Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Η αντιμετώπιση του ελληνισμού από το αλβανικό κράτος



Από την Ανακήρυξη της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου το 1914

Ιστορικό περίγραμμα: από τη δημιουργία του έως και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1912 – 1945)

Ομιλία του Κ. Δημητρόπουλου την εκδήλωση που διοργάνωσε στους Αγίους Σαράντα, η ΔΕΕΕΜ – «ΟΜΟΝΟΙΑ» με θέμα «Στα Χνάρια της Ιστορίας, ΘΥΜΙΟΣ ΛΩΛΗΣ – ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΛΙΟΣ». Αναδημοσίευση από την σελίδα του Δημοτικού Ραδιοφώνου Ιωαννίνων.

1. ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΩΣ ΤΗ «ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ»

Στις αρχές του 20ου αιώνα, κρίσιμη και σημαδιακή, αποδεικνύεται για την Ήπειρο, η δεύτερη δεκαετία του. Στις 5 του μηνός Νοεμβρίου, ο Σπύρος Σπυρομίλιος, υψώνει την κυανόλευκη σημαία στη Χιμάρα και στα τέλη του ίδιου μήνα (28/11/1912), ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλιώρας, υψώνει την πορφυρή σημαία με τον αυτοκρατορικό δικέφαλο στον Αυλώνα. Οι επάρσεις των σημαιών, αποτελούσαν σεβαστές και προσυμφωνημένες οριοθετήσεις.

Οι δυνάμεις της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία) επιβάλουν το 1913 στην Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από το βόρειο τμήμα της Ηπείρου που ήδη είχε απελευθερώσει. Η περιοχή εντάχθηκε στο νέο αλβανικό κράτος με την απόφαση της 15ηςσυνεδρίασης, στις 17 Δεκεμβρίου 1913, από την Συνδιάσκεψη στην Φλωρεντία.

Τα δεδομένα που οδηγούν στον σχηματισμό αλβανικού κράτους με διευρυμένα προς το νότο σύνορα, κατευθύνουν τους ντόπιους σε μια κοινή στάση η οποία εκφράζεται με την «εν όπλοις» αντίθεσή τους. Η προσωρινή – Ηπειρωτική – κυβέρνηση κηρύσσει την Ανεξαρτησία και οργανώνει στρατό, ώστε να εμποδιστεί η κατάληψη των διαφιλονικούμενων εδαφών από τις δυνάμεις του νέου κράτους. Ακολουθούν βίαιες συγκρούσεις, αποτέλεσμα των οποίων είναι η διαπραγμάτευση. Στις 17 Μαΐου 1914, με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, αναγνωρίζονται οι νομοί Αργυροκάστρου και Κορυτσάς «Αυτόνομοι», υπό την επικυριαρχία του ηγεμόνα της Αλβανίας. Οι εχθροπραξίες θα εξακολουθήσουν και ένα ισχυρό διπλωματικό χαρτί προστίθεται στη φαρέτρα των επαναστατών, όταν στις 23 Ιουνίου του 1914, απελευθερώνεται η πόλη της Κορυτσάς.

Η αδυναμία της αλβανικής κυβέρνησης να ελέγξει τα εδάφη της, κατά την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ωθούν τις Δυνάμεις της Αντάντ να καλέσουν το ελληνικό κράτος ώστε να επανεγκαθιδρύσει τις αρχές του στην διαφιλονικούμενη περιοχή. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι να παραδώσει η Ηπειρωτική Κυβέρνηση την εξουσία στον Ελληνικό Στρατό και να παραιτηθεί.

Στις 6 Ιανουαρίου 1916, βόρειοι Ηπειρώτες βουλευτές εισέρχονται στο ελληνικό κοινοβούλιο «με την ειδική εντολή να ζητήσουν την ένωσιν», ενισχυμένοι και από την απόφαση των μελών της Αντάντ να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της Ελλάδας στη βόρεια Ήπειρο (Συμφωνία του Λονδίνου στις 26 Απριλίου 1915). Όμως ο διχασμός θα δώσει την ευκαιρία στην Ιταλία και την Γαλλία να καταλάβουν μεγάλα κομμάτια της Ηπείρου. Η πρώτη από τον Αυλώνα έως τα Ιωάννινα και την Πάργα και η δεύτερη την Κορυτσά. Εγκαθιδρύουν σε κατεχόμενες από αυτές ζώνες, αλβανικές κρατικές δομές και το ζήτημα θα οπισθοδρομήσει εκ νέου. Η Ιταλία προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό, να εξυπηρετήσει την πάγια πολιτική της για έλεγχο των ακτών της Αδριατικής, ενώ η Γαλλία θεωρούσε ότι ασκεί ένα είδος πίεσης ή καλύτερα ότι λάμβανε αντίμετρα απέναντι στο γερμανόφιλο αντιβενιζελικό κράτος των Αθηνών, που διστάζει να εισέλθει στον συνεχιζόμενο πόλεμο.

Όσον αφορά τον ηπειρωτικό πληθυσμό, αυτός θα υποστεί τις συνέπειες. Κακοποιά στοιχεία εγκληματούν συστηματικά εις βάρος των ομογενών και προβαίνουν σε δολοφονίες, ληστείες, βιασμούς, εμπρησμούς κλπ. Από την πλευρά τους, οι ιταλικές αρχές κατοχής συλλαμβάνουν, φυλακίζουν και εξορίζουν εκατοντάδες στελέχη των Ηπειρωτών, απαγορεύουν την ελληνική γλώσσα και προωθούν με ποικίλους τρόπους την αλβανική και ιταλική.

Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία και στην συνέχεια οι ΗΠΑ ικανοποιούν την βούληση των ντόπιων και κρίνουν άδικο για την βενιζελική και πάλι Ελλάδα, τον συνοριακό διακανονισμό του 1913. Και η Ιταλία θα συμφωνήσει για αλλαγή των συνόρων υπέρ της Ελλάδας, αφού πρώτα παίρνει ανταλλάγματα που θα την ικανοποιήσουν στο θέμα του ελέγχου της Αδριατικής. Στις αρχές του 1920 το Ηπειρωτικό ζήτημα δείχνει να βαίνει προς οριστική επίλυση με τον τόπο να ενσωματώνεται ενιαίος στην Ελλάδα, αφού και το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο αποφασίζει την επιστροφή του Αργυροκάστρου και της Κορυτσάς. Δυστυχώς, στις 14 Νοεμβρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος κερδίζει στις εκλογές αλλά χάνει την πλειοψηφία του βουλευτικού σώματος και οι Σύμμαχοι αλλάζουν άρδην τη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρνει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις επί του ζητήματος, με συνέπεια η Ήπειρος να διχοτομηθεί επίσημα και πανηγυρικά κατά την Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου στις 9 Νοεμβρίου του 1921. Εκεί αποφασίζεται ότι «κατακηρούται η Βορ. Ήπειρος οριστικώς εις την Αλβανίαν επί τη βάση των ορίων της Διασκέψεως του Λονδίνου 1913 άνευ των δικαιωμάτων του Πρωτοκόλλου της Κερκύρας».


2. Ο ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ

Στις 2 Οκτωβρίου 1921, η Αλβανία εισήλθε στην Κοινωνία των Εθνών. Με γραπτή της δήλωση αναγνώρισε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, χωρίς όμως να καθορίζει καν το ποιες είναι αυτές. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα:
να θεωρήσει ως «ελληνική μειονότητα», ένα μόνον μέρος του ελληνικού πληθυσμού της β. Ηπείρου, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν της ούτε καν το γλωσσικό κριτήριο για το οποίο είχε κάνει τόσο θόρυβο λίγα χρόνια νωρίτερα
να μην αναγνωρίσει κανένα δικαίωμα στους δίγλωσσους και
να περιορίσει στατιστικά αρχικά, τον αριθμό των ελληνόγλωσσων.

Με λίγα λόγια, η αλβανική κυβέρνηση, αναγνώριζε «ως ελληνική μειονότητα μόνο τους ελληνόφωνους του νομού Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα και τριών χωριών της Χειμάρρας (Δρυμάδες, Χειμάρρα, Παλάσσα), ενώ εξαιρούσε τους Κορυτσαίους». Η άκρως αρνητική και ρεβανσιστική στάση της Αλβανίας σχετίζεται και με το γεγονός ότι μέχρι και τον Μάϊο του 1921 δεν είχε κατορθώσει να ελέγξει το σύνολο της περιοχής που εξεγέρθηκε το 1914: ένα σχεδόν έτος μετά την αποχώρηση των Ιταλών, οι Χιμαραίοι εξακολουθούσαν να κρατούν την Επαρχία τους εκτός της δικαιοδοσίας του αλβανικού κράτους.

Η ελλαδική πολιτεία απασχολημένη με τα γεγονότα της Μικράς Ασίας και την περίθαλψη των χιλιάδων προσφύγων, στοχεύει στην εσωτερική ανόρθωση και θέτει οριακά το εδαφικό ζήτημα. Σε όλο αυτό διάστημα μια σειρά ιταλοαλβανικών συμφωνιών μεγεθύνει την επιρροή της Ρώμης, η οποία από το 1921 είχε φροντίσει να κάνει γνωστό πως «θα θεωρούσε κάθε παραβίαση των συνόρων της Αλβανίας απειλή κατά της δικής γενικότερης ‘στρατηγικής ασφάλειας’».

Οι αλβανικές κυβερνήσεις προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον φόβο που τους προκαλεί μια ενδεχόμενη νέα εξέγερση του πληθυσμού ή την απειλή μιας νέας εδαφικής διεκδίκησης, μέσω πολιτικών συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού. Επιχειρούν να χειραγωγήσουν δύο θεσμούς – πυλώνες του ελληνικού εθνισμού: την Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ελληνική Εκπαίδευση. Επιβάλλουν ένα ελεγχόμενο καθεστώς αυτοδιοίκησης στην Εκκλησία και κλείνουν πολλά Ελληνικά Σχολεία, κυρίως σε αυτές τις περιοχές που είχαν λάβει μέρος στην επανάσταση του 1914 και οι κάτοικοί τους είναι δίγλωσσοι.

Με την προτροπή και βοήθεια των Αλβανών των ΗΠΑ, ιδρύεται Αλβανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στόχος, η εμφύσηση αλβανικής εθνικής συνείδησης στους δίγλωσσους ορθόδοξους μέσα από την διακοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, του ορισμού αλβανοφρόνων Μητροπολιτών και της αντικατάστασης της λειτουργικής γλώσσας με την αλβανική. Για τον σκοπό αυτό καταλαμβάνονται, ορθόδοξοι ναοί και συγκαλούνται Ορθόδοξα Κληρικολαϊκά Συνέδρια, από το οποίο όμως απέχουν οι βόρειοι Ηπειρώτες. Οι μουσουλμανικοί και καθολικοί πληθυσμοί δεν αντιμετωπίζονται με παρόμοιο τρόπο και π.χ. στην λειτουργική γλώσσα χρησιμοποιούν τα αραβικά και τα λατινικά αντίστοιχα.

Οι βόρειοι Ηπειρώτες προσπαθούν να αντιδράσουν με πολιτικά μέσα και προσφεύγουν από νωρίς, ατομικά και συλλογικά στην Κοινωνία των Εθνών. Όταν οι αλβανικές αρχές προχωρούν στην κατάργηση ελληνικών σχολείων και στα ελληνόγλωσσα χωριά, πραγματοποιείται η περίφημη «σχολική απεργία», με αποχή των Ελλήνων μαθητών από τα αλβανικά μειονοτικά κρατικά σχολεία. Η κυβέρνηση των Τιράνων βρίσκεται στην θέση του κατηγορουμένου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1935 δικαιώνονται τα αιτήματα των βορειοηπειρωτών και εκδίδεται η «υπέρ της ελευθέρας λειτουργίας των ιδιωτικών Σχολείων των μειονοτήτων με διδασκάλους της εκλογής της μειονότητος…» απόφαση.

Οι απόπειρες ποδηγέτησης του ελληνισμού συνεχίζονται μέσω του προσεταιρισμού ατόμων στα οποία προσφέρονται δημόσια αξιώματα ώστε να λειτουργήσουν εν συνεχεία ως φορείς της επίσημης πολιτικής του κράτους απέναντι στους ομοεθνείς τους. Εκλογικά νοθεύεται η λαϊκή βούληση μέσω της γεωγραφικής ανακατανομής των εκλογικών περιφερειών. Διασπώνται και ενώνονται περιοχές ώστε να μην υπερισχύει το ελληνικό στοιχείο. Σαν αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής διακρίσεων, το 1935 και ενώ το θέμα των σχολείων των ελληνόγλωσσων περιοχών είχε διεθνοποιηθεί, η αλβανική κυβέρνηση ζήτησε από τους γαιοκτήμονες να διώξουν από τα χωράφια τους Έλληνες κολίγους.


3. Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η αλβανική κοινωνία δεν φάνηκε να εξωτερικεύει μαζικές και έντονα αρνητικές αντιδράσεις στην ένωση της χώρας της με την Ιταλία. Στις 7 Απριλίου 1939 ο ιταλικός στρατός αρχίζει να αποβιβάζεται στα λιμάνια της χώρας. Μέσα σε τρεις μέρες ελέγχει όλη την επικράτεια. Ο βασιλιάς Ζώγου ανατρέπεται από την «Εθνική Ένωση» και αναζητά καταφύγιο στην Ελλάδα.

Το αλβανικό κράτος αποχωρεί (14 Απριλίου 1939) από την Κοινωνία των Εθνών και η Συντακτική Εθνοσυνέλευση των Τιράνων προσφέρει το «στέμμα του Σκενδέρμπεη» στον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα – Εμμανουήλ και τους διαδόχους του (12 Απριλίου 1939). Σε λιγότερο από δύο μήνες ο αλβανικός στρατός ενσωματώνεται στον ιταλικό (3 Ιουλίου) και εντατικοποιείται η εκπαίδευσή του. Στις 16 Μαρτίου 1940, ο Αλβανός πρωθυπουργός Μουσταφά Κρούγια, θα διευκρινίσει, ότι η Αλβανία παραμένει κράτος ανεξάρτητο και κυρίαρχο. Η αλβανική βουλή, μετά από πύρινους λόγους των μελών της κατά των Συμμάχων, εγκρίνει στις 4 Ιουλίου 1940 τον περιβόητο νόμο 319 όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται πως, «το Αλβανικόν Βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμον με εκείνα τα κράτη, με τα οποία το Βασίλειον της Ιταλίας θα ευρεθή εις πόλεμον (…)».

Πριν την εισβολή στην Ελλάδα, οι ιταλικές αρχές, έχουν στραμμένη την προσοχή τους και στον ελληνικό πληθυσμό τον οποίο προσπαθούν να τον εκφοβίσουν με φυλακίσεις και εξορίες. Στο ΧΧV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά», συμμετέχουν Αλβανοί από μονάδες του τακτικού στρατού και των μελανοχιτώνων. Σε άλλες περιπτώσεις στρατολογούνται εθελοντές και άτακτοι με σκοπό να πάρουν «το δίκιο» του Νταούτ Χότζα που «δολοφόνησε ο Έλληνας». Όσοι εντάσσονται σε αυτά τα σώματα ενισχύονται οικονομικά και τιμούνται προκαταβολικά με τις δάφνες της «πολεμικής πρωτοπορίας»!

Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς της Αθήνας, κηρύσσει την Αλβανία, εχθρικό κράτος. Ταυτόχρονα προσπαθεί να αποφεύγει αναφορές στο Ηπειρωτικό ζήτημα ή πράξεις που θα έθιγαν την αλβανική κυριαρχία. Συμφώνως και «προς την ραδιοφωνικήν διακήρυξιν του Ιωάννου Μεταξά, (σ.σ. ο Ελληνικός Στρατός) ήρχετο προς αποκατάστασιν της αλβανικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας…». Η ελληνική πλευρά προσδοκούσε στην ανυπακοή των αλβανικών στρατευμάτων και στην έκρηξη εξέγερσης εναντίον των Ιταλών. Με το τέλος του ελληνοϊταλικού πολέμου «αι Ιταλικαί στρατιωτικαί Αρχαί εδημοσίευσαν κατάλογον των εν Αλβανία ενταφιασθέντων εις στρατιωτικά νεκροταφεία (…) οι Αλβανοί νεκροί ανέρχονται κατά την περίοδον εκείνην εις 294». Οι βόρειοι Ηπειρώτες που συμμετείχαν στον Ελληνικό Στρατό αλλά και χιλιάδες άμαχοι, τον ακολουθούν στην οπισθοχώρησή του, ώστε να αποφύγουν τις φυλακίσεις και τις εξορίες άλλων συντοπιτών τους. Από αυτούς κάποιοι θα διαφύγουν αρχικά προς την Αίγυπτο ή αργότερα και στην Ιταλία, για να ενταχθούν στα εκεί τμήματα του τακτικού Ελληνικού Στρατού. Άλλοι θα ενταχθούν σε διάφορες ελλαδικές αντιστασιακές οργανώσεις.

Στην ίδια τη βόρεια Ήπειρο γίνονται προσπάθειες για την δημιουργία ενιαίας τοπικής αντάρτικης οργάνωσης. Αρχίζουν οι συναντήσεις στη Χιμάρα, τα Ριζά, τη Δρυϊνούπολη, τη Λυντζουριά, τη Ζαγοριά, το Πωγώνι, το Λεσκοβίκι, την Κορυτσά κ.ά. Σχηματίζονται οι πρώτες ομάδες ενόπλων υπό τον Θύμιο Λώλη και τους Λύτη, Βιδέλη, Κόκκαλη, Παπανδρέου κ.ά. Το 1942 εμφανίζεται ως ενιαία οργάνωση το Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου. Το ΜΑΒΗ προσδιορίζει ως αντιπάλους του τους στρατούς της Ιταλίας και της Αλβανίας, τάσσεται υπέρ των Συμμάχων και ορίζει ως στόχο του την απελευθέρωση της βόρειας Ηπείρου.

Κατά τη διάρκεια του 1943 οι σχέσεις ανάμεσα στις ένοπλες αλβανικές ομάδες εκτραχύνονται. Τα μέλη των συμμαχικών αποστολών της Βρετανίας και των ΗΠΑ εκφράζουν την άποψη πως, οι αντάρτες του «Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού», σκοπεύουν να εκμηδενίσουν όλες τις άλλες αντιστασιακές ομάδες. Αρχίζουν οι ένοπλες αντιπαραθέσεις στις οποίες θα επικρατήσει κατά το επόμενο έτος η οργάνωση του Ενβέρ Χότζα.

Με τις χοτζικές δυνάμεις συνεργάζεται ήδη το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) της (νότιας) Ηπείρου, το οποίο και στέλνει στελέχη του ώστε να πείσουν οργανωμένες ένοπλες ομάδες βόρειων Ηπειρωτών να μην δρουν αυτόνομα. Προτάσσουν τον κοινό αντιαξονικό αγώνα των λαών της Ευρώπης υπό την πρωτοκαθεδρία των Κομμουνιστικών Κομμάτων και τις προτρέπουν να ενταχθούν στις δυνάμεις των οποίων ηγείται ο Ενβέρ Χότζα.

Στις αρχές Αυγούστου του 1943, ιταλικές στρατιωτικές μονάδες και συνεργάτες τους, αρχίζουν να εξοντώνουν τα άτομα που λίγο καιρό πριν είχαν ενταχθεί στο ΜΑΒΗ. Η οργάνωση θα θρηνήσει πάνω από τριανταπέντε νεκρούς, σε όλη την περιοχή του Αργυροκάστρου. Στη σφαγή της Γλύνας ως φυσικοί αυτουργοί κατηγορούνται οι άντρες του Μπαλί Κομπετάρ, οργάνωση την οποία, εκείνη την περίοδο, οι Σύμμαχοι αναγνώριζαν ως αντιαξονική! Οι παρτιζάνοι του Ενβέρ Χότζα, θα δώσουν τη χαριστική βολή στο ΜΑΒΗ. Συλλαμβάνουν και εκτελούν δύο ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, τον Βασίλη Σαχίνη από τη Δούβιανη και τον Ιωάννη Γκίκα από τη Γλύνα. Οι υπόλοιπες ομάδες του ΜΑΒΗ στις επαρχίες του Βούρκου και των Ριζών καθώς και των χωριών απέναντι από το Αργυρόκαστρο, μένουν ασυντόνιστες. Χοτζικοί και φιλοαξονικοί συνεχίζουν ξεχωριστά τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αντιστασιακών και τις καταστροφές χωριών. Την τύχη του Σαχίνη και του Γκίκα θα έχουν και οι ηγέτες της Χιμάρας, Μπολάνος, Γκικόπουλος, Κιτσούλης, Σπυρομίλιος κ.ά.

Όλο αυτό το διάστημα, γίνονται προσπάθειες που αρχικό σκοπό έχουν την συνεννόηση και την συνεργασία αλλά ουσιαστικό την διείσδυση και την απορρόφηση των ένοπλων ομάδων. Η σύσκεψη της 1ης Αυγούστου 1943 που έλαβε χώρα στην Επισκοπή, προπαρασκευάστηκε από το ελλαδικό ΕΑΜ και το αλβανικό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης. Σε αυτήν πήραν μέρος μεμονωμένα ηγετικά στελέχη του ΜΑΒΗ τα οποία όμως απεχώρησαν όταν ο αλβανός εκπρόσωπος απέφυγε να τοποθετηθεί σε ζητήματα που αφορούσαν την εθνική διάσταση του αγώνα των βόρειων Ηπειρωτών.

Στις 6ης Αυγούστου, στο χωριό Κουρά (Κρα), οι βόρειοι Ηπειρώτες συναντώνται με τους αντιπροσώπους της δεύτερης μεγαλύτερης ελλαδική αντιστασιακής οργάνωσης, του ΕΔΕΣ. Η συζήτηση που αναπτύσσεται αφορά τη δημιουργία ένοπλων σωμάτων, τα οποία δεν θα έχουν κανέναν οργανωτικό δεσμό με το αλβανικό κίνημα του Ενβέρ Χότζα. Στις 8 Αυγούστου στο Συνέδριο της Μεμόραχης, οι οπλαρχηγοί των Αγίων Σαράντα υποστήριξαν τη θέση αυτή. Παράλληλα δεν ήταν αρνητικοί στη συνεργασία με την αντιαξονική κίνηση του Ενβέρ Χότζα, θέτοντας εγγράφως δύο απαραίτητες προϋποθέσεις:

«1) οργανωτική ανεξαρτησίαν του βορειοηπειρωτικού κινήματος αντιστάσεως.

2) αναγνώρισιν εκ μέρους των Αλβανών του δικαιώματος της αυτοδιαθέσεως εις τον λαόν της Βορείου Ηπείρου, συμφώνως προς τας συμμαχικάς διακηρύξεις».

Στις 10 του ίδιου μήνα, υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης, όπου οι εντεταλμένοι του ενβερικού κινήματος αποδέχονται σε γενικές γραμμές την αυτονομία των ενόπλων δυνάμεων των βόρειων Ηπειρωτών και το δικαίωμά του πληθυσμού για αυτοδιάθεση «μετά τον αγώνα». Η συμφωνία αυτή θα ισχύσει για όσο διάστημα θα γίνεται σεβαστός ο συμβιβασμός του Τσλιμιτάρ Κομπετάρ με το Μπαλί Κομπετάρ. Οι ένοπλοι οπαδοί του Ενβέρ Χότζα, μετά την ιταλική παράδοση (8 Σεπτεμβρίου 1943), θα υπαναχωρήσουν και στις 26 του Νοεμβρίου καταγγέλλουν το Πρωτόκολλο της Κονίσπολης. Η ιδεολογικοποίηση του αντιαξονικού αγώνα και η συκοφάντηση της ελλαδικής πλευράς, δεν θα καταστρέψει τα αυτόνομα σώματα. Αυτά θα φθαρούν από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις οποίες επιδίδεται ο γερμανικός στρατός, κατά το Δεκέμβριο του 1943 και τον Ιανουάριο του 1944. Τον Φλεβάρη του 1944, θα ακολουθήσουν οι δυνάμεις των Ενβέριστών, στις οποίες συμμετέχουν πλέον και ελληνικής καταγωγής αντάρτες. Παρ’ ότι δεν τους νικούν στη μάχη, τα αυτόνομα σώματα των Ηπειρωτών θα διαλυθούν εν τέλει και οι μαχητές τους θα ενταχθούν κατά ένα μέρος στις δυνάμεις του ΕΔΕΣ Θεσπρωτίας και κατά το άλλο στις ομάδες του Ενβέρ Χότζα. Σ’ αυτό συμβάλουν οι επιλεκτικές εξολοθρεύσεις αλλά και οι υποσχέσεις περί χρήσης του δικαιώματος της Αυτοδιάθεσης με τη λήξη του πολέμου. Ο ίδιος ο Λευτέρης Τάλιος, ηγέτης ήδη σε ομάδα ενβεριστών ανταρτών σε λόγο του στις 8 Αυγούστου 1943, στη Συνδιάσκεψη της Μεμόραχης, είχε δηλώσει πως, «στο τέλος του πολέμου θα αποφασίσουμε με βάση την αρχή της Αυτοδιάθεσης των λαών για την ελευθερία μας και την ένωσή μας ή όχι με την Ελλάδα…». Παρόμοιες είναι και οι δηλώσεις των αλβανών συντρόφων του όταν μιλούσαν σε συγκεντρώσεις στα ελληνικά χωριά.

Όταν κατά το δεύτερο μισό του 1944 εδραιώνονται οι οπαδοί του Ενβερ Χότζα και τα πολιτικά πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν, ξεκινούν οι ατομικές και ομαδικές αυτομολήσεις βορειοηπειρωτών ανταρτών και ανεξάρτητων προσωπικοτήτων προς το ελλαδικό κράτος. Όσοι δεν τα καταφέρνουν θα συλληφθούν, θα κλειστούν στις φυλακές όπου και υφίστανται βασανιστήρια και στο τέλος, μετά από σύντομες εικονικές δίκες, θα οδηγηθούν σε άλλες φυλακές, εξορίες ή θα αντικρύσουν τους εκτελεστές τους, στην περιοχή του Γκρεχωτίου.

Δημητρόπουλος Κ.



ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ

«Η Αυτού Υψηλότης ο Ηγεμών της Αλβανίας και η Κυβέρνησις του απεδέχθησαν εξ ολοκλήρου και άνευ όρων την συμφωνίαν της Κέρκυρας και έδωσαν εις την Διεθνήν Επιτροπήν του Ελέγχου πλήρη ελευθερίαν να κανονίση κατόπιν επιτοπίου εξετάσεως το ζήτημα της Χειμάρρας, ως και το ζήτημα της Διοικήσεως υποδιαιρέσεως. Καθ’ όσον αφορά εις τας άλλας εγγράφους δηλώσεις Υμών, αίτινες ήσαν προσηρτημέναι εις το κείμενον της συμφωνίας, ελήφθησαν ήδη υπ’ όψιν και εκανονίσθησαν δια των άρθρων 1 και 5 της εν λόγω συμφωνίας.


Κατ’ αυτόν τον τρόπον ο οριστικός κανονισμός του ζητήματος κατέση της αποκλειστικής αρμοδιότητος των Μ. Δυνάμεων, αντιπροσωπευομένων υπό της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου.

Αφού λάβωμεν εκ μέρους Υμών οριστικήν απάντησιν θα σας κοινοποιήσωμεν επισήμως την απόφασιν των Μ. Δυνάμεων και την ημέραν της εις Αγ. Σαράντα αφίξεώς μας.

Αύγουστος Κραλ, Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου της Αλβανίας»
«Διότι εν ω δια της από 13 Ιανουαρίου 1920 αποφάσεως των Συμμάχων επεδικάσθη εις την Ελλάδα η β. Ήπειρος με τα συμφωνηθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας δια της συμφωνίας Βενιζέλου – Τιτόνι της 16 Ιουλίου 1919 … υμείς δεν προέβητε εις την λήψιν των αναγκαίων μέτρων δια την προσάρτησιν των ελληνικοτάτων τούτων χωρών εις το κράτος …»



Κοντογεώργης Γ. & Βώρος Φ., Θέματα νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές, Β΄ τεύχος, Γ΄ Λυκείου, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1983, σ. 272
Το 1921 λειτουργούσαν εντός του αλβανικού κράτους 360 ελληνικά σχολεία με 22.595 μαθητές. Κατά τα επόμενα χρόνια ο αριθμός τους μειώνεται σταθερά για να φτάσει τα 10 κατά το σχολικό έτος 1932 – 1933


Κώνστας Β. Ηλίας, Το Βορειοηπειρωτικόν Ζήτημα, Αθήναι 1951, σ. 26
«Πριν τη καταστροφή της Γλύνας την Κυριακή σκοτώσανε εφτά στο Λιμπόχοβο όπως τον Κώστα Ζένιο τον Παπα Αχιλλέα κάποιον Γκίνη γαμπρό ή γιο εγγονό του Γιάννη Καραδημου τον Αντώνη Πίτσαρη, ένας διάσημος προξενητής πάντρευε κορίτσια – τον ξέρανε κόσμος και κοσμάκης κάπου από τα Σωφράτικα που βρέθηκε τυχαίως εκεί και τον σκοτώσανε και αυτόν»,

«Χαράματα δευτέρας 2 Αυγούστου 1943. Οι Ιταλοί ζώνουν δυτικά το χωριό: από την Κίκα –το παλιοκκλήσι – ως τις ράχες, σκοτώνοντας πρώτον τον Κώστα Μπακούλα 32 ετών στο χωράφι του την στιγμή που έτρεξε να πάρει το όπλο του στην καλύβα»


«Στις 3 Μαΐου 1941, λίγο μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα, «ειδική επιτροπή», που είχε συγκροτηθεί με εντολή της αλβανικής κυβέρνησης, υπέβαλε στο Βασιλικό Υπουργείο Εξωτερικών στη Ρώμη υπόμνημα στο οποίο περιέχονταν οι διεκδικήσεις της Αλβανίας σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Όσον αφορά την Ελλάδα στις διεκδικήσεις περιλαμβάνονταν, εκτός από την Τσαμουριά, τα Ιωάννινα και η Πρέβεζα «μαζί με τις περιφέρειες τους», δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Τα Τίρανα ζητούσαν τότε την «ένωση» των εδαφών αυτών, όπως και ορισμένων άλλων ελληνικών περιοχών (στη Δυτική Μακεδονία κυρίως), με το αλβανικό κράτος.»



Μιχαλόπουλος Δημήτριος, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923-1928, στο Νικολάου Χαράλαμπος, Η συμμετοχή της Αλβανίας στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940 -1941, Στρατιωτική Ιστορία, Οκτώβριος 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου