Φώτης Κόντογλου: Αγαλλίαση της ψυχής και της καρδιάς
Το καλοκαίρι του 1954 είναι το πρώτο που περνά ο Κόντογλου ξανά μέσα στο σπίτι του στη συνοικία Κυπριάδου, που είχε αναγκαστεί να το πουλήσει στην Κατοχή και να περιπλανηθεί από εδώ κι από εκεί ώσπου να καταλήξει στην «φάτνη των αυτοκινήτων», στο γκαράζ της οδού Γαβριηλίδου. Αν και ποτέ του δεν παραπονέθηκε γι αυτό – ίσα ίσα που στα κείμενα του ευχαριστεί το Θεό που βρήκε μια στέγη για να βάλει την οικογένειά του- η επιστροφή στο σπίτι του τον γεμίζει με μια ρομαντική διάθεση, που φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί, μαζί όμως και με μια αδιόρατη πίκρα.
Το φετινό καλοκαίρι είναι ακατάστατο. Μα και οι λίγες μέρες που είναι καλοκαιρινές γεμίζουνε την ψυχή μας από κάποια αγαλλίαση που δεν την δίνει ποτέ ο χειμώνας. Η πλάση ημερεύει, τ’ άγρια τα βουνά δε φοβερίζουνε πια τον άνθρωπο, ούτε τα θυμωμένα σύννεφα, που στοιβιάζονται βαρειά το χειμώνα και γεμίζουνε τα θόλο του ουρανού. Το φως είναι καθαρό. Το πρωί σηκώνεσαι από τον ύπνο και γελά ο κόσμος του Θεού. Η μέρα είναι έμορφη σαν τον καλόν τον άνθρωπο. Οι αγέρηδες είναι αλαφροί κα χαροποιοί, ακόμη κι ο γέρο Βοριάς είναι τώρα σα παλληκαρόπουλο. Αντί να βγάζει εκείνα τα φοβερά μουγκρίσματα, σφυρίζει γλυκά στα κλαδιά των δέντρων και στα ξάρτια των καραβιών.
Όλα είναι ειρηνεμένα κι αναπαυμένα. Τα ζώα κι οι άνθρωποι ξαπλώνονται στον ίσκιο από κάτω από τα δέντρα ξέγνοιαστοι και κοιμούνται. Άλλοι πάλι κουβεντιάζουνε ως να τους πάρει ο ύπνος. Τη νύχτα τα παράθυρα των σπιτιών είναι ανοιχτά κι ο κόσμος κάθεται ως τα μεσάνυχτα στις βεράντες, στις αυλές, στις ταράτσες. Ακούγονται από παντού φωνές χαρούμενες. Φωνάζουνε και τα ζώα που κοιμούνται έξω στον ανοιχτόν αγέρα, ενώ το χειμώνα δεν ακούγεται τίποτα, γιατί είναι κλεισμένα. Ακούς τα πετεινάρια την αυγή, το γάιδαρο τη νύχτα. Α! Πόσο τις αγαπώ αυτές τις φωνές. Τη μέρα με το λιοπύρι τα τζιτζίκια τραγουδάνε απάνω στα δέντρα, αχολογά ο αγέρας σα να βγαίνει μια πυρκαγιά από φωνές, ενώ φλογίζονται γη κι αγέρας λες και βράζει κανένα λεβέτι. Το βράδυ σα σκοτεινιάσει και συντεφίζει ακόμη ο ουρανός κατά το βασίλεμα και στέκεται σα δροσοσταλίδα ο αποσπερίτης απάνω στο χάος του ουρανού αρχίζει το τραγούδι του ένας μοναχικός μουσικός – ο γρύλος. Ενώ τα τζιτζίκια κάνουνε βουερή την καυτερή μέρα, ο γρύλος με το τρεμουλιαστό τρίξιμό του δεν κόβει την ησυχία της νύχτας, μα κάνει να τη νιώθεις πιο πολύ. Ω γρύλε, βλογημένο μαμούνι, που κρύβεσαι ντροπαλό, που ποτέ δε σε βλέπει μάτι σαν τραγουδάς. Θαρρεί κανείς πως ακούγει μιαν αγγελική φωνή από τον άλλο κόσμο. Μπροστά στο δικό σου το απλό, το λεπτό και μυστηριώδες τρίξιμο είναι, θαρρώ, χοντροειδείς βρόντοι και σαματάδες οι μουσικές που φτιάξανε οι άνθρωποι με την επιστήμη τους και με χίλιων λογιών όργανα.
Σ’ ακούω τη ώρα που κοιτάζω τ’ άστρα που κρέμονται από πάνω μου, τον Ιορδάνη Ποταμό (Γαλαξία), το πολυκάντηλο της Πούλιας, τις Πήχες και τα’ άλλα τα αμέτρητα τα άστρα. Η ματιά μου φτάνει κουρασμένα ως τα βάθη του ουρανού, ως τα φωταράκια που σβήνουνε πια μέσα στον άπατο ωκεανό του παντός και μου φαίνεται σα να φεύγω από τούτον τον κόσμο και να πηγαίνω στον άλλον. Σ’ όλο τούτο το ταξίδι ακούγω το τρεμουλιαστό τραγούδι σου και θαρρώ πως έρχεται από κείνες τις μυστηριώδεις άκρες της αιωνιότητας. Σε λίγο βγαίνει τι φεγγάρι και ρίχνει το υδραργυρένιο το φως απάνω στη γή. Κι εγώ ρίχνω απάνω του την ματιά μου και ταξιδεύω μαζί του. Κι εκεί που ταξιδεύω ακούγω το τραγούδι σου που είναι λεπτό σαν την κλωστή της αράχνης και θαρρώ πως βγαίνει από το μισάνοιχτο στόμα της Σελήνης. Το φεγγάρι που αργοταξιδεύει στον ουρανό κι εσύ που κάνεις τρι τρι χωρίς να κουραστείς, νομίζει κανένας πως μετράτε την αιωνιότητα. Καμιά φορά ακούγεται μαζί σου κι η ξαδέρφη σου η τριξαλίδα, που τραγουδά κι εκείνη σεμνά και ντροπαλά μέσα στην ησυχία της νύχτας. Μα το δικό σου τραγούδι είναι το πιο απαλό χάδι που ρίχνει σε ρεμβασμό την ψυχή μας. Όποιος δεν ξέρει πως είσαι ένα μαμούνι, μια ακρίδα θα ‘λεγε πως είσαι ένα πουλάκι με χρυσά φτερά, ή ένα αγγελάκι.
Σαν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και πυρώσει ο αγέρας από τον ήλιο, πλήθος ζούζουλα πετούμενα και περπατάμενα στο χώμα παρουσιάζονται. Μελίσσια, πεταλούδες λογιών λογιών, μύγες, μπούρμπουλοι, χρυσοβασιλιάδες, βουίζουν γύρω γύρω στα λουλουδισμένα αγιοκλήματα, στις αγριοτριανταφυλλιές, στις ακακίες, στις μουριές, όπου είναι πρασινάδα.
Κατά τα’ απόγεμα παίρνει ο μπάτης δροσερός από το πέλαγος και ζωογονεί την πλάση. Πέρα φαίνονται οι κάβοι γαλανοί. Η θάλασσα γλυκοκυματίζει και σιγοβουίζει. Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουνε σαν τα μάγουλα τ’ αθώου του παιδιού κι ισκιώνουνε το βαρκάρη που κάθεται στην πρύμη κα βαστά το τιμόνι. Ίσκιος γλυκός κα μαυρογάλαζος, σα λουλάκι πέφτει μέσα στα δροσερά νερά από τα πανιά κι από τα άλμπουρα. Στις ακροθαλασσιές κολυμπά ο κόσμος. Βάρκες, καΐκια διασταυρώνουνται στ’ ανοιχτά. Τραγούδια ακούγονται σα να βγαίνουνε από τα κύματα. Γλάροι κι άλλα θαλασσοπούλια πετάνε σα να ‘ναι πλεούμενα που ταξιδεύουνε στη ατμόσφαιρα. Η μοσχοβολιά της άρμης φτάνει ως απάνω στα βουνά. Τ’ αγεράκι σφυρίζει γλυκά. Από πάνω από αυτή τη γιορτή της πλάσης ταξιδεύουνε αργά μέσα στον καταγάλανο ουρανό κάτι μικρά άσπρα σύννεφα σαν τουλούπες από μαλακό χνούδι. Περνάνε ψηλά πάνω από τα κεφάλια μας και πάνε χαρούμενα σε καιρό που φανερώνονται άλλα, από πέρα μακριά. Σα μικρές φουσκαλίδες κι έρχονται αργά κατά δώθε.
Όλα αυτά τα βλέπω μεσ’ από το παράθυρο, ξαπλωμένος μακάριος. Δε θέλω ούτε φαγί, ούτε πιοτό. Ο αγέρας με μεθά. Φουσκώνει και ξεφουσκώνει τις ψιλές κουρτίνες, ώρες ώρες τις κλώθει με χάρη σα να χορεύει μαζί τους. Ανεμίζονται ψηλά, σπαρταρούνε με αγαλλίαση κι ύστερα ξαναπέφτουνε απαλά κι ολοένα παίζουνε, φτερουγίζουνε σαν άρμενα, σα σημαίες και πάλι μαζεύονται λες κι είναι ζωντανές. Ω! Οι κουρτίνες που παίζουνε στο παράθυρο είναι από τις πιο δροσερές αναμνήσεις που μας αφήνει το καλοκαίρι. Και στο πιο θλιβερό σπίτι δίνουνε χαρά, σαν το παιχνίδι ενός μικρού παιδιού.
Το έργο λέγεται “Αστέρι Υμηττού”, Υδατόχρωμα σε χαρτί, 18,5 Χ 24 εκ, 1948. Με ιδιόχειρη αφιέρωση στο γαμπρό του Γιάννη Μαρτίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου