Ομότ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ἐν πρώτοις θά ἤθελα νά εὐχαριστήσω ὅσους μοῦ ἔθεσαν ὑπ' ὄψιν τό κείμενο τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας τῆς οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τήν παράκλησή τους νά διατυπώσω τή γνώμη μου καί τίς παρατηρήσεις μου ἐπ' αὐτοῦ. Θά μοῦ ἐπιτραπεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσω μετά σεβασμοῦ τή γνώμη μου καί νά ἐκθέσω μετά ταπεινοφροσύνης τίς παρατηρήσεις μου κατωτέρω:
Α
Ἐντύπωση, ἄν ὄχι ἔκπληξη, μοῦ προξένησε τό γραφόμενο στήν πρώτη παράγραφο τοῦ κειμένου: «Ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία . . . συνίσταται ἀπό τῶν ἀποστολικῶν ἤδη χρόνων, ἐκ τῶν κατά τόπους καί χώρας Ἐκκλησιῶν, ἐσωτερικῶς αὐτοδιοικουμένων (ἡ ὑπογραμ. δική μας) ὑπό ἰδίους ποιμένας . . . ἤτοι τούς ἑκασταχοῦ ἐπισκόπους».
Αὐτό τό τονίζει πιό καθαρά καί εὔγλωττα ὁ μεγάλος βυζαντινός κανονολόγος καί Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος ὁ Βαλσαμών ὡς ἑξῆς στήν ἑρμηνεία του στόν β΄ καν. τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου: «Σημείωσαι οὖν ἀπό τοῦ παρόντος κανόνος, ὅτι τό παλαιόν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολῖται αὐτοκέφαλοι ἦσαν . . . » . Ἀλλά καί ὁ ἄλλος μεγάλος κανονολόγος ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρομοίως τόν ἴδιο χαρακτηρισμό «αὐτοκέφαλος» χρησιμοποιεῖ στήν ἑρμηνεία του στόν β΄ καν. τῆς Β΄ Οἰκουμ. Συνόδου , καί στήν ὑποσημείωση τοῦ η΄ καν. τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, ὅπου γράφει: «Σημείωσαι ὅτι ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ἀπό παλαιόν ἔθος ἐστάθη αὐτοκέφαλος ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ διοικήσει ἡ Κύπρος. Ἐπεκυρώθη δέ τοῦτο τό προνόμιον εἰς αὐτήν, τόσον . . . » .
Καί ἐνῶ ἀναγράφονται στήν πρώτη παράγραφο τοῦ Τόμου ἐκεῖνα, τά ὁποῖα μᾶς ὑπενθύμισαν αὐτά τῶν μεγάλων κανονολόγων, παραδόξως στή δεύτερη παράγραφο λέγεται: «Ὁρίζομέν τε καί ἀνακηρύττομεν, ἵνα σύμπασα ἡ ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ . . . Κράτους τῆς Οὐκρανίας περιλαμβανομένη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία . . . ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος, ἀνεξάρτητος καί αὐτοδιοίκητος».
Μήπως ἀντί τοῦ νά λέει ὁρίζομεν κανονικότερο θά ἦταν νά πεῖ ἀναγνωρίζομεν, καί ἀντί τοῦ νά πεῖ ἀνακηρύττομεν, νά πεῖ ἐπικυρώνουμε, ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ καί ὑποδεικνύει καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης; Ἐκτός αὐτοῦ, μήπως ἡ διατύπωση «ὁρίζομεν καί ἀνακηρύττομεν» ὑποδηλώνει μία τάση ὑπερβολῆς ἤ ὑπεροχῆς ἤ καί ἐπιβολῆς;
Β
Εἶναι ὅμως σωστό, ὅταν στή δεύτερη παράγραφο λέει: « . . . μή ἐπιτρεπομένης προσθήκης τινός ἤ ἀφαιρέσεως τῷ αὐτοῦ (Μητροπολίτου Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας) τίτλῳ, δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως». Καί λέμε εἶναι σωστό, γιατί ἄν ἔχει κάθε τοπική Ἐκκλησία τό δικαίωμα νά ἀπαιτεῖ τήν αὐτοκεφαλία, ἤ μᾶλλον δικαιοῦται τήν ἀναγνώρισιν τῆς αὐτοκεφαλίας της, ὅμως δέν μπορεῖ νά προσθέτει μόνη της τόν τίτλο π.χ. τοῦ Πατριάρχου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀποδοθεῖ ἁρμοδίως ἀπό ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Μόνο θά σημειώναμε ὅτι ἐκεῖ πού λέει «δίχα τῆς ἀδείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως» ἔπρεπε νά προστεθεῖ «καί πάσης τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένην Ἐκκλησίας». Μάλιστα αὐτή ἡ ἀρχή πρέπει νά παραφυλάσσεται γενικότερα ὄχι μόνο ἐπί Μητροπολιτῶν, ἀλλά ἀκόμη καί ἐπί Πατριαρχῶν.
Γ
Τίς ἴδιες ἤ ἀνάλογες ἐρωτήσεις-παρατηρήσεις μέ τίς προηγούμενες θά μποροῦσε κάποιος νά κάνει καί σέ ἐκεῖνο πού γράφεται στήν τρίτη παράγραφο τοῦ Τόμου: «Πρός τούτοις δέ τήν καθισταμένην διά τοῦδε . . . Συνοδικοῦ Τόμου . . . Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν». Αὐτό τό «καθισταμένην Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν» μήπως δέν κυριολεκτεῖ ἤ ὑπερβαίνει τά ἱστορικο-κανονικά δεδομένα, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως;
Ἐπίσης στήν τρίτη παράγραφο λέει: «Ἀνακηρύττομεν (τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν Οὐκρανίας) πνευματικήν ἡμῶν θυγατέρα καί πάσαις ταῖς ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις συνιστῶμεν ὡς ἀδελφήν».
Μήπως ἡ κάθε τοπική αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία εἶναι θυγατέρα-τέκνο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μητρός (πρβλ. Β΄ Ἰω. 13) καί ὄχι μόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως; Ἄλλωστε τόν τίτλο μητέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ἔχει ἤ διεκδικεῖ καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων. Πρβλ. Στό τροπάριο «Χαῖρε Σιών ἁγία μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν».
Οὔτε μποροῦμε νά δεχθοῦμε βάσει καί τῶν ἱερῶν κανόνων ὅτι τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων εἶναι θυγατέρες τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Δ
Περαιτέρω στήν τετάρτη παράγραφο γράφεται: «Προσεπιδηλοῦμεν τοῖς ἀνωτέρω ὅτι ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία γινώσκει ὡς κεφαλήν τόν Ἁγιώτατον Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον ὡς καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι καί Προκαθήμενοι».
Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς δηλώνεται χωρίς ἀμφιβολία ὅτι γινώσκει μία αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία «ὡς κεφαλήν τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον» καί πολύ περισσότερον οἱ λοιποί Πατριάρχες; Καί μέσα στούς λοιπούς Πατριάρχες περιλαμβάνονται καί τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα;
Ἐπίσης στήν ἴδια τετάρτη παράγραφο λέει: «Προσέτι δέ (οἱ ἀρχιερεῖς τῆς Οὐκρανίας) ἐκλέγονται ἀπό τοῦ νῦν κατά τάς προβλέψεις τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων . . . ».
Εἶναι βέβαιο αὐτό ἤ προτρεπτικό; Ἀλλά ἐρώτημα εἶναι, καί τό γιατί τό ἐπαναλαμβάνει καί ἐδῶ, ἀφοῦ τό εἶχε γράψει καί στή δεύτερη παράγραφο καί μάλιστα πιό ὀρθά; Εἶχε γράψει: «Οὕτω γάρ διακυβερνηθήσονται τά τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ, ὡς οἱ θεῖοι καί ἱεροί διακηρύσσουν κανόνες . . . ».
Μήπως ὑπολανθάνει κάποια ἀβεβαιότητα; Μία ἐξήγηση πάντως εἶναι ὅτι ἰδίως ἀπό τήν παράγραφο αὐτή καί μετά τό κείμενο γράφτηκε μέ μειωμένη προσοχή, ἤ μέ κάποια ἀνησυχία καί βιασύνη.
Ε
Ἴσως καί γι' αὐτό -πάντως ἐπιτυχῶς- στήν πέμπτη παράγραφο μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Τόμος τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέγοντας «καί γάρ ἐδιδάχθημεν "τηρεῖν τήν ἑνότητα ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης" (Ἐφεσ. δ΄,3)».
Ἐλπίζω νά μήν παρεξηγηθῶ, ἀλλά ὡς «τεκνίον» (Α΄ Ἰω. 2,1 π.ἄ.) τῆς Ἰωαννείου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὀφείλω νά παρατηρήσω καί τά ἀκόλουθα μετά τήν ἐνδεχόμενη ἀνησυχία καί τήν ἀποστολική καί πατρική προτροπή «πρός ἑνότητα ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης».
ΣΤ
Ἔτσι στήν ἕκτη παράγραφο λέει: «Ὡσαύτως, ἡ ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὑποχρεοῦται μετέχειν ἐπί σπουδαίων κανονικῶν, δογματικῶν καί λοιπῶν ζητημάτων, τῶν κατά καιρούς Διορθοδόξων διασκέψεων . . . ». Καί ὀρθῶς τό τονίζει καί τό ὑποδεικνύει. Ἀλλά λίγο πιό κάτω στήν ἴδια (ἕκτη) παράγραφο γράφεται: «Προκειμένου δέ περί μειζόνων ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς, δογματικῆς καί κανονικῆς φύσεως, ὁ Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου . . . δέον ὅπως ἀπευθύνεται πρός τόν καθ' ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν καί Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἐκζητῶν τήν ἔγκυρον γνώμην καί βεβαίαν συναντίληψιν αὐτοῦ».
Καί ἐνῶ θά περίμενε κανείς νά προσθέσει «προκειμένου ὡς συντονιστής νά συγκαλέσει μία "τῶν κατά καιρούς Διορθοδόξων διασκέψεων (γράφε Συνόδων)"», ἀλλάζει αἰφνιδίως τήν συνέχεια τοῦ λόγου καί λέει: « . . . τῶν δικαιωμάτων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπί τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἐξαρχίας καί τῶν Ἱερῶν Σταυροπηγίων σῳζομένων ἀπαραμειώτων». Γιατί γίνεται αὐτό; Καί μήπως ἔτσι ἀναιρεῖται τό προλεχθέν καί ὑποδειχθέν στήν οὐκρανική Ἐκκλησία;
Ζ
Ἐπίσης, ἐνῶ ὑπάρχει ἔντονος ὁ κίνδυνος νά συμβαίνουν (συμβοῦν) αὐτά, στήν ὄγδοη παράγραφο λέει: «Ταῦτα οὕτω δόξαντα καί κριθέντα καί ἐν χαρᾷ ἐξαγγελλόμενα . . . ἐκδίδοται ὁ Πατριαρχικός καί Συνοδικός οὗτος Τόμος, καταστρωθείς μέν καί ὑπογραφείς . . . ἐγχειρισθείς δέ ἐν ἴσῳ καί ἀπαραλλάκτῳ τῷ Μακαριωτάτῳ Προκαθημένῳ τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας κυρίῳ Ἐπιφανίῳ . . . ».
Καί ἐδῶ πάλι θά λέγαμε ὅτι κάτι μέ προβληματίζει, κάτι δέν πάει καλά, ὄχι μεταξύ τῶν παραγράφων τοῦ Τόμου, ἀλλά μεταξύ τοῦ Τόμου καί τοῦ ἀνακοινωθέντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς 11-10-2018. Γιατί;
Ἐξηγούμαστε: Στό ἀνακοινωθέν ἐγράφετο ὅτι ἡ Πατριαρχική Σύνοδος «ἀπεφάσισε: 1) Νά ἀνανεώσῃ τήν ἤδη εἰλημμένην (= παρμένη) ἀπόφασιν ὅπως τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον χωρήσῃ εἰς τήν χορήγησιν αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Οὐκρανίας».
Καί γι' αὐτό εἴχαμε γράψει τότε στό ἄρθρο μας «Βασικές κανονικές ἀρχές ἐπιλύσεως τοῦ οὐκρανικοῦ ζητήματος» ὅτι «καλῶς δέν προχώρησε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στό Ἀνακοινωθέν (τῆς 11-10-2018) καί μίλησε γενικῶς καί ἀορίστως περί οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας καί δέν προσδιόρισε σέ ποιά μερίδα . . . παραχωρεῖται τό Αὐτοκέφαλο».
Καί εἴπαμε τότε «καλῶς», γιατί ὑπῆρχαν τρεῖς μερίδες: 1) Ἡ κανονική Σύνοδος ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ὀνούφριο, 2) Ἡ θεωρούμενη σχισματική ὑπό τόν Φιλάρετο, καί 3) Ἡ χαρακτηριζόμενη τῶν ἀ(αὐτο)χειροτόνητων ὑπό τόν Μακάριο.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων τήν αὐτοκεφαλία τήν δικαιοῦται ὁ κανονικός ἀρχιεπίσκοπος-Μητροπολίτης, ὅπως ἄλλωστε ἐπιτάσσουν καί οἱ ἱεροί κανόνες η΄ τῆς Α΄ καί ιβ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἀναφέραμε ἀναλυτικότερα στό προαναφερθέν ἄρθρο μας.
Η
Ἴσως ἰσχυρισθεῖ κάποιος ὅτι αὐτή ἡ ἀναγγελθεῖσα ἀπόφαση δέν ἀπηχοῦσε τή θέληση τῆς Συνόδου, τήν ἐπιθυμία καί τή βούληση τοῦ Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχικῶν, ἀλλά ἦταν τό γράμμα τῆς ἀποφάσεως (τῆς διατάξεως ἤ τοῦ νόμου θά λέγαμε ἀλλιῶς). Πιό συγκεκριμένα, θά ἰσχυριζόταν ὅτι οἱ Πατριαρχικοί εἶχαν ὑπ' ὄψιν (κατά νοῦν καί θέληση) τήν Ἐκκλησία (Σύνοδο) πού θά «γεννιόταν».
Ὅμως αὐτό δέν φαίνεται ὀρθό, γιατί θά ἔλεγε κάποιος ἄλλος ὅτι πρῶτα γεννιέται τό παιδί καί ὕστερα τό βαφτίζουμε μετά ἀπό μέρες μάλιστα (μόνο ὅταν εἶναι ἑτοιμοθάνατο κάνουμε τό λεγόμενο ἀεροβάπτισμα). Ὅτι στήν προκειμένη περίπτωση εἴχαμε καί ἕνα εἶδος βαπτίσματος, φαίνεται στή δεύτερη παράγραφο πού λέει γιά τόν Προκαθήμενο: « . . . φέροντα τόν τίτλον "Μακαριώτατος Μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας"».
Ἄς ἀφήσουμε ὅτι αὐτό ἐνισχύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπόφαση αὐτή περί τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας δέν ἐλήφθη τώρα κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου τῶν 9-11/10/2018. Αὐτή ἡ σύνοδος ἁπλῶς «ἀνανέωσε» —ἐνίσχυσε δηλαδή— μιά παλαιότερη (πότε;) προειλημμένη ἀπόφαση. Μήπως ἀπό τότε εἶχαν κατά νοῦν οἱ Πατριαρχικοί νά «ἀναγνωρίσουν» τό αὐτοκέφαλο σέ ἕνα μελλοντικό σῶμα; Δέν νομίζουμε ὅτι εἶχαν τέτοιους σκοπούς.
Ἄρα καταλήγουμε ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει στήν καί τότε κανονική Ἐκκλησία καί ὄχι σέ μία σχισματική. Πολύ περισσότερο μάλιστα πού τό «προειλημμένην ἀπόφασιν» τό λέει στήν § 1 γιά τήν αὐτοκεφαλία, καί ὄχι στήν § 3 πού μιλάει γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχισματικῶν. Στό παρελθόν μάλιστα ἐπανειλημμένως δέν ἀνταποκρίθηκε τό Οἰκουμ. Πατριρχεῖο στίς σχετικές (ἕξι [;] φορές) αἰτήσεις τῶν σχισματικῶν πρός ἀποκατάσταση.
Ἄρα καί πάλι καταλήγουμε ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει στήν καί τότε ὑπάρχουσα κανονική Ἐκκλησία καί ὄχι σέ μιά πού θά «γεννιόταν». Ἄλλωστε οὔτε μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀναγνωρίζω κάτι, τό ὁποῖο δέν ὑφίσταται.
Θ
Ἀλλ' ἄς ἐξετάσουμε τό θέμα καί ἀπό ἄλλη πλευρά: Λέμε, λοιπόν, ἐκτός τῶν προλεχθέντων, ὅτι σήμερα στά δημοκρατικά πολιτεύματα-καθεστῶτα κατά τήν ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν νόμων λαμβάνεται ὑπ' ὄψιν τό γράμμα τοῦ νόμου καί ὄχι ἡ θέληση τοῦ νομοθέτη.
Γι' αὐτό καί ὁ καθηγητής τῆς Νομικῆς K. Engisch γράφει: «Ἐδῶ καί μερικές δεκαετίες ἡ λεγομένη ἀντικειμενική (κατά γράμμα) θεωρία ἑρμηνείας ἀρχίζει νά παίρνει τό προβάδισμα, καί μάλιστα σέ μιά προφανῶς παράλληλη πορεία μέ τή συνταγματική καί τή δημοκρατική ἀρχή» .
Καί τοῦτο γιατί δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τή θέληση ἤ τίς ἐπιφυλάξεις καί προτιμήσεις καθενός πού ψήφισε μία ἀπόφαση.
Πολύ περισσότερο αὐτή ἡ ἑρμηνευτική ἀρχή ἰσχύει γιά τίς ἐκκλησιαστικές ἀποφάσεις τῶν συλλογικῶν ὀργάνων (Συνόδων), ὅπου ἐκεῖ παρεμβαίνει καί ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ, ἐφ' ὅσον μάλιστα τόν ἐπικαλούμεθα μέ τήν ἐναρκτήριο προσευχή. Ἀλλά ποιός γνωρίζει τή θέληση καί τό νοῦ τοῦ Θεοῦ;
Ἑπομένως στά δημοκρατικά-συνοδικά ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἑρμηνεύουμε ἀντικειμενικῶς —κατά γράμμα— τό νόμο, μία ἀπόφαση, καί ὄχι ὑποκειμενικῶς μέ τήν τυχόν ὑποτιθέμενη βούληση τῶν προσώπων, τῶν συνοδικῶν. Μόνο στά μονοπρόσωπα ἀνθρώπινα νομοθετικά ὄργανα, ὅπως εἶναι ἡ μοναρχία, ἡ δικτατορία κ.τ.τ. ὅμοια, μποροῦμε ἴσως νά ἀνιχνεύσουμε τή βούληση-θέληση τοῦ νομοθέτη.
Ἑπομένως καί κατ' οὐσίαν καί κατά θείαν πρόνοιαν, καί πάλι λέμε, ὅτι ἡ αὐτοκεφαλία ἀνήκει καί πρέπει νά ἀναγνωριστεῖ στήν κανονική μερίδα τῆς οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας.
Ι
Τέλος, αὐτή ἡ νομοκανονική διέξοδος ἐνισχύεται καί ἀπό τούς λόγους τοῦ Οἰκουμ. Πατριάρχου Βαρθολομαίου καί τοῦ ἐπισκόπου Ἐπιφανίου «περί ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων» καί περί «ἀποδοχῆς τῶν ἱερῶν κανόνων», οἱ ὁποῖοι ἐλέχθησαν «ἀνήμερα τά Θεοφάνεια» κατά τήν «ἐπίσημη ἀπονομή ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Ἡ Καθημερινή τῆς 8-1-2019, σελ. 5).
Ἔτσι διευκολύνεται καί λύνεται τό οὐκρανικό πρόβλημα. Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται καί προνοεῖ γιά τήν Ἐκκλησία Του· ἐμεῖς οἱ ἐκκλησιαστικοί (χριστιανοί) τί κάνουμε, ἤ τί θά κάνουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου