Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Ὁ χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά



Τοῦ καθηγητοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Ι. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ 

Η ἐλευθερία εἶναι ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα θέματα πού ἀφοροῦν τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν χαρακτηρίζει ὡς πρόσωπο, συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν ἐλευθερία του. Ἔτσι μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά μία μεγάλη ποικιλία, μέ τήν ὁποία φανερώνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία, ὅπως εἶναι λόγου χάρη ἡ ἐλευθερία τῆς σκέψεως, ἡ ἐλευθερία τοῦ λόγου, ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, ἡ ἠθική ἐλευθερία, ἡ θρησκευτική ἐλευθερία, κλπ. 

Ἐμεῖς δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τίς παραπάνω πλευρές τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά θά ἐπιχειρήσουμε νά παρουσιάσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία, πῶς ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς βλέπει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καθεαυτήν. Στή συνέχεια, ἀφοῦ ἀναφερθοῦμε στήν ὀντολογική ὑποδούλωση καί ἀπελευθέρωση τοῦ ἄνθρωπου, θά παρουσιάσουμε πώς ὁ ἄνθρωπος ἀναπτύσσει καί φανερώνει τήν ἐλευθερία του ὡς μέτοχός της πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί ποιός εἶναι ὁ ἰδιάζων χαρακτήρας αὐτῆς τῆς...ἐλευθερίας. 

Εὐθύς ἐξαρχῆς πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί κυριολεκτικά αὐτεξούσιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, ἀφοῦ ὡς ὁ ὄντως Ὧν δέν ὑπόκειται σέ καμιά φυσική ἤ μεταφυσική ἀναγκαιότητα1. Ἑπομένως εἶναι αὐτονόητο ὅτι λόγος γιά ἀπόλυτη καί αὐθεντική ἐλευθερία μπορεῖ νά γίνεται μόνο ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεται καί ἡ πηγή τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἴδιος δηλαδή ὁ Θεός. Ἄμεση φανέρωση τῆς αὐθεντικῆς αὐτῆς ἐλευθερίας στήν κτίση καί τήν ἱστορία γίνεται μόνο μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. 


Ἄν ὅμως ἡ ἀπόλυτη καί αὐθεντική ἐλευθερία βρίσκεται μόνο στόν ἴδιο τόν Θεό καί στίς ἄκτιστες ἐνέργειές του, τί εἴδους ἐλευθερία ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὡς κτίσμα καί ποῦ θεμελιώνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία του; 


Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἄνθρωπου, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή ἐκπροσωπεῖται ἀπό τον άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, συνδέεται στενότατα μέ τόν τρόπο ὑπάρξεώς του. Ὁ ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ ὀντολογική ἀφετηρία βρίσκεται στό μή ὄν, ἦρθε στό εἶναι, ὡς γνωστόν, μέ τήν ἄκτιστη δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό καί εἶναι ἐξαρτημένος ἀπό τήν αἰτία τῆς προελεύσεώς του, εἶναι δηλαδή ἐξαρτημένος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Πέρα ὅμως ἀπό τήν ἐξάρτηση αὐτή τοῦ εἶναι τοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του2 ως λογικό καί αὐτεξούσιο ὀν3. Ἡ λογικότητα τῶν ὄντων κατά τόν Παλαμά συνδέεται ὀντολογικῶς μέ τήν αὐτεξουσιότητα τους4. Κατά συνέπεια ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἐλευθερία τοῦ ἄνθρωπου ἀποτελοῦν ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα. 


Δημιουργώντας ὁ Θεός κατ' εἰκόνα τοῦ τόν ἄνθρωπο θεμελίωσε τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου πάνω σέ μία πραγματικότητα, ἡ ὁποία παρέχει στήν ἐλευθερία προϋποθέσεις ἀποφασιστικῆς σημασίας γιά τήν παραπέρα τελειωτική πορεία τοῦ ἀνθρώπου. 


Τό κατ' εἰκόνα ἀποτελεῖ τό θεμέλιο ἐκεῖνο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως πού δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά μπορεῖ νά κινεῖται πρός τό ἀγαθό, ὅταν κάνει καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου. Τό ὀντολογικό δηλαδή ὑπόβαθρο τῆς αὐτεξούσιας ἀναφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου στόν Τριαδικό Θεό βρίσκεται στήν κατ' εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀνέφερε πάντοτε αὐτεξουσίως καί ἐλευθέρως τό κατ' εἰκόνα πρός τό ἀρχέτυπο, δέν θά ξέπεφτε ἀπό τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό, μία καί ὁ Θεός κατά τόν Παλαμά προσβλέπει πάντα μέ ἰδιαίτερη πρόνοια πρός τόν ἄνθρωπο. «ὡς πρός οἰκείαν εἰκόνα μᾶλλον ἤ πρός τά παρ' αὐτοῦ πάντα γεγονότα»5. 


Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐνῶ ἐντοπίζει τό κατ' εἰκόνα στήν ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου6, δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στό νού7. Ἀλλά ὀ νους καί ἡ λογική συνδέονται ἀναπόφευκτα μέ τό αὐτεξούσιο καί τήν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, καί αὐτά τοῦ παρέχουν τή δυνατότητα νά τρέπεται πότε στό καλό, καί πότε στό κακό8. 


Ἄν ἡ αὐτεξουσιότητα ἀφαιρεθεῖ ἀπό τή λογική, τότε ἡ λογική καταντᾶ χωρίς οὐσιαστικό περιεχόμενο. Χωρίς ἐλεύθερη θέληση καί ἀπόφαση δέν εἶναι νοητή καμιά εὐθύνη. Μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει «λελυμένην πάσης ἀνάγκης τήν γνώμην», παρατηρεῖ ὁ ὑπέρμαχος τοῦ ἡσυχασμοῦ, μπορεῖ νά διατηρεῖται στήν κατά φύση ζωή καί νά προσεγγίζει τόν Θεό ἤ νά ἐκτρέπεται ἀπό τήν κοινωνία μαζί του καί νά κατευθύνεται πρός τόν θάνατο9. 


Δημιουργώντας ὁ Θεός αὐτεξούσιο τόν ἄνθρωπο στέρησε τήν δυνατότητα στόν πονηρό νά ἀσκεῖ βία πάνω στόν ἄνθρωπο. Μόνο μέ πειθώ ἤ δόλο μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ὁ διάβολος τή θέληση τοῦ ἄνθρωπου καί νά τόν κάνει κοινωνό τῆς ἀποστασίας του10. Ἀπό τή δημιουργία τοῦ λοιπόν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος πῆρε τή δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου, τή δύναμη τῆς ἐλευθερίας, μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἀντιστέκεται στόν πονηρό καί νά συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν πραγμάτωση τοῦ προορισμοῦ του, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό. 


Ἡ προγονική πτώση εἶχε ὀντολογικές συνέπειες στό καθαυτό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, στό κατ' εἰκόνα, τό ὁποῖο ἐνῶ ἀμαυρώθηκε δέν καταστράφηκε ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἐκεῖνο πού ἔχασε ὁ ἄνθρωπος, παρατηρεῖ ὁ Παλαμᾶς, δέν ἦταν τό κάτ΄ εἰκόνα ἀλλά τό καθ' ὁμοίωση11. Ἡ ἀμαύρωση τοῦ κατ' εἰκόνα σήμανε φθορά καί στό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, πού ἀντί νά ὁδεύει στήν κατεύθυνση τῆς ἐλευθερίας τοῦ πρωτοτύπου του βρέθηκε μέσα στήν περιοχή τῆς ἐπιρροῆς τοῦ πονηροῦ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ δέν μπόρεσε νά καταργήσει τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου, τό συσκότισε καί τό ἐμπόδισε νά κινεῖται στήν τελειωτική του προοπτική. Ἔτσι ὀ,τιδήποτε καί ἄν ἔκανε ὁ ἄνθρωπος (ἀξιοκατάκριτο ἤ ἐπαινετό) βρισκόταν κατά τόν Παλαμά κάτω ἀπό τίς γενικότερες συνέπειες τῆς προγονικῆς πτώσεως12. 


Ἀλλά τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου δέν ἐμπόδισε τήν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ νά μετασκευάσει φιλάνθρωπα καί «ἐπί τό κρεῖττον» τά «ἐξ αὐτεξουσίου παρατροπῆς ὀλισθήματα» τοῦ ἀνθρώπου καί νά «οἰκονομήσει» τή σωτήρια του, χωρίς νά παραβιάσει καθόλου τό αὐτεξούσιο καί τήν ἐλευθερία του13. Ἐνῶ δηλαδή ἡ αὐτεξούσια παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στή σύνταξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν διάβολο καί τήν ὑποταγή του στό θάνατο, ὁ Θεός μέ τή σοφία καί τήν ἀγαθότητά του βρῆκε τρόπο, ὥστε καί τόν ἄνθρωπο νά λυτρώσει ἀπό τόν θάνατο, καί τό αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου νά διατηρήσει. Ὁ Θεός δέν ἐπέτρεψε νά γίνει ὁ θάνατος τό ὑποχρεωτικό τέλος, τό «ἔσχατον καταγώγιον»14 όλων τῶν ἀνθρώπων. Ἐπειδή μάλιστα ὁ ἄνθρωπος δέν ἔφτασε «αὐτοκινήτως» πρός τό κακό ἀλλά μετά τή συκοφαντία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν διάβολο, δέν προχώρησε μετά τήν παραβαση «ἀκρατῶς καί ἀνεπιστρόφως» πρός τό κακό, ὅπως οἱ δαίμονες15 καί ἔτσι ἔγινε δεκτικός στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὀντολογικοῦ χαρακτήρα ἀπελευθέρωσή του. 


Μέ τό ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας, πού πραγματώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ὀντολογικῶς ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν ἐσχατολογικό θάνατο καί ἀποκτᾶ τή χαρισματική ἐλευθερία. 


Εἰδικότερα, ὁ Θεός κινούμενος ἀπό ἄκρα εὐσπλαχνία γιά τόν ἄνθρωπο προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση «καθ' ὑπόστασιν» στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου γιά ν' ἀπελευθερώσει τόν ἄνθρωπο, ν' ἀνακαινίσει τό ἀμαυρωμένο κατ' εἰκόνα καί νά τό ζωοποιήσει μέ τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ πρωτοτύπου16. Ὁ Χριστός ὡς Θεάνθρωπος, ὡς μόνος ἀληθινός καί ἀναμάρτητος ἀνθρωπος17 καί ὡς ἐλεύθερος ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου18, ἦταν κατά τόν Παλαμά ὁ μόνος πού μποροῦσε νά ἐλευθερώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν παραπάνω δουλεία19. 


Τό θεμέλιο ἀπελευθερώσεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, τέθηκε ἤδη μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἐνῶ μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐπισφραγίστηκε ἡ ὀντολογική ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν πολλαπλή δουλεία του20. Τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν δουλεία καί τυραννία τοῦ διαβόλου διαβεβαίωσε ὁ Χριστός μέ ὁλοφάνερο τρόπο ἤδη κατά τήν ἱστορική παρουσία του στή γῆ. Θεραπεύοντας δηλαδή ὁ Χριστός τούς φανερά δαιμονισμένους καί κατά τό σῶμα, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πιστοποιοῦσε «διά τῆς φανερῶς ἐνεργουμένης ταύτης ἐλευθερίας... τήν ἐν κρυπτῶ κατά ψυχήν γινομένην ἐλευθερία» τοῦ ἀνθρώπου «ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου τυραννίδος»21. Μέ τήν ἀπελευθέρωση τῶν δαιμονισμένων ἀπό τή δυναστεία τοῦ διαβόλου ὁ Χριστός γνωστοποιοῦσε στούς ἀνθρώπους ὅτι αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἐλευθερώσει τίς ψυχές ἀπό τή δουλεία τους στόν πονηρό καί νά χαρίσει σ' αὐτούς τήν αἰώνια ἐλευθερία22. Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἄνθρωπου ἀπό τήν παραπάνω δουλεία δέν περιορίστηκε κατά τόν Παλαμά στήν περίοδο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Συνεχίζεται νά πραγματώνεται στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν διπλό πάντοτε χαρακτήρα της, πού ἀναφέρεται στήν ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου23. 


Ἡ ἐνανθρώπηση, ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν ἱστορικά γεγονότα τῆς ζωῆς του, πού ἔχουν ὅμως ἀπελευθερωτική σημασία γιά τόν ἀνθρωπο24. Ἡ μόνη δυνατότητα πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τήν δουλεία στήν ἁμαρτία, τόν πονηρό καί τόν θάνατο, εἶναι νά μετάσχει μυστηριακῶς στό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μετέχοντας ὁ ἄνθρωπος κατά μυστηριακό τρόπο στό ζωοποιό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ τό βάπτισμα μετέχει στίς ὀντολογικές προϋποθέσεις τῆς ἐλευθερίας του καί δέχεται πραγματικῶς καί χαρισματικῶς τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν παραπάνω τριπλῆ δουλεία. Ὅπως δηλαδή ἡ εὐθύνη τοῦ θανάτου ἐξαιτίας τοῦ Ἀδάμ πέρασε σ' ὅλους τους ἀνθρώπους, ἔτσι περνᾶ κατά τόν Παλαμά καί ἡ αἰώνια ζωή, πού εἶναι ζωή ἐλευθερίας, σ' ὅλους ἐκείνους, πού ἀναγεννῶνται πνευματικῶς ἀπό τόν Θεάνθρωπο25. 


Μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός γίνεται ἡ ἀστείρευτη πηγή τῆς θείας χάριτος, πού ἀπελευθερώνει τόν πιστό μέσω τῶν μυστηρίων ἀπό τήν ἁμαρτία καί τίς συνέπειες της26. Ἡ ἀπελευθερωτική χάρη τοῦ βαπτίσματος δέν χάνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει καί δέν ἀξιοποιεῖ τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, γιατί τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀμεταμέλητα, παραμένει ὅμως ἀνενεργός27. Ὡστόσο, ὅταν μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων καί τήν ἀνθρώπινη συνεργία διατηρεῖται αὐτή ἡ χάρη ἐνεργός, τοῦτο σημαίνει ταυτόχρονα καί τήν παρουσία τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας του. Ἀναφερόμενος ὁ Παλαμᾶς στό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, «ὁ γάρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἠλευθέρωσε μέ ἀπό τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου»28, παρατηρεῖ ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, πού πραγματώνεται μέ τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παρέχει ὄχι μόνο ἀθανασία ἀλλά καί ἀναμαρτησία29. Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερωμένη τή φύση του ἀπό τά πάθη, τή φθορά καί τόν θάνατο καί τό φρόνημά του ἀπελευθερωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία μπορεῖ νά κινεῖται στήν περιοχή τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας. Ἄλλωστε πραγματική ἐλευθερία χωρίς τήν ὀντολογική ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία εἶναι ἀκατανόητη. Μέ τήν ἀνάληψη τοῦ σαρκωθέντος καί ἀναστάντος Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς οὐρανούς διασφαλίστηκε κατά τόν Παλαμά ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν αἰωνιότητα, ἀφοῦ ἡ κτιστή ἀνθρώπινη φύση εἰσῆλθε μέ τόν Χριστό στούς κόλπους τοῦ Θεοῦ Πατέρα30. Ὅπως δηλαδή μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ φύση μᾶς ἑνώθηκε ὑποστατικῶς μέ τή θεία φύση καί ἔγινε ὁμόθεη31, ἔτσι καί μέ τήν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἡ φύση μᾶς ἔγινε ὁμόθρονη, ἀφοῦ ὁ Χριστός μ' αὐτήν «ἐκάθισεν ἐν δεξιά τῆς μεγαλωσύνης ἐν οὐρανοῖς»32. 


Ἡ ἐλευθερία ὅμως πού παρέχεται ἀπό τό Χριστό στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζει μία ἐξωτερική ἀντινομία, γιατί ἡ ἐλευθερία αὐτή ἐμφανίζεται ὡς ὁλοκληρωτική δουλεία στόν Χριστό. Ἡ ὁλοκληρωτική δουλεία τῶν πιστῶν στόν Χριστό εἶναι μία ἑκούσια, δουλεία, πού προκύπτει ὡς ἀνταπόκρισή τους στήν προσφορά τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως οἱ πιστοί προσφέρουν τή θέλησή τους στόν Χριστό ἐνούμενοι ὁλοκληρωτικά μ' αὐτόν, δέν σημαίνει ὅτι στεροῦνται τήν ἐλευθερία τους. Ἀντίθετα μάλιστα, οἰκειώνονται τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, πού παίρνουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι «πνεῦμα δουλείας» ἀλλά «πνεῦμα υἱοθεσίας»33, πράγμα πού σημαίνει κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμά ὅτι εἶναι «πνεῦμα ἐλευθερίας, ταυτό δ' εἰπεῖν τό πνεῦμα τό ἅγιον»34. Κατά συνέπεια, οἰκειούμενοι οἱ ἄνθρωποι ἐν Χριστῷ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ ἔχουν καί βιώνουν τήν κατεξοχήν ἐλευθερία τους, ἀφοῦ καί κατά τό βιβλικό χωρίο «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία»35. Ἡ ἐλευθερία αὐτή, γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους, ἀποκαλύπτεται κατά τόν Παλαμά μέ τό φῶς τῆς θείας χάριτος36. 


Καί ἐπειδή, ὅπως λέχθηκε, τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς πνεῦμα Κυρίου, εἶναι πνεῦμα ὄχι δουλείας ἀλλά πνεῦμα υἱοθεσίας καί ἐλευθερίας, ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται σωστά καί πλήρως μόνο ὅταν συνδέεται ἄρρηκτα μέ τή χαρισματική υἱοθεσία τους ἀπό τόν Θεό. Ἡ χαρισματική υἱοθεσία χαρακτηρίζει ἐκείνους πού λυτρώθηκαν ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας καί πῆραν τήν ἄκτιστη δύναμη νά γίνουν κατά χάρη παιδιά τοῦ θεοῦ. Ὅταν μιλᾶμε γιά χαρισματική υἱοθεσία τῶν πιστῶν, παρατηρεῖ ὁ Παλαμᾶς, ἀναφερόμαστε στήν υἱοθεσία τους ἀπό τόν Θεό Πατέρα, πού τούς δόθηκε ὅμως κατά χάρη ἀπό τόν Χριστό37. 


Μέ τήν ἄκτιστη χάρη τοῦ βαπτίσματος ὁ Χριστός ἀναγεννᾶ πνευματικῶς τούς ἀνθρώπους καί γίνεται κατά χάρη πατέρας τους, ὁ ὁποῖος τούς τρέφει πνευματικῶς ὄχι μόνο μέ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ ἀλλά καί μέ τό πνεῦμα του. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς καθιστά «ἀείζωους» καί κατά χάρη «υἱούς ἀγαπητούς του οὐρανίου Πατρός»38. Ἀλλά ὡς μέτοχός της ἄκτιστης θείας χάριτος ὁ υἱοθετημένος ἀπό τόν θεό ἄνθρωπος γίνεται κατά τόν Παλαμά ὄχι μόνο «θέσει» υἱός ἀλλά καί πνεύμα39. Ἐδῶ ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη καί μία διευκρίνιση τοῦ θεόπτη θεολόγου, πού θά πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ὑπόψη καί γιά ὅσα θά ποῦμε στή συνέχεια γιά τό χαρακτήρα τῆς ἐλευθερίας. Οἱ πιστοί μέ τή χαρισματική γέννησή τους ἀπό τόν Θεό υἱοθετήθηκαν πραγματικῶς ἀπό αὐτόν, δέν ἔγιναν ὅμως ἀμέσως καί «ἐνεργεία» παιδιά τοῦ Θεοῦ. Πῆραν ἁπλῶς τή δύναμη νά γίνουν παιδιά τοῦ Θεοῦ στά ἔσχατα, κατά τή μέλλουσα δηλαδή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Πώς δέ εἰπῶν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθησαν», σημειώνει ὁ Παλαμᾶς, «οὐκ εἰπέν ὅτι καί γεγόνασι τέκνα Θεού40, ἀλλ' ἔλαβον δύναμιν γενέσθαι; Πρός τό τέλος καί τήν ἀποκατάστασιν ἐκείνην βλέπων, τήν τελειότητα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»41. 


Ποιός ὅμως εἶναι τελικῶς ὁ χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τῶν πιστῶν κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά; Ἐπιγραμματικά θά λέγαμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τῶν πιστῶν ἔχει ὀντολογικό καί χαρισματικό χαρακτήρα, ἔχει ἀνθρωπολογικό καί ταυτόχρονα θεολογικό περιεχόμενο μέ σαφῆ ἐσχατολογική προοπτική. Ἀλλά πῶς κατανοεῖται ἡ σημασία τῶν βασικῶν αὐτῶν χαρακτηριστικῶν γνωρισμάτων τῆς ἐλευθερίας στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας; 


Ἀπ' ὅσα εἴπαμε στό πρῶτο μέρος τοῦ ἄρθρου μᾶς ἔγινε φανερός ὁ ὀντολογικός χαρακτήρας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν ἀνθρωπολογική του διάσταση. Λέχθηκε ἤδη ὅτι τό αὐτεξούσιό του ἄνθρωπου ἀποτελεῖ θεμελιῶδες ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα. Στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας καί συγκεκριμένα μέ τό βάπτισμα τό φθαρμένο καί συσκοτισμένο ἀπό τήν πτώση αὐτεξούσιό του ἀνθρώπου ὄχι μόνο ἐξυγιαίνεται καί ἀνακαινίζεται, ἀλλά ἐμπλουτίζεται χαρισματικῶς μέ τήν ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ὅμως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτᾶ ἐκτός ἀπό τό ἀνθρωπολογικό καί θεολογικό κατά κυριολεξία περιεχόμενο. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ὡς πιστός ἔχει φυσική καί χαρισματική ἐλευθερία. 


Ποιός εἶναι ὅμως ἀναλυτικότερα ὁ χαρακτήρας τῆς χαρισματικῆς αὐτῆς ἐλευθερίας καί ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τήν κατά φύση ἀνθρώπινη ἐλευθερία; 


Ἡ χαρισματική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τήν πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού μᾶς καταθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἔχει ὀντολογική ὕπαρξη, γιατί ἀποτελεῖ συγκεκριμένη ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἑρμηνεύοντας ὁ Παλαμᾶς τό χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας, πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, βουλήσεως, ἰσχύος, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. και γάρ ποιητικόν τούτων ἁπάντων»42, καί στρεφόμενος ἄμεσα κατά τοῦ Ἀκινδύνου σημειώνει ἀπερίφραστα τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς ἐλευθερίας, χαρακτηρίζοντας τήν ἐλευθερία ὡς μία ἀπό τίς οἰκεῖες, φυσικές καί ἔμφυτες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού παρέχονται ἀπό τόν Θεό στόν πιστό μυστηριακῶς ἐντός της Ἐκκλησίας43. Ἔτσι ἡ βιβλική μαρτυρία, «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐλευθερία», σημαίνει ὅτι ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν πιστό ἀποτελεῖ παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐλευθερίας44. 


Ἐδῶ ὅμως τίθεται εὔλογα τό ἐρώτημα: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος οἰκειώνεται τήν ἐλευθερία ὡς φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τί γίνεται ἡ δική του ἐλευθερία ὡς ἐνέργεια τοῦ αὐτεξουσίου του; Καταργεῖται, παραμερίζεται, ἀτονεῖ ἤ διατηρεῖ πλήρως τήν ἰδιαιτερότητά της; Ἄν καταργεῖται, δέν ἀκρωτηριάζεται ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα; Καί ἄν πάλι παραμένει, πῶς συμβιβάζονται δύο ἐλευθερίες στό ἴδιο πρόσωπο καί μάλιστα ἡ μία ἄκτιστη καί ἡ ἄλλη κτιστή; Τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό τή δίνει ἔμμεσα ο Τόμος του 135145 με τήν ἀναφορά του στόν Ὄρο τῆς ΣΤ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστού46. Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ σύμφωνα μέ τόν Ὄρο ἑνώθηκαν, ὅπως καί οἱ φύσεις του, «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πράγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν ἰδιαιτερότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί διατηρούν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκεινται μεταξύ τους, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἔκφραση τῆς ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ. 


Κατά συνεπεία ἡ ἀπάντηση στό παραπάνω ἐρώτημα ἔχει χριστολογική βάση. Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων47 καί θελήσεων στόν Χριστό ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών του θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη τῶν δύο ἐλευθεριῶν καί θελημάτων στούς πιστούς ἐξαιτίας τῆς χαρισματικῆς καί ὀντολογικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα του. Ἐδῶ ὅμως θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά τοῦ πιστοῦ ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει ὡς ἴδιο της φύσεώς του μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ μόνο κατά χάρη. 


Ἀλλά ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τό βαθμό, πρός τόν ὁποῖο ὀφείλει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό ἐνόσω παραμένει ζωντανό μέλος τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν μέ τήν ἐλεύθερη καί ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν ἀπό τήν μία καί κατεξοχήν ἡ ἐλεύθερη καί συνειδητή μετοχή τοῦ πιστοῦ στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἄλλη ἀποτελοῦν τόν πιό συγκεκριμένο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁ πιστός ὑποτάσσει τήν κτιστή θέληση καί ἐλευθερία του στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑποταγή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ θεοῦ παρά τήν φαινομενική ἀντινομία της πρός τήν ἐλευθερία ἀποτελεῖ πρακτικῶς τό συνειδητό ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου στήν πραγματική ἐλευθερία του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ πιστός γίνεται μέτοχος στήν ἴδια τήν ἄκτιστη ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ζωή ἐλευθερίας ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Κατά συνέπεια, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι χαρισματική ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι λοιπόν φανερό ὅτι ἡ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐλευθερία τῶν πιστῶν δέν ἀποτελεῖ μία ἀσαφῆ, νεφελώδη καί ἀόριστη πραγματικότητα. Ἀντίθετα εἶναι μία σαφής καί πολύ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού χαρακτηρίζει μία κατά μέθεξη χαρισματική καί ἄκτιστη πραγματικότητα, ἡ ὁποία νοηματοδοτεῖ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις καί τήν ὅλη ζωή τοῦ πιστοῦ. Στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας δίνονται μερικά βασικά στοιχεῖα πού περιγράφουν, χωρίς ὅμως καί νά ἐξαντλοῦν τά ὅρια φανερώσεως καί τά ὅρια ἐκτροπῆς αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι, τό Εὐαγγέλιο δίνει τούς δεῖκτες πού σηματοδοτοῦν τή ζωή τῆς ἐλευθερίας, γι' αὐτό καί χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἀπόστολο Ἰάκωβο ὠς «τέλειος νόμος τῆς ἐλευθερίας»48, μέ βάση τόν ὁποῖο ἄλλωστε θά ἀνακριθεῖ καί θά κριθεῖ ἡ ὅλη ζωή τῶν πιστῶν στή μέλλουσα κρίση49. Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν παραπάνω βιβλική μαρτυρία σημειώνει ἐρμηνευτικῶς ὅτι τό Εὐαγγέλιο εἶναι ὄχι μόνο «νόμος ἐλευθερίας» ἀλλά καί «νόμος τῆς χάριτος»50. Οι δύο αὐτοί χαρακτηρισμοί τοῦ Εὐαγγελίου ὡς νόμου τῆς χάριτος καί νόμου τῆς ἐλευθερίας ὑποδηλώνουν, ἔμμεσα πλήν σαφῶς, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀποτελεῖ κώδικα νομικῶν ἐπιταγῶν πού καλοῦν σέ συμμόρφωση μέ τήν ἀπειλή τῆς τιμωρίας, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνα πλαίσιο πού ὁριοθετεῖ τή ζωή τῶν πιστῶν καί τήν προσανατολίζει σταθερά στήν πηγή τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας, πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. 


Στό σημεῖο ὅμως αὐτό θά πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τῶν πιστῶν ἔχει ἐσχατολογική προοπτική. Ἡ ὁλοκλήρωση καί ἡ τελείωσή της βρίσκεται στά ἔσχατα. ‘Όπως εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας, τά ἔσχατα εἶναι καί παρόντα, καί ὡς παρόντα βιώνονται κατεξοχήν στά μυστήρια. Ἔτσι, οἱ πιστοί καί στήν παροῦσα ζωή ζοῦν βεβαίως τήν χαρισματική ἐλευθερία ὡς πρόγευση καί ἀρραβώνα τῆς ἐσχατολογικῆς ἐλευθερίας τους. Ἀλλά ἡ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐλευθερία στην πληρότητα της θα βιωθεῖ καί θά φανερωθεῖ μετά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στή μέλλουσα βασιλεία τοῦ θεοῦ, ὅπου οἱ πιστοί θά συνθέτουν τά ἔνδοξα μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί θά γίνονται ὅλο καί περισσότερο δεκτικοί του Ἁγίου Πνεύματος τελειούμενοι ἀτελευτήτως51. 


Συνοψίζοντας ὅσα ἀναφέραμε στό σύντομο αὐτό ἄρθρο μᾶς μποροῦμε ἐπιγραμματικά νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ὀντολογικό γνώρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα μπορεῖ κατά χάρη νά ἀποκτᾶ καί ἄκτιστο χαρακτήρα μέ ἐσχατολογική προοπτική, ὅταν ἐμπλουτίζεται σταθερά μέ τήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄκτιστη αὐτή ἐλευθερία βρίσκεται ὀντολογικῶς ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται καί ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει τήν χαρισματική ἐλευθερία, πού οἰκειώνεται μέν μέ τά μυστήρια, ἐνεργοποιεῖται ὅμως καί βιώνεται συνειδητά, ὅταν ὁ πιστός ὑποτάσσει μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἑκούσια καί συνεχῶς τήν κτιστή ἐλευθερία του στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Τέλος, ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό πλαίσιο πραγματώσεως τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄνθρωπου, ἐπειδή αὐτή ἀποτελεῖ τόν χῶρο οἰκειώσεως, βιώσεως καί φανερώσεως τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο καί ἐγγυᾶται στόν ἄνθρωπο τήν πραγματική ἐλευθερία, ἀφοῦ κατά τή βιβλική μαρτυρία «οὐ τό πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία»52. 


SUMMARY 
THE CHARACTER OF MAN'S FREEDOM 
We can say simply that man's freedom, as an ontological characteristic of his creation in the image of Cod, can take on an uncreated character with an eschatological perspective when it is steadily enriched by the uncreated freedom of God. This uncreated freedom is found where ever the charismatic presence of the Holy Spirit is found. The presence of the Holy Spirit grants charismatic freedom, which can be known through participation in the Holy Mysteries, and can also be activated and lived consciously whenever the believer subjects himself voluntarily to the observance of the commandments and continually offers his own created freedom to the uncreated freedom of God. Finally the church provides the context for accomplishing the true freedom of man since it is the locus for the manifestation of this charismatic presence of the Holy Spirit and the place for familiarization with and life in the Holy Spirit, who secures true freedom for man. For according to Scripture, «where the Spirit of the Lord is, there is freedom», (II Cor, 3,17). 


1. «Οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὧν, ἀλλ' ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία. αυτός γάρ ὁ ὧν ὅλον ἐν ἐαυτῶ συνείληφε τό εἶναι». Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 3,2,12, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Ά', Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3 PG 36, 625C. 
2. Βλ. Γέν. 1,27. 
3. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 47, PG 150, 1156 Α. 
4. Βλ. Ομολογία 6, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Β', σ. 497. 
5. Ομιλία 36, PG 151, 449 Β. 
6. Βλ. Γ. Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 156 ἐξ. 
7. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 27, PG 150, 1137 D. 
8. Βλ. Ομιλία 41, PG 151, 517 C. 
9. Βλ. Ὁμιλία 63, ἔκδ. Σ. Οἰκονόμου, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἠμῶν Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλίαι ΚΒ', Ἀθῆναι 1861, σ. 280. 
10. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 44, PG 150, 1152 D. 
11. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 39, PG 150, 1148 Β. 
12. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 Β. 
13. Βλ. Κεφάλαια φυσικά κλπ. 54, PG 150, 1160 D. 
14. Βλ. ο.π.. 31, 388 C. 
15. Βλ. Ομιλία 22, PG 151, 289 Α. 
16. Βλ. Ομιλία 43,5, Σ. Οἰκονόμου, σ. 45. 
17. Βλ. Λόγος εἰς τά σωτήρια καί ζωοποιά πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 5, ἔκδ. Β. Ψευτογκά, σ. 98. 
18. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 139 D. 
19. Βλ. Ομιλία 52, Σ. Οἰκονόμου σ. 123. 
20. Βλ. Ομιλία 5, PG 151, 64 BC Πρβλ. Ομιλία 61, Σ. Οἰκονόμου σ. 266. 
21. Βλ. Ομιλία 50, Σ. Οἰκονόμου σ. 101. 
22. Βλ. ό.π., σ. 102. 
23. Βλ. Ομιλία 57, Σ. Οἰκονόμου, σ. 220. 
24. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 277 ΑΒ: «Ὁ γάρ γέγονε, δί' ἠμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος... καί ἄπερ ἔπαθε τή σαρκί, δί' ἠμᾶς ἔπαθε, τά ἠμῶν ἐξιώμενος πάθη, καί διά τάς ἡμετέρας ἁμαρτίας ἤχθη εἰς θάνατον, καί δί' ἠμᾶς ἀνέστη καί ἀνελήφθη, παροικονομῶν ἠμίν τήν εἰς ἀπείρους αἰώνας ἀνάστασιν καί ἀνάληψιν». 
25. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 201 Α. 
26. Βλ. Ομιλία 58, Σ. Οἰκονόμου, σ. 230-231. 
27. Βλ. Προς Ξένην, PG 150, 1077. 
28. Ρωμ. 8,2. 
29. Βλ. Αντιρρητικός πρός Ἀκίνδυνον 5,23,91. Π. Χρήστου, τόμ. Γ' σ. 356-7. 
30. Βλ. Ομιλία 12, PG 151, 204 CD. Πρβλ. Ομιλία 16, PG 151, 206 Β. 
31. Βλ. Ομιλία 14, PG 151, 168 Α. 
32. Βλ. Ομιλία 21, PG 151, 281 D, μέ ἀναφορά στο Εβρ. 1,3. 
33. Ρωμ. 8,15. 
34. Βλ. Αντιρρητικός πρός Ἀκίνδυνον 5,17,67, ἐπιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ', σ. 336-337. 
35. Β' Κόρ. 3,17. 
36. Βλ. Υπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 3,1,36, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Ά', σ. 649. 
37. Βλ. Ομιλία 16, PG 151, 217 C. 
38. Βλ. Ομιλία 56, Σ. Οἰκονόμου, σ. 207-208. 
39. Βλ. Αποδεικτικός 1,10, Π. Χρήστου, τόμ. Ά', σ. 37. 
40. Μέ ἀναφορά στο Ιω. 1,12-13. 
41. Ομιλία 57, Σ. Οἰκονόμου, σ. 221. 
42. Λόγος 31 (Θεολογικός 5), PG 36, 165C. Πρβλ. Λόγος 41,9, PG 36, 441C. Βλ. στό Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀντιρρητικός 5,17,66, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Γ', σ. 335-7. 
43. Βλ. ό.π., σ. 336. 
44. Βλ. ό.π., σ. 337. 
45. Βλ. Συνοδικός Τόμος 3, PG 151, 729 Β. 
46. Βλ. Ὄρο Πίστεως τῆς S' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στό, Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1960, τόμ. Ά', σ. 222-223: «Καί δύο φυσικᾶς θελήσεις, ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῶ, καί δύο φυσικᾶς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως, κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὠσαύτως κηρύττομεν.καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὔχ ὑπεναντία, μή γένοιτο... ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὔν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείω αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι». 
47. Βλ. σχετικῶς, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ‘Ἔκδοσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως 57, PG 94, 1033 Ἅ: «Ἔχειν τόν Χριστόν ὁμολογοῦμεν καταλλήλως ταῖς δύο φύσεσι διπλά τά φυσικά ἰδιώματα, δύο θελήσεις φυσικᾶς, τήν τέ θείαν καί τήν ἀνθρωπίνην, καί ἐνεργείας δύο φυσικᾶς, θείαν τέ καί ἀνθρωπίνην, καί αὐτεξούσια δύο φυσικά, θεῖον τέ καί ἀνθρώπινον, καί σοφίαν καί γνῶσιν, θείαν τέ καί ἀνθρωπίνην. Ὁμοούσιος γάρ ὧν τῷ Θεῶ καί Πατρί, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς Θεός, ὁμοούσιος δέ ὧν καί ἠμίν, αὐτεξουσίως θέλει καί ἐνεργεῖ ὡς ἄνθρωπος». 
48. Ιακ. 1,25. 
49. Πρβλ. Ιακ. 2,12. 
50. Βλ. Ομιλία 38, PG 151, 480 C. 
51. Βλ. Υπέρ τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων 2,2,11, ἐπιμ. Π. Χρήστου, Συγγράμματα, τόμ. Ά', σ. 517. 

52. Β' Κόρ. 3,17.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου