Έπειτα, μετά την εκτέλεση της αμαρτίας, μετέβαινε στην Εκκλησία, όπου έπεφτε μπροστά στην τίμια και σεβάσμια εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με πικρά δάκρυα εξομολογείτο προς τον Ιησού: «Κύριε, ελέησον με, και σήκωσε από πάνω μου τον φοβερό αυτό πειρασμό, διότι με βασανίζει φοβερά και με τραυματίζει με την πικρία των ηδονών. Δεν έχω, Δέσποτα μου, καθαρό το πρόσωπο πλέον, για να ατενίσω την εικόνα Σου και να δω την αγία Σου μορφή, και την λαμπρότερη από τον ήλιο θέα του προσώπου Σου, ώστε να γλυκαθεί ή καρδιά μου και να ευχαριστηθεί».
Ενώ δε ακόμη τα χείλη του ψιθύριζαν τους λόγους αυτούς, μόλις εξερχόταν από την εκκλησία, έπεφτε εκ νέου στον βόρβορο.
Παρ’ όλα ταύτα όμως δεν απελπιζόταν για την σωτηρία του, αλλά επιστρέφοντας από την αμαρτία, φώναζε, εντός της εκκλησίας, τα ίδια προς τον φιλάνθρωπο Θεό και Κύριο ή έλεγε τα εξής: «Κύριε μου, σε ορίζω εγγυητή στην υπόσχεση μου, ότι από τώρα και στο εξής δεν θα διαπράξω πότε πλέον αυτή την αμαρτία. Μόνον, αγαθέ και πολυεύσπλαχνε Κύριε, συγχώρησε όσες αμαρτίες από την αρχή μέχρις αυτής της στιγμής έχω διαπράξει».
Μόλις δε έδινε αυτές τις φοβερές υποσχέσεις, πάλι βρισκόταν αιχμάλωτος της πονηρής του αμαρτίας. Και άξιζε κανείς να θαυμάσει την γλυκύτατη φιλανθρωπία του Θεού και την άπειρη αγαθότητα, με την οποίαν ανεχόταν καθημερινά την αδιόρθωτη και πονηρή παράβαση και αγνωμοσύνη του αδελφού! Πραγματικά ο Θεός, λόγω του πλήθους του ελέους Του, επιζητούσε επίμονα την μετάνοια του αμαρτάνοντος εκείνου αδελφού και την αμετάστρεπτη επιστροφή του. Διότι αυτό συνέβαινε όχι επί ένα ή δύο ή τρία έτη, αλλά πλέον των δέκα ετών.
Βλέπετε, αδελφοί μου, την αμέτρητη ανοχή και την άπειρη φιλανθρωπία του Δεσπότη; Πώς συνεχώς μακροθυμεί, επιδεικνύει προς εμάς καλοσύνη, υπομένοντας τα φοβερά ανομήματα και αμαρτήματα μας; Εκείνο δε που προκαλεί την κατάπληξη και τον θαυμασμό για τους πλούσιους οικτιρμούς του Θεού, είναι ότι δεν οργιζόταν εναντίον του εν λόγω αδελφού, που αν και συμφωνούσε να μη επαναλάβει την αμαρτία, ψευδόταν συνεχώς.
Μία ημέρα λοιπόν, όπου γίνονταν αυτά που περιγράφουμε, αφού ο αδελφός διέπραξε την αμαρτία, έρχεται τρέχοντας στην εκκλησία, θρηνώντας, αναστενάζοντας και κραυγάζοντας με σπαραγμό, για να επισύρει την ευσπλαχνία του αγαθού Δεσπότη, να τον ελεήσει και να φύγει από τον βόρβορο της ασωτίας.
Καθώς λοιπόν παρακαλούσε τον φιλάνθρωπο Θεό, βλέποντας ο αρχέκακος και φθορέας των ψυχών μας διάβολος, ότι τίποτε δεν κερδίζει, διότι όσα αυτός επιτύγχανε διά της αμαρτίας, τα εξαφάνιζε διά της μετανοίας ο αδελφός, αποθρασυνθείς, λοιπόν, παρουσιάζεται στον αδελφό οφθαλμοφανώς, έχοντας το βλέμμα του προς την σεβάσμια εικόνα του Χριστού και λέγοντας προς τον ευσπλαχνικό μας Σωτήρα: «Τι θα γίνει με ημάς τους δύο, Ιησού Χριστέ, η άπειρη συμπάθεια σου προς τον αμαρτωλό με νικά και με συντρίβει στο έδαφος, διότι εξακολουθείς να δέχεσαι αυτό τον πόρνο και τον άσωτο, ο οποίος καθημερινά σε εμπαίζει και καταφρονεί την δύναμη σου. Γιατί λοιπόν δεν τον κατακαίς, αλλά μακροθυμείς και τον ανέχεσαι; Διότι θα δικάσεις κάποτε τους μοιχούς και τους πόρνους και θα εξολοθρεύσεις όλους τους αμαρτωλούς.
Πράγματι δεν είσαι δίκαιος Κριτής, αλλά όπου νομίσει η δύναμη Σου κρίνει επιεικώς και παραβλέπει. Έτσι ενώ εμένα για μικρή παράβαση υπερηφάνειας με έριξες από τους ουρανούς στην άβυσσο, αυτόν εδώ, καίτοι είναι πόρνος και άσωτος, επειδή όμως ενώπιον της εικόνας Σου έχει ριχτεί, του χαρίζεις με ηρεμία την συμπάθεια Σου.
Προς τι λοιπόν Σε ονομάζουν δικαιότατο Κριτή; Διότι, όπως βλέπω, και Συ, από πολλή καλοσύνη, δέχεσαι πρόσωπα ανθρώπων και παραβλέπεις το δίκαιο».
Αυτά τα έλεγε ο Διάβολος φαρμακωμένος από την πολλή του πίκρα, ενώ έβγαζε από τα ρουθούνια του μαύρη φλόγα.
Αφού είπε αυτά ο διάβολος σιώπησε. Εν συνεχεία ακούστηκε φωνή, προερχομένη από το ιερό Θυσιαστήριο, λέγοντας τα εξής «Ω δράκοντα παμπόνηρε και καταστρεπτικέ, δεν ικανοποίησες ακόμη την καταστρεπτική και πονηρή σου επιθυμία, το να καταπιείς τον κόσμο; ‘Αλλά έχεις ακόμη το θράσος να προσπαθείς, να αρπάξεις και αυτόν εδώ, που προσήλθε συντετριμμένος για να ζητήσει το έλεος της ευσπλαχνίας μου, και να τον καταπιείς; Έχεις την δύναμη να παραθέσεις τόσα πολλά αμαρτήματα, για να νικήσεις, μ’ αυτά, στον ζυγό της δικαιοσύνης, το τίμιο Αίμα, που έχυσα επάνω στον Σταυρό, χάριν αυτού; Ιδού η σφαγή μου και ο θάνατος μου προσφέρθηκαν για να συγχωρηθούν οι ανομίες του.
Αλλά και συ, όταν επιστρέφει και πάλι στην αμαρτία, δεν τον αποδιώχνεις, αλλά τον δέχεσαι μετά χαράς και δεν τον περιφρονείς, ούτε τον εμποδίζεις να διαπράξει την αμαρτία, από ελπίδα μήπως τον κερδίσεις. Και εγώ που είμαι ελεήμων και φιλάνθρωπος και συμβούλευσα τον κορυφαίο Απόστολο μου Πέτρο να συγχωρεί τον αμαρτάνοντα εβδομήντα φορές το επτά την ημέρα (Ματθ. ιη ́ 22), να μη τον ελεήσω και να μη τον σπλαγχνισθώ; Βεβαίως μόνο και μόνο, διότι καταφεύγει σε μένα, δεν θα τον αποστραφώ, μέχρις ότου τον κερδίσω. Άλλωστε εγώ σταυρώθηκα για τους αμαρτωλούς και χάρη της σωτηρίας τους άπλωσα επάνω στον σταυρό τις άχραντες παλάμες μου, ώστε εκείνος που το επιθυμεί, να καταφεύγει σε μένα και να σώζεται. Γι’ αυτό λοιπόν κανέναν δεν αποστρέφομαι, ούτε εκδιώκω, έστω και εάν φταίξει μυριάκις της ημέρας και μυριάκις επανέλθει κοντά μου και αυτός δεν θα αποχωρήσει από τον Ναό μου λυπημένος, διότι δεν ήλθα να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια».
Κατά το διάστημα που ακουγόταν αυτή η φωνή, ο διάβολος παρέμενε στην θέση του τρέμοντας, χωρίς να μπορεί να απομακρυνθεί. Κατόπιν άρχισε εκ νέου η φωνή να λέει: Άκουσε, απατεώνα και γι’ αυτά που λες, ότι δήθεν είμαι άδικος. Απ’ εναντίας εγώ είμαι προς όλους δίκαιος, διότι σε όποια κατάσταση βρω τον άνθρωπο, σ’ αυτή και τον κρίνω. ‘Ιδού λοιπόν και αυτόν τον βρήκα προ ολίγου να μετανοεί, να έχει επιστρέψει από την αμαρτία, να βρίσκεται μπροστά στα πόδια μου με ειλικρινή διάθεση να εγκαταλείψει την αμαρτία και ως εκ τούτου να σε έχει νικήσει.
Γι’ αυτό θα τον παραλάβω αμέσως τώρα και θα σώσω την ψυχή του, διότι δεν απελπίστηκε στην σκληρή προσπάθεια της σωτηρίας.
Εσύ δε κοίταξε την τιμή που δέχτηκε γι’ αυτό, να σκάσεις από τον φθόνο σου και να καταντροπιαστείς.
Ενώ λέγoνταν αυτά ο μετανοών αδελφός είχε ριχτεί μπροστά στην εικόνα του Σωτήρα, με το πρόσωπο κατά γης και θρηνολογώντας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Συγχρόνως με την εις Κύριον εκδημία του μετανοήσαντος αδελφού, επέπεσε στον σατανά μεγάλη οργή, σαν φωτιά από τον ουρανό, και τον κατέτρωγε.
Από αυτό το περιστατικό, αδελφοί μου, ας πληροφορηθούμε την άμετρη ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού και πόσο καλό Δεσπότη έχουμε, ώστε ποτέ πλέον να μη απογοητευθούμε για τις αμαρτίες μας, αλλά μετά ζήλου να φροντίσουμε για την σωτηρία μας.
2. Ένας άλλος πάλι, αφού μετανόησε για όσες αμαρτίες διέπραξε, ησύχασε (δεν υπέπεσε πλέον σε κάποιο παράπτωμα ή αμαρτία). Συνέβη λοιπόν αμέσως σχεδόν, να σκοντάψει σε μια πέτρα και να χτυπήσει το πόδι του. Από δε την πληγή έτρεξε τόσο αίμα, ώστε να λιποθυμήσει και να παραδώσει την ψυχή του.
Έρχονται λοιπόν αμέσως, μετά τον θάνατό του, οι δαίμονες, θέλοντας να πάρουν την ψυχήν του.
Οι Άγγελοι όμως τους σταματούν και τους λένε: Προσέξτε στην πέτρα και δείτε το αίμα του, το οποίο έχυσε στον αγώνα για την αγάπη του προς τον Κύριον. Όταν είπαν αυτά οι Άγγελοι, ελευθερώθηκε η ψυχή.
3. Σε ένα αδελφό, που περιέπεσε σε αμαρτία, εμφανίστηκε ο σατανάς και του λέει:
– Δεν είσαι Χριστιανός.
Ο αδελφός, χωρίς να παγιδευτεί από την γνώμη αυτή του διαβόλου, απαντά:
– Όποιος και εάν είμαι μέχρι σήμερα, από τώρα σε εγκαταλείπω.
Ο σατανάς επιδιώκοντας να του εμπνεύσει απόγνωση τού λέει πάλι:
– Εγώ σου λέω, ότι θα πας στην κόλαση.
Ο αδελφός, χωρίς να χάσει το θάρρος του, απαντά εκ δευτέρου:
– Δεν είσαι εσύ ο δικαστής μου, ούτε ο Θεός μου.
Έτσι ο σατανάς αναχώρησε, χωρίς να επιτύχει τίποτε.
Τότε ο αδελφός μετανόησε ειλικρινά ενώπιον του Θεού και αναδείχθηκε δόκιμος αγωνιστής.
4. Ένας αδελφός, κατεχόμενος από λύπη και μελαγχολία, απευθύνθηκε σε ένα Γέροντα και τον ρώτησε:
– Τι να κάνω; οι λογισμοί μου μου υποβάλλουν την σκέψη, ότι, τάχα, ασκόπως απαρνήθηκα τον κόσμο και δεν μπορώ να σωθώ.
Σε αυτά ο Γέροντας απάντησε τα εξής:
– Παιδί μου, και εάν ακόμη δεν κατορθώσουμε να εισέλθουμε στην γη της επαγγελίας, είναι προτιμότερο για μας να πέσουν τα μέλη μας στην έρημο, παρά να επιστρέψουμε στον τόπο της φοβερής δουλείας, την Αίγυπτο (Αριθμοί ιδ’, 29 – 33).
5. Ένας άλλος αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα:
– Πάτερ μου, τι εννοεί ο προφήτης, όταν λέει: »οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ»‘; (Ψαλμ. γ ́, 3).
Ο Γέροντας έδωσε την εξής απάντηση στην απορία του αδελφού:
– Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, που υποβάλλουν οι δαίμονες στον αμαρτήσαντα λέγοντας· από δω και πέρα δεν είναι δυνατόν ο Θεός να σε σώσει. Με αυτή δε την συμβουλή επιδιώκουν να κατακρημνίσουν τον αμαρτωλό στην απόγνωση. Αυτούς όμως τους λογισμούς πρέπει ο άνθρωπος να τους αντιμετωπίζει δια των λέξεων της Αγίας Γραφής: «Ο Κύριος είναι η καταφυγή μου και αυτός θα ελευθερώσει τα πόδια μου από την παγίδα» (Ψαλμ. κδ’, 15).
6. Ένας από τους πατέρες της ερήμου διηγήθηκε την εξής ωφέλιμη ιστορία: Κάποτε στην Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα ασκητήριο παρθένων. Μία Μοναχή λοιπόν από αυτές, από ενέργεια του πειρασμού έφυγε από το Μοναστήρι και έπεσε σε πορνεία. Σε αυτή την βδελυρή αμαρτία της πορνείας παρέμεινε αρκετό χρόνο.
Μετά από αυτά, με της συνέργεια του φιλανθρώπου Θεού, μετανόησε και επέστρεψε στο Μοναστήρι της. Πριν όμως προλάβει να μπει, πέθανε μπροστά στην πύλη.
Εν τω μεταξύ αποκαλύφθηκε σ’ ένα άγιο άνθρωπο ο θάνατος της. Κατά την αποκαλυπτική αυτή οπτασία – μεταξύ άλλων – είδε τους Αγίους Αγγέλους, που ήλθαν να παραλάβουν την ψυχήν της, και τους δαίμονες πίσω της.
Και οι μεν Άγιοι Άγγελοι έλεγαν, ότι
– αυτή ήλθε μετανοημένη και επομένως η ψυχή της ανήκει σε μας.
Οι δε δαίμονες απαντούσαν:
– Τόσο χρόνο δουλεύει σε μας και ως εκ τούτου είναι δική μας, άλλωστε ούτε καν πρόλαβε να μπει στο Μοναστήρι, πώς λοιπόν λέτε, ότι μετανόησε;
Οι Άγγελοι όμως τους αποστόμωσαν λέγοντας, ότι
– από την στιγμή, που ο Παντογνώστης Θεός αντιλήφθηκε, ότι η πρόθεση της έκλινε προς την μετάνοια, δέχθηκε ευχαρίστως την μετάνοια της (και την δικαίωσε). Και της μεν μετανοίας ήταν κυρία η ίδια, για τον σκοπό τον οποίο σκεπτόταν να πραγματοποιήσει. Της ζωής της όμως Κύριος ήταν και Δεσπότης των όλων.
Κατόπιν των λόγων αυτών καταισχύνθηκαν οι δαίμονες και αναχώρησαν εγκαταλείψαντες την ψυχή στους Αγγέλους.
΄Εκείνος, που είδε την αποκάλυψη αυτήν, την διηγήθηκε στους παρευρεθέντες.
7. Ο Αββάς Αλώνιος είπε:
– Εάν ο άνθρωπος θελήσει, μπορεί, από το πρωί έως το βράδυ, να έρθει σε θείο μέτρο.
8. Ένας αδελφός υπέβαλε την εξής ερώτηση στον Αββά Μωϋσή:
– Ας υποθέσουμε, ότι ένας άνθρωπος δέρνει τον δούλο του για κάποια αμαρτία, την οποίαν έπραξε. Τι θα πει δούλος;
Ο Γέροντας απάντησε:
– Εάν είναι δούλος καλός, θα πει: Κύριε μου, ελέησον με, αμάρτησα.
Ο αδελφός ρώτησε πάλι:
– Τίποτε άλλο δεν λέει ο δούλος;
Και ο Γέροντας πάλι απάντησε:
– Τίποτε άλλο, διότι αφού αναγνωρίσει και ομολογήσει το σφάλμα του και πει το «αμάρτησα», αμέσως ο Κύριος τον λυπάται από τα βάθη της ψυχής του και τον συγχωρεί.
9. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα:
– Εάν περιπέσω σε κανένα ελεεινό παράπτωμα, με κατατρώει ο λογισμός μου και με κατηγορεί, με δριμύτητα, γιατί να περιπέσω σ’ αυτό το σφάλμα.
Ο Γέροντας απάντησε ως εξής στον αδελφό:
– Εάν κατά την ίδια ώρα, που θα περιπέσει ο άνθρωπος σε ένα σφάλμα, πει ήμαρτον, αμέσως σταματάει η ενόχληση του λογισμού.
10. Μιας κόρης, η οποία λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Η κόρη αυτή μετέβαλε το σπίτι της σε ξενώνα, χάριν των πατέρων της γειτονικής σκήτης. Επί πολύ δε χρόνο τους υποδεχόταν και τους περιποιούνταν διά της φιλοξενίας.
΄Ύστερα όμως, αφού ξόδεψε όλα τα υπάρχοντά της, στο το έργο της φιλοξενίας των πατέρων, άρχισε να υποφέρει και να στερείται.
Τότε την πλησίασαν μερικοί διεστραμμένοι άνθρωποι και την έκαναν να αλλάξει διαγωγή και να εγκαταλείψει την οδό της αρετής. Το αποτέλεσμα της καταστρεπτικής αυτής συντροφιάς ήταν η Ταϊσία να ζει πλέον στον δρόμο της αμαρτίας και να καταλήξει, με τον καιρό, και σε πορνείο.
Όταν πληροφορήθηκαν οι πατέρες το κατάντημα της αυτό, λυπήθηκαν πάρα πολύ.
Αφού λοιπόν προσκάλεσαν τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό, του είπαν:.
– Πληροφορήθηκαμε, ότι η αδελφή Ταϊσία ζει στην αμαρτία. Ως γνωστόν δε, όταν μπορούσε, έδειξε σε μας την αγάπη της. Τώρα λοιπόν είναι καιρός να την βοηθήσουμε και μεις όσο μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο να μεταβείς προς συνάντηση της και προσπάθησε, με την σοφία, που σου έδωσε ο Θεός, να την τακτοποιήσεις και να την αποσπάσεις από την λάσπη της διαφθοράς.
Ο Γέροντας λοιπόν ήλθε στο καταγώγιο της αμαρτίας, όπου διέμενε η Ταϊσία.
– Ειδοποίησε, παρακαλώ, την κυρία σου, ότι την ζητώ, είπε στην γριά θυρωρό του καταγωγίου.
– Φύγε απ’ εδώ, καλόγερε, του λέγει οργισμένη η γριά. Εσείς από την αρχή φάγατε τα υπάρχοντα της και την εγκαταλείψατε τώρα.
– Πήγαινε, σε παρακαλώ και κάνε αυτό, που σου λέω, διότι έχω σκοπό να την ωφελήσω πάρα πολύ, επέμεινε ο Γέροντας.
Πείστηκε στο τέλος η γριά και ανέβηκε και ανάγγειλε στην Ταϊσία, ότι θέλει να την επισκεφθεί ένας καλόγηρος.
– Αυτοί οι Μοναχοί, λέει η Ταϊσία, όταν άκουσε ποιός την ζητάει, συχνοπερνούν κοντά στην Ερυθρά θάλασσα και βρίσκουν πολύτιμα μαργαριτάρια.
Αφού λοιπόν στολίστηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια, κάθισε στο κρεββάτι και λέει στην γριά θυρωρό:
– Οδήγησε τον Μοναχό κοντά μου.
Πράγματι λοιπόν, εισήλθε μετά από λίγο στο ιδιαίτερο δωμάτιο της ο Αββάς Ιωάννης, και κάθισε κοντά της. Αφού την κοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο, της λέγει συγκινητικά:
– Τι έχεις κατά του Ιησού, και ήρθες σ’ αυτή την κατάσταση;
Εκείνη στο άκουσμα των λέξεων αυτών πάγωσε ολόκληρη. Συγχρόνως ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
Ταραγμένη τότε τον ρωτά η Ταϊσία:
– Αββά, γιατί κλαις;
Ο Αββάς Ιωάννης σήκωσε λίγο το κεφάλι του και πάλι έσκυψε, λέγοντας:
– Βλέπω, τον σατανά να παίζει στην όψη σου και να μη κλάψω;
Στην παρατήρηση αυτήν ρώτησε ή αμαρτωλή Ταϊσία:
– Υπάρχει μετάνοια, Αββά;
– Ναι, υπάρχει, απάντησε ο Γέροντας.
– Τότε πάρε με – τού λέει η Ταϊσία – και οδήγησε με όπου θέλεις.
– Έμπρός λοιπόν, ας πηγαίνουμε, είπε ο γέροντας
Στην πρόσκληση αυτή του Γέροντα, σηκώθηκε αμέσως η μετανοούσα αμαρτωλή, για να τον ακολουθήσει.
Ο Γέροντας δοκίμασε κατάπληξη, γιατί πρόσεξε, ότι η Ταϊσία δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την τακτοποίηση του σπιτιού της, αλλά το άφησε έτσι όπως ήταν και τον ακολούθησε.
Όταν έφθασαν στην έρημο είχε πλέον νυχτώσει. Ο ‘Αββάς Ιωάννης της ετοίμασε ένα μικρό προσκέφαλο και αφού το σφράγισε με το σημείο του Σταυρού, της λέει:
– Κοιμήσου εδώ.
Αφού δε και ο ίδιος ετοίμασε σε μικρή απόσταση, ένα πρόχειρο τόπο κάτω στο χώμα, τελείωσε την προσευχή του και έγειρε λίγο να αναπαυθεί.
Κατά τα μεσάνυκτα ξύπνησε και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο, ο οποίος συνέδεε τον ουρανό, με το σημείο, όπου κοιμόταν η Ταϊσία, και ‘Αγγέλους του Θεού να οδηγούν προς τα επάνω την ψυχήν της.
Αμέσως λοιπόν σηκώθηκε ο ‘Αββάς και σπεύδει προς την Ταϊσία, και την σκούντησε ελαφρά με το πόδι του. Μόλις αντιλήφθηκε, ότι ήταν πλέον νεκρή, γονάτισε με το πρόσωπο προς την γη και παρακαλούσε τον Θεό να του αποκαλύψει εάν δέχθηκε την μετάνοια της Ταϊσίας. Προσευχόμενος κατά τον τρόπο αυτό άκουσε εκ Θεού φωνή, η οποία του έλεγε:
– Η μία ώρα, που μετανόησε αυτή η γυναίκα, έγινε δεκτή περισσότερο από εκείνων που διανύουν πολλά χρόνια στην μετάνοια, αλλά η μετάνοια τους δεν έχει τόση θερμότητα, όση ή δική της μετάνοια.
Μπορείτε να διαβάσετε τον υπόλοιπο Τόμο εδώ : Ευεργετινός. Τόμος Πρώτος ή και τους 4 Τόμους εδώ: Ευεργετινός.
https://greekdownloads.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου