικολογίας και ελευθερίας.
Ευσεβείς πόθοι; Πάντως, δεν είναι ανάγκη να είσαι μετεωρολόγος για να δεις πως η φορά του ανέμου αλλάζει.
Don’t need a weatherman
to know which way the wind blows
Bob Dylan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου