Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και ο Ανθρωπόθεος της Νέας Εποχής

Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και ο Ανθρωπόθεος της Νέας Εποχής (Αρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου)

Tό προηγούμενο (δεύτερο ΕΔΩ) κείμενό μας εἶχε ὡς θέμα τήν μετάνοια ὡς πορεία ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση. Ἀναφερθήκαμε ἐκεῖ στήν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, περιγράψαμε τά ἰδιαίτερα χαρίσματα μέ τά ὁποῖα προίκισε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, τόν κύριο προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ θέωσή μας καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς καί τά γνωρίσματά της.

Πρόκειται γιά κεφαλαιώδη θέματα τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας, τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί σωτηριολογίας, τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Δυστυχῶς, γιά αὐτά τά τόσο σοβαρά ζητήματα ὁ περισσότερος κόσμος ἐλάχιστα γνωρίζει. Οἱ αἰτίες αὐτῆς τῆς ἄγνοιας ἐντοπίζονται σέ ποικίλους παράγοντες, ὅπως εἶναι ἡ ἔλλειψη συστηματικῆς κατηχήσεως ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀλλοίωση τῆς ἑλληνορθοδόξου, κατά τό Σύνταγμα, παιδείας στά δημόσια σχολεῖα, πού ἀποβαίνει ἐπιζήμια, ἡ μονόπλευρη ἀνατροφή τῶν παιδιῶν στίς σημερινές οἰκογένειες, πού στοχεύει κυρίως στήν ἐγκεφαλική μόρφωση ἤ ἐπαγγελματική-οἰκονομική ἀποκατάσταση, παραμελώντας τήν πνευματική ἀνάπτυξη ἤ τήν ψυχική τους ὑγεία μέσα στόν ὑλόφρονα τρόπο ζωῆς καί στίς ἐφήμερες κοσμικές ἀπολαύσεις.

Οἱ ἰλιγγιώδεις ρυθμοί τῆς καθημερινότητας καί ἡ ἀσφυκτική πίεση, πού αὐτή ἀσκεῖ, ἡ διαρκής μέριμνα γιά τήν ἐξοικονόμηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τό συνεχές ἄγχος γιά τήν ἐπίτευξη στόχων καί ὑψηλῶν ἐπιδόσεων, οἱ πολυάριθμες δραστηριότητες, δέν ἐπιτρέπουν σέ γονεῖς καί παιδιά τήν παραμικρή ἐξοικονόμηση χρόνου, ὄχι μόνο γιά κατήχηση, πνευματική μελέτη καί ἐκκλησιασμό, ἀλλά οὔτε κἄν γιά ὀλιγόλεπτη προσευχή στό σπίτι.

Καί εἶναι πραγματικά ὀξύμωρο τό γεγονός, ὅτι ἐνῶ ἡ σύγχρονη ἐποχή τῆς συνεχοῦς ροῆς πληροφοριῶν καί εἰδήσεων μᾶς παρέχει τήν δυνατότητα νά κατέχουμε σέ καθημερινή βάση ἀμέτρητες γνώσεις γιά κάθε τί πού συμβαίνει σέ κάθε γωνιά τοῦ πλανήτη μας, νά μένουμε τελικά ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς μας, λόγῳ τῆς μέριμνας καί τῶν ἀπαιτήσεων τῆς ἔντονης καθημερινότητας, πού οἱ ἴδιοι δημιουργοῦμε καί πού συνεχῶς αὐξάνουν.

Ζώντας ἔτσι, οὐσιαστικά δέν προλαβαίνουμε νά γνωρίσουμε καί νά μάθουμε γιατί ζοῦμε, ποιός εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἄν ὑπάρχει ἄλλη ζωή καί τί θά συναντήσουμε σ’ αὐτή, τί εἶναι ἡ ψυχή μας καί ποιά εἶναι τά γνωρίσματά της, τί εἶναι ἡ Κόλαση καί τί ὁ Παράδεισος.

Γι’ αὐτό καί ἡ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων (ἀκόμη καί πολλῶν ἐκ τῶν χριστιανῶν) δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει ψυχή· ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη· δέν πιστεύουν στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλων μας· δέν πιστεύουν στήν μετά θάνατο ζωή, δέν πιστεύουν στήν αἰωνιότητα, στήν Μέλλουσα Κρίση, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ἐπανασύνδεση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Δέν συνειδητοποιοῦν πώς ὅ,τι πράττουμε σέ αὐτή τήν ζωή -καλό ἤ κακό- ἔχει ἀντίκτυπο στήν αἰωνιότητα.

Χωρίς πίστη, ὅμως, στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν κοινή ἀνάσταση ὅλων μας δέν ὑπάρχει χριστιανισμός· δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ πίστη μας. Τό διακηρύσσει αὐτό μέ τόν πλέον κατηγορηματικό τρόπο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρώτη ἐπιστολή του πρός τούς Κορινθίους: «Eἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»[1]. Ἄν δέν ὑπάρχει, δηλαδή, ἀνάσταση νεκρῶν, τότε οὔτε ὁ Χριστός ἔχει ἀναστηθεῖ. Καί ἄν ὁ Χριστός δέν ἔχει ἀναστηθεῖ, τότε τό κήρυγμά μας εἶναι χω­ρίς νόημα, τό ἴδιο καί ἡ πίστη σας.

Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος, ἄλλωστε, πού ἐδῶ καί δύο χιλιάδες χρόνια, ὅλοι οἱ ἄθεοι καί ἀντίθεοι πολεμοῦν μέ λύσσα τό συγκλονιστικό καί θαυμαστό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ -παρουσιάζοντάς το ὡς ἕνα μῦθο-, γιά νά ἐξαφανίσουν, εἰς μάτην βεβαίως, τήν χριστιανική πίστη ἀπό προσώπου γῆς, καθώς χάρις σέ αὐτό τό μοναδικό θαῦμα, «χάρις εἰς τήν ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ, χάρις εἰς τήν νίκην Του ἐπί τοῦ θανάτου οἱ ἄνθρωποι ἐγίνοντο καί γίνονται καί θά γίνονται πάντοτε χριστιανοί. Ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ χριστιανισμοῦ δέν εἶναι ἄλλο τι παρά ἱστορία ἑνός καί μοναδικοῦ θαύματος, τοῦ θαύματος τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως… Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο οὐδεμία ἄλλη θρησκεία ἔχει… αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον κατά τρόπον μοναδικόν καί ἀναμφισβήτητον δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος εἰς ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους»[2].

Γι’ αὐτό καί, μέ ἀφορμή τόν κορωνοϊό, ἀπαγορεύτηκε πέρυσι σέ ὅλους τούς πιστούς σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, γιά πρώτη φορά στά χρονικά, νά ἑορτάσουν πανηγυρικά στούς ἱερούς ναούς τήν Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας! Ἀνάλογη, ἄλλωστε, ἀπαγόρευση ἐπιβλήθηκε καί γιά τήν μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τῶν Θεοφανείων, ὅπου ἔχουμε τήν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ μας!

Ὁ στόχος εἶναι προφανής, ἡ προσβολή δηλαδή τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Ὅποιος πολεμάει τόν Χριστό, πού εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, πολεμάει τό Σῶμα Του πού εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πιστοί. Ὅποιος πολεμάει τούς πιστούς, πολεμάει τόν Χριστό καί ἀντίστροφα. Γι’ αὐτό καί τό κατευθυνόμενο ἀντίθεο κατεστημένο χλευάζει καί πολεμᾶ μέ λυσσώδη τρόπο τό πραγματικό-τεθεωμένο Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μας, τήν Θεία Κοινωνία, βάλλοντας εὐθέως καί ἀπροκάλυπτα ἐναντίον τῆς θεότητος τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Θά θέλαμε, λοιπόν, νά ἐπαναλάβουμε μέ κάθε σαφήνεια καί κατηγορηματικότητα: ὅποιος δέν πιστεύει στόν Θεάνθρωπο Χριστό μας καί τήν Ἀνάστασή Του, ὅποιος δέν πιστεύει στήν κοινή ἀνάσταση ὅλων μας, ὅποιος δέν πιστεύει στήν Δευτέρα Παρουσία, τήν μέλλουσα Κρίση, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί τήν ὕπαρξη τῆς Κολάσεως, ὅποιος δέν πιστεύει στήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς καί τήν ἀθανασία της, αὐτός δέν μπορεῖ οὐσιαστικά οὔτε νά εἶναι οὔτε καί νά λέγεται χριστιανός καί μάλιστα ὀρθόδοξος.

Στό γενικευμένο ἀντίθεο, ἀντιεκκλησιαστικό καί ἀντίχριστο πνεῦμα τῆς Νέας Ἐποχῆς, μέσα στό ὁποῖο ζοῦμε καί ἀλλοιωνόμαστε κάθε μέρα καί περισσότερο, ὅ­λα τά χα­ρί­σμα­τα πού ὁ Θε­ός ἔδωσε στόν ἄν­θρω­πο μέ τό κα­τ’ εἰ­κό­να πα­ρα­ποι­οῦν­ται καί ἀν­τι­στρέ­φον­ται. Κατά ἀνάλογο τρόπο, ἀντιστρέφεται καί ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, τό καθ’ ὁμοίωση δηλαδή, πού εἶναι ἡ θέωση.

Ὁ ση­με­ρι­νός νέ­ος τύ­πος ἀν­θρώ­που δέν ἔ­χα­σε ἁ­πλῶς τόν προ­ο­ρι­σμό του, ἀλ­λά τόν ἄλ­λα­ξε οἰ­κει­ο­θε­λῶς, τόν με­τέ­τρε­ψε, τόν ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε μέ ἄλ­λον. Ὁ ἄνθρωπος τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀποκόπτεται ἐνεργά καί συστηματικά καί ἀυτονομεῖται συνειδητά ἀπό τόν Θεό, προβάλλοντας τό ἀτομικό εἴδωλο τῆς αὐτοθεΐας του.

Ἀρνεῖται μέ δική του ἐπιλογή τόν προορισμό πού τοῦ ἔδωσε ὁ Δημιουργός Του. Δέν ἐπιθυμεῖ νά γίνει «θεός κατά χάριν», ἀλλά ὑποκύπτει στήν φι­λο­δο­ξί­α τῆς αὐτονομημένης ἰσοθεΐας, ὅ­τι μπορεῖ, δηλαδή, νά γίνει θεός «δί­χα Θε­οῦ καί πρό Θε­οῦ καί οὐ κα­τά Θε­όν».[3] Ἡ ἄρ­νη­ση ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ μας (τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος) εἶ­ναι ἡ «νέ­α πτώ­ση», ἡ πτώ­ση τοῦ «νέ­ου τύ­που ἀν­θρώ­που». Εἶ­ναι ὁ ὑ­πο­βι­βα­σμός ἀ­πό τήν θε­αν­θρω­πό­τη­τα στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

Μέ τόν ἑκούσιο αὐτό ὑποβιβασμό του, στήν πραγματικότητα ὁ ἄνθρωπος ἀποκηρύσσει καί ἀπενεργοποιεῖ οἰκειοθελῶς τά ἰδιαίτερα χαρίσματα καί τά προνόμια, μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Θεός.

Τό αὐ­τε­ξού­σιο (κύριο γνώρισμα τοῦ κατ’ εἰκόνα), ἡ θε­όσ­δο­τη, δηλαδή, ἐ­λευ­θε­ρί­α, ἀ­πεμ­πο­λεῖ­ται ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο, πού ἀ­δυ­να­τεῖ νά ση­κώ­σει τό «βά­ρος» αὐτῆς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τουΠαραιτεῖται ἀπό τόν ἀ­γώ­να, τήν ἐ­πι­μο­νή καί τίς θυ­σί­ες γιά νά τήν δι­α­τη­ρή­σει, νά τήν δι­εκ­δι­κή­σει καί νά τήν ἐ­πα­να­κτή­σει. Προ­τι­μᾶ τόν εὔ­κο­λο δρό­μο τῆς κα­θο­δη­γή­σε­ως, τῆς προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης πο­ρεί­ας, τῶν προ­κα­τα­σκευ­α­σμέ­νων ὁ­ρα­μά­των, τῶν προ­α­πο­φα­σι­σμέ­νων ἐ­πι­λο­γῶν καί τῆς πο­δη­γε­τή­σε­ως ἀπό τά παγκόσμια κέντρα ἐξουσίας καί ἐλέγχου.

Θυσιάζει τήν ἐλευθερία του καί τήν ἰδιοπροσωπία του στόν βωμό τῆς ἀ­σφά­λειας, τῆς ἀνέσεως, τῆς εὐ­η­με­ρί­ας, τῆς ποι­ό­τη­τος ζω­ῆς, τῆς ἀ­να­πτύ­ξε­ως, τῆς ἐκρηκτικῆς προόδου τῆς ἐπιστήμης, τῆς τεχνολογίας καί τῆς πλησμονῆς τῶν ποι­κί­λων ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν πού ἀ­πο­λαμ­βά­νει. Τό εἶ­χε, ἄλ­λω­στε, δι­α­τυ­πώ­σει τό­σο εὔ­στο­χα καί προ­φη­τι­κά, πο­λύ πρίν, ὁ με­γά­λος Ρῶ­σος ὀρ­θό­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας Φι­ον­τόρ Ντο­στο­γι­έφ­σκυ στόν ἀ­πα­ρά­μιλ­λο μῦ­θο του, τόν μῦθο τοῦ Με­γά­λου Ἱ­ε­ρο­ε­ξε­τα­στῆ: «Καμ­μιά ἐ­πι­στή­μη δέν θά τούς δώσει ψω­μί ὅ­σο θά μέ­νουν ἐ­λεύ­θε­ροι, μά στό τέ­λος θάρ­θουν νά κα­τα­θέ­σουν τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους στά πό­δια μας καί θά μᾶς ποῦν: “Κάν­τε μας σκλά­βους, μά χορ­τᾶστε μας”­­[4]».

Ἡ κυ­ρι­αρ­χι­κή ἐ­ξου­σί­α ἐ­πί τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, πού δώ­ρη­σε ὁ Θε­ός στόν ἄν­θρω­πο ὁ­ρί­ζον­τάς τον βασιλέα, διαχειριστή καί φύ­λα­κα τοῦ πα­ρα­δεί­σου, δι­α­στρέ­φε­ται σέ ἐγ­κλη­μα­τι­κή ἐ­πέμ­βα­ση καί ἐκ­με­τάλ­λευ­ση τῆς φύ­σε­ως –στό ὄ­νο­μα τῆς ἀ­να­πτύ­ξε­ως καί τῆς προ­ό­δου– μέ ὀ­λέ­θρι­ες καί μή ἀ­να­στρέ­ψι­μες συ­νέ­πει­ες γιά τό πε­ρι­βάλ­λον, ἀλ­λά καί γιά τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο, πού ἀ­πό προ­στά­της γί­νε­ται δυ­νά­στης καί καταστροφέας τῆς φυ­σι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.

Ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή καί γνω­στι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα, πού ὁ Θε­ός ἔ­δω­σε στόν ἄν­θρω­πο μέ τό κα­τ’ εἰ­κό­να, πα­ρα­ποι­εῖ­ται, ἐ­πί­σης, καί δι­α­στρέ­φε­ται.

Ὁ νέ­ος ἄν­θρω­πος, με­τά τήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση πού ἐ­πέ­φε­ρε στήν φύ­ση, μέ τήν πλη­θώ­ρα πλέ­ον τῶν με­ταλ­λαγ­μέ­νων προ­ϊ­όν­των πού μᾶς κα­τα­κλύ­ζουν, ἐ­πι­θυ­μεῖ καί ἐ­πι­χει­ρεῖ πλέον, νά ἐ­πέμ­βει γε­νε­τι­κά (ἤ ἐπιγενετικά) καί στόν ἴ­διο τόν ἀν­θρώ­πι­νο ὀρ­γα­νι­σμό, -κύτταρα, DNA- προ­κα­λών­τας «τε­χνη­τή ἐ­ξέ­λι­ξη», τόν «ἐπανασχεδιασμό τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης», νά «ἀναβαθμίσει» τό ἀνθρώπινο εἶδος μέσω βιοτεχνολογικῶν ἐνισχύσεων καί ἐπαυξήσεων (σέ συνδυασμό μέ τήν ἐξωτερική Τεχνητή Νοημοσύνη), κα­θώς κρί­νει ἀ­τε­λή ἤ ἀ­νε­παρ­κή τήν φυ­σι­κή του κατάσταση καί ἐ­ξέ­λι­ξη, αὐτή πού τοῦ χάρισε ὁ Δημιουργός του. (Δηλώνουν ὅτι θά χρειαστεῖ νά ἀλλάξουμε τήν Βιοχημεία μας καί νά ξανασχεδιάσουμε τό σῶμα καί τόν νοῦ μας!).

Νέ­ες ἐ­πι­στῆ­μες, ὅ­πως ἡ βι­ο­τε­χνο­λο­γί­α, ἡ να­νο­τε­χνο­λο­γί­α, ἡ νευ­ρο­θε­ο­λο­γί­α, ἡ κυ­βερ­νη­τι­κή, ἡ γε­νε­τι­κή μη­χα­νι­κή, ἡ νέ­α εὐ­γο­νι­κή καί πολ­λές ἄλ­λες, ἀ­γω­νί­ζον­ται κα­θη­με­ρι­νά γιά τήν ἐ­πί­τευ­ξη αὐ­τῆς τῆς νέ­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, «τήν ὑ­πέρ­βα­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἴ­δους ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν ἄν­θρω­πο[5]». Εἶ­ναι ἡ ἀν­τι­στρο­φή τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς καί γνω­στι­κῆς ἱ­κα­νό­τη­τος πού χά­ρι­σε ὁ Θε­ός στόν ἄν­θρω­πο, ὁ Ὁ­ποῖ­ος «ἔ­δω­κεν ἐ­πι­στή­μη τοῖς ἀν­θρώ­ποις ἐν­δο­ξά­ζε­σθαι ἐν τοῖς θαυ­μα­σί­οις αὐ­τοῦ[6]». Μέ τήν Νέ­α Ἐ­πι­στή­μη ὁ ἄν­θρω­πος σφε­τε­ρί­ζε­ται τήν Γνώ­ση, τήν Σο­φί­α καί τήν Δό­ξα τοῦ Θε­οῦ καί αὐ­το­α­να­κη­ρύσ­σε­ται σέ δη­μι­ουρ­γό στήν θέ­ση τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ του. Ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Χά­ρι­τος, ἡ σύ­νε­ση, ἡ σοφία καί ἡ δι­ά­κρι­ση, πού χα­ρί­ζει τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἀν­τι­κα­θί­σταν­ται ἀ­πό τήν πε­πε­ρα­σμέ­νη ἀν­θρώ­πι­νη σκέ­ψη (σέ συνδυασμό μέ φιλοσοφικοθρησκευτικά συστήματα ἀνατολίτικης προέλευσης πού συσκοτίζουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ) καί ξε­κι­νᾶ ὁ κα­τή­φο­ρός του σέ δι­α­λο­γι­σμό, καθοδηγούμενο ὁραματισμό, σέ ἐ­λεγ­χό­με­νη-κα­τευ­θυ­νό­με­νη σκέ­ψη, γνωστικές ἐγκεφαλικές παρεμβάσεις ἤ σέ ὅ,τι ἄλ­λο δι­ε­στρα­μμέ­νο καί ἀ­πα­ξι­ω­τι­κό «ἀ­να­κα­λύ­πτε­ται» ἤ «ἐφευρίσκεται» στίς μέ­ρες μας καί ὁδηγεῖ στόν ἀπανθρωπισμό τοῦ ἀνθρώπου!

Στίς μέρες μας γίνεται συνεχῶς λόγος γιά τό (ἀστρολογικῆς προέλευσης) «πέ­ρα­σμα» ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Ἐποχή τῶν Ἰχθύων (τοῦ Χριστοῦ μας, δηλαδή) στήν Νέ­α Ἐ­πο­χή τοῦ Ὑδροχόου (πού ἀναμένει τόν «Ὑδροχοϊκό Χριστό»), στήν Ἐ­πο­χή τοῦ Νέου Ἀν­θρώ­που, πού θά ἔχει ἀφυπνίσει τήν θεϊκότητά του μέσω διαφόρων τεχνικῶν.

Πρόκειται οὐσιαστικά γιά τήν μετάβαση ἀπό τόν Θεάνθρωπο στόν Ἀνθρωπόθεο! Τήν μετάβαση αὐτή τήν πιστοποιεῖ ἡ συνεχῶς διαφημιζόμενη «ἀνύψωση τῆς Ἀνθρωπότητας» (σύμφωνα μέ τούς Νεοεποχίτες) πρός «νέες ἤ βελτιωμένες μορφές ὕπαρξης»: ἀπό τόν Ἄνθρωπο, στόν Μετάνθρωπο. Ἀπό τόν homo sapiens (νοήμων ἄνθρωπος) στόν homo deus (ἄνθρωπος θεός).

Βι­ώ­νον­τας αὐτή τήν σύγχρονη τραγική καί ὀδυνηρή πραγματικότητα, εἶ­ναι κατε­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νά ξαναβροῦμε τόν χαμένο ἑαυτό μας, τήν ἀθάνατη ψυχή μας· νά ξαναβροῦμε τόν Χριστό μας· νά ἐπαναπροσδιορίσουμε τίς προτεραιότητες καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας. Νά ξαναθυμηθοῦμε ὅτι ἡ κλήση καί ὁ στόχος μας εἶναι ὁ Οὐρανός καί ἡ συμβασιλεία μέ τόν Χριστό μας στήν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Κι αὐτό θά γίνει μέσα ἀπό τήν τακτική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν γνώση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας (πού ἔχουν ἀποθησαυρίσει στά συγγράμματά τους) καί τήν ἐφαρμογή της στήν καθημερινότητά μας καί -κυρίως- μέσα ἀπό τήν ἔμπρακτη, εἰλικρινή καί ὑπαρξιακή μετάνοιά μας, τήν συγχωρητικότητά μας, τήν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν καί τήν μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἁγία Οἰ­κου­με­νι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη Πί­στη μας ξε­περ­νᾶ καί ὑπερνικᾶ κά­θε Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση, κάθε Νέα Τάξη καί κάθε Νέα Ἐποχή. Ἀ­πο­τε­λεῖ τή Μο­να­δι­κή Ἐ­πο­χή σωτηρίας καί θεώσεως στήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, πού εἶ­ναι καί Πα­λαι­ά καί Νέ­α καί Μέλ­λου­σα καί Παν­το­τι­νή καί Ἀτελεύτητος καί Δοξασμένη, για­τί εἶ­ναι ἡ ΕΠΟΧΗ τῆς Ἀ­λη­θείας τοῦ Παναγίου Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ μας.

Δόξα τῇ Ἁγίᾳ καί Ὁμοουσίῳ καί Ζωοποιῷ καί Ἀδιαιρέτῳ Τριάδι νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!!!

Καλή καί εὐλογημένη Τεσσαρακοστή.

 

______________________________

[1] Α΄ Κορ. 15, 13-14

[2] Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, ἔκδ. Ἀστήρ, σελ. 41

[3] Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Πε­ρί Δι­α­φό­ρων Ἀ­πο­ρι­ῶν, Φι­λο­κα­λί­α Νη­πτι­κῶν καί Ἀ­σκη­τι­κῶν, σελ. 194

[4] Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, Ἀδελφοί Καραμαζόβ, ἔκδ. Γκοβόστη, τ. Β, σελ. 107

[5] Γ. Κο­λέμ­πας, Τά Με­ταλ­λαγ­μέ­να καί ὁ “Με­τάν­θρω­πος”, Δί­κτυ­ο ἐ­νάν­τια στά με­ταλ­λαγ­μέ­να (G­M­O­s­t­op.o­rg).

[6] Σοφία Σειράχ, 38, 6

 

(Πηγή: aktines.blogspot.com)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου