Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Ι.Μ.Πειραιώς: Γιατί δεν δεχόμαστε την «Άρση των αναθεμάτων» του 1965;



ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 31η Ιουλίου 2019
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΤΗΝ «ΑΡΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ» ΤΟΥ 1965;

Είμαστε δυστυχώς υποχρεωμένοι να επανερχόμαστε ξανά και ξανά στα ίδια. Ο λόγος για τα καταιγιστικά άρθρα των θιασωτών της λεγομένης «Οικουμενικής Κινήσεως», μέσω των οποίων επαναλαμβάνουν τα παράδοξα επιχειρήματά τους, ότι δήθεν «ωρίμασαν οι καιροί για την ενότητα του κατακερματισμένου κόσμου», «ωρίμασαν οι συνθήκες για την ένωση των εκκλησιών». Ότι παρήλθε ο καιρός του «διχασμού και του μίσους» και ήρθε «η εποχή της αγάπης και της καταλλαγής». Ήρθε ο καιρός να κατανοήσουμε πως οι προπάτορές μας, οι οποίοι ευθύνονται για την διάσπαση, «έπεσαν θύματα του αρχεκάκου» και πως «τώρα βρίσκονται στα χέρια του Δικαιοκρίτη για να απολογηθούν για τις πράξεις τους» (σ.σ. και μαζί τους οι άγιοι Πατέρες) και πως εμείς δεν θα τους μιμηθούμε στη «μισαλλοδοξία» τους, αλλά θα «αγαπηθούμε» με τους «αδελφούς μας ετερόδοξους», διότι τους παρεξηγήσαμε και «φουσκώσαμε» τις «νόμιμες διαφορές» με αυτούς, όπως αποκάλεσε πρόσφατα ο «πάπας» Φραγκίσκος, τις δεκάδες αιρετικές κακοδοξίες της θρησκευτικής του κοινότητας!

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η λέξη «αίρεση» είναι παντελώς απούσα από το λεξιλόγιο όλων αυτών. Η φοβερή, για την Εκκλησία, αυτή λέξη και έννοια, δεν ακούστηκε στην «Σύνοδο» της Κρήτης (Ιούνιος 2016), διότι, για τους θιασώτες και προωθητές του οικουμενιστικού συγκρητισμού, δεν υπάρχουν στις μέρες μας αιρέσεις, αλλά αυτές απαντώνται μόνον στην αρχαία Εκκλησία! Σήμερα, κατ’ αυτούς, δεν υπάρχουν αιρέσεις, αλλά «διαφορετικές παραδόσεις», οι οποίες, όχι μόνο δεν είναι κακό να υπάρχουν, αλλά με τη γνωριμία μας με τους αιρετικούς, μπορούμε να πλουτίσουμε την εκκλησιαστική μας παράδοση! Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο πως στην ψευδοσύνοδο της Κρήτης, η οποία ειρήσθω έχει ξεχαστεί και ελάχιστοι πλέον αναφέρονται σ’ αυτή, οι αιρετικές θρησκευτικές κοινότητες αναγνωρίστηκαν ως «Ετερόδοξες Εκκλησίες», δηλαδή εκκλησίες με ετέρα δόξα, όχι κατ’ ανάγκην κακόδοξη! Κάπως έτσι είναι στημένο το σκηνικό της «Οικουμενικής Κινήσεως»!

Αφορμή για το παρόν σχόλιό μας πήραμε από πρόσφατο, νέο, άρθρο του Ομ. Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Παναγιώτη Μπούμη, στο ιστολόγιο «ΡΟΜΦΑΙΑ», με τίτλο: «Η ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΜΑΤΩΝ». Εννοεί τα γνωστά αναθέματα μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της έκπτωτης, από το έτος 1009, «εκκλησίας» της Ρώμης, το 1054. Όπως είναι το γνωστό, ο καταληψίας του σεβασμίου πατριαρχικού θρόνου της Δύσεως, ο φράγκος «πάπας» Λέων Θ΄ (1049-1054) «αφόρισε» την μία και αδιαίρετη Εκκλησία και στη συνέχεια Εκείνη αναγκάστηκε να αφορίσει τον δαιμονικό εκείνον εγκάθετο «πάπα». Ας σημειώσουμε πως η Εκκλησία δεν προχώρησε σε αναθεματισμό των δυτικών, όταν αυτοί εισήγαγαν την φρικώδη αίρεση του Φιλιόκβε, ως επίσημη διδασκαλία και άρθρο πίστεως στο Σύμβολο της Πίστεως το 1009, αλλά προχώρησε στη μυστηριακή διακοπή κοινωνίας και περίμενε για σαράντα περίπου χρόνια την μετάνοιά τους. Αναγκάστηκαν να εκδώσουν ανάθεμα, ύστερα από το «ανάθεμα» του δαιμονικού «πάπα» και την προκλητικότατη και ασεβέστατη συμπεριφορά των απεσταλμένων του στην Κωνσταντινούπολη, υπό τον διαβόητο καρδινάλιο Ουμβέρτο! Οι παπικοί, στη «Σύνοδο» του Μπάρι (1098) επικύρωσαν το «ανάθεμα» εναντίον της Ανατολικής Εκκλησίας.

Δυστυχώς ο κ. Καθηγητής, αντιπαρέρχεται, με απίστευτη ρηχότητα και προχειρότητα την επιβολή των αναθεμάτων του 1054, χωρίς να κάνει την παραμικρή ιστορική και θεολογική ανάλυση, «τσουβαλιάζει» τον αιρετικό Παπισμό με την Εκκλησία και ρίχνει ίδιες ευθύνες και στα δύο μέρη. Έγραψε: «Οἱ αἰτίες τῆς ἐπιβολῆς αὐτῆς ἦταν διάφορες, ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἐκτεθοῦν ἐδῶ.Ἐδῶ μόνο θά σημειώναμε ὅτι οἱ αἰτίες αὐτές, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί λεκτικές ἤ μεταφραστικές διατυπώσεις καί διαφωνίες, οἱ ὁποῖες ὑπῆρχαν καί πρό τοῦ 1054 καί πρό δηλαδή τῆς ἐπιβολῆς τῶν ἀναθεμάτων. Ἐν συνεχείᾳ ὅμως τονίστηκαν καί μεγαλοποιήθηκαν σέ βαθμό ἀσύλληπτο. Καί φθάσαμε στήν ἑκατέρωθεν ἐπιβολή αὐτῶν, ἀλλά καί ἄλλων ἀναθεμάτων, καθώς καί τήν ἀποξένωση, γιατί ὄχι καί τήν ἀντιχριστιανική ἐχθρότητα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί τῶν μελῶν τους. Καί αὐτά μέ τήν ἰδέα ὅτι βαδίζαμε ἐκκλησιαστικά καί χριστιανικά Ἀνατολή καί Δύση. Καί μέ αὐτά πέρασαν κάπου χίλια χρόνια»! Αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του! Φυσικά οι αιτιάσεις των αιρετικών παπικών ήταν σαθρές και αστήρικτες, οι οποίες άγγιζαν ή και ξεπερνούσαν τα όρια της συκοφαντίας. Αλλά μπορεί να θεωρεί τις αιτιάσεις της Εκκλησίας ότι ήταν «διάφορες», όπως γράφει, ίδιες με αυτές των παπικών; Οι αιτιάσεις της Εκκλησίας ήταν συγκεκριμένες: καταλόγιζαν στους παπικούς αιρετικές κακοδοξίες, όπως τη φοβερή αίρεση του Φιλιόκβε, την οποία είχαν εισάγει στην πίστη και τη λατρεία της Δυτικές Εκκλησίας οι αιρετικοί Φράγκοι το 1009 και η οποία είχε καταδικαστεί από σύμπασα την Εκκλησία (και τη Δυτική) με την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο του 879-880, επί Μ. Φωτίου. Η Εκκλησία καταλόγισε επίσης στον φράγκο καταληψία του παπικού θρόνου αλλοίωση της εκκλησιολογίας, εισάγοντας το φραγκικό φεουδαρχικό εξουσιαστικό σύστημα στην Εκκλησία, με την απολυταρχία (πρωτείο) του Πάπα. Γιατί αυτά δεν τα αναφέρει και τα αποσιωπά ο κ. Καθηγητής και «ισοπεδώνει» τις ευθύνες;

Αποφάνθηκε «ελαφρά τη καρδία», ότι «Ανατολή και Δύση», είχαμε «την ιδέα ότι βαδίζαμε εκκλησιαστικά και χριστιανικά» τα χίλια χρόνια που πέρασαν. Ζούσαμε δηλαδή ορθόδοξοι και παπικοί, με μια εκκλησιαστική και χριστιανική ψευδαίσθηση! Και καλά οι σκοτισμένοι από την αίρεση παπικοί, στερημένοι της θείας χάριτος, ζούσαν και ζουν σε μια ψευδαίσθηση, αλλά και εμείς οι Ορθόδοξοι ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι ζούμε εκκλησιαστικά και χριστιανικά, επειδή αναγκάστηκε η Εκκλησία να αποκόψει το σάπιο και όζον μέλος της, για να μην μολυνθεί όλο το εκκλησιαστικό σώμα; Ζούσαν δυστυχώς, κατά συνέπεια, σε αυτή την ψευδαίσθηση και οι άγιοι, μετά το «σχίσμα», της Εκκλησίας μας, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Γεώργιος Σχολάριος, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Νεκτάριος, ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο άγιος Νικόλαος Αχρίδος, ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, ο άγιος Παΐσιος, ο άγιος Ιάκωβος, ο άγιος Πορφύριος, οι αγιασμένοι Γέροντες Φιλόθεος Ζερβάκος, Ιωσήφ Ησυχαστής, Εφραίμ Κατουνακιώτης, και άλλοι αναρίθμητοι! Είναι δυνατόν;

Όλοι αυτοί και μαζί το χριστεπώνυμο πλήρωμα, κατά τον κ. Καθηγητή, δεν «ζούσαμε εκκλησιαστικά και χριστιανικά», ώσπου ήρθε «το πλήρωμα του χρόνου», το 1965, να άρουν τα αναθέματα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο «πάπας» Παύλος ΣΤ΄! Αυτό είναι για εκείνον, «το μεγάλο γεγονός», «Ήλθε καί ξημέρωσε ἡ τρίτη περίοδος (ἡ τρίτη χιλιετία) μέ τήν «προδρομική» ἡμέρα τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965. Κατ’ αὐτήν σάν «ἀστραπή» (Ἀ. Χαστούπης) ἔγινε ἡ ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054»! Όπως τονίζει στη συνέχεια του άρθρου του, όλα τακτοποιήθηκαν με την άρση των αναθεμάτων «…ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄ καί ὁ Πάπας Ρώμης Παῦλος ὁ ΣΤ΄ μέ τίς περί αὐτούς συνόδους τους ἦραν τά ἀναθέματα καί ἀφήρεσαν τά κανονικά αὐτά μεσότοιχα, τά ὁποῖα ἐμπόδιζαν τήν κανονική ἐπικοινωνία τῶν ἐκπροσώπων καί τῶν μελῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ἀλλά καί τήν ψυχική ὠφέλεια τῶν κεκοιμημένων ἐν τῷ ἀναθεματισμῷ. Ἀναγνώρισαν ἡ μία τήν ἄλλη ὡς Ἐκκλησία καί δέν θεωροῦνται πλέον ὡς «συναγωγή τοῦ σατανᾶ», ὅπως ἔλεγαν καί ἀπό τίς δύο πλευρές μέλη τους, ἀλλά ὡς ἀδελφές τῆς Μίας Ἐκκλησίας»! Για τον κ. Καθηγητή λύθηκαν οι «παρεξηγήσεις» και έγιναν όλα όπως ήταν πριν την επιβολή των αναθεμάτων!

Έγιναν, όπως πριν; Όχι βέβαια! Όπως σημειώνει ο ίδιος, «ἀπό Ρωμαιοκαθολικῆς πλευρᾶς καί τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης τό θέμα ἔχει λήξει». Αυτοί είναιπροφανώς οι «καλοί». Όχι όμως και οι Ορθόδοξοι, διότι, «Ζήτημα τέθηκε καί ἴσως τίθεται ἀπό μερικούς ὀρθοδόξους καί μή γιά τήν ἄρση τοῦ ἀναθέματος ἐκ μέρους τοῦ Ἀθηναγόρα καί τήν ἰσχύ αὐτῆς, ἐπειδή αὐτός εἶχε λάβει τήν ἔγκριση μόνον τῆς περί αὐτόν πατριαρχικῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὄχι ὅλων τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»! Εδώ να διορθώσουμε τον κ. Καθηγητή, δεν τέθηκε το ζήτημα «ἀπό μερικούς ὀρθοδόξους», όπως ανακριβέστατα αναφέρει, αλλά από το σύνολο της Εκκλησίας, εκτός του «του κλίματος» του Φαναρίου! Ας μελετήσει ο κ, Καθηγητής την θύελλα που σήκωσε η μονομερής, νεοπαπίστικη αυτή ενέργεια του μακαριστού Αθηναγόρα, να άρει τα αναθέματα ερήμην της καθόλου Εκκλησίας. Διερωτήθηκε άραγε γιατί δεν συναποφάσισε με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες για ένα τέτοιο κεφαλαιώδους σημασίας θέμα; Η εξήγηση είναι απλή: θα συναντούσε την άρνηση της καθόλου Εκκλησίας, τη συντριπτική πλειοψηφία των Προκαθημένων, Ιεραρχών κλπ, και για να αποφύγει αυτόν τον σκόπελο, αποφάσισε εκείνος, χωρίς εκείνους, για εκείνους!

Ο κ. Καθηγητής αναφέρθηκε στο άρθρο του και στο Γραφείο μας. Παραβλέπουμε τον έμμεσο ταπεινωτικό χαρακτηρισμό του, ότι το Γραφείο μας «(θέλει νά) πρωτοστατεῖ σέ θέματα ὀρθοδόξου πίστεως καί κανονικῆς τάξεως μέσα στήν Ἐκκλησία». Στεκόμαστε στον ισχυρισμό του, ότι εφόσον δεν ασκήσαμε κριτική, σε προηγούμενο άρθρο του, στο θέμα της άρσης των αναθεμάτων, συμφωνούμε με αυτή! Έγραψε: «Τό θέμα τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων τό ἄφησε (σ.σ. το Γραφείο μας) ἄθικτο. Καί εἶναι αὐτό τυχαῖο; Καί μποροῦμε νά τό παραβλέψουμε; Κάποια δικαιολογία θά ὑπάρχει. Ἤ μήπως ὑπο(ἀπο)δεικνύεται ὅτι ὑπολανθάνει κάποια ἀδελφοσύνη;»! Απαντάμε στη τελευταία φράση του, αν στο Γραφείο μας «ὑπολανθάνει κάποια ἀδελφοσύνη». Είναι το μόνο που αποδεχόμαστε. Το όλο ταπεινό μας έργο, δεν υπολανθάνει απλά αδελφοσύνη, αλλά αποδεικνύει την πραγματική μας αγάπη για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και κύρια των πλανεμένων. Ο υπαινιγμός του, με την πρόθεση «υπο», ότι δήθεν μας υποδεικνύει κάποιος (προφανώς να εννοεί τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας), είναι απόλυτα λανθασμένος. Το επιστημονικό επιτελείο του Γραφείου μας δεν έχει την ανάγκη να δέχεται υποδείξεις για να εκφράσει την ορθόδοξη πίστη. Βεβαίως εργαζόμαστε κάτω από την επιστασία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, αλλά έχουμε την ευλογία του να επιτελούμε την ποιμαντική μας αποστολή με ελευθερία κινήσεων, απολαμβάνοντας την εύνοιά του, αφού γνωρίζει και εκείνος τον ιεραποστολικό μας προσανατολισμό.

Να απαντήσουμε τώρα στον υπαινιγμό του κ. Καθηγητή, γιατί αφήσαμε ασχολίαστο το θέμα της άρσης των αναθεμάτων σε σχόλιό μας, προηγούμενου σχετικού άρθρου του: Δεν σχολιάσαμε το συγκεκριμένο θέμα, όχι γιατί συμφωνούμε με την άστοχη, αψυχολόγητη, αναποτελεσματική και το χειρότερο: αντικανονική άρση των αναθεμάτων, παπικώ τω τρόπω, από τον μακαριστό Αθηναγόρα. Ίσως θα έπρεπε να έχει καταλάβει πως δεν είναι δυνατόν να σχολιάζουμε πολλά ζητήματα σε ένα άρθρο μας.

Τώρα που προκληθήκαμε απαντάμε: Όχι δεν συμφωνούμε με το συγκεκριμένο ζήτημα της αντικανονικής και αναποτελεσματικής άρσης των αναθεμάτων. Δεν δεχόμαστε την άρση των αναθεμάτων, διότι η άρση τους έγινε χωρίς να αρθούν οι λόγοι και οι αιτίες για τις οποίες επιβλήθηκε ο αναθεματισμός από μέρους της Εκκλησίας. Δεν άλλαξε τίποτε, από το 1054, στον Παπισμό, μάλλον άλλαξε και αλλάζει συνεχώς προς το χειρότερο. Αν ο αναθεματισμός του 1054 ήταν απόλυτα δικαιολογημένος τότε, από μέρους της Ορθοδοξίας, πόσο δικαιολογημένος είναι και σήμερα, αφού ο Παπισμός, όχι μόνον δεν επέτρεψε στην Εκκλησία, αποβάλλοντας τις μερικές τότε πλάνες του, αλλά, ως γνωστόν, συσσώρευσε και συνεχίζει να συσσωρεύει σωρεία άλλων, εμμένοντας πεισματικά αμετακίνητος σ’ αυτές!

Δεν συμφωνούμε με την άρση των αναθεμάτων και για μια άλλη σημαντική παράμετρο του ζητήματος. Όπως είναι γνωστό, το ανάθεμα είναι στην ουσία διακοπή της μυστηριακής κοινωνίας, διακοπή κοινωνίας από το κοινό Ποτήριο. Αυτή η διακοπή είχε γίνει ενωρίτερα, όπως προαναφέραμε, το 1009, όταν ο πάπας Σέργιος Γ΄ (904-911) είχε εισάγει στο Σύμβολο της Πίστεως την αιρετική καινοτομία και πλάνη του Φιλιόκβε. Το ανάθεμα του 1054 ήταν μια εντελώς τυπική ενέργεια, η οποία απλά επισφράγισε τη μυστηριακή διακοπή του 1009. Η άρση των αναθεμάτων του 1965 τι έκανε; Αποκατέστησε μήπως την μυστηριακή διακοινωνία; Ασφαλώς όχι! Τότε ποια ήταν τα αποτελέσματά της; Τίποτε περισσότερο από μια κοσμικού τύπου «άρση εχθρότητας και δημιουργία φιλικών σχέσεων»! Είναι δυνατόν να μιλάμε για άρση των συνεπειών του σχίσματος, για άρση αναθεμάτων, τα οποία επιβάλλουν την διακοπή της μυστηριακής κοινωνίας και να μην έχει αποκατασταθεί η διακοινωνία; Απορούμε πως ο ειδήμων Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου κ. Π. Μπούμης δέχεται την άρση των αναθεμάτων χωρίς τη διακοινωνία! Απορούμε γιατί «πανηγυρίζει» για το «μεγάλο γεγονός» τη στιγμή που δεν επετεύχθη το μείζον ζητούμενο: η μυστηριακή αποκατάσταση!

Κλείνοντας την ανακοίνωσή μας, θα θέλαμε, για πολλοστή φορά, να δηλώσουμε την λύπη μας για τη δημοσίευση τέτοιων άρθρων, τα οποία, αντί να οικοδομούν, αμβλύνουν την πίστη του ορθοδόξου λαού. Αν κάνουμε λάθος, ας μας υποδείξει ο κ. καθηγητής, τον οποίο, ξαναλέμε, ότι σεβόμαστε και τιμούμε, πόσες από τις δεκάδες κακόδοξες πλάνες του αποκήρυξε ως τώρα ο Παπισμός; Με πόση συγκατάβαση μπορούμε να δούμε την απόλυτη αμετανοησία του παναιρετικού Παπισμού και τη πεισματική εμμονή τους στις δεκάδες πλάνες του; Δεν μισούμε κανέναν, δεν ζητούμε το κακό κανενός, προσευχόμαστε και ελέγχουμε, όπως έχουμε υποχρέωση, για τη σωτηρία όλων. Αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να υποχωρήσουμε και να δεχτούμε αιρετικές κακοδοξίες, προς χάριν μιας ευκαιριακής ενότητας, μιας, ουσιαστικά, «συγκόλλησης» της μοναδικής και σώζουσας αλήθειας της Εκκλησίας μας με τις πλάνες των αμετανόητων αιρετικών.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου