Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικού) στον Άθω
Έχω επανειλημμένως εκφράσει την πίστη μου στις αξίες τού πολιτισμού μας, αλλά και μιλήσει για την υποχρέωσή μας να απομονώνουμε καθεστώτα, τα οποία επιλέγουν την πρακτική τής βαρβαρότητας και προς τους υπηκόους τους και προς την διεθνή κοινότητα. Στα καθεστώτα αυτά περιλαμβάνονται βεβαίως εκείνα της Τουρκίας και της Ρωσίας, τα οποία τίποτε δεν διδάχτηκαν από την Ιστορία, αντιθέτως στις μέρες μας έχουν κάμει κυρίαρχη κρατική ιδεολογία το αυτοκρατορικό τους παρελθόν, έχουν υιοθετήσει αντιδυτική ρητορική, οι δε σχέσεις και οι ενέργειές τους χαρακτηρίζονται απροκάλυπτα πλέον από αυτοκρατορισμό. Όσον δ’ αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία σήμερα, έχω να επισημάνω, ότι οι πρώτοι Ρώσοι που εισέβαλαν ήταν οι ρασοφόροι τού Μόσχας Κυρίλλου.
Μια εργασία τού Μ. Γ. Ταλαλάι με τίτλο «Η Ρωσική Εκκλησία και το Άγιο Όρος από τον 15ο μέχρι τις αρχές τού 20ού αιώνα», που δημοσιεύτηκε στην «Ιστορία τών Ρώσων Ορθοδόξων στο Εξωτερικό, Τόμος Ι. Μ.: MP ROC Publishing House, 2015» (М.Г. Талалай. Русская Церковь и Святая афонская Гора в XV — начале ХХ в. // История русского православного зарубежья. Том I. М.: Издательство МП РПЦ, 2015), δίνει μια ασφαλή εικόνα για τη διαχρονικότητα τών αντιλήψεων, επιδιώξεων και πρακτικών τών Ρώσων ιμπεριαλιστών. Η εργασία αυτή προσφέρει στοιχεία στην ιστορική έρευνα, όμως ουδέ κατ’ ελάχιστον μεταβάλλει αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Αντιθέτως μάλιστα επιβεβαιώνεται και εδώ η διαχρονικά ανθελληνική πολιτική τών ομόδοξων αδελφών μας, οι οποίοι και τότε επιδίωκαν να αλώσουν τον Άθω με τα ρούβλια και η απελευθέρωσή του από τον ελληνικό στρατό ματαίωνε τα σχέδιά τους. Δεν διστάζουν λοιπόν να ομολογήσουν την προτίμησή τους στην οθωμανική και όχι στην ελληνική διοίκηση. Παρουσιάζω και σχολιάζω σύντομα ορισμένα αποσπάσματα, δυστυχώς βασιζόμενος στην αυτόματη μετάφραση, μια και δεν γνωρίζω τη ρωσική. Να σημειώσω επίσης ότι απουσιάζει παντελώς κάθε αναφορά στον Μελέτιο Μεταξάκη. Για τούτο και για να συγκρίνει ο μη ειδικός αναγνώστης, αντιγράφω στο τέλος το κείμενο, που δημοσίευσα στο παρόν μέσο στις 19 Ιουνίου 2018.
Διαβάζουμε λοιπόν: «…Οι Ρώσοι θεωρούν ότι οι Έλληνες τών Αθηνών επιχειρούν να χρησιμοποιούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως προπύργιο του Ελληνισμού. Η Ρωσική πολιτική από το 1774 υπερασπίστηκε πάντοτε την Ανατολική Εκκλησία από τις καταπατήσεις τών Τούρκων και τόνιζε τον παγκόσμιο και υπερεθνικό χαρακτήρα τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. (…) Τα μεγαλύτερα ιερά τής Ανατολής, ο Πανάγιος Τάφος, οι Ιεροί Τόποι τής Παλαιστίνης, ο Άθως, πρέπει να ανήκουν σε όλους τούς Ορθοδόξους. Αυτή η πολιτική ήταν σε σύγκρουση με τις απόψεις τών κυβερνήσεων του Ελληνικού Βασιλείου, οι οποίες αγωνίζονταν για τα πρωτεία τών Ελλήνων και εθνικοποιούσαν την εκκλησιαστική ζωή τών Ορθοδόξων τής Ανατολής» (σελ. 289).
Και επειδή κάποιος θα μπορούσε να τους αντιλέξει ότι οι Ρώσοι απαιτούν να έχουν μερίδιο σε ό,τι δεν τους ανήκει, εκθέτουν την πραγματικότητα της εποχής, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιδίως εξαιτίας τής πανσλαβιστικής πολιτικής τους:
«…Η αντιπαράθεση μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων στον Άθω όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά και ενισχύεται από τον πλούτο των ρωσικών μοναστηριών και την εκρηκτική αντιπαράθεση για την επικράτηση στην Μακεδονία» (σελ. 291). «…Οι ανησυχίες για την ρωσοποίηση του Άθω και τη μεταβίβασή του στα ρωσικά χέρια αποτυπώνονται στην αναφορά τού Βούλγαρου αντιπροσώπου A. Shopov στις 22 Μαΐου 1900: “Ταξίδεψα από μοναστήρι σε μοναστήρι σε όλη τη χερσόνησο και νόμιζα ότι ταξίδευα στη Ρωσία. Σε κάθε βήμα, στους αρσανάδες, στα μοναστήρια, στα κελλιά, στο κέντρο τού καζά, στα δάση και τους δρόμους, παντού συναντάς Ρώσους μοναχούς και λαϊκούς. Αν σε όλο το Άγιον Όρος οι μοναχοί είναι δεκαπέντε χιλιάδες, οι δέκα χιλιάδες από αυτούς είναι Ρώσοι και καθημερινά ο αριθμός αυτών αυξάνεται”. Ουδείς αμφιβάλλει ότι σε λίγα χρόνια ο Άθως θα κατοικείται μόνο από Ρώσους, οπότε και πολιτικά θα ανήκει στη Ρωσία. (…) Οι Ρώσοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι είναι αδύνατον να αφήσουν χιλιάδες ομοεθνείς τους να υφίστανται τις αυθαιρεσίες μιας χούφτας Ελλήνων μοναχών» (σελ. 292).
«…Ύστερα από την κατάληψη του Άθω από τα ελληνικά στρατεύματα το 1912, οι Ρώσοι μοναχοί στράφηκαν στις Μεγάλες Δυνάμεις για υποστήριξη. Το 1913 συνέταξαν επιστολή προς την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, όπου, μεταξύ άλλων, προβάλλουν την απαίτηση να υψωθούν οι ρωσικές σκήτες τού Αγίου Αντρέα (Αντρεέφσκι) και του Προφήτη Ηλιού (Ιλιίνσκι) σε κυρίαρχες μονές, παρέχοντάς τους γη και δυνατότητα οικοδόμησης αρσανά…» (σελ. 301). Κυρίως όμως δεν πρέπει να αποδοθεί ο Άθως στη δικαιοδοσία τής Ελλάδας: «Η Ιστορία τού Άθωνα στον 20ο αιώνα χαρακτηρίζεται από το πέρασμά του στην κυριαρχία τού νεοελληνικού κράτους, το οποίο είχε την αντίληψη ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι κατεξοχήν μέσο για τη διάδοση της Ελληνικής Ιδεολογίας» (σελ. 302) (…) «Η ρωσική Κυβέρνηση αρχικά δεν εξέφρασε τη στάση της, μέχρι την απόβαση στο Άγιον Όρος. (…) Την ίδια στιγμή οι Ρώσοι διπλωμάτες γνώριζαν καλά ότι, μετά την αποχώρηση των Τούρκων, επιδεινώθηκε εκεί η θέση τής Ρωσίας. Γράφει ο υπολοχαγός Ditsch σε απόρρητο έγγραφο προς τον Ρώσο πρόξενο Θεσσαλονίκης: “Θεωρώ τον τρόπο δράσης τών Ελλήνων σε σχέση με τους Ρώσους εξαιρετικά εχθρικό. Η πολιτική τους συνίσταται εξ ολοκλήρου στο να εκδιώξουν τους Ρώσους”». Αλλά και ο υπουργός Εξωτερικών S. D. Sazonov γράφει για την κατάληψη του Άθω από τα ελληνικά στρατεύματα: “Η Ρωσική κυβέρνηση, η οποία πάντοτε προστάτευε τον Άθω από το ενδεχόμενο εισβολής στο έδαφός του από τουρκικά στρατεύματα και δεν επέτρεψε την κατασκευή φρουρίου σε αυτό, δεν μπορεί να θεωρήσει αποδεκτή μια μακρόχρονη παραμονή εκεί ελληνικού στρατού”» (σελ. 304). Πολύ σύντομα, εξαιτίας τών ρωσικών απαιτήσεων, η ελληνική στρατιωτική παρουσία στον Άθω μειώθηκε από χίλια άτομα σε δύο και τριάντα χωροφύλακες.
Οι Ρώσοι κελλιώτες, «οι πρώτοι που πολεμούν ενεργά ενάντια στην πολιτική τού εξελληνισμού τού Άθω», γράφουν προς τον Μητροπολίτη Novgorod Arseny Stadnitsky στις 14 Ιανουαρίου 1913: «Εμείς οι ρωσικής καταγωγής μοναχοί θεωρούμε σκόπιμο να ενημερώσουμε τη Ρωσική κυβέρνηση για την αγανάκτησή μας από την καταπίεση που υφιστάμεθα και υπομένουμε από την Ελληνική κυβέρνηση και τις ελληνικές μονές, που πήραν όλη την εξουσία στα χέρια τους και μας στέρησαν και τα πιο στοιχειώδη ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματά μας» (σελ. 305).
Ύστερα από την αποτυχία επιβολής τού ρωσικού σχεδίου, το οποίο προέβλεπε για το Άγιον Όρος συγκυριαρχία από όλες τις κυβερνήσεις τών Ορθοδόξων κρατών, οι κελλιώτες προσπαθούν να περιγράψουν, μάλλον ανεπιτυχώς, μια υποτιθέμενη ζοφερή κατάσταση: «Λόγω των νέων υψηλών δασμών, τα εμπορεύματα σαπίζουν. (…) Ένας μεγάλος αριθμός [Ελλήνων] στρατιωτών, που κατέλυσαν στις ρωσικές μονές, λόγω του ότι διαθέτουν καλύτερα καταλύματα και δωρεάν φαγητό, προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε αυτές» (σελ. 306).
Η Ιστορία τίθεται σε αμφισβήτηση, για να ξαναγραφεί. Στις 12 Μαΐου 1913 οι Ρώσοι κελλιώτες γράφουν προς την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη στο Λονδίνο: «Δεν είναι γνωστό αν ανήκε ποτέ ή όχι το Άγιον Όρος στην Ελλάδα. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο γηγενής πληθυσμός έφυγε και στα τέλη τού 7ου αιώνα οι κάτοικοι του Άθω δεν ήταν μόνο Έλληνες, αλλά και Σλάβοι, Αλβανοί, Γεωργιανοί. Από τους Έλληνες κτίστηκαν μόνο 5 μοναστήρια, τα δε υπόλοιπα 15 από Βουλγάρους, Σέρβους, Γεωργιανούς, Ρουμάνους και Ρώσους. Το ισχύον σύστημα διαχείρισης του Άθω, που καθιερώθηκε το 1626, δεν είναι δίκαιο, αφού δεν λαμβάνονται υπόψη μονές με αριθμό μοναχών υπέρτερο εκείνου τών κυρίαρχων μονών» (σελ. 307).
Και οι Ρώσοι κελλιώτες προτείνουν να αναγνωριστεί ο Άθως ως ουδέτερο έδαφος υπό την προστασία τής Ρωσίας και των Βαλκανικών κρατών. Επίσης να υπάρχει εσωτερική αυτοδιοίκηση, να επιστρέψουμε δηλαδή στο οθωμανικό στάτους, όταν και οι Τούρκοι αξιωματούχοι δεν επενέβαιναν στις υποθέσεις τών μοναχών. (…) Ζητείται επίσης η συνέλευση του Αγίου Όρους να απαρτίζεται από εκπροσώπους με αντιστοιχία ένας για κάθε 200-250 μοναχούς.
Σε έκκλησή τους οι Ρώσοι κελλιώτες προς το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών διατυπώνουν απαιτήσεις:
1. Να αναγνωριστεί και να τελεί υπό την προστασία τής ρωσικής Κυβέρνησης η ρωσική κοινότητα ως Ενωμένη Αδελφότητα του Ρωσικού Μοναχισμού τού Αγίου Όρους.
2. Ως προς την εξωτερική εκκλησιαστική διοίκηση, η Ρωσική Αδελφότητα να μην αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά να υπάγεται σε ειδική επισκοπική έδρα, που θα ιδρυθεί επί τούτου.
Δεν μπορεί να διαφύγει την προσοχή ότι είναι οι Ρώσοι κελλιώτες αυτοί που αγωνίζονται, για να ευοδωθούν τα σχέδια του πανσλαβισμού, όχι οι επίσης Ρώσοι μοναχοί τής κυρίαρχης ρωσικής μονής, του Παντελεήμονος. Είναι νομίζω μια έμμεση απόδειξη ότι οι εκ Ρωσίας καραβιές μοναχών δεν υπηρετούσαν την Ορθοδοξία. Ο Ταλαλάι, αναφερόμενος στο Υπόμνημα των Ελλήνων μοναχών (26-28 Σεπτεμβρίου 1913) προς την Πρεσβευτική τού Λονδίνου Συνδιάσκεψη, όπου τονίζεται ότι το καθεστώς στον Άθω στηρίζεται στο αμετάβλητο των αρχαίων εθίμων, και αφού πρώτα ο Ρώσος ιστορικός επισημάνει πως το νυν σύστημα διοίκησης με τις 20 κυρίαρχες μονές ισχύει από τον 17ο αιώνα και εντεύθεν, γεγονός που απορρίπτει το βασικό επιχείρημα των Ελλήνων, θα παρατηρήσει αμήχανα: «Κατά ένα περίεργο τρόπο το έγγραφο αυτό [το Υπόμνημα των Ελλήνων μοναχών] υπέγραψε και ο εκπρόσωπος της Μονής Παντελεήμονος Ιερομόναχος Agafodor».
Ο Ταλαλάι, για να κάνει πασίδηλο τον υποτιθέμενο εθνικιστικό πνεύμα τών Ελλήνων και τον αντιρωσισμό τους, δίδει το τέλος τού Υπομνήματος: «…Η ελευθερία, Εξοχώτατε, είνε ελληνικόν προϊόν, όπερ συνδυασθέν μετά των ελληνικών γραμμάτων τα μάλιστα συνετέλεσεν εις τον εκπολιτισμόν και την εξημέρωσιν συμπάσης τής ανθρωπότητος. Εις εποχήν λοιπόν, καθ’ ην λαοί άγριοι και βάρβαροι απολαύουσι τού ελληνικού τούτου προϊόντος, υπό την τετιμημένην τής Ελλάδος σημαίαν υπαχθέντες, θα υποδουλωθώμεν ημείς οι Μοναχοί τού Αγίου Όρους υπό το σκήπτρον φυλής ήκιστα φιλελευθέρας, προοδευτικής και εκπολιτιστικής; Μη γένοιτο!».
Φυσικά το Υπόμνημα ούτε κατά διάνοια αποτελεί έμπνευση κάποιων υποτιθέμενων Ελλήνων εθνικιστών μοναχών, για τούτο και, εκτός του Ρώσου, συνυπέγραψαν και ο Σέρβος εκπρόσωπος της Μονής Χιλανδαρίου και ο Βούλγαρος της Μονής Ζωγράφου. Οι Αθωνίτες μοναχοί έβλεπαν τον κίνδυνο και υπέγραφαν για την Ορθοδοξία. Τούτο δυστυχώς εδώ παρασιωπείται.
Η Ρωσία εν Ελλάδι. Ολίγα ιστορικά με αφορμή τις απελάσεις Ρώσων
Όχι λίγες φορές σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις έχω ακούσει ανθρώπους τής Εκκλησίας μας, κυρίως λαϊκούς και μοναχούς, να λέγουν ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε χάσει τον δρόμο τής Ορθοδοξίας και ότι οι αδελφοί μας οι Ρώσοι δείχνουν την ορθή πίστη. Φτάνουν μάλιστα κάποιοι να ισχυρίζονται ότι είμαστε ανίκανοι και πρέπει επιτέλους να λάβουν οι Ρώσοι τα ηνία τής πίστης μας. Βεβαίως αυτή η αντίληψη είναι υποβολιμαία. Δυστυχώς αυτά και άλλα παρόμοια ακούγονται σε «αυστηρά» μοναστήρια, αλλά και σε Μητροπόλεις, οι αρχιερείς τών οποίων διατηρούν σχέση στενή με τους Παλαιοημερολογίτες, δημοσιεύονται δε πλέον ευθαρσώς σε έντυπα, που έχουν το ύφος και το ήθος παραθρησκευτικών οργανώσεων. Σε ένα από αυτά, στον Ορθόδοξο Τύπο, προ διετίας και σε σειρά 4-5 δημοσιευμάτων τους δύο καλοί χριστιανοί, ένας Κύπριος θεολόγος και ένας αγιορείτης μοναχός, σχεδόν συγχρόνως με το Γραφείο Αιρέσεων και Παραθρησκειών τής Ι. Μ. Πειραιώς, ανέλαβαν να με στιγματίσουν ως μασόνο, πιθανώς αιρετικό και βλάσφημο του Αγίου Πνεύματος. Δεν τους απάντησα, διότι γνωρίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι τρέφονται με την αντιπαράθεση, και το πράγμα έμεινε εκεί.
Αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Ορθοδοξία δεν μου αρέσουν. Με λυπούν οι κακές σχέσεις μεταξύ Φαναρίου και Αθηνών. Με συντρίβει που πιστοί κακοποιμαίνονται και οδηγούνται σε άρνηση της ίδια της ουσίας τής θρησκείας μας, που είναι η αγάπη. Οι Ρώσοι χριστιανοί αδελφοί μας έχουν γίνει πρότυπό μας και από ετών είναι αθρόα η εισαγωγή Ρώσων αγίων, στους οποίους αποδίδονται θεϊκές ιδιότητες. Υποβαθμίζουμε ως και τους Αποστόλους, φερ’ ειπείν ουδείς διαβάζει το κατά Λουκάν, γνωρίζουμε όμως καλά τον Λουκά τον ιατρό, τον εκ Κριμαίας. Και σε καιρό βαθιάς κρίσης για την πατρίδα μας έχουμε αθρόα εισροή ρουβλιών, μέρος των οποίων χρησιμοποιείται στην ανέγερση χρυσότρουλων ναών, που δεν καλύπτουν καμιά λατρευτική ανάγκη.
Με όλα αυτά δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία η απέλαση Ρώσων διπλωματών από τη χώρα μας, βεβαίως ούτε και ότι βρέθηκαν πρόθυμοι υπηρέτες να προσφέρουν την πένα τους υπέρ της Ρωσίας, χωρίς να εξετάσουν εάν έχουν κάποια βάση οι αιτιάσεις της Κυβέρνησής τους, εάν πράγματι πλήττονται τα συμφέροντα της πατρίδας τους, χωρίς να αναρωτηθούν αν οι ίδιοι αποδεικνύονται αφελείς ή προδότες. Με ψυχή υπόδουλη ταυτίζονται στη συνείδησή τους με τον υπόδουλο στον Τούρκο πρόγονο, που τραγουδούσε προεπαναστατικά: «Ακόμα τούτη την άνοιξη / ραγιάδες, ραγιάδες, / τούτο το καλοκαίρι, / καημένη Ρούμελη, / όσο να ρθει ο Μόσκοβος / ραγιάδες, ραγιάδες, / να φέρει το σεφέρι, / Μοριά και Ρούμελη». Ό,τι και να πεις δεν θα πειστούν ότι η Ρωσική πολιτική ουδέποτε δικαίωσε τους πόθους τών Ελλήνων, ότι ήταν και παραμένει ευκαιριακή. Ότι αυτό το περίφημο «ξανθό γένος» τών μετά Χριστόν προφητών του, που «θα ελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη και θα την αποδώσει στους Έλληνες», δεν εργάζεται παρά για την πραγμάτωση της ιδεολογίας τού Πανσλαβισμού.
Εν πάση περιπτώσει, διαβάζοντας τα σημερινά, πληροφορούμαι ότι οι απελαθέντες εργάζονται για την Ορθόδοξη Αυτοκρατορική Εταιρεία Παλαιστίνης, η οποία ιδρύθηκε το 1882 από τον τσάρο Αλέξανδρο Γ΄ και σήμερα προεδρεύει ο πρώην πρωθυπουργός Στεπάτσιν. «Σκοπός της Ένωσης ήταν η ακαδημαϊκή οργάνωση για τη μελέτη της Μέσης Ανατολής και η προάσπιση της ορθόδοξης πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά σήμερα δραστηριοποιείται στην υπεράσπιση των ρωσικών συμφερόντων στην ίδια περιοχή, παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, υπεράσπιση των δικαιωμάτων των χριστιανών κτλ.» (Η Καθημερινή).
Στο βιβλίο μου «Ο Δέκατος Τρίτος Απόστολος. Πράξεις Μελετίου Μεταξάκη (1871-1935) [Μητροπολίτης Κιτίου, Κύπρος (1910-18), Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1918-20), Οικουμενικός Πατριάρχης (1922-23), Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1926-1935)]» η οργάνωση αυτή αναφέρεται ως Παλαιστίνιος Εταιρεία. Ας δούμε τι έγραφε το 1879 σε έκθεσή του προς την ελληνική Κυβέρνηση ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Ελλάδα τρία χρόνια πριν από την ίδρυση της οργάνωσης αυτής: «…[Η Αγιοταφική Αδελφότης] δεν έχει να παλαίση μόνον υπέρ τής Ορθοδοξίας προς τους αλλοδόξους τής Ευρώπης και Ανατολής λαούς, αλλ’ έχει και προς αυτούς τούς ομοδόξους υπέρ τού Ελληνισμού ν’ αγωνισθή, και ίσως τον δεινότατον των αγώνων. Διότι ήδη προ τριών περίπου δεκαετηρίδων ήρξατο κραταιά ομόδοξος επικράτεια, επιζητούσα εκ παντός τρόπου να θέση πόδα κατοχής επί των ημετέρων Προσκυνημάτων, αλλ’ εις ανίκητον προσκρούσασα τότε ήδη εκ μέρους ημών αντίστασιν, απεφάσισε να φυλάξη κατάλληλον προς τούτο καιρόν και τραπή τεχνικωτέραν οδόν• διό, ανεγείρασα ευρύτατα και δαπανηρότατα προ της πόλεως Ιερουσαλήμ οικοδομήματα, εγκατώκισεν εν αυτοίς διπλήν Προπαγάνδαν, πολιτικήν άμα και εκκλησιαστικήν, σκοπόν αποκλειστικόν σχεδόν έχουσαν να εξασθενίση την του Παναγίου Τάφου Αδελφότητα, και, εμβάλλουσα αυτήν εις περισπασμούς ποικίλους και ανάγκας δεινάς, να εκβιάση ό,τι αύτη, άλλως σκεπτομένη, γενναίως και υπερηφάνως ηρνήθη. Και τίς δύναται να παραστήση τον κατά ταύτης ύπουλόν τε και κεκηρυγμένον πόλεμον των ισχυρών ομοδόξων; Κατακράτησιν των προσόδων και πτώχευσιν της αγιοταφικής Αδελφότητος άχρι λιμοκτονήσεως, διχοστασίας εν τω της Παλαιστίνης ορθοδόξω πληρώματι, εξέγερσιν των Αράβων κατά τής Αδελφότητος, σκάνδαλα προς εσωτερικόν αυτής διχασμόν, απειλάς, πιέσεις διά της Κυβερνήσεως, εκθρονίσεις πατριαρχικάς, τα πάντα μετήλθον, τα πάντα εξεμεταλλεύθησαν, ίνα εισχωρήσωσι βαθμηδόν εντός τών ιερών Προσκυνημάτων, παραγκωνίζοντες τους ορθοδόξους Έλληνας…».
Η σημαντικότερη επιτυχία τής Παλαιστίνιας Εταιρείας ήταν το 1898, όταν κατόρθωσε να εκδιώξει από την Αντιόχεια τον Κυπριακής καταγωγής Πατριάρχη Σπυρίδωνα. Γράφει ο Κωστής Κοκκινόφτας στην εργασία του «Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Σπυρίδων»: «…Ο Σπυρίδων έθεσε ως στόχο του την αναδιάρθρωση της Αντιοχικής Εκκλησίας και για τούτο διέθεσε την τεράστια προσωπική του περιουσία στην Κύπρο υπέρ αυτής. Έθεσε τις βάσεις μεγολόπνοης εκπαιδευτικής πολιτικής και ενίσχυε οικονομικά μητροπόλεις, αρχιερείς και ιερείς τού θρόνου του. Επίσης χάραξε ευθύς εξ αρχής πολιτική προσέγγισης των αραβοφώνων, με αποτέλεσμα να μη λείψουν τα εναντίον του επικριτικά σχόλια, ότι τάχα υπηρετούσε ανθελληνικές θέσεις. Όμως στην πραγματικότητα είχε να αντιπαλέψει την Παλαιστίνιο Εταιρεία, την οποία κατηύθυνε ο Ρώσος πρόξενος στη Δαμασκό Αλέξιος Μπελιάγεφ…».
Γράφει ο τότε αρχιμανδρίτης Μελέτιος σε επιστολή του σχετικά με την προσπάθεια της Ρωσίας να αναβαθμίζει τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή: «…Γινώσκομεν καλώς ότι η μήτηρ Ελλάς δεν υπάρχει ελπίς να επικρατήση ποτέ εν Συρία και Παλαιστίνη, θα ήτο άρα προτιμότερον να ευχώμεθα την επικράτησιν ετέρου ομοδόξου κράτους. Πράγματι ουδέν τούτου φυσικώτερον. Δυστυχώς όμως τα αισθήματα των αγιοταφιτών Ελλήνων είνε όλως διάφορα…». Παρά την όντως απαράδεκτη στάση τών Ελλήνων προς τον ιθαγενή Ορθόδοξο λαό, αφού δεν του επέτρεπε να ανέλθει στον τρίτο βαθμό τής ιεροσύνης, αυτό που προέχει είναι η προστασία τής Ορθοδοξίας από τις αρπακτικές βλέψεις τών Ρώσων. «…Ο μεν Ρωσσικός λαός διατηρεί πράγματι εν τη συνειδήσει του ανεξάληπτον την προς το ελληνικόν έθνος ευγνωμοσύνην, οι Ρώσσοι όμως πολιτικοί κατέχονται υπό όλως αλλοίων αισθημάτων. Ακόρεστος φιλοκτημοσύνη, διάδοσις του Πανσλαυϊσμού, συγχώνευσις όσον το δυνατόν περισσοτέρων λαών προς αυτόν, ιδού το πρόγραμμα των σημερινών Ρώσσων πολιτικών. Το πρόγραμμα τούτο δεν είνε νέον, εξεδηλώθη όμως σαφέστατα κατά τα τελευταία 25 έτη. Χριστιανικόν πνεύμα ήκιστα εμπνέει τας ενεργείας τής πολιτικής ταύτης. (…) Αλλ’ οι Ρώσσοι εν τίνι δικαιώματι θέλουσι να εκδιώξωσιν εντεύθεν τους Έλληνας και αντ’ αυτών να μείνωσιν αυτοί; Εάν αι ενέργειαί των έφερον φιλανθρωπικόν χαρακτήρα, εάν πράγματι η υπεράσπισις της Ορθοδοξίας ήτο ο αληθής αυτών σκοπός, τότε θα ήσαν όντως αξιέπαινοι, δυστυχώς όμως αυτά τα πράγματα μαρτυρούσιν ότι η Ορθοδοξία δι’ αυτούς είνε απλούν όργανον κατακτήσεως, και όπως και υμείς παραδέχεσθε, η Παλαιστίνειος εταιρία απλώς εργάζεται, όπως προπαρασκευάση το έδαφος τής κατακτήσεως…». Ιδρύει η Παλαιστίνιος Εταιρεία σχολεία και μόνη σπουδή τών δασκάλων είναι να μάθουν τα παιδιά τη ρωσική γλώσσα. Και η Εταιρεία περιορίζει τη δράση της «εις τον κατά τών Ελλήνων κληρικών πόλεμον, ως εάν ούτοι κωλύουσιν αυτή να επεκτείνη τας ευεργεσίας της. Οι άσπονδοί της εχθροί δεν είνε ούτε οι Λατίνοι ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι, αλλ’ οι Έλληνες. Ούτοι πρέπει εξάπαντος να λείψωσιν εκ του μέσου. (…) Ουδενός μέσου φείδονται όπως υποσκάψωσι τα θεμέλια των Ελλήνων. Και δεν περιορίζονται μόνον εις τους Αγιοταφίτας, αλλά εκτείνονται και επί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το οποίον ονειδίζουσι βαναυσότατα, διότι δεν αφίνει τους Βουλγάρους και τους Σέρβους να επικρατήσωσιν ελευθέρως εις την Μακεδονίαν. Εις τας ενταύθα σχολάς των αναφανδόν διαβάλλουσι τους Έλληνας προς τους Άραβας παίδας…». Οι Ναζαρηνοί πέταξαν από την εκκλησία τους τα ελληνικά βιβλία, το ίδιο έγινε στη Δαμασκό, όπου μάλιστα ρίχτηκαν πυροβολισμοί εντός τού ναού Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα. «Ενώπιον άρα τοιαύτης στάσεως των Ρώσσων, ουδόλως μέμφομαι τους Αγιοταφίτας ότι ζητούσι να υπερασπίσωσιν εαυτούς και δεν εννοούσι να παραχωρήσωσιν αμαχητί την θέσιν των, ην διά τοσούτων αγώνων και μόχθων επί τόσους αιώνας διετήρησαν εν Παλαιστίνη, εις τους αδελφούς Ρώσσους, οίτινες ως και το Άγιον Όρος μαρτυρεί, κακήν ποιούνται χρήσιν τής δυνάμεώς των. Ενδέχεται επί τέλους ως ισχυρότεροι να υπερισχύσουν, αλλ’ η ιστορία δεν θα κατακρίνη τους Αγιοταφίτας διά τούτο, εάν γενναίως αγωνισθέντες υποκύψωσιν εις την υπεροχήν…».
Και αλλού: «Πριν ή ιδρυθή το πρώτον ρωσικόν ίδρυμα εν Ανατολή δεν υπήρχον ουδέ ελληνικά. Τα πάντα ήταν ορθόδοξα. Εν ονόματι τής ορθοδοξίας η Ρωσία εδικαιούτο να θεωρή, και εθεώρει πράγματι, ιδικόν της παν ό,τι οι Έλληνες δι’ όλων τών αιώνων διεφύλαξαν εκ της πλουσίας πατρογονικής των κληρονομίας• και οι Έλληνες δ’ ωσαύτως, κατ’ αμοιβαιότητα θεωρούντες ιδίαν αυτών δύναμιν τής ομοδόξου Αυτοκρατορίας την προστασίαν, ουδεμίαν εποιούντο διάκρισιν μεταξύ εαυτών και των Ρώσων. Εν τω προσώπω αυτών έβλεπον αδελφούς εν πίστει αξίους πάσης τιμής και εμπιστοσύνης. Αρκεί δε να αναφέρωμεν το γεγονός ότι ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος Ουσπένσκης διωρίσθη Πρόεδρος τής Εφορείας τών Σχολών τού Ιερού Κοινού τού Παναγίου Τάφου, εν ω είχεν εις το θυλάκιόν του τα μυστικά έγγραφα τής απορρήτου εις την Ανατολήν αποστολής αυτού, ίνα γνωρισθή προσηκόντως ποίου είδος δεσμός υπήρχε μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων προ της αποκαλύψεως τής νέας ρωσικής πολιτικής. Ο Θεός δεν ηθέλησε να μείνη επί πολύ κεκρυμμένον το πρόγραμμα τής νέας κατευθύνσεως. Η πρώτη ανεπίσημος εις Ιεροσόλυμα αποστολή, υφ’ ην τόσα και τόσα επέτυχεν ο Πορφύριος Ουσπένσκης, εκρίθη αναγκαίον να επισημοποιηθή εις ρωσικόν πνευματικόν ίδρυμα υπό την επωνυμίαν «Πνευματική Αποστολή», με ίδια οικήματα και Ναούς, με ίδιον κύκλον δικαιοδοσίας. Από της στιγμής εκείνης το Ορθόδοξον διηρέθη εις ελληνικόν και ρωσικόν. Έκτοτε τα ελληνικά είνε ελληνικά και τα ρωσικά είνε ρωσικά. Και αρχίζει η περίοδος της πάλης, κατά την οποίαν οι τέως αδελφοί γίνονται αλλήλων πολέμιοι».
Το 1908 η Παλαιστίνιος Εταιρεία υποκίνησε τους Αραβόφωνους Ορθοδόξους και στα Ιεροσόλυμα κατά τής Αγιοταφικής Αδελφότητας. Εξεδιώχθη ο Μελέτιος, ο οποίος ήταν τότε Αρχιγραμματέας τής Ιεράς Συνόδου, ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και εκεί η Οθωμανική κυβέρνηση τον κάλεσε να υποβάλλει μνημόνιο για τα Ιερά Προσκυνήματα. Η απόφαση του Σουλτάνου στηρίχθηκε στο υπόμνημα του Μελετίου. Έτσι το καθεστώς παρέμεινε σταθερό και η ρωσική απόπειρα έπεσε στο κενό.
Για τα γεγονότα αυτά γράφει το 1913 ο Μελέτιος στο έργο του «Το Άγιον Όρος και η Ρωσική Πολιτική εν Ανατολή»: «Τα εν Παλαιστίνη προσκυνήματα κατέχουσι πολλά δόγματα και πολλά έθνη, το δε διέπον αυτά διεθνούς κύρους καθεστώς καταντά να επεκτείνηται και μέχρις αυτών τών προσωπικών συνθέσεων. Τα δικαιώματα δηλονότι του καθολικού δόγματος διά των διεθνών πράξεων είναι κατακεκυρωμένα επ’ ονόματι τού τάγματος «τής κουστωδίας τής Αγίας Γης». Ωσαύτως τα δικαιώματα τού ελληνορθόδοξου δόγματος διά των σουλτανικών Φιρμανίων και των αυτών διεθνών συνθηκών είνε κεκυρωμένα εις όνομα «του Έλληνος Πατριάρχου και των Ελλήνων Μοναχών τής Ιερουσαλήμ», γνωστών υπό το όνομα «Αγιοταφική Αδελφότης». Εντεύθεν ό,τι δικαιούνται να πράξωσιν εις τα Ιερά Προσκυνήματα οι Καθολικοί Μοναχοί τής «Κουστωδίας τής Αγίας Γης», δεν δικαιούνται να πράξωσιν οι επίσης Καθολικοί Μοναχοί «Δομινικανοί», «Ασσομψιονισταί», «Λαζαρισταί», «Ιησουίται», «Λευκοί Πατέρες», και είτινες άλλοι Μοναχοί τού καθολικού δόγματος. Επίσης τα δικαιώματα, τα ενασκούμενα κατά νόμον υπό των Ελλήνων Μοναχών τής «Αγιοταφικής Αδελφότητος», είναι αδύνατον να ενασκηθώσιν υπό κληρικών Ρώσων, Αράβων, Ρωμούνων ή οιασδήποτε άλλης Ορθοδόξου εθνότητος. Οι Ρώσοι ουδέν αφήκαν μέσον, όπερ δεν έθηκαν εις ενέργειαν, ίνα επιτραπή αυτοίς να λειτουργώσι μόνοι επί του Παναγίου Τάφου ή επί του Γολγοθά ή επί του τόπου τής Γεννήσεως ή επί του μνήματος τής Θεοτόκου, έστω και άπαξ της εβδομάδος ή και άπαξ του μηνός. Η επιθυμία των εύρε πάντοτε τείχος ανυπέρβλητον τας διαμαρτυρίας τών συγκυριάρχων, επικαλουμένων το καθεστώς…».
Στις 2 Νοεμβρίου 1912 ελληνικά ναυτικά αγήματα από την ναυαρχίδα «Αβέρωφ» και τα μικρότερα πολεμικά «Πάνθηρ», «Ιέραξ» και «Θύελλα» απελευθερώνουν τη χερσόνησο του Άθω. Εκεί παραμένουν ελάχιστοι Έλληνες στρατιώτες και χωροφύλακες, επιπλέον δε ένας βουλγαρικός λόχος, ο οποίος ζήτησε και του επιτράπηκε να επισκεφθεί για προσκυνηματικούς λόγους τη Μονή Ζωγράφου, ο οποίος όμως άδραξε την ευκαιρία και στρατωνίστηκε. Αυτό το απόσπασμα Βουλγάρων στρατιωτών και κομιτατζήδων τελικά αιχμαλωτίστηκε από τον ελληνικό στρατό κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα η Αγία Πετρούπολη προς την Αθήνα, θεωρώντας παράνομη την πολεμική δράση τού ελληνικού Στρατού σε έδαφος ουδέτερο.
Τον Αύγουστο του 1913 ο Μελέτιος καταφτάνει στο Άγιο Όρος ως εντολοδόχος τής ελληνικής Κυβέρνησης, για να μελετήσει την εκεί κατάσταση, που δείχνει απελπιστική για τα ελληνικά δίκαια, και να υποβάλει προτάσεις. Η Ρωσία εγκαταλείπει οριστικά την όποια φιλελληνική της πολιτική με το που τα ελληνικά στρατεύματα εισέρχονται νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη. Οι εξελίξεις βρίσκουν απροετοίμαστους τους Ρώσους, οι οποίοι εποφθαλμιούν το Άγιον Όρος, θεωρώντας το σημείο υψίστου ενδιαφέροντος για τον σλαβικό κόσμο και, βέβαια, η κατάληψή του από τον ελληνικό στρατό αποτελεί μείζονα δοκιμασία για την πανσλαβιστική πολιτική. Στο εξής λοιπόν φροντίζουν να παρουσιάζουν την Ελλάδα ως απειλή τών συμφερόντων τής Ορθοδοξίας και των μοναχών και αγωνίζονται να επιτύχουν τη συμφερότερη για τους ιδίους λύση. Ο Μεταξάκης αποκαλύπτει τις ρωσικές επιδιώξεις, όπως αυτές καταγράφονται στο φύλλο τής 12ης Οκτωβρίου 1913 της εφημερίδας “Ρωσική Σημαία”: «Η Ρωσία υπελόγιζε να αποκτήση ίδιον λιμένα εν Καβάλλα, παραχωρουμένη τη Βουλγαρία. Μετά την υπό των Ελλήνων όμως κατάκτησιν αυτής, η Ρωσία είδεν εαυτήν και πάλιν εν τη ανάγκη να σκεφθή περί βάσεως εν τη Μεσογείω, τοιαύτη δε δεν υπελείπετο άλλη πλην του όρμου τών Καρυών (θέλει να είπη της Δάφνης) εις τους πρόποδας τού Αγίου Όρους. Προς κατάληψιν αυτού εχρειάζετο αφορμή, τοιαύτη δε εδημιουργήθη διά της αιτήσεως ενός Μοναστηρίου τού Άθω, ζητήσαντος της προστασίας τής Ρωσίας». Την αίτηση είχε υποβάλει το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, το οποίο από το 1875 που εξέλεξε για πρώτη φορά Ρώσο ηγούμενο –όχι χωρίς παρασκήνιο και βία– ήταν σε ρωσικά χέρια. Να σημειωθεί ότι πριν από αυτήν την εξέλιξη οι ρωσικές κτήσεις στον Άθω περιορίζονταν στη Σκήτη τού Προφήτη Ηλιού, που ανήκε στην ελληνική Μονή τού Παντοκράτορος, και με αριθμό 10-20 μοναχών, και σε 5-10 καλύβες τού Παντοκράτορος και του Σταυρονικήτα. Και ότι η ρωσική διείσδυση είχε αρχίσει ήδη από τα μετεπαναστατικά τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας χρόνια, όταν τα ερειπωμένα και τα καταχρεωμένα μοναστήρια βρήκαν στήριγμα στους Ρώσους αδελφούς.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1878, στη Συνθήκη τού Αγίου Στεφάνου ανάμεσα στην Οθωμανική και την τσαρική Κυβέρνηση, η Ρωσία υλοποιεί τα σχέδιά της για τη νότια Βαλκανική, επιβάλλοντας τη δημιουργία τού εξαμβλωματικού κράτους τής Μεγάλης Βουλγαρίας, που ξεκινούσε από το Δούναβη και κατέληγε στο Αιγαίο. Εξέλιξη που ευτυχώς ματαίωσε την ίδια χρονιά το Συνέδριο του Βερολίνου (13 Ιουνίου – 13 Ιουλίου). Στον Άγιο Στέφανο ωστόσο η Αγία Πετρούπολη «θυμάται» ακόμη τα δικαιώματά της στο Άγιο Όρος και τα επισημοποιεί, φροντίζοντας να υπάρχει ειδική μνεία για τους μοναχούς της, αν και τα δικαιώματα που ορίζονται στη Συνθήκη καλύπτονται ήδη από το Σουλτανικό διάταγμα της 14ης Μαρτίου 1876. Ο Μεταξάκης σημειώνει: Με την απελευθέρωση του Αγίου Όρους η Ρωσία προβάλλει δικαίωμα συγκυριαρχίας, ενώ το πιο φυσικό και σύμφωνο με τους κανόνες τής διεθνούς νομιμότητας θα ήταν να ζητήσει απλώς από την Ελλάδα να εξακολουθήσει να σέβεται τους Ρώσους μοναχούς…
Στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (1913) η τσαρική Ρωσία, εμφανιζόμενη ως προστάτις όλων τών Ορθοδόξων, προβάλλει την αξίωση, δήθεν για να εξασφαλιστεί ο διορθόδοξος προσκυνηματικός χαρακτήρας τού Αγίου Όρους, να κηρυχθεί τούτο εδαφικώς ανεξάρτητο υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ η διοίκηση θα ασκείται από αντιπροσώπους όλων τών Ορθοδόξων κρατών, που είχαν εκεί θρησκευτικά συμφέροντα, δηλαδή της Ελλάδας, της Ρωσίας, της Σερβίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και του Μαυροβουνίου. Σύμφωνα με τον Μεταξάκη στα “Σλαυϊκά Φύλλα” κάνει την εμφάνισή της και η πρόταση του καθηγητή Α. Δημητριέφσκη να αυξηθεί ο αριθμός τών μη ελληνικών ψήφων στην Ιερά Κοινότητα με την προαγωγή Σκητών και Κελλιών σε κυρίαρχες μονές.
Οι Έλληνες Αγιορείτες αντιδρούν αποφασιστικά και στις 3 Οκτωβρίου 1913 συνέρχονται στο ναό τού Πρωτάτου στις Καρυές και, «ενώπιον της θαυματουργού εικόνος τής Θεομήτορος του “Άξιόν Εστιν”», εκδίδουν το Ιερόν Ψήφισμα, στο οποίο δηλώνουν ότι θεωρούν το Άγιο Όρος τμήμα τής ελληνικής επικράτειας. Ο Μελέτιος είναι παρών. Το ψήφισμα είναι ομόφωνο και το υπογράφουν οι Καθηγούμενοι και οι Προϊστάμενοι των μονών.
Η Ιερά Κοινότητα τού Αγίου Όρους υποβάλλει στις 19 Αυγούστου / 3 Σεπτεμβρίου 1913 προς τον Εδουάρδο Γκρέυ, Πρόεδρο τής Συνδιάσκεψης τών Πρεσβευτών στο Λονδίνο, υπόμνημα με το οποίο αναιρούνται οι ισχυρισμοί τών Ρώσων Κελλιωτών. Οι Ρώσοι Κελλιώτες είναι παράνομοι, αφού παρέβησαν τους ιερούς κανόνες, τολμώντας να χρησιμοποιήσουν τις κοσμικές Αρχές, προκειμένου να υπερισχύσουν της Εκκλησιαστικής ή Μοναστηριακής Αρχής τους. Και η ποινή είναι καθαίρεση και αφορισμός. Οι ελληνικές αρχές, που διαδέχτηκαν τις τουρκικές στις 2 Νοεμβρίου 1912, σεβάστηκαν όλα τα προνόμια τών Αγιορειτών. Η συγκυριαρχία σημαίνει επιβολή μιας κατάστασης που είναι ξένη προς το μοναχικό πολίτευμα και ως αποτέλεσμα θα έχει την υποδαύλιση και εδώ τών φυλετικών παθών. Μόνη λύση είναι η μεταβίβαση στη δορυκτήτρια Ελλάδα όλων των δικαιωμάτων τής προκατόχου κατακτήτριας Τουρκίας με την παράκληση να σεβαστεί το πανάρχαιο προνομιακό καθεστώς τού Αγίου τούτου Τόπου. Καθεστώς, το οποίο στηρίζεται στους Ιερούς Κανόνες τών Αποστόλων, των Οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων και των πατέρων τής Ορθοδοξίας, κι ακόμη στις πατριαρχικές εγκυκλίους και σιγίλλια, στα χρυσόβουλλα και στις νεαρές τών ιδρυτών Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και στα υψηλά φιρμάνια τών ενδόξων Σουλτάνων.
Και στο Λονδίνο αποφασίζεται πως το Άγιο Όρος πρέπει να έχει αυτονομία ανεξάρτητη και ουδέτερη, οπότε σε πρώτη φάση αποφεύγεται η διεθνοποίησή του. Τελικά στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η χερσόνησος του Άθω αναγνωρίζεται ως αυτοδιοικούμενη περιοχή υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την εποπτεία του Ελληνικού κράτους. Οι Ρώσοι κελλιώτες, αφού χάνουν και τη στήριξη τής Μονής Παντελεήμονος, υποχωρούν πλήρως από τις αρχικές αξιώσεις τους και απλώς ζητούν να διατηρηθεί εκείνο που ήδη κατέχουν.
Αυτά τότε. Κατόπιν ήρθαν οι Μπολσεβίκοι και έπαψε για δεκαετίες να είναι η Ορθοδοξία αιχμή τού δόρατος της Ρωσικής Εξωτερικής πολιτικής. Με την κατάρρευση του κομμουνισμού επανήλθαμε στα γνωστά.
https://ardin-rixi.gr/archives/244387
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου