Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Για να μη λυπάσθε, όπως οι άλλοι που δεν έχουν ελπίδα, για εκείνους που έχουν κοιμηθεί.

“Δέν θέλω, ἀδελφοί μου, νὰ ἀγνοεῖτε τά σχετικὰ μὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μὴν λυπᾶσθε, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. “Γιατί ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καί ἀναστήθηκε, ἔτσι καί ὁ Θεός, ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, ὄντας ἑνωμένοι μαζί του μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ, θά τοὺς πάρει κοντά του”.

1.- Ἂς δοῦμε λοιπόν, πρῶτα ἀπ’ ὅλα αὐτό: Γιατί ὁ Ἀπόστολος, ὅταν μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ λέει τό θάνατο Του, “θάνατο”, ἐνῶ ὅταν μιλάει γιὰ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ὀνομάζει τό θάνατο “κοίμηση”, καὶ ὄχι “θάνατο”. Μιλάει γιὰ ὅσους ἔχουν “κοιμηθεῖ” καὶ ὄχι γιά ὅσους “πέθαναν”. Αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ νά φέρει μαζί Του. Καὶ στὴ συνέχεια λέει: “ἐμεῖς οἱ ζωντανοὶ ποὺ θὰ μείνουμε πίσω καὶ θὰ εἴμαστε στὴ ζωὴ ὅταν ἔρθει ὁ Κύριος, δὲν θὰ προφθάσουμε ὅσους θά ἔχουν κοιμηθεῖ”. Οὔτε ἐδῶ βέβαια, εἶπε “αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει”, ἀλλὰ μολονότι μιλάει τρίτη φορὰ γι’ αὐτό, πάλι τὸ ὀνόμασε “κοίμηση”. Ὅταν ὅμως μιλάει γιὰ τὸ Χριστὸ λέει: “Ἂν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς πέθανε”. Δὲν λέει “κοιμήθηκε, ἀλλὰ “πέθανε”.

Γιατί λοιπόν, τὸ θάνατo τοῦ Χριστοῦ τὸν ὀνόμασε θάνατο, ἐνῶ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου τὸν ὀνόμασε κοίμηση; Δὲν χρησιμοποίησε ἀσφαλῶς, ὁ Ἀπόστολος ἄσκοπα καὶ ἐπιπόλαια αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ θέλησε μὲ αὐτὴ τὴ διάκριση, νὰ διδάξει κάτι πολὺ σπουδαῖο καὶ μεγάλο.
Γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὴ λέξη “θάνατο”, γιὰ νὰ βεβαιώσει τό πάθος Του.

Γιὰ τούς ἀνθρώπους ὅμως χρησιμοποίησε τὴ λέξη “κοίμηση” γιὰ νὰ παρηγορήσει τὸν πόνο μας.
Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ μὲ ἄνεση τὴ λέξη “θάνατος”. Γιὰ τὴν περίπτωση ὅμως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στηρίζεται στὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως Του, χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος τὴ λέξη “κοίμηση”, προσπαθῶντας ἔτσι, νὰ παρηγορήσει τούς δικοὺς του γιὰ τὴν στέρηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε καὶ ταυτόχρονα νά τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Γιατί, ὅποιος ἔχει κοιμηθεῖ, σίγουρα θά ἀναστηθεῖ, ἐφόσον ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὕπνος μακρύς.

Μπορεῖς βέβαια, νὰ πεῖς ὅτι αὐτὸς ποὺ πέθανε οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει τίποτα. Καὶ σ’ αὐτὸν ὅμως, ποὺ κοιμᾶται συμβαίνει τό ἴδιο. Θὰ μπορούσαμε μάλιστα, νὰ σημειώσουμε ἐδῶ κάτι ἀξιοθαύμαστο. Ἡ ψυχὴ δηλαδή, ἐκείνου ποὺ κοιμᾶται συμμετέχει κατὰ κάποιο τρόπον στὸν ὕπνο τοῦ σώματος. Ἡ ψυχὴ ὅμως ἐκείνου ποὺ ἔχει πεθάνει, παραμένει σὲ ἐγρήγορση.

Θά μποροῦσε ἴσως κάποιος νά πεῖ: Ναί, καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πεθαίνει, σὲ λίγο σαπίζει, διαλύεται καὶ γίνεται σκόνη καὶ στάχτη. Τί σημασία ἔχει ὅμως αὐτό, ἀγαπητέ μου; Αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς, ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νᾶ χαίρεσαι. Γιατί αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἄνθρωπος ὅταν θέλει νά ξαναφτιάξει ἕνα σπίτι, ποὺ πάλιωσε. Βγάζει δηλαδή, πρῶτα ἔξω τοὺς ἐνοίκους του καὶ μετά, ἀφοῦ γκρεμίσει τό παλιὸ χτίζει καινούργιο καὶ ὀμορφότερο. Φυσικά, καθόλου δὲν λυποῦνται οἱ ἔνοικοι ποὺ βγῆκαν γιά λίγο ἀπὸ τὸ παλιὸ σπίτι, ἀλλὰ χαίρονται πάρα πολύ. Γιατί δὲν τοὺς ἀπασχολεῖ ἡ κατεδάφιση, ἀλλὰ χαίρονται προκαταβολικά γιά τὴν νέα οἰκοδομὴ ποὺ θὰ ξαναχτιστεῖ.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς, κάνει καὶ ὁ Θεός. Ἐπειδὴ θέλει νά μᾶς ἀνακαινίσει, διαλύει τό σῶμα μας, ἀφοῦ πρῶτα βγάλει ἔξω ἀπὸ αὐτὸ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει το σῶμα καὶ μετὰ νὰ ἐγκαταστήσει μέσα τὴν ψυχή, μὲ περισσότερη λαμπρότητα καὶ δόξα.

2.- Τὸ ἴδιό θά ’κανε καὶ ἂν κάποιος εἶχε ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο ποὺ ἔχει σκουριάσει ἀπὸ τὸ χρόνο. Θὰ τὸ ἔσπαζε σὲ μικρὰ κομμάτια, θὰ τὸ ἔλιωνε στὸ καμίνι καὶ θὰ τὸ ξανάχυνε, φτιάχνοντας ἔτσι ἕνα καινούργιο πιὸ λαμπρὸ καὶ ὄμορφο. Ὅπως λοιπόν, ἡ διάλυση τοῦ μετάλλου στὸ καμίνι δὲν εἶναι ἀφανισμός, ἀλλὰ ἀνάπλαση τοῦ ἀντικειμένου, ἔτσι καὶ ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος δὲν εἶναι καταστροφή, ἀλλὰ ἀνακαίνιση. Ὅταν λοιπόν, δεῖς νά διαλύεται τό σῶμα καὶ νὰ σαπίζει, ὅπως λιώνει τό μέταλλο στὸ καμίνι, μὴ σταματήσεις σ’ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, ἀλλὰ νά προσδοκᾶς τὴν ἀνακαίνιση. Οὔτε πάλι, νὰ σταθεῖς στὴν ἀναλογία τοῦ παραδείγματος μὲ τὴν ἀνοικοδόμηση, ἀλλὰ γύρισε πάλι τὴ σκέψη σου στὸ παράδειγμα τοῦ μεταλλουργοῦ.

Ὁ μεταλλουργὸς ὅταν χύνει τό παλιὸ μέταλλο δὲν ξαναφτιάχνει γιὰ παράδειγμα, χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα, ἀλλὰ μεταλλικὸ καὶ ἄψυχο. Ὁ Θεὸς ὅμως, δὲν κάνει ἔτσι, ἀλλὰ ἐνῶ βάζει στὴ γῆ πήλινο καί θνητό σῶμα, ἀνασταίνει χρυσὸ καὶ ἀθάνατο ἀνδριάντα. Δέχεται ἡ γῆ φθαρτό καί θνητό σῶμα καί σοῦ ἐπιστρέφει ἄφθαρτο καὶ ἀθάνατο.

Μὴν στέκεσαι λοιπόν, σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει πιά κλείσει τά μάτια του καὶ κείτεται βουβὸς καὶ ἄφωνος, ἀλλὰ σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀναστηθεῖ. Σκέψου ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἀπολαύσει δόξα ἀνέκφραστη, θαυμαστὴ καὶ ἐξαίσια. Στρέψε τά μάτια σου ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπεις, σὲ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει.

Ὀδύρεσαι βέβαια καὶ θρηνεῖς, γιατί ἔχασες τὴν συντροφιὰ ἑνὸς δικοῦ σου ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ὅμως λίγο παράλογο, ἀγαπητέ μου, νὰ παντρεύεις γιὰ παράδειγμα, τὴν κόρη σου σὲ ξένο τόπο, καὶ νὰ μὴν στεναχωριέσαι ποὺ εἶναι μακριά σου, ἀφοῦ περνάει καλὰ καὶ εἶναι ἐκεῖ εὐτυχισμένη κι ἐδῶ ποὺ ὄχι κανένας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πῆρε κοντά Του τὸν ἄνθρωπο σου νὰ θρηνεῖς σπαρακτικὰ καὶ νὰ ὀδύρεσαι;

Θά μοῦ πεῖς βέβαια, πῶς μπορῶ νὰ μὴν πονάω, ἄνθρωπός μου εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔφυγε. Οὔτε ἐγὼ ὅμως, σοῦ λέω κάτι τέτοιο. Δὲν σοῦ μιλάω γιὰ τὴ λύπη ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπερβολή. Γιατί, τὸ νὰ λυπᾶται κανεὶς εἶναι φυσικό. Τὸ νὰ χτυπιέται ὅμως, πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο, εἶναι δεῖγμα μανίας, παραφροσύνης καὶ ἀδυναμίας ποὺ συνήθως ἐκδηλώνει ἡ γυναικεία ψυχή.

Πόνεσε, κλάψε, ἀλλὰ μὴν ἀπογοητεύεσαι, μὴν θυμώνεις καὶ μὴν ἀγανακτεῖς. Εὐχαρίστησε τόν Θεὸ ποὺ παίρνει τὸν ἄνθρωπο σου. Ἔτσι θὰ τιμήσεις ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ ἔτσι, θὰ τὸν ἐφοδιάσεις μὲ λαμπρά, ἐντάφια δῶρα. Ἂν ὅμως ἀπελπιστεῖς καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε δυσκολεύεις καὶ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν πῆρε βλασφημεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου βλάπτεις. Ἀντίθετα, ἂν εὐχαριστεῖς γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἄνθρωπο σου τίμησες καὶ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε δόξασες καὶ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις ὠφελήσει.

Δάκρυσε, στὸ μέτρο ποὺ δάκρυσε κι ὁ Κύριος σου γιὰ τὸ Λάζαρο καὶ ἔτσι μὲ τὸ παράδειγμά Του, ἔχει θέσει μέτρα, ὅρους καὶ κανόνα τῆς λύπης καὶ σὲ μᾶς. Αὐτά τά ὅρια, δὲν πρέπει ποτὲ νά τὰ ὑπερβαίνουμε. Τὸ ἲδιo μᾶς διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Γιὰ ἐκείνους” λέει, “ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, θέλω νά ξέρετε, τί ἀκριβῶς συμβαίνει, γιά νά μὴν λυπόσαστε, σάν τούς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Νά λυπᾶσαι, λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ ὄχι σάν τούς εἰδωλολάτρες, ποὺ δὲν ἔχουν ἰδέα γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν ἐλπίζουν γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή.

Σᾶς λέω εἰλικρινὰ πὼς ντρέπομαι καὶ κοκκινίζω, ὅταν περπατάω ἔξω καὶ συναντῶ γυναῖκες νὰ κλαῖνε γοερά, νὰ χτυπιοῦνται, νὰ τραβοῦν τὰ μαλλιά τους, νὰ ξεσκίζουν τό πρόσωπo τους. Καὶ τὸ χειρότερο αὐτά τά κάνουν μπροστά στὰ μάτια τῶν ἄλλων ποὺ εἶναι εἰδωλολάτρες. Πολὺ δίκιο θὰ ἔχουν αὐτοὶ νὰ ποῦν: Αὐτοὶ εἶναι οἱ χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Αὐτοὶ εἶναι ἀσφαλῶς, ἀλλὰ δὲν συμφωνοῦν τά λόγια τους μὲ τὰ ἔργα τους. Μὲ τὰ λόγια πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴν πράξη ὅμως, συμπεριφέρονται σάν ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα. Ἂν πίστευαν πραγματικά, ὅτι ὑπάρχει ἀνάσταση, δὲν θά ἔκαναν ὅσα τώρα κάνουν. Ἄν ἦταν βέβαιοι, ὅτι ὁ ἄνθρωπός τους ἔφυγε, γιά νά κληρονομήσει τὴν ἐπουράνια δωρεά, δὲν θὰ θρηνοῦσαν ἀπαρηγόρητα.

Αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερα μᾶς καταμαρτυροῦν οἱ ἄπιστοι, ὅταν ἀκοῦν τὰ μοιρολόγια μας. Ἂς ντραποῦμε λίγο καὶ ἄς σοβαρευτοῦμε, γιὰ νὰ μὴν βλάπτουμε καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ ὅσους μᾶς βλέπουν νά συμπεριφερόμαστε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Ἐξήγησέ μου λίγο, γιὰ ποιὸ λόγο σπαράζεις καὶ μοιρολογᾶς ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε; Ἂν ἦταν κακός, πρέπει νά εὐχαριστεῖς τὸν Θεό, γιατί ἔδωσε τέλος στὴν κακία του. Ἂν ἦταν καλόγνωμος πρέπει νά χαίρεσαι, γιατί τὸν πῆρε ἔγκαιρα κοντά Του ὁ Θεός, πρὶν ἀλλάξει καὶ χάσει τή σύνεσή του ἐξαιτίας τῆς κακίας. Ἔφυγε πιά σὲ τόπο ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένος καὶ δὲν κινδυνεύει νά χάσει τή σωφροσύνη του.

Ἴσως μοῦ πεῖς ὅτι κλαῖς γιατί αὐτὸς ποὺ ἔφυγε ἦταν νέος. Δόξασε λοιπόν, τὸν Θεὸ ποὺ τὸν πῆρε νωρίς, στὴν ἐπουράνια κληρονομιά. Ἀλλὰ κι ἂν ἦταν γέρος, θὰ ἔπρεπε νά εὐχαριστεῖς καὶ νά δοξάσεις τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ξεκούρασε.

Νὰ σεβαστεῖς, σὲ παρακαλῶ, τὴν ὥρα τῆς ἐξόδιας ἀκολουθίας. Ψάλλονται τόσα πολλὰ καὶ ὡραῖα τροπάρια, διαβάζονται τόσες εὐχές. Εἶναι συγκεντρωμένος μεγάλος κύκλος πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ πνευματικῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν, ὄχι γιὰ νὰ βλέπουν ἐσένα νὰ κλαῖς καὶ νὰ ὀδύρεσαι μὲ ἀγανάκτηση, ἀλλὰ γιά νά εὐχαριστεῖς τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀνέπαυσε. Γιατί, ὅπως γίνεται ὅταν πρόκειται νά ἀναλάβει ἕνα σπουδαῖο ἀξίωμα, ποὺ τὸν προπέμπουν μὲ ἐπευφημίες καὶ ζητωκραυγές, ἔτσι γίνεται καὶ στὴν κηδεία. Φεύγει ὁ πιστός, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν ἐπουράνια κληρονομία καὶ νὰ δεχθεῖ μεγαλύτερη τιμὴ· καὶ σύσσωμη ἡ Ἐκκλησία τὸν προπέμπει μὲ εὐχὲς καὶ ψαλμωδίες.

Ὁ θάνατος εἶναι ἀνάπαυση, εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κόπους καὶ μέριμνες βιωτικές. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν δεῖς κάποιον δικό σου, νὰ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὴν ἀγανακτεῖς, ἀλλὰ στρέψου μὲ κατάνυξη στὸν ἑαυτό σου. Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου. Ἀναλογίσου ὅτι μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ἴδιο τέλος περιμένει κι ἐσένα. Σοβαρέψου καὶ κάνε τό θάνατο τοῦ ἄλλου ἀφορμὴ γιὰ δική σου ἀνάνηψη. Σταμάτησε νὰ ζεῖς ἀδιάφορα, σκέψου τί ἔχεις ἐσὺ μέχρι τότε κάνει. Διόρθωσε τά λάθη σου, ἄλλαξε τὴ ζωή σου. Αὐτὸ ἀκριβὼς εἶναι, ἐκεῖνο ποὺ ξεχωρίζει τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Ἀλλιῶς κρίνουν οἱ χριστιανοί τά πράγματα. Ὁ ἄπιστος κοιτάζει τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν προσκυνάει, γιατί νομίζει πὼς ὁ οὐρανὸς εἶναι Θεός. Στρέφει στὴ γῆ καί τὴν λατρεύει καὶ θαυμάζει ὅτι ὑλικὸ ὑπάρχει πάνω σ’ αὐτή.
Οἱ χριστιανοὶ ὅμως, δὲν κάνουν τό ἴδιο. Βλέπουν τὸν οὐρανὸ καὶ δοξάζουν τὸν Δημιουργό του, γιατί πιστεύουν ὅτι ὁ οὐρανὸς εἶναι δημιούργημα καὶ ὄχι Θεός. Ἡ θέα τῆς δημιουργίας χειραγωγεῖ τὸν πιστὸ πρὸς τὸν Δημιουργό της. Ὁ ἄπιστος βλέπει τὸν πλοῦτο καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ σαγηνεύεται. Βλέπει κι ὁ χριστιανὸς τὸν πλοῦτο καὶ τὸν περιφρονεῖ. Εἶναι φτωχὸς ὁ ἄπιστος καὶ ὀδύρεται. Ζεῖ φτωχικὰ ὁ χριστιανὸς καὶ χαίρεται. Διαφορετικά βλέπει ὁ χριστιανός τά πράγματα κι ἀλλιῶς ὁ ἄπιστος.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουμε καὶ μὲ τὸ θάνατο. Βλέπει τὸν νεκρὸ ὁ ἄπιστος καὶ τὸν θεωρεῖ ὁριστικὰ χαμένο. Τὸν βλέπει κι ὁ χριστιανὸς καὶ τὸν θεωρεῖ σάν νά βρίσκεται σὲ βαθὺ ὕπνο. Συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ θανάτου, ὅτι γίνεται καὶ μὲ τὰ γράμματα. Ὅλοι ἔχουμε τά ἴδια μάτια καὶ βλέπουμε τά γράμματα. Ἐκεῖνοι ποὺ ξέρουν νὰ διαβάζουν, εἰσπράττουν τό μήνυμα ποὺ ἔχουν μέσα τους, καθὼς διαβάζονται τά γράμματα. Ὅσοι ὅμως δὲν ξέρουν νά διαβάζουν, βλέπουν βέβαια τά γράμματα, ἀλλὰ δὲν παίρνουν κανένα μήνυμα ἀπὸ τὴν ὕπαρξή τους. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ στὴ ζωή μας. Μὲ τὰ ἴδια μάτια βλέπουμε τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ὄχι καὶ μὲ τὸ ἴδιο πιστεύω. Ἐφόσον λοιπόν, διαφέρουμε ὡς χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς ἄπιστους, πῶς μποροῦμε νὰ συμπεριφερόμαστε ἴδια μ’ αὐτούς, ὅταν φεύγει κάποιος δικός μας ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τή ζωή;

3.- Ἀναλογίσου, ἀγαπητέ μου, γιὰ ποιὸ λόγο ἔφυγε ὁ ἄνθρωπός σου ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τή ζωή, καὶ παρηγορήσου. Αὐτὸς τώρα βρίσκεται μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, μὲ τὸ χορὸ ὅλων των Ἁγίων. Ἀναλογίσου πὼς θὰ ἀναστηθεῖ μὲ μεγάλη δόξα καὶ λαμπρότητα. Μὲ τὰ κλάματα καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς δὲν μπορεῖς νὰ ἀλλάξεις τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔχουν πιά γίνει. Ἀντίθετα, θὰ κάνεις μεγάλο κακὸ στὸν ἑαυτό σου. Σκέψου μέ ποιούς μοιάζεις μὲ τὰ κλάματα καὶ τὰ μοιρολόγια σου. Μὴν γίνεσαι κοινωνός τῆς ἁμαρτίας τῶν ἀπίστων. Ποιοὺς μιμῆσαι μὲ τοὺς ὀδυρμούς; Ποιοὺς ζηλεύεις; Ἀσφαλὼς τοὺς ἄπιστους, αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα, καθὼς εἶπε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Γιὰ νὰ μὴν λυπόσαστε ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Πρόσεξε, τί ἀκριβῶς θέλει νά πεῖ ὁ Ἀπόστολος. Δὲν εἶπε “ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση”, ἀλλὰ “αὐτοὶ ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Γιατί, αὐτὸς ποὺ δὲν ἐλπίζει στὴ μέλλουσα Κρίση, δὲν ἔχει καμιὰ ἐλπίδα, οὔτε γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεός, οὔτε γιὰ τὴ ματαιότητα τῶν παρόντων καὶ τὴν Θεία Πρόνοια, ποὺ ἐπιβλέπει καὶ φροντίζει γιά ὅλους καὶ γιά ὅλα.

Αὐτὸς βέβαια, ποὺ δὲν γνωρίζει καὶ δὲν πιστεύει στὸν Θεὸ εἶναι πιὸ ἀνόητος καὶ ἀπὸ θηρίο, ἐφόσον ἔχει πετάξει ἀπὸ μέσα του κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο. Γιατί ὅποιος δὲν περιμένει ὅτι θά λογοδοτήσει γιά τὰ ἔργα του, δὲν νοιάζεται ν’ ἀποκτήσει τὴν ἀρετὴ οὔτε νὰ ἀποβάλλει τὴν κακία.
Ἂς ἀποφεύγουμε λοιπὸν νὰ μοιάζουμε στὴ συμπεριφορὰ μὲ τοὺς ἄπιστους, τώρα ποὺ καταλαβαίνουμε τό βάθος τῶν πραγμάτων καὶ ἀφοῦ κατανοήσαμε τὴν ἀνοησία καὶ τὴν παραφροσύνη τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων ποὺ θρηνοῦν ἔτσι καὶ κόπτονται. Γιατί καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γι’ αὐτό τό λόγο σοῦ τοὺς ἔφερε ὡς παράδειγμα. Σοῦ τοὺς ἀνέφερε γιά νά δεῖς σὲ ποιὸ λάθος πέφτεις μὲ τὸ νὰ τοὺς μιμῆσαι στὴν συμπεριφορά. Κι ἔτσι, νά φροντίζεις νά ἀποφύγεις τὴν συμφωνία μαζί τους καὶ νὰ ἐπανέλθεις στὴ δική σου, χριστιανικὴ εὐγένεια.

Αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς τὶς κάνει συχνὰ καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί, θέλει νά μᾶς δείξει, μὲ ποιούς μοιάζουμε στὴ συμπεριφορά, ὥστε νὰ ντραποῦμε ἀπὸ τὰ χάλια μας καὶ νὰ ἀποφύγουμε νὰ ὁμοιωνόμαστε στὴν ἁμαρτία μὲ τοὺς ἄπιστους.

Γράφοντας λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς, ἔλεγε: “Καθένας νά συγκρατεῖ τό σῶμα του καὶ νὰ τὸ διατηρεῖ ἁγιασμένο καὶ τιμημένο καὶ νὰ μὴν γινόσαστε αἰχμάλωτοι τοῦ πάθους τῆς ἀτιμίας, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες, πού δέν γνωρίζουν τὸν Θεό”. Καὶ πάλι: “Νὰ μὴν ζεῖτε ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ συμπεριφέρονται σύμφωνα μὲ τή ματαιότητα τοῦ λογισμοῦ τους”.

Κατὰ τὸ ἴδιο τρόπο, γράφει καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ Ἀπόστολος καὶ λέει: “Δὲν θέλω νά ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί μου, ὅσα ἔχουν σχέση μ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, γιά νά μὴν λυπᾶσθε, ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα”. Γιατί δὲν εἶναι τά ἴδια τὰ γεγονότα πού μᾶς κάνουν νά λυπόμαστε, ἀλλά ἡ προαίρεση μας. Δέν εἶναι ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔφυγε, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία αὐτῶν ποὺ εἶναι στὴ ζωὴ καὶ θρηνοῦν.

Τὸν πιστὸ λοιπὸν ἄνθρωπο, κανένα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν λυπήσει ὑπερβολικά. Ἀντίθετα ὁ χριστιανὸς διαφέρει ἀπὸ τὸν ἄπιστο καὶ σ’ αὐτὴ ἀκόμη τὴ ζωή. Γιατί στηριγμένος στὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀπολαμβάνει ἀπὸ τώρα τούς καρπούς τῆς πίστης του στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἡ διαρκὴς εὐφροσύνη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: “Νὰ χαίρετε μὲ τή χαρά τοῦ Κυρίου, πάντοτε”. Ὥστε λοιπόν, δὲν εἶναι λίγη ἡ ἀμοιβὴ ποὺ ἔχουμε δεχθεῖ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάσταση. Ἔχουμε λάβει τή δωρεὰ ὥστε νὰ μήν μᾶς καταβάλλει κανένα κακὸ ἀπ’ ὅσα μᾶς συμβαίνουν, ἀλλὰ ἡ ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, νὰ γεμίζει τὴν ψυχή μας παρηγοριά.

Ὅπως ἐμεῖς κερδίζουμε καὶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ καὶ στὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ οἱ ἄπιστοι. Αὐτοὶ ζημιώνονται καὶ τώρα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἔξοδο τους ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. Κι ἐδῶ δηλαδή, καταβάλλονται ἀπ’ ὅσα λυπηρὰ τοὺς συμβαίνουν καὶ μετὰ τὸν θάνατον, θὰ τιμωρηθοῦν, ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας τους στὴν ἀνάσταση.

Θά πρέπει λοιπόν, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ὄχι μονάχα γιατί θὰ ἀναστηθοῦμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης, ἡ ὁποία παρηγορεῖ τὴν πονεμένη ψυχὴ καὶ τὴν ἐνισχύει νὰ προσδοκᾶ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν συνάντηση μ’ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἤδη φύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.
Ἂν πρέπει γιά κάποιους νά πονᾶμε καὶ νά πενθοῦμε εἶναι γιά ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὴν ἁμαρτία καὶ ὄχι γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.

Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφει στοὺς Κορινθίους καὶ λέει: “Μήπως ὅταν ἔλθω ἐκεῖ μὲ ταπεινώσει ὁ Θεὸς καὶ πενθήσω πολλούς”. Δὲν εἶπε, θά πενθήσω αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀλλά, αὐτοὺς ποὺ ἁμάρτησαν καὶ δὲν ἔχουν μετανοήσει γιά ὅ,τι ἔκαναν. Αὐτοὺς πρέπει νά κλαῖμε. Ἔτσι συμβουλεύει καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶντας καὶ λέει: “Κλάψε τό νεκρὸ ποὺ ἔχασε τό φῶς τοῦ ἥλιου. Κλάψε ὅμως καὶ τὸν ἀνόητο, γιατί ἔχασε τὴ σύνεση”. Κλάψε λίγο ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε, γιατί ἔχει πλέον ἀναπαυθεῖ. Τοῦ ἀσύνετου ὅμως ἀνθρώπου ἡ ζωὴ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ θάνατο. Καὶ ἄν, αὐτὸς ποὺ ἔχει χάσει τή σύνεση εἶναι ἄξιος θρήνων, τί θά ’πρεπε νά κάνει κανείς, γιά ἐκεῖνον ποὺ ἔχει στερηθεῖ κάθε ἀρετὴ καί ἔχει ἐκπέσει ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό;

Αὐτοὺς ἐμεῖς πρέπει νά πενθοῦμε. Γιατί, αὐτό τό πένθος ἔχει ἀξία. Αὐτοὺς πολλὲς φορές, μὲ τὸ νὰ τοὺς θεωροῦμε χαμένους, τοὺς διορθώσαμε. Τὸ νὰ θρηνοῦμε ὅμως, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τή ζωή, εἶναι ἀνόητο καὶ βλαβερό. Ἂς μὴν ἀντιστρέψουμε λοιπόν, τὰ πράγματα, ἀλλὰ ἂς κλαῖμε μονάχα γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ὅλα τά ἄλλα, εἴτε εἶναι φτώχεια, εἴτε ἀρρώστια, εἴτε πρόωρος θάνατος, εἴτε κάποια προσβολὴ ἡ συκοφαντία πού μᾶς ἔγινε, εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο κακό, ἀπὸ αὐτὰ πού μᾶς συμβαίνουν σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ τὰ ὑπομείνουμε μὲ γενναιότητα. Γιατί αὐτὲς οἱ συμφορές, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε, γίνονται ἀφορμὴ γιὰ περισσότερα στεφάνια.

4.- Θὰ μποροῦσες ἴσως νὰ ρωτήσεις: Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κανείς ἄνθρωπος καὶ νὰ μὴν πονάει; Ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ ἀπαντήσω τό ἀντίθετο. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι κανείς ἄνθρωπος καὶ νὰ πονάει, τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ νοῦ καί τή λογικὴ καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν;
Ἴσως μὲ ξαναρωτήσεις: Ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν ἔχει κυριευθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος; Σοῦ ἀπαντῶ: Ὑπάρχουν πολλοὶ καὶ σὲ διάφορους τόπους καὶ ἀπ’ ὅσους βρισκόμαστε τώρα στὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς προγόνους μας.

Ἄκουσε, γιὰ παράδειγμα, τί εἶπε ὁ Ἰώβ, ὅταν ἔφυγαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ὅλα τά παιδιά του: “Ὁ Κύριος μοῦ τὰ ἔδωσε, ὁ Κύριος καὶ τὰ πῆρε. Ὅπως θεώρησε ὁ Κύριος καλό, ἔτσι καὶ ἔγινε”. Εἶναι βέβαια, ἀξιοθαύμαστα αὐτὰ καὶ μόνο ποὺ τὰ ἀκούει κανείς. Ἂν ὅμως, σταθεὶς μὲ προσοχὴ καὶ τὰ μελετήσεις, τότε θά δεῖς καθαρότερα τό θαῦμα. Ἀναλογίσου ὅτι δὲν τοῦ πῆρε τὰ μισὰ παιδιὰ καὶ νὰ τοῦ ἀφήσει τά ὑπόλοιπα, οὔτε τοῦ πῆρε τὰ περισσότερα καὶ νὰ τοῦ ἀφήσει τὰ λιγότερα. Τρύγησε ὁ διάβολος ὅλο τὸν καρπό, ἀλλὰ δὲν ξέκανε τό δένδρο. Ἔρριξε πάνω του ὅλη τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα καὶ τὸ σκάφος δὲν τὸ καταπόντισε. Ἔβαλε ὅλη τὴ δύναμή του, ἀλλὰ δὲν γκρέμισε τὸν πύργο. Ἔμεινε ὄρθιος ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ δεχόταν ἀπὸ παντοῦ χτυπήματα. Ἔμεινε ἀσάλευτος, ἂν καὶ χιλιάδες βέλη ἔπεφταν καταπάνω του, καὶ δὲν πληγώθηκε. Τὰ βέλη ρίχνονταν, ἀλλὰ αὐτὸν δὲν τὸν εὕρισκαν.

Ἀναλογίσου, πόσο βαρὺ πρᾶγμα εἶναι νά δεῖ κανείς νά φεύγουν ἀπὸ τή ζωή, τόσα παιδιά του μαζί! Τί νὰ πρωτοαντιμετωπίσει; Τὸ ὅτι ἔφυγαν τά παιδιά του ἤ τὸ ὅτι ἁρπάχτηκαν ὅλα μαζὶ σὲ μιὰ ἡμέρα; Τί νά πρωτοαντέξει; Τὸ ὅτι ἦταν ὅλα στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους, τὸ ὅτι ἦταν καλόγνωμα καὶ ἐνάρετα; Τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ ζωή; Ἡ ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε γιὰ αὐτὰ ἤ ἡ μεγαλύτερη πληγή του, ἡ φιλόστοργη, πατρικὴ καρδιά του; Γιατί, ἂν χάσει κανεὶς γονιός τά ἁμαρτωλὰ καὶ κακότροπα παιδιά του, ἀσφαλῶς πληγώνεται καὶ πονάει, ἀλλὰ ὄχι ὑπέρμετρα, ἐφόσον ἡ κακία τῶν παιδιῶν μειώνει τὴν ἔνταση τῆς ὀδύνης τοῦ πατέρα. Ὅταν ὅμως, τὰ παιδιὰ εἶναι φιλόστοργα καὶ ἐνάρετα, τὸ τραῦμα τοῦ γονιοῦ γίνεται βαθύτερο, ἡ μνήμη τους ἀξέχαστη, ἡ συμφορὰ ἀπαράκλητη. Τότε τὸ δηλητηριασμένο κεντρὶ γίνεται διπλό, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά πονάει ἐξαιτίας τῆς φυσικῆς φιλοτεκνίας καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη θρηνεῖ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ σωφροσύνη τους.

Ὁ Ἰώβ, σὰν καλὸς πατέρας, φρόντιζε νά προσφέρει κάθε πρωὶ θυσίες γιά τὰ παιδιά του, γιατί φοβόταν καὶ ἀνησυχοῦσε, γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες, κρυφὲς ἁμαρτίες τους. Τίποτα δὲν ἀγαποῦσε ὁ Ἰώβ, περισσότερο ἀπὸ τὰ παιδιά του. Αὐτὸ σαφῶς, εἶναι δεῖγμα ὄχι μονάχα τῆς ἀρετῆς τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς φιλοστοργίας τοῦ πατέρα. Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ἦταν τόσο φιλόστροργος καὶ ἀγαποῦσε καὶ ὡς πατέρας τά παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ φρόντιζε λόγῳ τῆς ἀρετῆς τους, ἡ φωτιὰ καὶ ὁ καημός τῆς ἔλλειψής τους ἦταν τριπλός.

Ἂν ἔφευγαν τά παιδιὰ σὲ διαφορετικὸ χρόνο τὸ καθένα, πάλι κάπως θὰ εὕρισκε παρηγοριά. Γιατί αὐτὰ ποὺ θά’ μεναν πίσω, θὰ ἀνακούφιζαν τὴν λύπη γιὰ τὴν στέρηση ἐκείνων ποὺ ἔφυγαν. Ὅταν ὅμως φεύγουν ὅλα μαζί, ποῦ νὰ γυρίσει καὶ ποιὸν νὰ δεῖ ὁ πολύτεκνος καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ ἔγινε ἄτεκνος;

Μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες συμφορὲς ὅμως ἔπεσε καὶ αὐτή. Ἁρπάχτηκαν σὲ μιὰ στιγμὴ κι ἔφυγαν ὅλα τά παιδιὰ μαζί. Ἐφόσον καὶ ὅταν φεύγει κανείς σὲ διάστημα λίγων ἡμερῶν ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι θρηνοῦν ἀπαρηγόρητα τὴν ἔλλειψή του, πόσο περισσότερο θὰ πόνεσε ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχασε ὅλα μαζὶ ὄχι σὲ λίγες μέρες, ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή; Γιὰ ὅτι κανεὶς ἔχει χρόνο νά τὸ σκεφθεῖ καὶ νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει, μπορεῖ ὅσο δύσκολο καὶ νὰ εἶναι νά προετοιμαστεῖ γι’ αὐτὸ ψυχικὰ καὶ νὰ τὸ σηκώσει πιὸ εὔκολα. Γιὰ κάτι ὅμως ποὺ ἀπὸ μόνο του εἶναι τόσο βαρύ, φανταστεῖτε πόσο πιὸ ἀσήκωτο γίνεται, ὅταν στὸ θλιβερὸ προστεθεῖ καὶ τὸ ξαφνικὸ καὶ ἀπροσδόκητο. Τοῦτο γίνεται ἀφόρητο καὶ ξεπερνᾶ κάθε λογική.

Κι ἀκόμα θὰ προσθέσω καὶ κάτι βαρύτερο. Ὅλα τα παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ ἦταν νέα, πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Γνωρίζετε ἀσφαλῶς, τί βάρος καὶ τί συμφορὰ εἶναι ὁ πρόωρος θάνατος, καὶ πόσο διαφορετικὸ κάνουν τό πένθος. Καὶ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰώβ, ὁ θάνατος δὲν ἦταν μόνο πρόωρος, ἀλλὰ καὶ βίαιος κάτι σίγουρα, βαρύτερο. Γιατί δὲν ἔφυγαν ἀπὸ τὸ κρεββάτι ποὺ κείτονταν ἄρρωστα, ἀλλὰ τὰ καταπλάκωσε τὸ σπίτι ποὺ γκρεμίστηκε.

Γιὰ σκέψου λοιπόν, σὲ τί κατάσταση βρισκόταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, τὴν ὥρα ποὺ ἔσκαβε τὰ χαλάσματα καὶ τραβοῦσε ἕνα μέλος κάποιου παιδιοῦ του! Γιὰ σκέψου τον, νὰ ἀνασύρει ἕνα χέρι ποὺ ἀκόμα κρατοῦσε ἕνα μπουκάλι ἡ ἕνα ἄλλο ποὺ ἦταν ἁπλωμένο πρὸς τὸ πιάτο. Γιὰ φαντάσου ἐκεῖνον τὸν πατέρα, ποὺ ἔβλεπε λειωμένα τά σώματα τῶν παιδιῶν του, σπασμένο τὸ κεφάλι καὶ ἡ μύτη, βγαλμένα τά μάτια, χυμένα τὰ μυαλὰ καὶ γενικὰ τόσο κακοποιημένα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι σὲ θέση νά τὰ ἀναγνωρίσει ἀπ’ τὴ μορφὴ κι ὁ ἴδιος ὁ πατέρας τους!

Συγκλονιστήκατε καθὼς τὰ ἀκοῦτε ὅλα αὐτὰ καὶ γέμισαν τά μάτια σας δάκρυα; Σκεφθεῖτε λοιπόν, τί ἄνθρωπος ἦταν ἐκεῖνος ὁ πατέρας, ποὺ ἄντεχε νά βλέπει ὅλα αὐτά! Ἂν ἐμεῖς, μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνες δὲν ἀντέχουμε οὔτε νὰ τ’ ἀκοῦμε ὅλα αὐτά, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ ἐμᾶς καὶ τὴ ζωή μας, τί διαμάντι ἦταν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος! Πῶς μποροῦσε νὰ τὰ βλέπει καὶ νά τὰ ζεῖ ὅλα αὐτά; Καὶ πῶς ἀντιμετώπισε μὲ τόση πίστη καὶ σύνεση ὄχι τὶς ξένες, ἀλλὰ τὶς δικές του συμφορές;
Ὁ Ἰὼβ οὔτε ἀπελπίστηκε, οὔτε εἶπε: “Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀμοιβή μου γιὰ τὴν καλωσύνη μου; Γι’ αὐτὸ ἐγὼ εἶχα συνεχῶς ἀνοιχτὸ τὸ σπίτι μου στοὺς ξένους, γιὰ νὰ δῶ αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ γίνεται ὁ τάφος των παιδιῶν μου; Γι’ αὐτὸ τοὺς δίδαξα τὴν ἀρετὴ καὶ τὸ σωστὸ τρόπο ζωῆς, γιὰ νὰ χαθοῦν μὲ τέτοιο θάνατο”;

Τίποτα ὅμως, ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶπε ὁ Ἰώβ. Τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Τὰ ὑπέμεινε ὅλα μὲ γενναιότητα, ἂν καὶ ὅλα τά’ χασε, μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετὴ καὶ τέτοια φροντίδα. Ἔμοιαζε ὁ Ἰὼβ σὰν ἐκεῖνο τὸν μεταλλουργὸ ποὺ λιώνει χρυσὸ καὶ φτιάχνει ἀνδριάντες. Ἔτσι αὐτὸς παιδαγωγοῦσε κι ἔπλαθε τὶς ψυχές τῶν παιδιῶν του, στολίζοντάς τες μὲ μὺριες καλωσύνες καὶ ἀρετές.
Ἔμοιαζε ἀκόμα ὁ Ἰώβ, μὲ τὸ φιλόπονο γεωργὸ ὁ ὁποῖος ποτίζει τὰ φυτώρια ἀπὸ τοὺς φοίνικες καὶ τὰ ἐλαιόδεντρα, ποὺ τὰ περιποιεῖται καὶ τὰ περιβάλλει μὲ φράχτες. Ἔτσι κι αὐτός, φρόντιζε τοῦ κάθε παιδιοῦ του τὴν ψυχή, σὰν νά’ ταν ἐλιὰ καρποφόρα, ὥστε νὰ τῆς αὐξήσει τὸν καρπό τῆς ἀρετῆς. Εἶδε ὅμως, γιά μιὰ στιγμή, ὅλα τά φυτὰ του ξεριζωμένα, ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ ἐχθροῦ καὶ πεταμένα πάνω στὸ χῶμα. Ὑπέμεινε τὸν τραγικὸ ξεριζωμό τους, χωρὶς νὰ ξεστομίσει κάτι βλάσφημο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, Τὸν εὐχαριστοῦσε καὶ Τὸν δοξολογοῦσε, δίνοντας ἔτσι θανάσιμο πλῆγμα στὸν Πονηρό.

5.- Μπορεῖ ἴσως κάποιος νὰ πεῖ: Ναί, ἀλλὰ ὁ Ἰὼβ εἶχε πολλὰ παιδιά, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχασε τὸ μονάκριβό του. Συμφωνῶ μ’ αὐτό. Πρέπει ὅμως νά ξέρεις, ὅτι τοῦ Ἰώβ τό πένθος εἶναι πολὺ βαρύτερο. Γιατί ποιὸ ἦταν ἀλήθεια, τὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν πολυτεκνία του; Δέχτηκε πολλαπλὲς συμφορές, ὅσα καὶ τὰ παιδιὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν μεγαλύτερη ἡ συμφορὰ καὶ πικρότερη ἡ ὀδύνη του.
Θέλεις ὅμως νά σοῦ μιλήσω καὶ γιὰ κάποιον ἄλλο ποὺ εἶχε κι αὐτὸς ἕνα μονάκριβο παιδὶ κι ἐπέδειξε τὴν ἴδια ἡ καὶ μεγαλύτερη ἀνδρεία ἀπὸ τὸν Ἰώβ; Ἀναλογίσου τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶδε τὸν Ἰσαὰκ πεθαμένο, ἀλλὰ τοῦ συνέβη τό χειρότερο καὶ πιὸ ὀδυνηρό. Πῆρε ἐντολὴ νὰ σφάξει τὸ παιδί του. Κι ἐκεῖνος δὲν ἀντιλόγισε, οὔτε ὀργίστηκε κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε εἶπε: “Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ἐπέτρεψες Θεέ μου, νὰ γίνω πατέρας; Γιὰ νὰ μὲ κάνεις τώρα παιδοκτόνο; Καλύτερα θὰ ἦταν νὰ μήν μου τὸν εἶχες καθόλου χαρίσει ἀπ’ ἀρχή, παρὰ τώρα πού μοῦ τὸν ἔδωσες, νὰ μοῦ τὸν πάρεις καὶ μάλιστα, μὲ τέτοιο τρόπο. Θέλεις τώρα νά τὸν πάρεις; Ἂς εἶναι. Γιατί ὅμως, μὲ βάζεις νά τὸν σκοτώσω ἐγὼ καὶ νὰ μολύνω τὸ χέρι μου μὲ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ μου; Ἐσὺ δέν μοῦ εἶχες ὑποσχεθεῖ ὅτι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θὰ γεμίσεις τὴν οἰκουμένη ἀπὸ τὴν γενιά μου; Πῶς λοιπόν, τώρα θὰ δώσεις τούς καρπούς, ἀφοῦ θέλεις νᾶ καταστραφεῖ ἡ ρίζα; Πῶς πάλι μοῦ ὑπόσχεσαι ἀπογόνους, ἀφοῦ μοῦ δίνεις ἐντολὴ νὰ σφάξω τὸ παιδί μου; Πότε ἄλλοτε ἔγινε καὶ πότε ἀκούστηκε κάτι παρόμοιο στὸν κόσμο; Μήπως δὲν ἔχω καταλάβει καλὰ ἤ μήπως ἔχω χάσει πιά τά λογικὰ μου”;

Δὲν εἶπε ὅμως, τίποτα τέτοιο ὁ Ἀβραάμ, οὔτε κἄν ποὺ τὸ σκέφθηκε. Δὲν ἀντιμίλησε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἔδινε τὴν ἐντολή, οὔτε Τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀντίθετα, μόλις πῆρε τὴν ἐντολὴ ποὺ ἔλεγε “πᾶρε τὸ παιδί σου τὸ ἀγαπημένο, αὐτὸ ποὺ τόσο ἀγάπησες, τὸν Ἰσαὰκ κι ἀνέβασέ το πάνω στὸ βουνὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ”, μὲ τόσο μεγάλη προθυμία ἐξεπλήρωσε τὴν ἐντολή, ὥστε ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ κάνει περισσότερα ἀπὸ ὅσα αὐτὴ τοῦ ζητοῦσε. Γιατί, οὔτε στὴ γυναῖκα του εἶπε τίποτα, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπηρέτες του ξεγέλασε καὶ τοὺς ἄφησε πὶσω. Πῆρε μονάχα τό ζὼο ποὺ προωριζόταν γιὰ τὴ θυσία, κι ἀνέβηκε στὸ βουνό. Ἔτσι ἐφάρμοσε μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὴν ἐντολή.
Ἀναλογίσου λοιπόν, τί ἀξιοθαύμαστο ποὺ ἦταν νὰ μιλάει μονάχος του μὲ τὸ παιδί, ὄντας μάλιστα μέσα του τὸσο πονεμένος καὶ πληγωμένος, ἔτσι ποὺ ἡ πικραμμένη στοργή του νὰ ζητάει πιὸ ἔντονη ἔκφραση, κι αὐτὸ ὄχι γιὰ μιά-δυό, ἀλλὰ γιὰ πολλὲς ἡμέρες.

Πράγματι, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἐκτελοῦσε ἀμέσως τὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν βέβαια, πολὺ θαυμαστὸ πρᾶγμα. Τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο ὅμως δὲν ἦταν αὐτό, ἀλλὰ τοῦτο ποὺ ἔκανε τώρα. Βασάνιζε καὶ γύμναζε τὴν ψυχή του γιὰ πολλὲς ἡμέρες, χωρὶς νὰ τοῦ συμβεῖ κάτι, ποὺ καθένας θά’ νιωσε, ἀπέναντι στὸ μελλοθάνατο παιδί του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεός, σήκωσε τὸν πῆχυ τοῦ ἀθλήματος, γιὰ νὰ ἀπολαύσεις πιὸ καλὰ τὸν ἀθλητή.

Ἦταν στ’ ἀλήθεια, ἀθλητὴς ὁ Ἰώβ, γιατί δὲν πάλεψε μὲ ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τῆς φύσεως. Ποιὰ λόγια θὰ μποροῦσαν πραγματικά, νὰ παραστήσουν τὴν ἀνδρεία του; Ἀνέβασε στὸ βωμὸ τὸ παιδί, τό’ δεσε χειροπόδαρα, τὸ ἔβαλε πάνω στὰ στοιβαγμένα ξύλα καὶ ἅρπαξε τὸ μαχαίρι, ἕτοιμος γιὰ νὰ δώσει σὲ μία στιγμὴ τὸ χτύπημα. Πῶς νὰ τὸ πῶ; Δὲν ξέρω μὲ ποιὸν τρόπο νὰ τὸ ἱστορήσω. Μονάχα ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἔκανε αὐτά, μονάχα αὐτὸς γνωρίζει τὰ καθέκαστα. Γιατί ποτὲ καὶ κανένας λόγος δὲν θὰ μπορέσει νὰ παραστήσει, πῶς ἔγινε καὶ δὲν ξεράθηκε τὸ χέρι του; Πῶς δὲν παρέλυσαν τά νεῦρα του; Πῶς δὲν συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ὄψη τοῦ χιλιοαγαπημένου γιοῦ του.

Θά’ άξιζε ὅμως ἐδῶ νά θαυμάσουμε καὶ τὸν Ἰσαάκ. Γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως ὁ πατέρας του ὁ Ἀβραάμ, ὑπάκουσε στὸν Θεό. Ὅπως ὁ Ἀβραὰμ ὅταν πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἐντολή, δὲν ζήτησε τό λόγο, ἔτσι καὶ ὁ Ἰσαάκ. Ὅταν τὸν ἔδεσε ὁ πατέρας του καὶ τὸν ἀνέβασε στὸν βωμὸ δὲν εἶπε: “Γιατί τό κάνεις αὐτό”; Ἀντίθετα, ἔσκυψε ὑποτακτικὰ στὸ χέρι τό πατρικό. Ἔτσι μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ τὸν πατέρα, νὰ γίνεται συγχρόνως καὶ ἱερέας καὶ νὰ προσφέρεται ὡς ἀναίμακτη θυσία, ὡς ὁλοκαύτωμα χωρὶς φωτιά, ποὺ προτύπωνε, μὲ ἐκεῖνο ποὺ γινόταν πάνω στὸ βωμό, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση. Γιατί ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἔσφαξε, ἀλλὰ συγχρόνως, δὲν ἔσφαξε τὸ παιδί του. Δὲν τὸν ἔσφαξε μὲ τὸ χέρι, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ ἔδειξε νά ἐκτελέσει τὴν ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς βέβαια, γι’ αὐτὸ τοῦ ἔδωσε μιὰ τέτοια ἐντολή, ὄχι γιατί ἦταν θέλημά Του νὰ χυθεῖ αἷμα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νά δείξει σὲ σένα τή διάθεσή του. Ἐπειδὴ ἤθελε ἐπίσης, νά κάνει γνωστὸ σ’ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη ἐκεῖνον τὸν γενναῖο ἄνθρωπο κι ἔτσι νὰ διδάξει στοὺς μεταγενέστερους, ὅτι πρέπει νά προτιμάει κανείς νά ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, περισσότερο καὶ ἀπὸ αὐτά τά ἴδια τά παιδιά του· περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἀκόμα τὴ ζωή του.

Κατέβηκε ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸ βουνό, ἔχοντας ζωντανὸ τὸν μάρτυρα γιὸ του Ἰσαάκ. Λέγε μου τώρα, ποῦ θὰ βροῦμε ἐμεῖς ἔλεος, τί ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸν Θεό, ποὺ ἐνῶ ἔχουμε δεῖ ἐκεῖνον τὸν γενναῖο Ἀβραάμ, νὰ ὑπακούει τόσο πρόθυμα στὸν Θεὸ καὶ νά Τοῦ τά δίνει ὅλα γιὰ ὅλα, δυσφοροῦμε καὶ ἀντιδροῦμε γιὰ ὅ,τι μᾶς βρίσκει στὴ ζωή; Μή μοῦ μιλήσεις γιὰ πένθος ἤ γιὰ βαρειὰ συμφορά. Τοῦτο μόνο νὰ προσέξεις καλά, ὅτι δηλαδή, ὅλο αὐτό τό βαρὺ χτύπημα τὸ ξεπέρασε. Ἦταν ἀρκετὴ καὶ μόνο ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν φέρει σὲ πολλὴ δύσκολη θέση καὶ νὰ τοῦ κλονίσει τὴν πίστη στὸν Θεό. Γιατί, ποιὸς ἀλήθεια θὰ ἐξακολουθοῦσε μετὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια ἐντολὴ νὰ πιστεύει, ὅτι δὲν εἶχε ξεγελάσει ὁ Θεὸς μ’ ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ στὸν Ἀβραάμ, γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀπογόνων ποὺ θ’ ἀποκτοῦσε; Ὁ Ἀβραὰμ ὅμως, δὲν σκέφθηκε ἔτσι γιὰ τὸν Θεό.

Ὁ Ἰὼβ ἐπίσης, ἐπέδειξε τὴν ἴδια πίστη κατὰ τὴν συμφορά του. Καὶ γι’ αὐτὸ κυρίως πρέπει κανείς νά τὸν θαυμάζει: Μετὰ ἀπὸ τόση ἀρετή, μετὰ ἀπὸ τόσες φιλανθρωπίες καὶ ἐλεημοσύνες καὶ ἐφόσον οὔτε ἡ δική του συνείδηση οὔτε τῶν παιδιῶν του, δὲν βαρύνονταν γιὰ κάτι πονηρό, ὅταν εἶδε τὴν παράδοξη, ἀπροσδόκητη καὶ ὑπέρμετρη συμφορά, συμφορὰ ποὺ ποτὲ καὶ σὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους κακούργους δὲν εἶχε συμβεῖ, ἐκεῖνος δὲν ἀντέδρασε ὅπως θὰ ἀντιδροῦσε ὁ καθένας. Δὲν θεώρησε ὅτι ἄσκοπα καὶ ἀνώφελα ζοῦσε ἐνάρετη ζωή, οὔτε εἶπε πὼς ἦταν λάθος ἐκεῖνα ποὺ πρὶν πίστευε.

Γι’ αὐτὰ λοιπόν, πρέπει καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς νὰ τοὺς θαυμάζουμε, νὰ τοὺς ζηλεύουμε καὶ νὰ μιμούμαστε τὴν ἀρετή τους. Καὶ ἂς μήν μοῦ πεῖ κανείς, ὅτι αὐτοὶ οἱ δυὸ ἦταν κάτι τό ἐξαιρετικό. Πὼς ἦταν μεγάλοι καὶ ἀξιοθαύμαστοι. Ἀπό μᾶς τώρα ποὺ ζοῦμε στὴν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρέπει νά περιμένει κανείς μεγαλύτερη πίστη, παρὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔζησαν στὴν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: “Ἂν δὲν ξεπεράσετε στὴ δικαιοσύνη τούς Γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους δὲν θὰ εἰσέλθετε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν”.

Ἂς σωφρονιστοῦμε λοιπόν, κι ἂς ἔλθουμε στὰ συγκαλά μας. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ὅλα, ὅσα ἔχουν εἰπωθεῖ μέχρι τώρα γιά τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτούς τούς ἁγίους. Ἂς τὰ ὑπενθυμίζουμε ὅλα αὐτὰ συνεχῶς στὶς ψυχές μας, ὄχι μονάχα τὸν καιρό τοῦ πένθους, ἀλλὰ καὶ ὅταν δέν μᾶς βαραίνει κάποιος πόνος. Αὐτὸς ἀκριβῶς ἦταν ὁ λόγος ποὺ κι ἐγὼ σήμερα σᾶς μίλησα γι’ αὐτό τό θέμα –παρόλο ποὺ δὲν βρισκόμαστε σὲ κατάσταση ὀλιγοψυχίας– ὥστε, ἂν κάποτε σᾶς βρεῖ μιὰ τέτοια συμφορά, φέρνοντάς τα στὸ νοῦ σας νὰ ἀντλεῖτε ἀπὸ αὐτὰ παρηγοριά. Καὶ οἱ στρατιῶτες, ὅταν ὑπάρχει εἰρήνη, ἀσχολοῦνται καὶ μελετοῦν τά σχετικὰ μὲ τὸν πόλεμο θέματα, ὥστε ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς μάχης καὶ ἡ περίσταση ἀπαιτήσει νά δείξουν τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἐμπειρία τους, νὰ ἔχουν νά ἐπιδείξουν ὅσα ἔμαθαν τὸν καιρό τῆς εἰρήνης.

Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἂς προετοιμάσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὸν καιρό τῆς εἰρήνης, ὅπλα καὶ φάρμακα κατάλληλα. Ἔτσι, ἂν κάποτε μᾶς συμβεῖ πόλεμος τῶν παθῶν, τοῦ πένθους, τῆς ὀδύνης ἤ ὁτιδήποτε παρόμοιο, νὰ εἴμαστε ἐξοπλισμένοι καλὰ κι ὁλόγυρα περιφραγμένοι, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε μὲ ἐμπειρία καὶ ἐπιτυχία τὶς προσβολές τοῦ Πονηροῦ. Ἂς περιτειχίσουμε ὁλόγυρα τὸν ἑαυτό μας μὲ ὀρθοὺς λογισμούς, μὲ ὅπλο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ παραδείγματα τῶν γενναίων ἀνδρῶν καὶ μὲ ὅ,τι ἄλλο ἀνάλογο. Γιατί, ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ διανύσουμε καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ χαρούμενα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, καθὼς καὶ στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στοὺς αἰῶνες, τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου