Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Ενωτικές προσπάθειες μετά το σχίσμα



Του π. Γεωργίου Μεταλληνού

ΕΝΩΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΚΑΙ Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
1. Η ενότητα ανήκει στη φύση της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας. Η αληθής Εκκλησία είναι «μόνον μία και μοναδική», κατά το ιερό Σύμβολο1. Η εσωτερική δε ενότητα της Εκκλησίας φανερώνεται και εξωτερικά, ως ενότητα στην Πίστη, την Λατρεία, με την συμμετοχή στα ίδια Μυστήρια, αλλά και στην διοίκηση, με κέντρο τους επισκόπους. Είναι, λοιπόν, ενότητα δογματική, λειτουργική και διοικητική/κανονική2. Οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες εκφράζουν την «μυστική» ενότητά τους στο ένα σώμα του Χριστού, μέσω του ανωτάτου εκκλησιαστικού οργάνου τους, που είναι η Οικουμενική Σύνοδος3. Κάθε αποστασιοποίηση από τις θεμελιακές αυτές προϋποθέσεις και αναγκαιότητες για την διασφάλιση της εκκλησιαστικής ενότητας επιφέρει σχισματικές καταστάσεις, με την απόσχιση της καινοτομίας και πλάνης από το ένα σώμα. Διότι μένοντας πιστό στην αποστολική και πατερική παράδοση το σώμα, καθ’ αυτό δεν σχίζεται, αλλά το «σεσηπός εκκόπτεται» κατά την χαρακτηριστική έκφραση του ιερού Χρυσοστόμου.

Το σχίσμα του 1054 είναι γεγονός συγκλονιστικό στην εκκλησιαστική ιστορία, αφού «κατέστη το δραματικό τέλος μιας μακράς διαδικασίας διαφοροποιήσεως»4 της Δυτικής Εκκλησίας από την Ανατολική και της εκπτώσεώς της σε «Παπισμό»5. Οι ιστορικοί επισημαίνουν τα ακόλουθα βασικά αίτια του σχίσματος: α) Θεολογικό αίτιο θεωρείται η προσθήκη του Filioque στο ιερό Σύμβολο το 1009 μετά την δογματοποίησή του (809) από τους Φράγκους6, β) Εκκλησιαστική διαφορά ήταν το παπικό πρωτείο7, ως απαίτηση καθολικής υποταγής της Εκκλησίας στην εξουσία και υπεροχή του Πάπα. Τα «πρεσβεία τιμής»8 του επισκόπου της Ρώμης ήσαν δεκτά στην Εκκλησία την πρώτη χιλιετία, ως αρχαιότερα έναντι εκείνων της Νέας Ρώμης (3ος καν. της Β’, 28ος της Δ’ και 36ος της Πενθέκτης), στα όρια όμως της ισότητος όλων των επισκόπων9 και της πενταρχίας10. γ) Πολιτική διαφορά ήταν το Παπικό Κράτος, μετά την ίδρυσή του (754) λόγω ιστορικής αναγκαιότητος στη Δύση και η καθαρά κοσμική εξέλιξή του11. Συμφωνούμε ως ένα σημείο με τη θέση, ότι «ο πολιτικός διχασμός έφερε τον εκκλησιαστικόν χωρισμόν»12, διότι υπήρχε πάντα διαπλοκή θεολογικού και πολιτικού παράγοντος13.
Είναι γεγονός όμως αστασίαστο, ότι το κύριο αίτιο του σχίσματος εντοπίζεται στο παπικό πρωτείο και στην αξίωση επιβολής του σ’ ολόκληρη την Εκκλησία14. Το πρωτείο υπόκειται σ’ όλες τις θεολογικοεκκλησιαστικές και πολιτικές παπικές αξιώσεις. Η ανύψωση του Πάπα πάνω από τους άλλους επισκόπους, οδήγησε στην έξαρσή του και πάνω από τις Οικουμενικές Συνόδους, συνεπώς δε και πάνω από την Εκκλησία. Η μέσω δε του πρωτείου διαμόρφωση του Παπισμού οδήγησε την Δύση στην «ριζική αλλοτρίωση του ίδιου του πυρήνα της εκκλησιαστικής αλήθειας», σε ένα «διαφορετικό χριστιανισμό, στους αντίποδες του ευαγγελικού τρόπου ζωής και σωτηρίας του ανθρώπου15.
2. Η τραγωδία της διαιρέσεως του χριστιανικού κόσμου και η οδυνηρή παράτασή της, ως και οι καταθλιπτικές πολιτικές εξελίξεις στο χώρο της Ανατολής, λειτούργησαν ως προϋποθέσεις μιας σειράς προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας. Η Δύση δεν είχε, άλλωστε, αντίρρηση στην ενωτική κίνηση των Ανατολικών, αφού η ένωση ήταν πάντα ευπρόσδεκτη στους Πάπες για την επέκταση της κοσμοκρατορίας τους και στην Ανατολή16. Η πρωτοβουλία για τις ενωτικές αυτές προσπάθειες αναλαμβανόταν σχεδόν πάντοτε από την Ορθόδοξη Ανατολή υπό την πίεση της πορείας των πραγμάτων και γι’ αυτό η Ανατολή ήταν μόνιμα σε μειονεκτική θέση. Έτσι, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα ο παπισμός εισέρχεται στον «περί περιβολής αγώνα»17, που κατά την οξυδερκέστατη Άννα την Κομνηνή ήταν «αγώνας για την διεκδίκηση της παπικής κοσμοκρατορίας»18, η Ανατολή βρέθηκε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της προέλασης των Σελτζουκιδών Τούρκων. Κατά έναν υπολογισμό, σε ένδεκα συμποσούνται οι βασικές προσπάθειες αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ενότητας Ανατολής-Δύσεως19.
α) Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ’ ο Παραπινάκης (1071-1078) αποτάθηκε στον θεμελιωτή των παπικών αξιώσεων πάπα Γρηγόριο Ζ’ τον Ιλδεβράνδη (1073-1085) το έτος 107320, αλλά ο «περί περιβολής αγώνας» δεν επέτρεψε την προώθηση του παπικού σχεδίου για την εκστρατεία κατά των απίστων. Πάντως από την αρχή η ένωση θεωρείται ως αυτονόητο αντάλλαγμα και από τις δύο πλευρές, μολονότι διαφορετικά κατανοούσε την ένωση η κάθε μία από αυτές.
β) Ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός (1081-1118) επανέλαβε την προσπάθεια προς τον πάπα Ουρβανό Β’ (1088-1099) το έτος 109521, που άρχισε η πρώτη σταυροφορία. Οι σταυροφορίες «εξετράπησαν πολλές φορές από την αποστολή τους, διηύρυναν αντί να γεφυρώσουν το εκκλησιαστικό χάσμα Ανατολής και Δύσεως και όξυναν τις θεολογικές αντιθέσεις»22. Και τούτο, διότι οι Πάπες χρησιμοποίησαν και αυτές για την προώθηση των σχεδίων τους στην Ανατολή, όπως απέδειξε άλλωστε η Δ’ σταυροφορία (1204). Το 1098 συνεκλήθη σύνοδος στη Βάρη, με θέμα το Filioque και ο Πάπας αναθεμάτισε τους μη δεχομένους την σχετική διδασκαλία. Οι διαπραγματεύσεις όμως έμειναν ατελέσφορες, διότι οι Ανατολικοί δεν συμφώνησαν με την προσθήκη .
γ) Ο ίδιος αυτοκράτορας προκάλεσε συζήτηση στην Κων/λη το 1111 ή 1113, με θέμα το Filioque και τα άζυμα. Ουσιαστικό βήμα ήταν η αποδοχή από τους Ανατολικούς του «πρωτείου τιμής» για τον Πάπα, στα όρια της Πενταρχίας των Θρόνων24.
δ) Επί αυτοκράτορος Ιωάννου Β’ Κομνηνού (1118-1143) έγινε συζήτηση στην Κωνσταντινούπολη (1135)25, με την επιδίωξη πολιτικής συνεννόησης. Συζητήθηκαν όμως το Filioque, ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας και για πρώτη φορά το παπικό πρωτείο. Η συνάντηση τελείωσε με ευχές, «ίνα ταχέως διά γενικής συνόδου αρθώσι τα αίτια του σχίσματος»26.
ε) Επί Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143-1178), δυτικοί επίσκοποι ήλθαν στην Πόλη ως απεσταλμένοι του Πάπα Καλλίστου Γ’ (1160-1178)27. Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Γ’ ο του Αγχιάλου (1170-1177) συνεκάλεσε ενδημούσα σύνοδο το 1170, αλλά η διάσταση των συμμετεχόντων οδήγησε στην αποτυχία. Ο Πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) έθεσε ως όρο για την ένωση την αποδοχή του παπικού πρωτείου και του εκκλήτου. Κάθε πλευρά προσπαθούσε να επιβάλει τις θέσεις της στην άλλη, αλλά κατά τον Βασίλειο Στεφανίδη, «ούτε οι μεν, ούτε οι δε προέβαινον εις παραχωρήσεις και έκαμνον ορθώς, αφού δεν είχον πεισθή περί του εσφαλμένου των δοξασιών αυτών»28. Σημασία όμως έχει, ότι τα πνευματικά, θεολογικά και εκκλησιαστικά αντανακλαστικά των Ανατολικών διατηρούσαν την ευαισθησία τους.
Η άλωση και λεηλασία της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ’ σταυροφορίας (1204) έδωσε νέες αφορμές για θεολογικές επαφές με τη Δύση, σε μια νέα βάση, που στοιχειοθέτησε ο εκ της Δύσεως τώρα κίνδυνος. Οι Ανατολικοί υπολόγιζαν στη βοήθεια του Πάπα για την ανάκτηση της Πόλης ή έστω την ουδετερότητά του. Ήταν, πράγματι, κάτι το απονενοημένο.
στ) Ο Πάπας της πρώτης αλώσεως Ιννοκέντιος ο Γ’ (1198-1216) έστειλε διαδοχικά τρεις Καρδιναλίους (1204, 1205, 1208) στην Κωνσταντινούπολη για την διεξαγωγή συζητήσεων, με απαίτηση να αναγνωρισθεί το παπικό πρωτείο29. Συζητήσεις ανάλογες έγιναν και στα έτη 1206 και 1214, υπό την πίεση της Φραγκοκρατίας30. Για πρώτη φορά μια μερίδα Ανατολικών αντιλαμβάνεται και υποστηρίζει, ότι ήταν αναγκαία η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, για να τοποθετηθεί το θέμα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής παραδόσεως και πάνω στη βάση της αρχαίας Πενταρχίας. Ο Πάπας θεώρησε ως ευκαιρία την για τη Δύση IB’ Οικουμενική σύνοδο του Λατερανού (1215). Δεν παρέστησαν όμως Ορθόδοξοι και έτσι δεν δόθηκε η ευκαιρία για θεολογικές συζητήσεις. Ο Ιννοκέντιος, ως παραχώρηση έναντι των Ανατολικών, έθεσε στην Σύνοδο αυτή το θεωρητικό θεμέλιο της Ουνίας (ανοχή των ανατολικών εθίμων).
ζ) Νέες διαπραγματεύσεις έγιναν επί του αυτοκράτορος Ιωάννου Γ’ Δούκα του Βατάτζη (1222-1254) στη Νίκαια και το Νυμφαίο (α’ μισό του 13ου αιώνα)31. Για πρώτη φορά αντιμετωπίσθηκε και πολεμήθηκε από τους Ορθοδόξους η περί καθαρτηρίου πυρός λατινική διδασκαλία. Εξ άλλου, επιδιώχθηκε συμβιβαστική λύση για το Filioque, με βάση την προταθείσα φράση του θεολόγου και μοναχού Νικηφόρου Βλεμμύδη «εκ του Πατρός δι’ Υιού». Ο Ιωάννης Βατάτζης έκαμε παραχωρήσεις έναντι του Πάπα (μετά το 1250): δέχθηκε το πρωτείο του Πάπα, το μνημόσυνό του στη λατρεία και το έκκλητο (εφέσεις των δικαστικών αποφάσεων) με τον διπλό όμως περιορισμό: οι πειθαρχικές αποφάσεις του Πάπα να μην προσκρούουν στις οικουμενικές συνόδους και να μη γίνει δεκτό το Filioque και ως διδασκαλία και ως προσθήκη32. Ο υιός όμως του Βατάτζη, Θεόδωρος Β’, ο Λάσκαρης (1254-1258), απέρριψε (1254) τις παπικές αξιώσεις, έχοντας την επιθυμία αυτός, ως «βυζαντινός» αυτοκράτορας, να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο και να είναι πρόεδρος και διαιτητής στη συζήτηση των διαφωνιών33.
η) Επί Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου (1259-1282) λαμβάνει χώρα μία νέα σειρά προσπαθειών, (από το 1261), με στόχο την απόκρουση του λατινικού κινδύνου και ανάσταση της αυτοκρατορίας34. Οι Πάπες δεν αρνήθηκαν τις νέες γι’ αυτούς ευκαιρίες, εφόσον ανέμεναν από αυτές ωφέλεια. Επέβαλαν όμως βαρείς όρους: πλήρη αποδοχή του παπικού πρωτείου και της ρωμαϊκής διδασκαλίας. Ο Μιχαήλ φάνηκε συγκαταβατικός, λόγω και των προσωπικών του προβλημάτων35, επιχείρησε όμως με πολλές πιέσεις να πείσει τον ορθόδοξο Κλήρο, ο οποίος τελικά υπέκυψε. Δέχθηκε, κατά την απαίτηση του Μιχαήλ, το μνημόσυνο του Πάπα, το έκκλητο και το πρωτείο, με την προϋπόθεση όμως, ότι θα ήσαν σύμφωνα με τις εκκλησιαστικοκανονικές διατάξεις. Τελικά έγινε η επιδιωκόμενη από τον αυτοκράτορα ένωση στην παπική ΙΔ’ Οικουμενική Σύνοδο της Λυών 1274. Παρά τις πιέσεις όμως εκ μέρους του Μιχαήλ, η ένωση δεν έγινε στην Ανατολή δεκτή παρά μόνο από τους φιλενωτικούς συνεργάτες του, με εξέχοντα τον μετέπειτα Πατριάρχη Ιωάννη Βέκκο (1275-1282)36. Η σθεναρά αντίσταση του πατριάρχου Αρσενίου Αυτωρειανού (1255-1260) οδήγησε στο «αρσενιανό σχίσμα»37.
θ) Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος, ο νεώτερος (1328-1341), προώθησε διαπραγματεύσεις δύο φορές με την αποστολή Ορθοδόξων στον Πάπα στην Αβινιόν38. Το 1333 απεσταλμένοι του Πάπα ήλθαν στην Πόλη, αλλ’ έφυγαν άπρακτοι. Το 1339 στάλθηκαν «βυζαντινοί» απεσταλμένοι στον Πάπα Βενέδικτο Β’ στην Αβινιόν, με επικεφαλής τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό (± 1290- ±1350), αλλά και πάλι η απόπειρα έμεινε χωρίς αποτέλεσμα.
ι) Η Οθωμανική προέλαση στην Μικρασία έκαμε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο (1341-1391) να αποταθεί δύο φορές στον Πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ’ (1352-1362) στην Αβινιόν, υποσχόμενος πλήρη υποταγή. Έστειλε, μάλιστα, τον γιο του Μανουήλ το 1355 ως όμηρο39. Αλλά και ο ίδιος ο Ιωάννης μετέβη στον Πάπα Ουρβανό Ε’ (1362-1370) στη Ρώμη. Η συνάντηση κατέληξε σε πλήρη συμφωνία (1369) με την επίσημη αποδοχή της παπικής διδασκαλίας. Τελικά όμως δεν εξασφαλίστηκε από την Δύση η αναμενόμενη βοήθεια, διότι ουδείς δυτικός ηγεμών ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Πάπα σε σταυροφορία. Ορθά συμπεραίνει ο αείμνηστος Βασίλειος Στεφανίδης: «Απεδείχθη ότι η εκκλησιαστική ένωσις δεν ήτο δυνατόν να σώσει το βυζαντινόν κράτος»40.
ια) Η συνεχώς διογκούμενη οθωμανική απειλή όμως δεν επέτρεψε να συναχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα από όλες αυτές τις αποτυχίες και την συνεχή διάψευση των ελπίδων. Αληθινά απονενοημένο διάβημα μπορεί να θεωρηθεί η τελευταία και σπουδαιότερη ενωτική προσπάθεια, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39)41. Πρωταγωνιστικά πρόσωπα ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ζ’ ή Η’ Παλαιολόγος (1425-1448) και οι Πάπες Μαρτίνος Ε’ (1417-1431), αρχικά, και Ευγένιος Δ’ (1431-1447). Στην συνέχεια η σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ανταποκρινόταν στην ορθή από πλευράς Ορθοδόξων αποτίμησή της, μολονότι από τον ια’ αι. οι Σύνοδοι, ακόμη και οι οικουμενικές, διά τον Παπισμό είχαν εκπέσει σε απλά συμβουλευτικά σώματα του Πάπα. Ήταν πράγματι η σημαντικότερη και περισσότερη ώριμη ενωτική προσπάθεια. Για πρώτη φορά έγιναν διεξοδικές συζητήσεις σε καθαρά θεολογικό επίπεδο.
Η παπική υπεροψία, λόγω του πρωτείου, ήταν η αιτία όλων των παπικών πιέσεων προς τους ανατολικούς, με σημαντικότερη την μεταφορά των εργασιών της συνόδου στην Φλωρεντία (Ιαν. - Φεβρ. 1439). Κατά τον Βασίλειο Στεφανίδη: «Κρίνων τις τας αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας θα παρατηρήση, ότι αι βάσεις, επί των οποίων έγινεν η ένωσις, είναι αι αυταί με τας βάσεις, τας οποίας έθεσεν η εν Λυών σύνοδος, ήτοι αποδοχή του παπικού πρωτείου και της ρωμαϊκής διδασκαλίας, αλλ’ ενταύθα έγιναν συζητήσεις, ωρίσθησαν λεπτομέρειαι και έγιναν περιορισμοί»42. Η επισήμανση αυτή του Β. Στεφανίδη είναι όχι μόνο εύστοχη, αλλά και πολύ διδακτική, διότι οι βάσεις αυτές, παρά τα απατηλά φαινόμενα, τίθενται και στις σημερινές επαφές από πλευράς των παπικών, με την ανοχή και συγκατάνευση και των ενωτικών Ορθοδόξων, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα. Η προσωπική μας διαπίστωση είναι, ότι οι σημερινοί ενωτικοί διάλογοι δεν είναι παρά συνέχεια της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, με αμετακίνητη την επιδίωξη της επιβολής της από τους ουνιτίζοντες Ορθοδόξους και φυσικά από τον Παπισμό, σ’ όλη την διάρκεια της δουλείας. Μία συγκριτική προσέγγιση των ενωτικών προσπαθειών της «βυζαντινής» περιόδου και των θεολογικών διαλόγων της εποχής μας φανερώνει αντιστοιχίες και συμπτώσεις, ώστε να νομιμοποιείται ο λόγος για συνέχεια, όχι μόνο στον κύριο στόχο, που είναι η ένωση, αλλά ακόμη και στις λεπτομέρειες της χρησιμοποιουμένης μεθόδου.
3. Η κριτική θεώρηση των ενωτικών προσπαθειών, που παρουσιάσαμε παραπάνω, επιτρέπει τις ακόλουθες βασικές επισημάνσεις:
α) Πολιτικοί οι στόχοι και ενδοκοσμικά τα κίνητρα: Οι διάλογοι εκείνοι ήσαν καταδικασμένοι σε αποτυχία από την γένεσή τους. Στους ουνιτίζοντες η αγάπη προς την πίστη, ως δυνατότητα σωτηρίας, ήταν υποτονική, αν όχι ενίοτε και δυσδιάκριτη. Αντίθετα, κινητήρια δύναμη σ’ αυτούς ήταν η πολιτική στοχοθεσία της διασώσεως του κράτους και των συνδεομένων με αυτό υλικών συμφερόντων43. Αυτό όμως είναι ευδιάκριτο και στις σημερινές σχέσεις. Η διάσωση τοπικών εκκλησιαστικών συμφερόντων και οι συνδεδεμένες με αυτά εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες ή και οι επιβαλλόμενες από τη Νέα παγκόσμια Τάξη, κατευθύνουν τα πράγματα. Τα σχέδια της «Νέας Τάξης» επιβάλλουν και την πορεία των Διαλόγων (διαχριστιανικών και διαθρησκειακών) προς την πραγμάτωση της «πανθρησκείας»44. Έτσι καθίσταται και η Ορθόδοξη Εκκλησία, στις τοπικές εκφάνσεις της, συνυπεύθυνη για την εξάπλωση και εδραίωση της Παγκοσμιοποίησης, που είναι πρώτα και κύρια ιδεολογική και πολιτική, και μετά οικονομική45, ως επίτευξη του πλανητικού ανθρώπου και της πλανητικής κοινωνίας, του οράματος του New Age.
Οι Διάλογοι, συνεπώς, και τότε και σήμερα, διακονούν πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την εν Χριστώ Παναλήθεια. Η ένωση γίνεται μέσο και όχι σκοπός. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, ότι αγνοούμε την τραγική θέση, στην οποία βρίσκονται συχνά οι ορθόδοξες εκκλησιαστικές ηγεσίες, ώστε και σήμερα να προβαίνουν σε απονενοημένα διαβήματα. Το πρόβλημα όμως, και τότε και σήμερα, είναι διφυές: α) η αφελής στήριξη της ελπίδας στον παπισμό και β) η για τον λόγο αυτό όχι μόνο σύμπραξη, αλλά και ταύτιση με την παπική πλάνη, όπως αποδεικνύει η χρησιμοποιούμενη για την Παλαιά Ρώμη εκκλησιαστική γλώσσα εκ μέρους της Ορθοδοξίας, που συνιστά, όπως επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί, απόρριψη de facto της πατερικής εκκλησιολογίας. Η έντεχνα προβαλλόμενη πίστη και θεολογία απλώς συγκαλύπτουν τις αληθινές προθέσεις. Η ακολουθήσασα όμως την φλωρεντιανή σύνοδο δουλεία απέδειξε, ότι η διάσωση της ορθής πίστεως, ως αποστολικής και πατερικής Ορθοδοξίας, διασώζει και την συνέχεια της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως των πολιτικών εξελίξεων. Αυτό είναι το σημαντικότερο δίδαγμα όλων των φάσεων της δουλείας του Γένους μας από την αραβοκρατία (7ος αι.) μέχρι τον 19ο αιώνα. Η Ρωμανία με όλο τον πολιτισμό της σώθηκε άσχετα με τα κατά καιρούς γεωγραφικά σύνορά της, και μαζί με αυτήν και το Γένος των Ορθοδόξων και η ταυτότητά του με όλα τα συστατικά της.
Μια τραγική αντιστοιχία πρέπει στη συνάφεια αυτή να προσεχθεί ιδιαίτερα. Είναι η περίπτωση της Κύπρου. Η επικείμενη επίσκεψη του Πάπα στην Κύπρο και η αναγνώρισή του στην πράξη ως γνησίου επισκόπου της Εκκλησίας του Χριστού, όπως συνέβη και με την επίσκεψη του προηγουμένου Πάπα στην Αθήνα το 2001, ανανεώνει τις «βυζαντινές» ενέργειες, προδιαγράφοντας και τις ίδιες εξελίξεις. Το ίδιο αντίπαλο δέος, και τότε και σήμερα, η τουρκική απειλή. Λησμονείται όμως και σήμερα, όπως και τότε, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι κράτος και, συνεπώς, μόνον ως κράτος μπορεί να λειτουργήσει, προτάσσοντος δηλαδή και προωθώντας τα συμφέροντά του και ακολουθώντας την χαραγμένη από αιώνων διπλωματική του πορεία. Αν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήθελε να βοηθήσει την υπόθεση της Κύπρου, θα το είχε πράξει ως Βατικανό ήδη το 1974. Οι ελπίδες, που η κυπριακή Πολιτεία και Εκκλησία έχουν στηρίξει στην επίσκεψη του Πάπα, φοβούμαι ότι θα διαψευσθούν, δεδομένου ότι το Κράτος του Βατικανού ενεργεί σε συμφωνία με την Κυρίαρχη Παγκόσμια Δύναμη και τους δικούς της στόχους.
Από το 1920 οι διαχριστιανικές σχέσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής («Κοινωνία των Εθνών», «Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών») με την παραχθείσα από το πολυσυζητημένο Διάγγελμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου46 νέα τακτική. Η πολιτική και διπλωματική εμπλοκή των σημερινών διαλόγων μας με τη Νέα Εποχή και τα πλανητικά σχέδιά της είναι εμφανής. Πόσο δε μάλλον, που το κράτος του Βατικανού συμπορεύεται με την παγκόσμια Υπερδύναμη και γι’ αυτό ο Πάπας χαρακτηρίζεται απροκάλυπτα από τον Δυτικό Τύπο «πλανητάρχης No 2». Η Ορθοδοξία σύρεται από την αρχή του 20ού αιώνα στην στήριξη των στόχων της διεθνούς (παγκόσμιας) πολιτικής μέσω των διαλόγων και της «Οικουμενικής Κινήσεως».
Οι «βυζαντινοί» αυτοκράτορες προσέφεραν κατά κανόνα την υποταγή στον Πάπα. Αυτό γίνεται και σήμερα. Τί άλλο είναι η αναγνώριση της εκκλησιαστικότητας του Παπισμού και της Ουνίας στο Balamand (1993) και η συνέχεια του διαλόγου της Ορθοδοξίας με την Λατινική Εκκλησία;
β) Οι Διάλογοι υπηρετούν τα συμφέροντα του Παπισμού: Οι Πάπες χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τους διαλόγους για την ισχυροποίηση του κύρους και της εξουσίας τους, με την σύμπραξη της ορθόδοξης εκκλησιαστικής Ηγεσίας. Επαναλαμβάνεται και σήμερα το μέγα σφάλμα των «βυζαντινών» προγόνων μας, η απόρριψη δηλαδή της προσκλήσεως, της αντιπαπικής συνόδου της Βασιλείας (1431-38), που ανταποκρινόταν στην ορθόδοξη στήριξη του συνοδικού θεσμού. Ομολογείται δε, ότι «η συνοδική συνείδηση της Ανατολής βρισκόταν εγγύτερα στο πνεύμα της συνόδου έναντι του Πάπα»47. Οι αρνούμενοι τον παπικό θεσμό στην Δύση ήσαν πιστοί ως προς αυτό στο φρόνημα της Εκκλησίας του Χριστού, ενσαρκούμενο και εκφραζόμενο από τους αγίους Πατέρες48. Αλλά και σήμερα ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι, στηρίζουν τον Παπισμό, ανεχόμενοι να χαρακτηρίζει ο Πάπας «ελλειμματική» την Εκκλησία μας, διότι δεν δέχεται το παπικό πρωτείο και το συναφές φυσικά με αυτό αλάθητο. Στηρίζοντας δε τον Παπισμό, αθετούν τους αγίους και την περί Παπισμού ομολογία τους. Σώζουμε τον Παπισμό ως κοσμικό κράτος και χάνουμε την Ορθοδοξία!
Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τα γεγονότα της Φλωρεντίας. Λίγες μέρες προ της ανακηρύξεως της ενώσεως με παπική βούλλα, η σύνοδος της Βασιλείας είχε καθαιρέσει τον Πάπα. Αλλ’ οι Ορθόδοξοι προέκριναν την στήριξή του. Το συμπέρασμα του καθηγητού Βλασίου Φειδά δικαιώνει τον συλλογισμό μας: «Η κηρυχθείσα ένωση -γράφει- κατέστη πλέον πανίσχυρο όπλο στα χέρια του Ευγενίου Δ’ για την αποκατάσταση του κλονισμένου παπικού κύρους και για την μείωση της επιρροής της συνόδου της Βασιλείας στη Δύση»49. Στις περιπτώσεις αυτές δεν πρόκειται απλώς για απουσία διορατικότητος, αλλά για πτώση φαρισαϊκή, διότι, όπως οι Φαρισαίοι και η «δοκούσα άρχειν» (Πρβλ. Μάρκ. 10, 42) ορθόδοξη Ηγεσία, «κλείει την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. 23, 14). Αλλά και τότε και σήμερα πέφτουμε θύματα των φρούδων υποσχέσεων του Πάπα. Η απογοήτευση δε, είναι η συνήθης κατάληξη των εσφαλμένων επιλογών της καθ’ ημάς Ανατολής. Αυτό είναι το τίμημα της αφελείας ή και προδοσίας μας. Ο Παπισμός δεν είναι πρόθυμος για θυσίες. Το αντίθετο. Απαιτεί την αναγνώριση της διπλής εξουσίας του. Περιέχει πολλή οδύνη η έκφραση της απογοητεύσεως του Ιωάννου Η’ Παλαιολόγου: «Ημείς εθαρρούμεν διορθώσαι πολλά σφάλματα των Λατίνων, νυν δε ορώ ότι εκείνοι, οι καινοτομήσαντες και αμαρτόντες εις πολλά, βούλονται διορθούν ημάς, τους μηδέν τι μεταποιήσαντας»50. Η δήλωση αυτή είναι αρκετή, για να νουθετήσει όσους αφελώς πιστεύουν, ότι με τους διαλόγους θα βοηθήσουμε τον Παπισμό να αναθεωρήσει και ανακαλέσει τις καινοτομίες του.
γ) Οι πιστοί στην πατερική παράδοση πάντα δικαιώνονται: Σ’ αντίθεση με τους αυτοκράτορες και τους αποτελούντες την ουνιτίζουσα αυλή τους, η μερίδα των πατερικών Ορθοδόξων είχε πάντα συνείδηση της ριζικής διαφοροποιήσεως και πτώσεως του Δυτικού Χριστιανισμού, όταν μάλιστα από τον ΙΓ’ αιώνα άρχισαν ουσιαστικότερες συζητήσεις. Γι’ αυτό και αγωνίζονταν για την διάσωση και στήριξη της δογματικο-κανονικής τάξεως της Εκκλησίας. Αυτός είναι ο λόγος, που ζητούσαν βάση των συζητήσεων να είναι οι επτά οικουμενικές σύνοδοι, ως αρραγές θεμέλιο της ενότητος51. Διότι «το κριτήριο της πατερικής παραδόσεως αποτελούσε την αφετηρία ή και τον τελικό σκοπό κάθε θεολογικής συζητήσεως»52.
Είναι εξ άλλου γεγονός ότι οι Ανατολικοί, σ’ αντίθεση με τις σημερινές πρακτικές, δεν συμμετείχαν στους διαλόγους θεωρώντας την αλήθεια της πίστεως ως ζητούμενο, αλλ’ ως απόλυτα και αστασίαστα δεδομένο. Το φρόνημα των Αγίων Πατέρων, η κοινή πατερική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, ήταν για τους πατερικούς η αμετακίνητη βάση. Αποφευγόταν κάθε τι, που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την μοναδικότητα («Μία») της Εκκλησίας53. Το διατυμπανιζόμενο σήμερα «διάλογος επί ίσοις όροις» θέτει απ’ αρχής εν αμφιβόλω την αλήθεια της πατερικής παραδόσεως και καταξιώνει ως εκκλησιαστικότητα αποδεδειγμένες αιρέσεις54. Η συμπεριφορά των πατερικά Ορθοδόξων φαίνεται καθαρότερα στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Ο διάλογος των πατερικά Ορθοδόξων δεν ήταν κάποιος θεολογικός συμψηφισμός, αλλά απέβλεπε στην συνάντηση των δύο πλευρών στην εν Χριστώ αλήθεια. Είναι σαφής στο σημείο αυτό η θέση του αγίου Μάρκου Ευγενικού: «ουκ εγχωρεί συγκατάβασις εις τα περί της πίστεως»55. Ο θεολογικός διάλογος έχει χαρακτήρα ιεραποστολής. Είναι κλήση στην Αλήθεια. Μία ενότητα εν τη ποικιλία, όσον αφορά στην Πίστη, ήταν αδιανόητη, ενώ σήμερα προβάλλεται ως η μόνη δυνατότητα ενότητας, λόγω της παπικής αδιαλλαξίας. Οι ουνιτίζοντες Ορθόδοξοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι όποιοι συμβιβασμοί θα οδηγήσουν σε αληθή και αρραγή ενότητα.
δ) Το «παπικό πρωτείο», κύρια και μόνιμη έκφραση της παπικής αλλοτριώσεως: Αυτή ήταν η συνείδηση των «βυζαντινών» Ορθοδόξων, που προσέκρουαν μόνιμα στην παπική εμμονή στο πρωτείο Jurisdictionis και στην έντονη προβολή του. Είναι δε γεγονός, ότι τα περί Πάπα δόγματα (πρωτείο, αλάθητο56, Vicarius Christi κ.λπ.) ήταν και είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο στην επιτυχή έκβαση ενός διαλόγου με την Λατινική Εκκλησία. Το πρωτείο, εξ άλλου, κατά την παπική εκδοχή του, είναι η πηγή όλων των άλλων καινοτομιών της. Η ανύψωση δε του Πάπα υπέρ τις Συνόδους μένει μέχρι σήμερα αμετακίνητη57. Αρκεί να μελετήσει κάποιος τα αναφερόμενα στον Πάπα στην ισχύουσα σήμερα επίσημη Ρωμαϊκή Κατήχηση58. Με την σύνοδο της Φλωρεντίας ο Κωνσταντινουπόλεως «ανεγνωρίσθη υπό της Δυτικής Εκκλησίας ως κατέχων την δευτέραν θέσιν μετά τον Ρώμης, άρα την πρώτην θέσιν εν τη Ανατολή, ο δε Αλεξανδρείας την δευτέραν εν αυτή»59. Ήδη είχε τελείως εξοστρακισθεί κάθε λόγος για «πρεσβεία τιμής», και τονιζόταν το «πρωτείο» (primatus) στην πολιτική εκδοχή του. Το πνεύμα αυτό συνεχίζεται και σήμερα.
Η μεγαλύτερη δε αυταπάτη είναι η επιδίωξη επανερμηνείας του πρωτείου, το οποίο, όπως και αν χαρακτηρισθεί, παραμένει πρωτείο αντιεκκλησιαστικό και πατερικά απαράδεκτο, ως φορτισμένο με την πολιτική-κοσμική σημασία του. Η πρόταση, Παπικών και Οικουμενιστών, να γίνει δεκτό το παπικό πρωτείο ως «πρωτείον διακονίας»60, αποδεικνύεται απατηλό πυροτέχνημα. Διότι η μεγαλύτερη έκφραση ειλικρινείας, διακονίας και φιλαληθείας θα ήταν η επίσημη άρνηση εκ μέρους του Παπισμού όλων των παπικών καινοτομιών, στο επίκεντρο των οποίων βρίσκονται τα ειδικά περί Πάπα δόγματα.
Ο Παπισμός μετέρχεται πολλά τεχνάσματα, για να γίνουν δεκτές οι θέσεις του. Λ.χ. στην Φλωρεντία έγινε δεκτό το πρωτείο της Ρώμης, «ως περιέχεται εν ταις πράξεσι των οικουμενικών συνόδων και τοις ιεροίς κανόσι»61. Αυτή ήταν η διατύπωση των Ανατολικών, για να μη γίνει δεκτό το πρωτείο κατά την δυτική εκδοχή του. Τότε όμως λειτούργησε η παπική απάτη. Ο στ’ κανόνας της Α’ Οικουμενικής αρχίζει με τη φράση: «Τα αρχαία έθη κρατείτω». Στην δυτική-λατινική μετάφραση όμως προτάχθηκε η φράση: «Romana Ecclesia semper primatum habuit»62. Τα «πρεσβεία τιμής, που δέχονταν οι Ανατολικοί, όταν ο Πάπας είναι «εν τη Εκκλησία», εννοούντο από τους Δυτικούς ως «πρωτείον» του Πάπα. Τέχνασμα ανάλογο είναι σήμερα το προβαλλόμενο «πρωτείο διακονίας», που μπορεί μεν να νοηθεί ευαγγελικώς και ορθοδόξως (πρβλ. Μάρκ. 2, 42 ε.), αλλά το πρόβλημα είναι πώς νοείται παπικώς. Και αυτό δείχνει η σημερινή ρωμαϊκή Κατήχηση: «Ο Πάπας, επίσκοπος Ρώμης και διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, είναι η αιώνια και ορατή αρχή και θεμέλιο της ενότητας, που συνδέει τόσο τους επισκόπους μεταξύ τους όσο και το πλήθος των πιστών... Πραγματικά, ο επίσκοπος Ρώμης με το αξίωμά του ως αντιπρόσωπος του Χριστού και ως ποιμένας όλης της Εκκλησίας, έχει πλήρη, υπέρτατη και παγκόσμια εξουσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία μπορεί πάντοτε ελεύθερα να ασκεί». Και στην συνέχεια: «Ο σύλλογος ή το σώμα των Επισκόπων δεν έχει εξουσία, αν δεν βρίσκεται σε κοινωνία με τον επίσκοπο Ρώμης, ως αρχηγό του. Ο σύλλογος των επισκόπων ασκεί την εξουσία πάνω σε όλη την Εκκλησία με επίσημο τρόπο στην Οικουμενική Σύνοδο». Προστίθεται όμως το αναιρετικό της Οικουμενικής Συνόδου: «Δεν μπορεί να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος, αν δεν επικυρωθεί, ή τουλάχιστον αν δεν γίνει δεκτή, από τον διάδοχο του Πέτρου»63. Είναι γεγονός. Η Λατινική Εκκλησία, χάριν της υποταγής της Ορθοδοξίας, θα ήταν πρόθυμη να υποχωρήσει σε θεολογικά ζητήματα, όπως λ.χ. το Filioque, ποτέ όμως στα περί πάπα δόγματα (πρωτείο και αλάθητο)64. Και όμως κατά τους ουνιτίζοντες Ορθοδόξους ο Παπισμός είναι η Εκκλησία!
Υπάρχει όμως και το δαιμονικότερο: είναι η προσπάθεια των ουνιτιζόντων Ορθοδόξων να στηρίξουν την απάτη της παπικής πλευράς, με την αναγνώριση εκ μέρους των του Παπισμού, όπως είναι σήμερα, ως αυθεντικής Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει, ότι ο διάλογος με την Λατινική Εκκλησία στηρίζεται και σήμερα σε σαθρή βάση και γι’ αυτό οι όποιες αποφάσεις των τοπικών Ορθοδόξων Ιεραρχιών ελέγχονται για την ορθοδοξία τους, αφού αντιμάχονται το φρόνημα των Αγίων.
ε) Οι μη πατερικοί ενωτικοί λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγξ» στο σώμα της Ορθοδοξίας: Την αχαρακτήριστη αφέλεια των αυτοκρατόρων και γενικότερα των ηγετών του Γένους, που, μυωπάζοντες μπροστά στην πραγματικότητα, στήριζαν τις ελπίδες τους στο Πάπα, ενίσχυαν και εν πολλοίς καθοδηγούσαν πρόσωπα τυχοδιωκτικά65, κατά κανόνα, οι λεγόμενοι φιλενωτικοί, προτάσσοντες το ίδιον όφελος των δικαίων της Εκκλησίας. Κοντά στον Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο ήταν η (παπική) μητέρα του Άννα της Σαβοΐας και κύριος σύμβουλός του ο λατινόφρων Δημήτριος Κυδώνης66. Τον Ανδρόνικο Γ’ συμβούλευε και στήριζε ο ουνίτης Βαρλαάμ ο Καλαβρός. Και αυτοί δεν είναι οι μόνοι, αλλ’ οι επισημότεροι. Τέτοια πρόσωπα διαμορφώνουν την πολιτική του Κράτους και τις επιλογές της εκκλησιαστικής ηγεσίας, καθορίζοντας την πορεία του Γένους στις κρισιμότερες ιστορικές στιγμές του. Ο Βαρλαάμ είναι εκείνος, που προειδοποίησε «τον διάλογο της αγάπης» για την άμβλυνση των διαφορών και των αντιστάσεων των Ορθοδόξων, συνιστώντας στον Πάπα την διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Ανατολή μέχρι την αποκατάσταση της ενότητας στην πίστη. Εξ άλλου, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Ρωσίας Ισίδωρος, πεπεισμένοι ενωτικοί και φιλοπαπικοί, ενίσχυαν την άποψη του αυτοκράτορα, ότι ήσαν άσκοπες οι ατελεύτητες θεολογικές συζητήσεις, χάριν της επισπεύσεως της συμφωνίας68. Η ίδια αδικαιολόγητη σπουδή διακρίνει και τις σημερινές ενωτικές προσπάθειες.
Η φιλενωτική και φιλοπαπική ομάδα περιθωριοποιούσε τους πατερικούς69, όπως ο Μάρκος Ευγενικός και ο Ηρακλείας Αντώνιος, στην Φερράρα, που γρήγορα απομονώθηκαν. Οι πρωτοβουλίες περιήλθαν εξ ολοκλήρου στους ενωτικούς Μητροπολίτες Νικαίας Βησσαρίωνα και Ρωσίας Ισίδωρο, στον πρωτοσύγκελλο Γρηγόριο Μελισσηνό ή Μάμα «και μερικούς άλλους επισκόπους, οι οποίοι ... εργάσθηκαν για την ανεύρεση συμβιβαστικών λύσεων»70. Οι πατερικοί, όπως ο Μάρκος, χαρακτηρίζονταν -και τότε-τρελλοί! Έλεγαν για τον Μάρκο: «έκφρων εγένετο και ουκ οίδε τί θέλει» -ενώ αυτοί ήξεραν!- Εν τούτοις, η αντικειμενική έρευνα ομολογεί για τον Μάρκο, ότι τα θεολογικά του επιχειρήματα «εξέφραζαν... την αυθεντική θέση της ορθοδόξου συνειδήσεως» και ότι «ο σθεναρός και θαρραλέος αγώνας» του «ήταν η υψίστη έκφραση της ορθοδόξου συνειδήσεως»71. Το ερώτημα όμως είναι, γιατί πολεμούνται σήμερα, με τόση σφοδρότητα και πάθος, οι συνεχιστές της στάσεως του Αγίου Μάρκου, ο οποίος μάλιστα δεν έζησε την δογματοποίηση και του παπικού Αλαθήτου (1870), που καθιστά τα εμπόδια των δικών μας ενωτικών προσπαθειών ανυπέρβλητα.
Χαρακτηριστική περίπτωση διαχρονικού θεολογικού δωσιλόγου είναι ο Ιωάννης Βέκκος, πρωταγωνιστική μορφή της ενωτικής συνόδου του 1274. Ο Βέκκος ενσαρκώνει ιστορικά τον ασπόνδυλο καιροσκόπο όλων των ενωτικών διαλόγων, που έχει επιφανείς συνεχιστές και στην εποχή μας. Φαινομενικά ορθόδοξος στην αρχή και μάλιστα αμύντωρ της παραδόσεως, ταπεινός συνοδοιπόρος αργότερα και διαστροφέας της. Ο Βέκκος προσφέρει σημαντική βοήθεια και σε μια άλλη ψυχογραφική κατεύθυνση. Επειδή καιροσκοπικός ενωτισμός συγκαλύπτει άχρι καιρού το αληθινό φρόνημα, είναι ανάγκη να μη παρασυρόμεθα στην κατάταξη των Θεολόγων μας από κάποια κείμενα της πρώιμης παραγωγής τους, έστω και αν είναι ορθόδοξα και πατερικά. Κατά τον Δημοσθένη, άλλωστε, «προς το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται»! Είναι επόμενο, συνεπώς, οι εξοχότεροι ενωτικοί να τιμώνται από τον Πάπα. Οι δεχόμενοι τιμητικές διακρίσεις σήμερα συνεχίζουν το παράδειγμα του Βησσαρίωνος και του Ισιδώρου, των καρδιναλίων72.
Μόνιμο παραμένει, συνεπώς, το πρόβλημα της διασπάσεως της ενότητος των Ορθοδόξων και αυτό με απαράμιλλο δυναμισμό επεσήμανε ήδη ο Μ. Βασίλειος στην εποχή του: «Τα μεν ουν παρά των Αρειανών -λέγει- έκπαλαι κατά της Εκκλησίας σκευωρούμενα, ει και πολλά και μεγάλα και κατά πάσαν διαβεβοημένα την οικουμένην, αλλ’ ουν φορητά ημίν εστι διά τε παρά φανερών εχθρών και πολεμίων του λόγου της αληθείας γίνεσθαι [...], λυπεί δε ημάς και ταράσσει τα παρά των ομοψύχων και ομοδόξων γινόμενα»73.
Σωτήριες, αντίθετα, αποδεικνύονται οι κριτικές παρεμβάσεις και αντιδράσεις των πατερικών Ορθοδόξων, όπως επί Θεοδώρου Α’ Λασκάρεως, του Ναυπάκτου Ιωάννου Αποκαύκου74, «κηρυχθέντος κατά πάσης μετά του Πάπα συνεννοήσεως και συμβουλεύοντος την εκδίωξιν των Λατίνων εκ της Κωνσταντινουπόλεως», δηλαδή την στροφή προς την άλλη κατεύθυνση, την ενεργοποίηση της Μεγάλης Ιδέας του Γένους. Η στάση του Αποκαύκου συνεχίσθηκε και στην σύνοδο Φλωρεντίας, όπως είδαμε παραπάνω. Ιδιαίτερη όμως σημασία έχει το γεγονός, ότι και πρόσωπα, με αμφίβολη ή και μηδαμινή προσήλωση στην πατερικότητα, διατηρώντας την αξιοπρέπεια και κυρίως την φιλογένειά τους, συμβουλεύουν ενίοτε τα πρέποντα. Κλασικά παραδείγματα ο Νικηφόρος Γρηγοράς (14ος αι.)75 και ο Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός τον 15ο αιώνα76. Ο πρώτος «έπεισε τον πατριάρχη και την σύνοδο να αποφύγουν κάθε ενωτική συζήτηση με τους παπικούς απεσταλμένους»77, διότι είχε κατανοήσει την πορεία των πραγμάτων υπέρ των παπικών συμφερόντων. Ο Πλήθων, εξ άλλου, όχι μόνο δέχθηκε να μετάσχει, παρ’ ότι νεοπλατωνικός και συνεπώς μη ορθόδοξος, στην σύνοδο για την προάσπιση του Γένους απέναντι στον παποφραγκικό κίνδυνο, που τον θεωρούσε μεγάλο78. ήταν δε και εκ των ολίγων, που μαζί με τον άγιο Μάρκο, δεν υπέγραψαν τις ενωτικές αποφάσεις. Η εντιμότητά του, μάλιστα, φαίνεται από την ανησυχία του, όπως είπε στον αυτοκράτορα, μήπως η συμμετοχή του ως νεοπλατωνικού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την «κατάκριση» της Ορθοδόξου Εκκλησίας79. Ναι! Και τότε και σήμερα οι αδιάφοροι περί την πίστη ή και αρνητές της, είναι ευεργετικότεροι των φαινομενικά Ορθοδόξων, που φρονούν «προς πορισμόν είναι την ευσέβειαν» (Α’ Τιμ. 6, 5).
στ) Ο Παπισμός αποδεικνύεται πάντα ανυποχώρητος και αμετανόητος: Και αυτό λόγω της φύσεως και κρατικής υποστάσεώς του. Είναι ευνόητο συνεπώς, γιατί οι Αγιορείτες Μοναχοί, οι περισσότερο ευαίσθητοι στα θέματα της πίστεως και ανυποχώρητοι αγωνιστές για την προάσπισή της, διακήρυξαν στον ενωτικό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, ότι πρώτα απαιτείται μετάνοια και διόρθωση του παπισμού, για να καταστεί δυνατή η ένωση80. Ορθά θέτει το ερώτημα, σε ένα σπουδαίο βιβλίο του, ο συνάδελφος κ. Παν. Σημάτης: «Υπάρχει ειλικρίνεια στο Βατικανό;»81. Το ερώτημα, φυσικά, είναι ρητορικό. Ο Παπισμός, ως κράτος, δεν ήταν, ούτε είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως Εκκλησία και μάλιστα υπέρ της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, όπως φαντάζονται οι αφελείς εκ των Οικουμενιστών. Οι παλαιότερες ενωτικές επαφές βρίθουν τοιούτων παραδειγμάτων. Ο Πάπας δεν δέχθηκε λ.χ. πεισματικά, τον 13ο αιώνα, την απόσυρση των Λατίνων από την ρωμαίικη Ανατολή82, όπως και σήμερα, όχι μόνο δεν αποσύρεται από τον Διάλογο η Ουνία, λόγω και της δουλικότητος των ημετέρων, που ενεργούν ως παπικότεροι των παπικών83, αλλά και καταξιώνεται με την συμμετοχή της στον διάλογο. Η συμπεριφορά, εξ άλλου, του Πάπα απέναντι στους Ορθοδόξους, όπως κυρίως εξεφράσθη στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας είναι εξοργιστική84. Μένουμε σε μια χαρακτηριστική περίπτωση. Στις 6 Ιουλίου 1439 έγινε μεγαλοπρεπής τελετή και δοξολογία μετά την υπογραφή του Τόμου της Ενώσεως. Όσοι Έλληνες παραβρέθηκαν στην τελετή πέρασαν μπροστά από τον Πάπα με επικεφαλής τον αυτοκράτορα και έκλιναν το γόνατο, ύστερα οι Λατίνοι. Η σκηνή ακριβώς αυτή επαναλαμβάνεται απροκάλυπτα στις σημερινές διαθρησκειακές συναντήσεις, γνωστές με το όνομα Assisi85. Η σκοπιμότητα, βέβαια, σήμερα επιβάλλει φαινομενικές, λόγω των ΜΜΕ, παραλλαγές, οι συναφείς όμως απαιτήσεις (πρωτείο, κ.λπ.) μαρτυρούν την αδιατάρακτη συνέχεια.
Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι ο Διάλογός μας σήμερα με τον Παπισμό συνεχίζει, παρά τις κουτοπόνηρες συγκαλύψεις, την σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Τότε οι υπογράψαντες Ορθόδοξοι δέχθηκαν τις παπικές αξιώσεις ως προς το πρωτείο86. Ο Πάπας έμενε ανένδοτος και οι Ορθόδοξοι υπέβαλαν την ακόλουθη συμβιβαστική πρόταση: «ομολογούμεν αυτόν (τον Πάπα) άκρον αρχιερέα και επίτροπον και τοποτηρητήν και βικάριον Χριστού, ποιμένα τε και διδάσκαλον πάντων των Χριστιανών, ιθύνειν τε και κυβερνάν την Εκκλησίαν του Χριστού, σωζομένων των προνομίων και των δικαίων των πατριαρχών της Ανατολής»87. Σε τί διαφέρει όμως η σημερινή στάση απέναντι στις φανερές και αφανείς αξιώσεις του παπισμού, όταν ανεχόμεθα αδιαμαρτύρητα τις, εις βάρος της πίστεως και των Αγίων μας, εκτοξευόμενες επικρίσεις του νυν Πάπα περί «ελλειμματικής» εκκλησιαστικότητος της Ορθοδοξίας, ή η αναγνώριση του Παπισμού, ως Εκκλησίας, όπως έγινε από τους Ορθοδόξους στο Balamand και η εν συνεχεία αποδοχή της αποφάσεως της Μεικτής Επιτροπής από τις τοπικές Ιεραρχίες;
ζ) Το ψευδοεπιχείρημα: Ο σημερινός Διάλογος, με την Παπική Εκκλησία στηρίζεται σε ένα ψευδοεπιχείρημα, που αναπαράγεται συνεχώς από την ενωτική παράταξη. Και αυτό είναι, ότι δήθεν ο Παπισμός δεν έχει καταδικασθεί συνοδικά, δηλ. από Οικουμενική Σύνοδο. Με βάση δε αυτή την παραπλανητική διακήρυξη προχώρησαν, χωρίς φυσικά καμμία πανορθόδοξη απόφαση, στην αναγνώριση de facto της εκκλησιαστικότητας του Παπισμού. Αυτό οδήγησε στις συμπροσευχές και την αποδοχή του Παπισμού ως εκκλησιαστικού μεγέθους και ως «του ετέρου πνεύμονος» του εκκλησιαστικού σώματος, έστω και αν είναι «φυματικός», μη υγιής δηλαδή εις την πίστη και πράξη του. Όλες οι αναφορές στον Πάπα, τόσο στον θεολογικό διάλογο, όσο και στις σχέσεις με αυτόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που επηρεάζει και τις άλλες ελληνόφωνες Εκκλησίες, ο Πάπας εκλαμβάνεται ως ορθόδοξος επίσκοπος, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, κανονικό και υπεροχικό, ως να ευρισκόμεθα στην προ του σχίσματος εποχή, στην περίοδο των αρχαίων Οικουμενικών Συνόδων.
Μελετώντας όμως την εκκλησιαστική ιστορία και λαμβάνοντας υπόψη τη μακρά διαδικασία των μετά το σχίσμα ενωτικών προσπαθειών, καταλήγουμε στο κριτικό ερώτημα: Μπορούμε σήμερα να δεχθούμε την συνέχεια της αρχαίας Πενταρχίας, με «πρώτον τη τάξει» τον επίσκοπο της Πρεσβυτέρας Ρώμης; Ασφαλώς όχι. Η Παλαιά Ρώμη μετά το σχίσμα είναι το Πατριαρχείο, που αποσχίσθηκε και, συνεπώς, εξέπεσε του θεσμού της Πενταρχίας. Κάθε εφαρμογή, συνεπώς, των αφορώντων στην Πενταρχία των Πατριαρχικών Θρόνων στις σημερινές σχέσεις είναι όχι μόνον εσφαλμένη, αλλά και προβάλλει την πλήρως αθεολόγητη, αντιεκκλησιαστική και αυθαίρετη μεθόδευση του θεολογικού διαλόγου.
Σ’ όλη τη διάρκεια της δουλείας διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς της ρωμαίικης Ανατολής θεωρούσαν αναγκαίο να απαντήσουν στο ερώτημα «τί εστι Πάπας», για να συμπεράνουν τον αιρετικό χαρακτήρα της Παλαιάς Ρώμης και του Παπισμού, κάτι που έχει αποτυπωθεί και στα σχετικά δογματικοσυμβολικά συνοδικά κείμενα αυτής της περιόδου88. Είναι δυνατόν, λοιπόν, η Πανορθόδοξος -και για τους Ορθοδόξους Οικουμενική Σύνοδος- να αγνοήσει αυτές τις διακηρύξεις, ανατοποθετώντας αυθαίρετα την θεώρηση του Παπισμού και καταξιώνοντας τις φιλοπαπικές, ανιστόρητες και αθεολόγητες θέσεις των ενωτικών μας; Τείνουμε να πιστεύσουμε, ότι η ενωτική παράταξη των Ορθοδόξων βλέπει την ετοιμαζόμενη Πανορθόδοξο Σύνοδο ως το βήμα της επισήμου επιβεβαιώσεως της εκκλησιαστικότητος της Λατινικής Εκκλησίας και διακηρύξεως της ενώσεως με την αποδοχή του παπικού πρωτείου και του συναφούς με αυτό αλαθήτου, ως και (tacite, αυτό) του Παπικού Κράτους89.
Ο ισχυρισμός όμως της μη συνοδικής και πανορθοδόξου καταδίκης του Παπισμού είναι ψευδοεπιχείρημα για την παραπλάνηση των απλουστέρων. Διότι επανειλημμένως έχουν καταδικασθεί πλάνες και καινοτομίες του Παπισμού και μάλιστα προ του σχίσματος. Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος (680/81) λ.χ. απεφάσισε: «Τους τολμώντας ... παραδιδόναι έτερον σύμβολον ... ει μεν επίσκοποι είεν ή κληρικοί, αλλοτρίους είναι τους επισκόπους της επισκοπής και τους κληρικούς του κλήρου, ει δε μονάζοντες είεν ή λαϊκοί αναθεματίζεσθαι αυτούς»90. Υπάρχει όμως και μία σειρά ορθοδόξων Συνόδων, οι οποίες έχουν καταδικάσει παπικές πλάνες, έμμεσα δε και τους εισηγητές τους, όπως αναλυτικά παρουσιάζονται από τον αγαπητό συμπρεσβύτερο και οτρηρό ερευνητή π. Εμμανουήλ Καλύβα91.
Είναι δυνατό, λοιπόν, η μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος να αντιπαρέλθει τις αποφάσεις αυτές και να τις διαγράψει; Είναι ποτέ δυνατόν να μην αποδεχθεί ως Η’ Οικουμενική την επί Μ. Φωτίου Σύνοδο του 87992, ή ως οικουμενικού χαρακτήρα (Θ’ Οικουμενική Σύνοδο) τις αποφάσεις των ησυχαστικών συνόδων του 14ου αιώνος;93. Της ονομαστικής καταδίκης ενός πατριαρχικού θρόνου είναι βαρύτερη η καταδίκη (de facto) των αιρέσεων, τις οποίες ο θρόνος αυτός «γυμνή τη κεφαλή» αποδέχεται και κηρύσσει.
η) Ο φύλαξ της ορθοδόξου πίστεως είναι ο Λαός94: Αυτό, τελικά, είναι το μεγάλο δίδαγμα από τις ενωτικές προσπάθειες των προ της Αλώσεως χρόνων. Ο Λαός, το εκκλησιαστικό σώμα δηλαδή, είναι αυτός, που διαφυλάσσει την «άπαξ τοις αγίοις παραδοθείσαν πίστιν» (Ιούδα 3) και την προστατεύει έναντι των παραχαρακτών και απεμπολητών της. Όλες οι ενωτικές προσπάθειες, κυρίως της β’ περιόδου, μολονότι υπηρετούσαν συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα, προερχόμενες από την βασιλική αυλή και διπλωματία, αποδοκιμάζονταν πάντοτε από την πλειοψηφία του ορθοδόξου πληρώματος. Οι ενωτικές αυτές προσπάθειες, απέτυχαν, λόγω της σθεναράς αντιστάσεως του ορθοδόξου Κλήρου και του πιστού σ’ αυτόν ευσεβούς Λαού. Αυτό συνέβη, επί παραδείγματι, επί Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, ο οποίος επιχείρησε να χειραγωγήσει την ενωτική προσπάθεια, παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις, αλλά «η παράταξη των ανθενωτικών παρουσίαζε πλέον ισχυρά ερείσματα στον Λαό»95.
Όσο και αν έχει αποδυναμωθεί ή και αλλοιωθεί το ορθόδοξο φρόνημα του Λαού μας με την συνειδησιακή διάβρωση, που υφίσταται, ο ευσεβής Λαός υπάρχει και σήμερα και μένει πιστός στην παράδοση των Αγίων, ακολουθώντας πιστά την πατερικά ορθόδοξη ηγεσία του. Αυτός ο Λαός έχει την δυνατότητα να διακρίνει κάτω από τις λαϊκιστικές αγαπολογίες και τους εντυπωσιασμούς των ουνιτιζόντων την υποκρισία και συμπαιγνία κατά της Ορθοδοξίας των Πατέρων μας. Γι’ αυτό επιμένει στην αρχή, που έθεσε η «Απάντησις της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τω 1895 προς τον Πάπα Λέοντα ΙΓ’: «Η φυσικωτέρα οδός προς την ένωσίν εστιν η επάνοδος της Δυτικής Εκκλησίας εις το αρχαίον δογματικόν και διοικητικόν καθεστώς». Κάθε ενωτική προσπάθεια, που δεν κινείται στα όρια της αιωνιότητος, αλλ’ αποβλέπει σε «πρόσκαιρον αμαρτίας απόλαυσιν» (Εβρ. 11, 25), είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, όπως οι ενωτικές προσπάθειες των «βυζαντινών» αυτοκρατόρων.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σ. 237.

2. Στο ίδιο, σ. 260, 262.
3. Στο ίδιο, σ. 252 επ.
4. Βλασίου Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Β’, Από την Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήναι 1994, σ. 93.
5. Βλ. στο ίδιο, σ. 94 επ. Πρβλ. αρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία..., Αθήναι 19592, σ. 344 επ. Για την πορεία των σχέσεων Ανατολής-Δύσεως, το σχίσμα και τις μετέπειτα εξελίξεις από ρωμαιοκαθολικής πλευράς βλ. Wilhelm de Vries, Ορθοδοξία και Καθολικισμός (μεταφρ. Δρ. Μάρκου Ρούσσου), Αθήνα 1979.
6. Την περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος διδασκαλία επέκρινε πρώτος ο Μέγας Φώτιος στο σπουδαίο έργο του «Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας» (PG 102, 263-399), που ήταν Επιστολή προς τον Μητροπολίτην Ακυληίας. Το έργο αυτό παραμένει η βάση του ορθοδόξου αγώνα κατά της παπικής καινοτομίας.
7. «Το κύριο αίτιο του μεγάλου σχίσματος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως» (1054). Βλασίου Ιω. Φειδά, όπ.π., σ. 95. Klaus Schatz, Το Πρωτείο του Πάπα. Η ιστορία του από τις απαρχές μέχρι σήμερα (μετάφρ. Μάρκος Ραύσσος-Μηλιδώνης), Αθήνα 2005. Για την ορθόδοξη άποψη βλ. Μέγα Λ. Φαράντου, Το παπικό πρωτείον - Δογματική θεώρησις εξ επόψεως ορθοδόξου, Αθήναι 1963.
8. Βλ. Παναγιώτη Ι. Μπούμη, Τα πρεσβεία τιμής των θρόνων Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1982. Βλασίου Ιω. Φειδά, Το πρωτείον του Πρώτου εις την κοινωνίαν των τοπικών Εκκλησιών, Ιεροσόλυμα 1980.
9. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, όπ.π., σ. 548, 550. Οι Πατέρες, γράφει, «ουδέν εγνώριζον περί υπεροχής κυριαρχικής και πρωτείου εξουσίας του Απ. Πέτρου» (σ. 544/545). Ως ορθόν θεωρεί το «πρωτείον τιμής» (σ. 588). Είναι «κύρος ηθικόν, άνευ κοσμικής εξουσίας» (primates potestatis ή juridictionis, σ. 591). Και καταλήγει, διακηρύσσοντας ότι ουδείς υπερεπίσκοπος ή επίσκοπος επισκόπων ή πάπας υπάρχει στην Εκκλησία, εφ’ όσον όλοι είναι «ταπεινοί ισότιμοι επίσκοποι και διάκονοι του Χριστού και της Εκκλησίας του» (σ. 591).
10. Βλασίου Ιω. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969. Του Ιδίου, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1970.
11. Για την αλλοτρίωση της Λατινικής Εκκλησίας και την γένεση του ολοκληρωτισμού στη Δύση βλ. Χρήστου Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, Αθήνα 1977. Του Ιδίου, Ορθοδοξία και Δύση, Αθήνα 1992, σ. 21 επ. Ενδιαφέρουσα είναι (η εκ των ένδον) αναφορά στο παπικό πρωτείο του αειμνήστου π. Παύλου Ντε Μπαγιεστέρ (επισκόπου Ναζιανζού), Η επιστροφή μου στην Ορθοδοξία, Μονή Μαχαιρά 2009, σ. 33 επ. Μερικοί από τους τίτλους του Πάπα Πίου Θ’ (1846-1872) ήσαν: βασιλεύς, Πάπας-βασιλεύς, Ηγεμών, Καίσαρ, Λαμπρότατος Πρίγκηψ, ύψιστος Κύριος του κόσμου κ.ά. (Βλ. π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, (Α.Β. Hasler), Πώς έγινε ο Πάπας αλάθητος, Τρίκκαλα 2002). Όπως παρατηρεί ο Hasler, ο άγιος (της Λατινικής Εκκλησίας) Ντον Bosco ονόμαζε τον Πάπα «Θεό επί γης» και ότι «Ο Ιησούς ανέβασε τον Πάπα στο ύψος του Θεού». Ότι δε ουδεμία υποχώρηση παρατηρείται, φαίνεται από τον αυτοχαρακτηρισμό του Πάπα Παύλου ΣΤ’ στην Προσφώνησή του στην Β’ Βατικανή Σύνοδο (1962-1965): «Ημείς ο Πάπας, όστις συγκεντρώ εν τω προσώπω μου και τω αγίω αξιώματί μου πάσαν την Εκκλησίαν». (Βλ. Κ.Δ. Μουρατίδου, Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, ο Μεγάλος Πρόμαχος της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1985, σ. 71).
12. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, όπ.π., σ. 345.
13. Αυτό είναι φυσικό και αυτονόητο στην ελληνορθόδοξη παράδοση λόγω της εσωτερικής, ασύγχυτης, αλλά και αδιαίρετης, ένωσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού (Ορθοδοξίας). Ο χωρισμός μεταξύ Ορθοδοξίας και Ελληνικού Έθνους είναι αδύνατος.
14. Βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 95.
15. Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σ. 44. Την σταθερότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ’ αυτή τη θέση δείχνει η «Εγκύκλιος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1722 προς τους Ορθοδόξους Αντιοχείς»: «... και ταύτης της επισφαλούς αρχής αναιρεθείσης, θέλουν συναναιρεθή επομένως και μετ’ ευκολίας και όσα εκ ταύτης της αρχής αναφύονται και παραβλαστάνουσι της κακοδοξίας ζιζάνια» (Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος II, Εν Αθήναις 1953, σ. 824).
16. Ο Παπισμός εθεμελίωσε τις τάσεις αυτές προ πάντων με το βασικό για αυτόν κείμενο-διακήρυξη του πάπα Γρηγορίου Ζ’ Ιλδεβράνδου (1073-1085), «Dictatus Papae» (PL 148, 107) σε 27 προτάσεις, προσδιορίζοντας την παπική απολυταρχία. Ο πάπας αυτοανακηρύχθηκε απόλυτος κύριος εκκλησίας και Πολιτείας, εισάγοντας τον ολοκληρωτισμό στην ευρωπαϊκή ιστορία. Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας, όπ.π.
17. Είναι η επιδίωξη της κοσμοκρατορίας, που άρχισε με τον πάπα Γρηγόριο Ζ’ (όπ.π.) Βλ. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 483 επ.
18. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 578.
19. Βλ. αναλυτική παρουσίαση και αξιολόγηση στις Εκκλησιαστικές Ιστορίες του αρχιμ. Βασιλείου Στεφανίδου (όπ.π., σ. 379-396) και Βλασίου Ι. Φειδά, (όπ.π., σ. 574-626). Αξιοπρόσεκτες απόψεις προσφέρει και ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος πρ. Θυατείρων Μεθόδιος (Φούγιας) στο έργο του: Έλληνες και Λατίνοι, Αθήναι 1990, σ. 281 επ. 290 επ. Πρβλ. Στήβεν Ράνσιμαν (μετάφρ. Χρήστου Μακρόπουλου) Δύση και Ανατολή σε σχίσμα, Αθήνα 2008, σ. 149 επ. (Διπλωματικές ενέργειες και συζητήσεις).
20. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 379. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, όπ.π., σ. 576.
21. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 379. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 575.
22. Βλασίου Ι. Φειδά, στο ίδιο, σ. 576-577.
23. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 380. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 576.
24. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 380. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 578.
25. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 380. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 578.
26. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 381.
27. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 381, Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 579.
28. Στο ίδιο.
29. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 381 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 582.
30. Τα συναφή οδυνηρά για τους Ορθοδόξους γεγονότα, βλ. στου Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 381 επ.
31. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 383 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 585.
32. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 384 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 587.
33. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 384-385. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 584 επ.
34. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 385.
35. Γι’ αυτά βλ. στου Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 385 επ. και Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 589.
36. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 388. Λόγω των πολιτικών εξελίξεων, κυρίως στην Δύση, άλλαξε το κλίμα. Στις 18 Νοεμβρίου 1281 ο Πάπας Μαρτίνος Δ’ (1281-1285) αφόρισε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Έτσι ανετράπη η Ένωση και έπαυσε το μνημόσυνο του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη.
37. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 589-591.
38. Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 389 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 601.
39. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 389 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 601.
40. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 390.
41. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 390 επ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 603-626.
42. Όπ.π., σ. 395.
43. Είναι πράγματι εύστοχο και αντικειμενικό το συμπέρασμα του καθηγητού Βλασίου Φειδά (Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 582-583): «Οι κατά τους ΙΑ’ και IB’ αιώνες αναληφθείσες ενωτικές πρωτοβουλίες είχαν πολιτικά συνήθως κίνητρα, υποστηρίζοντο δε από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες για την απόκτηση πολιτικών ερεισμάτων στη Δύση... Αντιθέτως κατά την δεύτερη περίοδο (1204-1453) η αγωνία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να ανεύρουν ερείσματα για την απόκρουση των κινδύνων, οι οποίοι απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της αυτοκρατορίας, κατέστησε το θέμα της ενώσεως κίνητρο της βυζαντινής διπλωματίας για μια βεβιασμένη έστω αναζήτηση της εξομαλύνσεως των σχέσεων Ανατολής και Δύσεως».
44. Ο αείμνηστος πρώην Αμερικής Ιάκωβος, επιφανής οικουμενιστής, σε συνέντευξή του στο Περιοδικό ΝΕΜΕΣΙΣ (Νοέμβριος 1995), ομολόγησε τον σκοπό του ενωτικού διαχριστιανικού διαλόγου, την ένωση των Χριστιανικών Ομολογιών, διά να ακολουθήσει η ένωση των θρησκειών (θρησκευμάτων).
45. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στον Τόμο: Στα Μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418.
46. «Διάγγελμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού». Βλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., II, σ. 957 επ. Πρβλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, στο συλλογικό Τόμο: Οικουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις. (Πρακτικά Συνεδρίου, 20-24 Σεπτ. 2004, τ. Α’, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 233-250 (εδώ: 240 επ.).
47. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, όπ.π., σ. 605.
48. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς (Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 606) παρατηρεί όμως για την επιλογή των Ανατολικών: «Ούτε ο Πάπας χωρίς το φρόνημα της Εκκλησίας της Δύσεως, ούτε ένα μέρος των επισκόπων της Δύσεως χωρίς τον Πάπα θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν το αυθεντικό φρόνημα της Εκκλησίας της Δύσεως σε μια οικουμενική σύνοδο».
49. Όπ.π., σ. 621.
50. Σιλβέστρου Συροπούλου, Απομνημονεύματα Χ, 9 (= V. Laurend, Les «Memoires» du ... S. Syropoulos sur le concil de Florence Paris 1971, σ. 482 επ.)
51. Βλασίου Ι. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία..., σ. 610 επ.
52. Στο ίδιο.
53. Βλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, όπ.π., σ. 235 επ.
54. Ο διάλογος «επί ίσοις όροις» «καλλιεργεί ή υποθάλπει στους ετεροδόξους την κρυφή ελπίδα, ότι μπορεί να έχουν αυτοί το δίκιο», παρατηρεί ορθότατα ο θεολόγος-καθηγητής κ. Παν. Σημάτης (Η πατερική στάση στους θεολογικούς διαλόγους και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Τρίκαλα-Αθήνα, 2008, σ. 30). Συνάμα διασπείρεται η αμφιβολία και στους ίδιους τους Ορθοδόξους για την αλήθεια της Εκκλησίας τους.
55. Σιλβέστρου Συροπούλου, Απομνημονεύματα..., IX, 11. Όπ.π., σ. 446.
56. Το αλάθητο νοείται από την «Εγκύκλιο της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου κατά των λατινικών καινοτομιών» το 1838, ως θεοποίηση του Πάπα («ο παρ’ αυτών -των Λατίνων- θεοποιούμενος πάπας). Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., II, σ. 897. Και κατά τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς, «το δόγμα περί του αλαθήτου του Πάπα του 20ου αιώνος δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεϊσμού. Αναγέννησις της ειδωλολατρικής αξιολογίας και κριτηριολογίας», π. Ιουστίνου Πόποβιτς (μετάφρ. π. Αθανασίου Γιέφτιτς), Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Αθήναι 19702, σ. 150. Ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, δεχόμενος την άμεση σύνδεση πρωτείου και αλαθήτου του Πάπα, παρατηρεί: «Τα συγκροτούντα τον παπικόν θεσμόν δύο δόγματα του πρωτείου και του αλαθήτου είναι απαράδεκτα υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σ. 621). Είναι δε τα δόγματα αυτά «το κυριώτερον αίτιον της θλιβεράς διαιρέσεως της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας...» (σ. 645).
57. Βλ. Κ. Rahner - J. Ratzinger, Episkopat und Primat, Freib. i. Br. 1958.
58. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, επιμέλεια καρδιναλίου Joseph Ratzinger, έκδ. Βατικανό-Κάκτος. Βλ. παρακάτω.
59. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 394.
60. Η αλλαγή του όρου «εξουσίας» με τον όρο «διακονίας» θα έχει την ίδια εξέλιξη με τον γνωστό από τον πάπα Γρηγόριο Α’ τον Διάλογο (590-601) αυτοχαρακτηρισμό του: «δούλος των δούλων του Θεού» (servus servorum Dei).
61. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 394.
62. Στο ίδιο.
63. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, όπ.π., σ. 293.
64. Στην Ημερίδα της Θεσσαλονίκης (20.5.2009) ο Καρδινάλιος Walter Kasper προέβη στην ακόλουθη πρόταση: «Ωστόσο ο συγκεκριμένος επίσημος θεολογικός διάλογος δεν μπορεί να είναι χωρίς αρχή και τέλος. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς από δύο βασικές επιλογές, κινήσεις καλής θέλησης. Να αφαιρεθεί εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών η προσθήκη του Filioque από το σύμβολο των Δυτικών Εκκλησιών και να ακολουθήσει εκ μέρους των Ορθοδόξων η αποκατάσταση της μνημόνευσης του ονόματος του Πάπα στα Δίπτυχα (με βάση και την αντίληψη περί ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, όπως ιδιαίτερα την σκιαγράφησε η πρόταση του Josef Ratzinger το 1976). Η συμβολική των αριθμών θα μπορούσε να επισημάνει το έτος 2014 ως ένα τέτοιο σταθμό. Είναι έτοιμες οι Εκκλησίες, για ένα τέτοιο βήμα;». Βλ. περιοδικό «Θεολογία», τ. 3 (2009) σ. 279.
65. Ο Ιωάννης Βέκκος ήταν αρχικά ανθενωτικός και επαινείται από τον ιστορικό Νικηφόρο Γρηγορά (V, 2) για τα προσόντα του: «Συνετός ανήρ εν τοις μάλιστα και λόγου και παιδείας τρόφιμος, τοσούτοις δε και παρά της φύσεως συγκεκροτημένος χαρίσμασιν, όσοις των τότε ανθρώπων ουδείς... Τούτοις άριστα τούτον η φύσις εξώπλισεν, ως είναι βασιλεύσι και άρχουσι και πάσι σοφοίς αιδέσιμον και λαμπρόν περιλάλημα». Στην φυλακή όμως «ήλλαξε φρονήματα» (Βασίλειος Στεφανίδης, σ. 386).
66. Βλ. άρθρο της Αμαλίας Σπουρλάκου στη ΘΗΕ, τ. 7 (1965) στ. 1075-1079.
67. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 389.
68. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 617.
69. Σήμερα αντικαθίστανται στις θεολογικές Επιτροπές ή δεν συμπεριλαμβάνονται καθόλου!
70. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 617.
71. Στο ίδιο, σ. 620.
72. Βλ. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 622. Αλλ’ όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέγει εύστοχα σε άλλο σημείο (σ. 588): «Τα δώρα, ενώ λύνουν προβλήματα προσώπων, πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα της Εκκλησίας»! Αλλά και ο σεβαστός Καθηγητής κ. Αθανάσιος Δεληκωστόπουλος είπε σε τηλεοπτική συζήτησή μας, ότι αν γίνει η ένωση, όπως σήμερα σχεδιάζεται, ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα καταλήξει «σε έβδομο ουνίτη καρδινάλιο της Καθολικής Εκκλησίας»!
73. Προς Πέτρον επίσκοπον Αλεξανδρείας, Επιστολή ξστ’, 1.
74. Βασιλείου Στεφανίδου, όπ.π., σ. 383.
75. Βλ. άρθρο του Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου, στη ΘΗΕ τ. 4 (1964), στ. 690-95.
76. Έζησε ±1360-1452. Βλ. ΘΗΕ τ. 10 (1967) στ. 436-441 (Ν. Β. Τωμαδάκης).
77. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 601.
78. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Η διάστασις Ενωτικών - Ανθενωτικών και αι συνέπειαί της διά το Γένος μας, Αθήναι 2009.
79. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 612.
80. «Επιστολή αποσταλείσα παρά των Αγιορειτών πάντων προς τον βασιλέα Μιχαήλ τον Παλαιολόγον ομολογητική, σπεύδοντος τούτου όση δύναμις ενώσαι τους Ιταλούς παραλόγως μεθ’ ημών, μένοντας εκείνους πάντας αδιορθώτους». (Αθωνικά Σύμμεικτα 2, Αρχείον Πρωτάτου, Χαράλαμπος Γάσπαρης, σ. 147-158 (έτος 1285). Και αυτά γράφονται τον 13ον αιώνα!
81. Παν. Σημάτη, Η Πατερική στάση..., σ. 36 επ.
82. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 622.
83. Πρβλ. τις αποφάσεις της Μεικτής Επιτροπής του Διαλόγου στο Balamand και την εις πείσμα παλαιοτέρων αποφάσεων (Freising λ.χ.), επίσημη σήμερα συμμετοχή της Ουνίας στον Διάλογο. Πρβλ. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδου, Ορθόδοξος και Βατικάνιος Συμφωνία περί Ουνιτισμού (Balamand, Λίβανος, Ιούνιος 1993), την Επιστ. Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, τ. 5 (1995) σ. 261-282. Πρβλ. Θεολογία ΞΔ’ (1993), σ. 570-580.
84. Σε κάθε περίπτωση. Από φόβο διαλύσεως της Συνόδου λ.χ. δεν επέμειναν οι Παπικοί να τεθεί ο παπικός θρόνος στο μέσον, αλλά το Ευαγγέλιο. Δεξιά «τω εισερχομένω» τοποθετήθησαν οι Λατίνοι, αριστερά δε οι Έλληνες. Ο παπικός θρόνος όμως ήταν υψηλότερος και είχε ιδιαίτερη διακόσμηση. Η σημειολογία αποκαλύπτει την εσωτερικότητα των Παπικών, που υποτιμούσαν κατάφωρα την εμπερίστατη Ορθοδοξία. Η στάση δε αυτή εξεδηλώθη ήδη στη Σύνοδο της Λυών (1274). Στους «Βυζαντινούς» απεσταλμένους (πρ. Κων/λεως Γερμανός και Νικαίας Θεοφάνης), «εδόθη θέσις μετά τους καρδιναλίους πρεσβυτέρους» (Βασιλείου Στεφανίδου, σ. 391 και 387).
85. Η αρχή έγινε το 1986 (= Assisi I).
86. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 618 επ.
87. Mansi, XXXI, 1020.
88. Παραπέμπουμε στην έκδοσή τους από τον σεβαστό μας διδάσκαλο, αείμνηστο Ιωάννη Καρμίρη, στο κλασικό έργο του «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία...», που επανειλημμένως αναφέρθηκε παραπάνω. Παραθέτουμε κάποια δείγματα: Στην «Εγκύκλιο της εν Κων/λει Συνόδου του 1722...» υπάρχει κεφάλαιο «Περί της αρχής του πάπα» (Ι. Καρμίρη, II, σ. 823 επ.). Πρβλ. Νεκταρίου Ιεροσολύμων, Περί της αρχής του Πάπα αντίρρησις, Ιάσιον 1682, «Ομολογία πίστεως της εν Κων/λει Συνόδου του 1727, §11 (σ. 867 επ.), Μελετίου Πηγά, πατρ. Αλεξανδρείας, Κατά της αρχής του Πάπα (στο έργο του «Στρωματείς»). Βλ. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Επιμέλεια Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 460-551. Ηλία Μηνιάτη, Πέτρα σκανδάλου, κεφ. Α’, Περί της αρχής του Πάπα, Αθήναι 1969, σ. 103-132. Ανάλογα διαλαμβάνουν και τα δογματικοσυμβολικά ορθόδοξα κείμενα του 19ου αιώνος. Συγκεκριμένα η «Απάντησις των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπαν Πίον Θ’» (1848) συγκατατάσσει τον Παπισμόν με τον Αρειανισμό («ην ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός»), Ιωάννου Ν. Καρμίρη, II, σ. 906. Πρβλ. σ. 942, 948 κ.ά. Αυτή ήταν η σταθερή στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέχρι το 1895!.
89. Άλλωστε, στην πράξη η ένωση έχει γίνει και συμφωνούμε σ’ αυτό με τον συνάδελφο κ. Αθανάσιο Σακαρέλλο. Βλ. το βιβλίο του: Έγινε η Ένωση των Εκκλησιών, Αθήνα 2007.
90. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., I, σ. 224.
91. Βλ. αρχ. Εμμανουήλ Καλύβα, Η καταδίκη του Παπισμού, Αθήναι 1999.
92. Κατά τον Ιωάννη Καρμίρη (Τα Δογματικά..., I, I9602, σ. 261/262): «εν τη πραγματικότητι είναι η τελευταία γενική σύνοδος της ενωμένης αρχαίας Καθολικής Εκκλησίας, εκδούσα αποφάσεις δογματικοσυμβολικού και κανονικού περιεχομένου και χαρακτήρος γενικού επί των σχισματοποιών μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως ζητημάτων...». Ως 8η Οικουμενική την δέχθηκε ο J. Hergenrother (Photius, Patriarch von Kpel, II, 462), και οι: Θεόδωρος Βαλσαμών, Νείλος Θεσσαλονίκης, Νείλος Ρόδου, Συμεών Θεσσαλονίκης, Μάρκος Εφέσου, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Κωνσταντίνος Οικονόμος, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Fr. Dvornik κ.ά. Η Σύνοδος αυτή δεν κατεδίκασε μόνο το Filioque, αλλά και την διαστροφή του πρωτείου τιμής από τους Πάπες, συναινούντος του Πάπα Ιωάννου Η’ (872-882).
93. Σύνοδοι 1341, 1347 και 1351, και μάλιστα η τελευταία.
94. Απάντησις των Ορθοδόξων Πατριαρχών (Ιω. Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., II, σ. 920): «Ο υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός...».
95. Βλασίου Ι. Φειδά, όπ.π., σ. 591.

(Απρίλιος 2009)
“ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ”
ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου