του Μιχάλη Μερακλή, ομοτίμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφου και φιλόλογου
Έχουν γραφει πολλα για την καταρχήν αρνητική στάση που τήρησε η Εκκλησία απέναντι στο κίνημα του Διαφωτισμού, γενικότερα απέναντι στο άνοιγμα προς τα φώτα της Ευρώπης. Έχουν γραφεί τόσα πολλά, ώστε έχει μάλλον διαμορφωθεί μια πεποίθηση, ότι η αρνητική αυτή στάση υπήρξε απόλυτη.
Αντιστικτικά επιχειρώ εδώ τον μετριασμό της εντύπωσης αυτής, με την παράθεση τεκμηρίων που συνηγορούν, όπως νομίζω, υπέρ μιας διαφορετικής (ας μην πω αντίθετης) εκδοχής.
Έχω και σε άλλα σημεία υπενθυμίσει, ότι οι κληρικοί υπήρξαν οπαδοί ή, καλύτερα, από τους πρωταγωνιστές του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ο εκδότης του Λόγιου Ερμή (Λ.Ε.), ο Άνθιμος Γαζής, δεν ήταν η μοναδική περίπτωση – κάθε άλλο. Ο ένας από τους δύο διαδόχους του στην έκδοση του περιοδικού, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ήταν επίσης κληρικός (ο άλλος, ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ήταν έμπορος). Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται και μοναχοί. Ο Γαζής π.χ. πληροφορεί (Λ.Ε., 1814-1815, σ. 93), ότι τα μοναστήρια στην Αθήνα “εσύστησαν έτι και φιλοσοφικόν σχολείον, των οποίων οι ηγούμενοι και οι περί αυτούς μοναχοί, αισθανθέντες τα από της φιλοσοφίας καλά, οικεία προαιρέσει, πληρώνουσι τον ετήσιον μισθόν του φιλοσόφου διδάσκαλου”. Και καταλήγει: “Είθε να εμιμούντο το καλόν τούτο παράδειγμα και όλοι οι ημέτεροι Εκκλησιαστικοί! Και τη αληθεία τότε ευδοκιμήσει το γένος, όταν οι Ιερείς φιλοσοφήσωσιν ή οι φιλόσοφοι ιερατεύσωσιν.” (ό.π., σ. 132)
Η “Εκκλησία της ορθοδόξου πίστεως των Γραικών”, στο Λιβόρνο, από παλιά συντηρούσε “δι’ ιδίων αυτής εξόδων” τρεις νέους ομογενείς για να σπουδάζουν “εις τας κυριωτέρας και καλυτέρας της Ιταλίας Ακαδημίας”. Αυτό κάνει και το 1816 με τους “εν Λιβόρνω Γραικούς της Ανατολικής Εκκλησίας” καλώντας, σε συνεννόηση με τις “σχολές” της Αθήνας, των Ιωαννίνων και της Χίου, από ένα για καθεμιά, βεβαιωμένα ορθόδοξο χριστιανό νέο, για τετραετείς σπουδές, “όπου θέλουν καταγίνουνται για να τελειοποιηθώσιν εις τα μαθήματα της Γεωγραφίας, Λογικής, Μεταφυσικής, Φυσικής Ιστορίας, Μαθηματικών, Αστρονομίας, Βοτανικής, Χημείας, Ανατομίας και Φυσιολογίας, εις τους οποίους διόλου δεν απαγορεύονται τα της Ιατρικής και Χειρουργίας μαθήματα”. Μπορούν ακόμα, αν υπάρχει η κλίση, “να σπουδάσωσιν οι νέοι, αντί των ειρημένων επιστημών, την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν και Ζωγραφικήν” (Λ.Ε., 1816, σελ. 200-201).
Στη σχετική ανακοίνωση των επιτρόπων της Εκκλησίας διαβάζουμε στην τελευταία παράγραφο: “Αύτη, φίλτατοι ομογενείς, η μικρά συνεισφορά γίνεται υπέρ την δύναμίν μας δια τα υπερβολικά της Εκκλησίας μας έξοδα και αδιακόπους βοηθείας και ελεημοσύνας, προς τους καθ’ ημέραν εδώ ερχομένους πτωχούς και δυστυχούντας ομογενείς μας, όμως να βοηθήσωμεν και εκ του υστερήματός μας απεφασίσαμεν, όχι μόνον δια να κάμωμεν το απαιτούμενον χρέος μας, αλλά και να σας ενθαρρύνωμεν προς την ένδοξον των κοινωφελών αγώνων σας εξακολούθησιν.” (ό.π., σελ. 103).
“Ο έρως της παιδείας” διαβάζουμε στο Λ.Ε. (1818, σελ. 463), “ανάπτει επί μάλλον και διαδίδεται εις την Ελλάδα, και ο αριθμός των εις την διάδοσιν αυτήν συντελούντων μέσων αυξάνει καθημερινώς. τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, οι σοφοί διδάσκαλοι πληθύνονται, βιβλιοθήκαι συστήνονται και οι πλούσιοι έμποροι, πατριωτικώ κινούμενοι ζήλω, ανοίγουσι προθύμως τους θησαυρούς των (…) το ιερατείον συντρέχει και συμβουλεύει και η κοινή Μήτηρ, η μεγάλη Εκκλησία, ευλογεί, εφορεύει και διοικεί σοφώς των τέκνων της τα έργα”.
Το περιοδικό κηρύσσει “τα ευαγγέλια”, πληροφορεί ευφόσυνα για τον ενθρονισμό, για τρίτη φορά, στον “οικουμενικόν πατριαρχικόν θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως” του Γρηγορίου, ο οποίος γνώριζε “εκ πείρας” ότι “μόνη η παιδεία στερεώνει την θρησκείαν εις τα έθνη”, γι’ αυτό “εφρόντισε κατά τας προλαβούσας εποχάς δια την διάδοσιν της ελληνικής παιδείας”. Στην πρώτη πατριαρχία του “εσύστησε το ελληνικόν τυπογραφείον της Κωνσταντινουπόλεως”, στη δεύτερη “εφρόντισε περί συστάσεως και ανεγέρσεως σχολείων ελληνικών καθ’ όλον το γένος” (Λ.Ε., 1819, σελ. 113 κ.ε.). Σε επόμενο τεύχος της ίδιας χρονιάς (του Μαΐου) αφιερώνεται και “Ωδή οφειλομένη εις τον Παναγιώτατον, θειότατον και Οικουμενικόν πατριάρχην κύριον κύριον Γρηγόριον”, από τον κρυπτώνυμο Ν.Δ. (σελ. 309-310). αποσπώ τους στίχους:
Η της Εκκλησίας Μούσα, και η θύραθεν (η κοσμική) αυτή,
Ήδη ευτυχώς σκοπεύουν,
Την αμάθειαν τοξεύουν.
Παραπέμπω (σ’ αυτήν την απλώς ενδεικτική παράθεση παραδειγμάτων) και σε εγκύκλιο συνοδικό γράμμα (1819, 6 & 9), όπου εξαίρεται η “καθομιλουμένη διάλεκτος” ως “χαρακτηριστικόν του Ελληνικού και Χριστιανικού γένους”, το οποίο πρέπει να μείνει “καθαρόν και ακέραιον”, και χαιρετίζεται η ίδρυση “κοινής σχολής των Ελληνικών μαθημάτων επί κοινή επιδόσει των εκεί ομογενών”, ενώ ζητείται η συνδρομή από όσους “αδελφούς” μπορούν.
Μελέτημά του παιδαγωγικό ο Κωνσταντίνος Κούμας το τελειώνει ως εξής: “Υμέτερον είναι το έργον, ΓΡΗΓΟΡΙΕ ΚΛΕΙΝΕ, εις τον οποίον ενεπίστευσεν η θεία Πρόνοια την ευτυχίαν και σωτηρίαν του ορθοδόξου πληρώματος(…). Εκτέλεσον το λαμπρότατον τούτο έργον, και αινέσουσί σε πάσαι αι γενεαί” (Λ.Ε., 1819, σελ. 748). Για τον Γρηγόριο είναι βέβαιος ο Κούμας, ότι θα συστήσει, μορφώνοντας ανάλογα, “θεολογικά σχολεία”, απ’ τα οποία θα προκύψει γενικότερη βοήθεια, γιατί θα πάψουν οι παιδαγωγοί “των κοινών σχολείων” να διδάσκουν στα παιδιά “ν’ αναγινώσκωσι μηχανικώς την Οκτώηχον και το Ψαλτήριον, τρίβοντες εις αυτά ικανόν μέρος του χρόνου της ηλικίας των” (σελ. 740).
Ο γιατρός Πέτρος Ηπήτης, σε γράμμα του από την Οδησσό, όπου τον εντυπωσίασε η δραστηριότητα της ελληνικής παροικίας, γράφει στον Κοπιτάρ: “Προχθές εδέχθην επιστολήν εκ Κωνσταντινουπόλεως δηλωτικήν, ότι εις την Άνδρον εσύστησε σχολείον ο Ιερολογιώτατος διδάσκαλος Σαμουήλ, το οποίον επροικίσθη παρά του Παναγιωτάτου μας Πατριάρχου με το Μοναστήριον των Τρ(ο)ωμαρχιών ονομαζόμενον. Επειδή δε εξεύρω, ότι υπεραγαπάς τους Γραικούς, και επιθυμείς την εις τα καλά προκοπήν των, και εις τούτο προθυμείσαι, όσον δύνασαι, να τους συνδράμης και με λόγον και με έργον, διά τούτο σ’ εμπερικλείω το περί ταύτης της αφιερώσεως2 ίσον απαράλλακτον του συνοδικού Σιγιλίου δια να κηρύξης, ότι τοιούτος ημίν έπρεπεν Αρχιερεύς, και διά να αποστομώσης τους όσους φλυαρούν, ότι οι υπηρέται του Πατρός των φώτων αγαπούν το σκότος, διά να μην φαίνονται τάχα αι ρυτίδες των” (Λ.Ε., 1818, σελ. 588).
Από την άλλη μεριά, κοσμικοί διαφωτιστές κάνουν φανερή τη διάθεση και την πρόθεσή τους σύμπλευσης με την Εκκλησία στο έργο τους. Δίνω και εδώ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το 1812 εκδίδονται στη Βιέννη τρεις Φυσικές: του Κούμα, του Βαρδαλάχου, του Δημήτριου Δάρβαρη. Και οι τρεις, ομολογείται, “σκοπούσιν εν ταυτώ να πολεμήσωσι την άλογον δεισιδαιμονίαν του όχλου”. Στον Λόγιον Ερμή παρατίθεται ολόκληρο απόσπασμα από το προοίμιο της Φυσικής του Δάρβαρη, όπου καταδικάζονται τέτοιες δεισιδαιμονικές προλήψεις (για βρυκόλακες, κομήτες κ.λπ.). Ωστόσο ζητείται η συνδρομή των “ιεροκηρύκων”, αφού τέτοιες προλήψεις είναι αντίθετες “και στην ιεράν ημών θρησκείαν” (1817, σελ. 581. σημ. [των εκδοτών] α’3).
Οι εκδότες του περιοδικού δεν παραλείπουν κάθε τόσο να τονίζουν τον θετικό ρόλο της Εκκλησίας (και της Θείας Πρόνοιας) στην καταπολέμηση της αμάθειας, που εκτρέφει τη δεισιδαιμονία: “αν και το Γένος πάσχη πολλά και δεινά, των οποίων αρχή και ρίζα είναι η αμάθεια, μ’ όλον τούτο η Θεία Πρόνοια δεν το εγκατέλιπε παντάπασιν, αλλά κινεί κατά καιρούς τοιούτους ευεργετικούς άνδρας” -όπως είναι οι φίλοι και φορείς των ιδεών του Διαφωτισμού (Λ.Ε., 1818, σελ. 84).
Επιγραμματικά τονίζει την ανάγκη σύμπλευσης και συντονισμού σχολείων και Εκκλησίας ο Κωνσταντίνος Ασώπιος, στην Τεργέστη, τον Απρίλιο του 1817: “εις την σημερινήν ημών κατάστασιν άλλο δεν εμπορούμεν να πράξωμεν, ίνα πολιτισθώμεν, όσον το δυνατόν, παρά τα δύο ταύτα να επιμεληθώμεν, τον ιερό άμβωνα και πολύ περισσότερο τα σχολεία” –αφού δεν μπορούμε, λέει στη συνέχεια, να έχουμε θέατρο και δικαστήρια (η υπογράμμιση δική μου) (Λ.Ε., 1817, σελ. 366).
Και ο Πετράκης Ηπήτης σε ομιλία του εναντίον της δεισιδαιμονίας, –στην οποία παραθέτει πλείστες όσες, σε λειτουργία τότε, πρακτικές λαϊκής ιατρικής, συναφείς δοξασίες κ.λπ.– ζητάει από τον ιεροκήρυκα να συστρατευθεί στον αγώνα για την καταπολέμησή της (Λ.Ε., 1816, σελ. 403, κ.ε.) (…).
Θέλω να κλείσω το κεφάλαιο για την εκκλησία με τον Παναγιώτη Κονδύλη κατεξοχήν, με το βιβλίο του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό4, εξεταζόμενου από τη σκοπιά της φιλοσοφίας. Μιλάει για τις φιλοσοφικές ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού, στο βαθμό όπου αναγνωρίζει κάποιαν αξία, με δεδομένη, κατά την κρίση του συγγραφέα, τη “γενική καχεξία” του κινήματος (ο λόγος είναι πάντα για τη νεοελληνική περίπτωση), από την πλευρά της φιλοσοφικής προόδου και προσφοράς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ευρώπη, όπου σημειώθηκε “η πλήρης ανακαίνιση της μορφής της φιλοσοφίας, ανοίγοντας τον δρόμο της άμεσης επαφής με τις ευρύτερες εκείνες κοινωνικές ομάδες, που προβάλλουν στο πνευματικό προσκήνιο μετά την κατάρρευση της ιδεολογικής κυριαρχίας της Εκκλησίας” (σελ. 11 και 16).
Κατά τον Κονδύλη, το κύριο χαρακτηριστικό του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού συνίσταται σ’ αυτόν τον εκτοπισμό της εκκλησιαστικής – θρησκευτικής – δογματικής σκέψης και επιβολής και με βάση αυτό το κριτήριο αντιμετωπίζει και τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, διαπιστώνοντας την “καχεξία” και την “ήττα” του, αφού η Εκκλησία και η εξουσία της παρέμεινε αλώβητη. Τη διαφορά αυτή του νεοελληνικού από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό θεωρεί λοιπόν ως υστέρηση, αποτέλεσμα ενδημούσας υπανάπτυξης του ελληνικού χώρου, στον οποίον άρα δεν ήταν δυνατό να παρακολουθηθεί η συντελεσμένη στη Δύση πρόοδος. Δεν φαίνεται να τον απασχολεί καθόλου το ζήτημα, μήπως η διαφορά αυτή δεν είναι υστέρηση, ιστορική αδυναμία πρόσληψης όσων συνέβαιναν έξω, αλλά, αντίθετα, μια κριτική, επιλεκτική, δυναμική αφομοίωσή τους, ευσυνείδητη στρατηγική προσαρμογή ή και ανάπλασή τους, σύμφωνα με τις ιστορικές-πολιτισμικές ανάγκες και απαιτήσεις του ελληνικού χώρου.
Η βάση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δεν ήταν επιστημονική και φιλοσοφική (πιο πάνω έδειξαν τα παραθέματα5 πως η φιλοσοφία, που ο Κονδύλης με έμφαση και ένταση επικαλείται, έχει ένα ιδιαίτερο, πρακτικής σκέψης και ζωής περιεχόμενο). Ήταν ρομαντική και δυνάμει επαναστατική. Ο ελληνικός Διαφωτισμός έπλασε με τα υλικά της Ευρώπης κάτι άλλο, δικό του. Γι’ αυτό και δεν “αποθεολογικοποιήθηκε”, συνυπήρξε με τη “θεολογία” την οποία χρειαζόταν.
Με τα κριτήρια που θέτει ο Κονδύλης αποφαίνεται, όπως είπα, ότι “ο ελληνικός Διαφωτισμός δεν βγήκε νικητής από τη μάχη όπου έδωσε”. Όμως ήττα, αν δεχθούμε –όπως και πρέπει, νομίζω– πως ο ρόλος του ελληνικού Διαφωτισμού στην προετοιμασία της Επανάστασης δεν υπήρξε ασήμαντος, δεν νοείται.
Οπωσδήποτε τις εξέχουσες στιγμές του ελληνικού Διαφωτισμού αναγνωρίζει ο Κονδύλης στα πρόσωπα εκείνα τα οποία, ενστερνιζόμενα στον ένα ή τον άλλο βαθμό τις προόδους της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης, –πραγματοποιημένης εκεί, πάντα, σε πλήρη ρήξη με την Εκκλησία, την “παλιά μεταφυσική” και την εν γένει “παραδοσιακή” σκέψη– τις πέρασαν στα προγράμματά τους: Ευγένιος Βούλγαρης, Δημήτριος Καταρτζής, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Βενιαμίν Λέσβιος, Χριστόδουλος Παμπλέκης, Αθανάσιος Ψαλίδας, Δανιήλ Φιλιππίδης, Νικηφόρος Θεοτόκης, Νικόλαος Ζερζούλης (πβ. σ. 114), Ρήγας, Νεόφυτος Βάμβας, Μεθόδιος Ανθρακίτης και βέβαια Κοραής.
Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές, όπου η πρόσληψη του δυτικού (γαλλικού) Διαφωτισμού υπάρχει και κατά τον Κονδύλη, είναι μερική ή διαφοροποιημένη, που σημαίνει κατ’ αυτόν ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Π.χ. “ο εκλεκτισμός του Βούλγαρη, μολονότι από τη μια συμβάλλει ουσιαστικά στην υπέρβαση του δογματικού αριστοτελισμού, από την άλλη χρησιμεύει στην άμβλυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, επιβοηθώντας έτσι την επιβίωση του πρώτου” (σελ. 22). Και βέβαια αυτή η επιβίωση του παλιού είναι κατά τον Κονδύλη κάτι κακό – δεν πιστεύει σε μια σκόπιμη δημιουργική σύνθεση, έναν συγκερασμό του παλιού με το καινούργιο. Ανάλογη παρατήρηση κάνει, για να δώσω κι ένα δεύτερο παράδειγμα, για τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, μολονότι αυτός έχει “πλήρη συνείδηση της νέας κατάστασης, που δημιούργησε στον χώρο της φιλοσοφίας η φυσική επιστήμη του 17ου αι.” (σελ. 28).
Η ίδια τοποθέτηση, σε ελαφρές παραλλαγές, γίνεται για όλους, όσους ξεχώρισε: τα έργα τους περιέχουν παλινωδίες και αντιφάσεις. Επιμένω ωστόσο στην άποψη, ότι η “αντιφατικότητα” αυτή του νεοελληνικού Διαφωτισμού συνιστά τον δυναμισμό του, ορίζει ένα νέο προτεινόμενο πρότυπο για τη διαμόρφωση ενός νέου πολιτισμού στο απελευθερωμένο, αύριο, απ’ τη μακραίωνη δουλεία, έθνος, ενός σχήματος και τρόπου ζωής στο νέο ξεκίνημα της ιστορίας του.
Θα μπορούσε κανείς ακόμα να υποστηρίξει ότι, αντίθετα, μια μείζων αντίφαση –όπως προκύπτει από μια σημαντικήν αποσιώπηση– διέπει την ίδια τη συλλογιστική του Κονδύλη: οι πιο πολλοί από εκείνους, που ο ίδιος τους ξεχωρίζει ως τα περισσότερο προοδευτικά πνεύματα στον χώρο των διαφωτιστών, είναι ενταγμένοι επίσημα στην Εκκλησία: είναι κληρικοί, ιερωμένοι (στη σημείωση 16 της σελίδας 51 αναφέρεται, πως η πρώτη δημοσιευμένη ελληνική μετάφραση του Locke έγινε από έναν ιερομόναχο, τον Ζακυνθηνό Ιωάννη Λίτινο).
Το δεδομένο αυτό ο Κονδύλης επιχειρεί συστηματικά να το εξουδετερώσει με τον ισχυρισμό, ότι οποιεσδήποτε ανακολουθίες εκείνων στην ορθή κατεύθυνση του διαφωτισμού οφείλονται σε πιέσεις που ασκήθηκαν από την Εκκλησία. Π.χ. “Ο Ιώσηπος δεν φτάνει, βέβαια, ίσαμε τον αποκλεισμό της μεταφυσικής από την ‘υγιή’ του φιλοσοφία, όμως οι επανειλημμένες ειρωνικές του αποστροφές σε σχέση με τους ‘πομπώδεις’ και ‘μεγαλοπρεπείς’ τίτλους της (‘θείον τι μάθημα’, ‘φιλοσοφία γενική’, ‘επιστήμη επιστημών’ κ.λπ.) αφήνουν να εννοηθεί ότι ο δισταγμός του αυτός οφείλεται σε ευνόητες όσο και πιεστικές σκοπιμότητες” (σελ. 30)!
“Το αίτημα της στενής σύνδεσης της φιλοσοφίας με τις μαθηματικές και φυσικές επιστήμες έμεινε ζωντανό ίσαμε τα τελευταία χρόνια του ελληνικού Διαφωτισμού”, γράφει ο Κονδύλης (σελ. 31), παρατηρώντας στη συνέχεια πως το αίτημα αυτό “το ξαναβρίσκουμε εμφατικά διατυπωμένο” στον Βενιαμίν Λέσβιο, ιερωμένο, ως γνωστόν, που “δεν απέφυγε την κλήση του στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί πάνω στις ιδέες του”, ωστόσο στη Φυσική του πρεσβεύει και “αντιτείνει το αίτημα της ελεύθερης, δηλ. αυτορρυθμιζόμενης και αυτοελεγχόμενης φιλοσοφικής έρευνας” (σελ. 32). Μπορούσε λοιπόν να “αντιτείνει”. Και εν πάση περιπτώσει μπορούσε να φύγει, να βγάλει τον ιερομοναχικό τρίβωνα. Δεν τον έβγαλε. Γιατί; Δεν είναι εύλογο ένα τέτοιο ερώτημα;
Την απόφασή του να πολεμήσει ο Παμπλέκης τη δεισιδαιμονία, την οποία εντούτοις δεν θέλει με τίποτα να ταυτίσει με την αθεΐα, ο Κονδύλης θα την εξηγήσει με το ίδιο επιχείρημα της αστυνόμευσης: “Νομίζοντας, όπως και ο Καταρτζής, ότι η απερίφραστη απόρριψη της αθεΐας του εξασφαλίζει το επιθυμητό άλλοθι απέναντι στην Εκκλησία, ο Παμπλέκης –με προφανείς σκοπούς– αφιερώνει την ανάλυση που ακολουθεί στην καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας” (σελ. 33, βλ. και σελ. 34-35). Η ακοίμητη αυτή αστυνόμευση έχει γίνει κοινός τόπος στο βιβλίο του Κονδύλη. Κάθε περίπτωση διαφοροποίησης από τη γραμμή του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κρίνεται, μονότονα, ως προϊόν τέτοιας ασφυκτικής πίεσης (παραπέμπω, όχι εξαντλητικά, και στις σελίδες 50, 55, 81, 83, 89, 92, 132, 141, 214).
Νομίζω πάντως ότι το πρόβλημα δεν λύνεται τόσο απλά. Όχι μόνο γιατί, ακόμα κι αν δεχθούμε τις πιέσεις και τις απειλές, παραμένει το γεγονός, ότι ο χώρος της Εκκλησίας αναδεικνύεται σ’ όλη τη διάρκεια του Διαφωτισμού φυτώριο και προοδευτικών –με το πνεύμα που θα ήθελε και ο Κονδύλης– ιδεών και των φορέων τους, αλλά και γιατί παρέμεναν στους κόλπους της –χωρίς προφανώς να τους αναγκάζει να παραμείνουν, το αντίθετο θα ήταν πιο λογικό– και μετά την πίεση που δέχονταν (κάποτε μάλιστα έντονη, όπως για τον Μεθόδιο Ανθρακίτη ή τον Χριστόδουλο Παμπλέκη). Θέτω ξανά το ερώτημα: Γιατί; Μήπως γιατί αυτή η, τρόπον τινά, παλινωδία δεν ήταν παρά μια ειλικρινής, από τα βάθη της συνείδησης, προσπάθεια να συνδυασθούν αυτά που ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός έκρινε αλληλοαναιρούμενα, να συγκερασθούν σε μια νέα, αλλιώς προοδευτική σύνθεση, τα θεωρούμενα όλως αντίθετα – φυσικές και μαθηματικές επιστήμες και “μεταφυσική”;
Παραθέτω και μιαν αναφορά του Κονδύλη στον Κοραή: “ο Κοραής ακολουθεί την τακτική, που ήδη συναντήσαμε στους Καταρτζή και Παμπλέκη και που παραμένει χαρακτηριστική για το κύριο (αστικό) ρεύμα του δυτικού Διαφωτισμού: η αθεΐα απορρίπτεται απερίφραστα, αλλά ως αντίτιμο ζητείται η καταπολέμηση της ‘δεισιδαιμονίας’, δηλ. η αποκοπή του παραδοσιακού χριστιανισμού από τη ‘σχολαστική’ και η προσαρμογή του στο ηθικό και κοινωνικό πρόγραμμα των διαφωτιστών. Η ‘λογική λατρεία του Θεού’ πρέπει να αποτελέσει, κατά τον Κοραή, τη βάση για τη συμφωνία φιλοσοφίας και (ανανεωμένης) θρησκείας” (σελ. 38-39). Ξαφνικά πληροφορούμαστε, ότι και στον δυτικό (τον αστικό) Διαφωτισμό η αθεΐα απορρίπτεται, μάλιστα απερίφραστα, ενώ βέβαια καταπολεμείται η δεισιδαιμονία, και πως την τακτική αυτή ακολουθεί και ο Κοραής (αλλά και ο Καταρτζής και ο Παμπλέκης –δεν είναι λοιπόν μόνο οι πιέσεις της Εκκλησίας που ενεργούν δραστικά;). Βέβαια ήταν δύσκολο να αποδοθεί η “μέση οδός”, όσον αφορά και την φιλοσοφία του Κοραή, στους ίδιους εσωτερικούς λόγους (πιέσεις της Εκκλησίας), γιατί αυτός δεν θα είχε επιτέλους τίποτα να φοβηθεί και το έδειξε πολλές φορές το θάρρος της γνώμης του. Ο ίδιος ο Κονδύλης στην παραπάνω σελίδα αναφέρει, σε υποσημείωση, όσα γράφει ο Κοραής στα προλεγόμενα των Ηθικών Νικομαχείων “για τους μοναχούς και τους ευγενείς ως τους δύο στύλους ολιγαρχικών πολιτευμάτων”.
Ναι, το πιο ορθό είναι να παρατηρήσουμε, δίνοντας μάλιστα έμφαση στην παρατήρηση αυτή, πως ο Κοραής είναι ο κατεξοχήν κήρυκας της –στηριγμένης στην ίδια την ιστορία και την πολιτισμική παράδοση των Ελλήνων– μέσης οδού. Κι αν αυτός μιλούσε για γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν εννοούσε τη μέση οδό διευρυμένη σ’ όλο το πολιτισμικό φάσμα: η γλώσσα είναι ο βασικός φορέας του πολιτισμού.
Τα ίδια τα πραγματικά δεδομένα υποχρεώνουν κάποτε τον Κονδύλη να κλίνει προς μια τέτοιαν αναγνώριση. Ακόμη και για τον υλισμό –ως πρόβλημα της φιλοσοφίας– γράφει: “Το πρόβλημα του υλισμού στη φιλοσοφία του ελληνικού Διαφωτισμού παίρνει (…) δύο όψεις: από τη μια έχουμε να κάνουμε με τη ρητή αποκήρυξη του υλισμού (δηλ. της οντολογικής αυτονομίας της ύλης), όχι μόνον από φόβο μπροστά στην υλική δύναμη της θεολογικής κοσμοθεώρησης, αλλά κι από τη συνειδητή αποδοχή της παραδοσιακής σύνδεσης πνεύματος και ηθικών αξιών. κι από την άλλη πρέπει να διαπιστώσουμε τη δειλή, και κάποτε ασυνείδητη, διείσδυση θέσεων, άμεσα ή έμμεσα, υλιστικών σε κείμενα που από πρώτη όψη δεν δίνουν καμιά τέτοια εντύπωση” (η υπογράμμιση είναι δική μου) (σελ. 61-62).
Οπωσδήποτε την αδυναμία του νεοελληνικού Διαφωτισμού εν προκειμένω (που είναι και “ήττα” έναντι του δυτικού Διαφωτισμού) εντοπίζει ο Κονδύλης σε τελευταία ανάλυση, στο γεγονός, ότι ο πρώτος δεν απέβαλε τον θεό από τη θεωρία της φύσης, από την κοσμολογική φιλοσοφία του. Ακόμα και ο στενά πιεσμένος από το εκκλησιαστικό κατεστημένο Παμπλέκης έχει μια συνειδητή “αντιυλιστική τοποθέτηση”, “με (μερική) εξαίρεση τον Ψαλίδα” (σελ. 68-69).
Είναι φανερό, ότι ο Κονδύλης δέχεται τη φιλοσοφία μονοσήμαντα και μονοδιάστατα, σε στενό εναγκαλισμό (μέχρι ταυτίσεως) με την επιστήμη, δηλαδή με τη φυσική και τα μαθηματικά. Όμως μόνο αυτή είναι η φιλοσοφία; Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί χρειάζεται; Αν ήταν έτσι, όλες τις απαντήσεις θα τις έδινε η επιστήμη – με αποτέλεσμα πολλά ερωτήματα να μένουν αναπάντητα (η σχεδόν βέβαιη απάντηση του Κονδύλη θα ήταν πως απαντήσεις που δεν δίνει η επιστήμη, παρά “μια παραδοσιακή μεταφυσική”, είναι άχρηστες, δεν είναι απαντήσεις).
Εντούτοις υπάρχει και η άλλη φιλοσοφία. Και στον χώρο του Διαφωτισμού του νεοελληνικού. Όπως την εκφράζει π.χ. ο Καταρτζής. Αντιγράφω από τον Κονδύλη, από την ανάλυση των τοποθετήσεων και αρχών του σχετικά με το πρόβλημα του υλισμού: “Όποιος (…) παραιτείται από την υπεραισθητή γνώση του όντος αδιαφορεί και για την εξίσου υπεραισθητή γνώση των ηθικών αξιών και δεν δέχεται αρχές ρυθμιστικές των ανθρώπινων πράξεων, ‘για τούτο όλα είναι θεμιτά γι’ αυτόν, κι όλα τα κάμνει, αν τον αφήσουν’, χωρίς να έχει συνειδησιακές τύψεις και νιώθοντας χαρά που επιστρέφει σε μια ζωώδη κατάσταση δίχως έλλογους περιορισμούς” κ.λπ. (σελ. 69). Το “υπεραισθητό”, λοιπόν, τοποθετημένο στο κέντρο της κοσμολογίας του Καταρτζή, έστω κι αν ο Έλληνας στοχαστής δεν παραιτείται από την αστυνομική ερμηνεία τέτοιων δυιστικών, ας πούμε, φαινομένων: “ονομαστικά αποδοκιμάζονται εδώ ο Rousseau και ο Voltaire, και στ’ αλήθεια δυσκολευόμαστε να πούμε τι είναι πιθανότερο, αν δηλαδή ο Καταρτζής αγνοούσε σε τόση έκταση το πραγματικό περιεχόμενο των έργων τους ή αν ήθελε με μια πανηγυρική αποκήρυξη διαβόητων –για την Εκκλησία– διαφωτιστών να εξασφαλίσει τίτλους χριστιανικής ορθοφροσύνης αρκετούς για να του δώσουν ελευθερία κινήσεων σε τομείς αμεσότερου πρακτικού ενδιαφέροντος (τον εκπαιδευτικό λ.χ.)” (σελ. 69-70).
Τελικά θέλει να θεωρήσει όλους αυτούς τους Έλληνες διαφωτιστές περίπου κρυπταθέους, που καταφεύγουν από σκοπιμότητα σε μια δήλωση αποκήρυξης της αθεΐας, για να βρουν την ησυχία τους! Κι αυτό γιατί υπάρχει μια εμμονή στην ιδέα, ότι ο δυτικός Διαφωτισμός είναι το αποκλειστικό και δεσμευτικά απόλυτο πρότυπο και μέτρο, σύμφωνα προς το οποίο πρέπει να κριθεί και να βαθμολογηθεί ο νεοελληνικός, ο οποίος “δεν είναι παρά η θαμπή αντανάκλαση του δυτικοευρωπαϊκού, και ο εσωτερικός του διαφορισμός συντελείται κι αυτός –παρά την ευνόητη ιδιομορφία της κοινωνικής του αιτιολογίας– σε αντιστοιχία ή αναλογία με τα ρεύματα ιδεών, στα οποία διακλαδίζεται κι ο δυτικοευρωπαϊκός” (σελ. 132). Είναι κρίμα που, ενώ ο Κονδύλης αναγνωρίζει –τη θεωρεί μάλιστα “ευνόητη”– την “ιδιομορφία της κοινωνικής αιτιολογίας” και τον ρόλο της για την πρόσληψη του δυτικού Διαφωτισμού από τους Έλληνες διανοούμενους, δεν απέδωσε τελικά καμιά σημασία στη δυνατότητα που εύλογα είχε, η κοινωνική αυτή ιδιομορφία, να επιφέρει βαθύτερες μεταβολές, δομικές εν πολλοίς, στο προσλαμβανόμενο ιδεολογικό υλικό. Ωστόσο και μόνο η μετακίνησή του “ανατολικότερα” –για να μην αναφέρω ξερά τυπικά το αντιθετικό αλλά και δυναμικά συνενούμενο δίπολο Εκκλησίας και Αρχαιότητας– αναμενόταν να διαφοροποιήσει καθοριστικά το υλικό αυτό, ώστε να αναδειχτεί μια ουσιώδης παραλλαγή του αρχικού υποδείγματος.
Προσωπικά δεν θα είχα αντίρρηση να συμφωνήσω μ’ αυτό που λέει ο Κονδύλης στα “Εισαγωγικά”, πως “η ‘ελληνική φιλοσοφία’ ως αδιάσπαστη συνέχεια θεμάτων και τάσεων με ειδοποιά χαρακτηριστικά αποτελεί κενό λόγο, ο οποίος ωστόσο σήμερα βρίσκει κι αυτός συχνά κάποιαν απήχηση κοντά στα άλλα ανιστόρητα φληναφήματα των διαφόρων κατευθύνσεων του ‘ελληνοκεντρισμού’” (σελ. 10). Αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι και η μόνη που διατυπώνεται κατά τη θεώρηση της ελληνικής ιστορίας –συνήθως όμως αυτή η εκδοχή, την οποία ο Κονδύλης γενικεύει, διατυπώνεται από ασχολούμενους, περισσότερο ή λιγότερο, με τη μια ή την άλλη μορφή πολιτικής ρητορείας, στα κράσπεδα ή και εκτός επιστήμης και ιστορίας. Την ιστορία άλλωστε γενικά, ποιος λίγο, ποιος πολύ, διαχειριζόμαστε οι περισσότεροι όχι με την αναγκαία προσοχή και “βάσανον”, συνειδητά ή και υποσυνείδητα.
Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου