π. Δημητρίου Μπόκου
Ἡ ὀψιμότητα τοῦ Πάσχα φέτος μετατοπίζει αἰσθητὰ καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ Τριῳδίου καὶ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἐπαρκοῦν πλέον τὰ κανονισμένα ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν τοῦ Λουκᾶ. Γιὰ τὶς ἑπόμενες τρεῖς Κυριακὲς λοιπόν, καταφεύγουμε στὰ πλεονάζοντα γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀναγνώσματα τῶν Κυριακῶν τοῦ Ματθαίου.
Ἔτσι, σήμερα (Κυριακὴ ΙΕ΄ Ματθαίου), βλέπουμε κάποιον νομικό, γνώστη δηλαδή, ἑρμηνευτὴ καὶ διδάσκαλο τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, νὰ θέτει ἕνα ἐρώτημα στὸν Χριστό: Ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐντολὴ κατὰ τὸν μωσαϊκὸ νόμο; Ὁ νομικὸς ὑπέβαλε στὸν Χριστὸ τὴν ἐρώτηση «πειράζων αὐτόν». Ὁ Χριστὸς ἀπάντησε ἀμέσως ὅτι πρώτη σὲ σπουδαιότητα ἐντολὴ εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δεύτερη ἰσάξιά της ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν συνάνθρωπο.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ νομικοῦ ἐντάσσεται στὴ γενικότερη καὶ ἀπὸ κοινοῦ προσπάθεια τῶν Φαρισαίων, τῶν Ἡρωδιανῶν, τῶν Σαδδουκαίων, τῶν ἀρχιερέων, τῶν γραμματέων καὶ τῶν νομικῶν, «ὅπως παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ» τὸν Χριστό. Ἐπιστρατεύτηκαν ὅλοι γιὰ νὰ πιάσουν «ἀδιάβαστο» τὸν νομοδότη καὶ νομοθέτη.
Ὁ Χριστὸς βέβαια, ποὺ γνωρίζει ὅλων τοὺς διαλογισμούς, φανέρωνε τὶς πλεκτάνες τους. «Τί με πειράζετε, ὑποκριταί;» ἔλεγε. Τοὺς ἀποκαλοῦσε εὐθέως ὑποκριτές, ἐπειδὴ κάτω ἀπὸ τὰ ἀθῶα δῆθεν ἐρωτήματα ἔκρυβαν πανουργία. Τὴν πονηρή τους πρόθεση νὰ τὸν παγιδεύσουν. Μέσα στὴν ἀλαζονεία τῆς «σοφίας» τους, πιστεύοντας ὅτι κατέχουν σὲ βάθος τὰ πράγματα, προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ὑποβάλουν σὲ ἐξετάσεις. Ἔλπιζαν νὰ τὸν «στριμώξουν» μὲ τὰ παιδαριώδη τεχνάσματα τῆς ὑπερτιμημένης τους λογικῆς καὶ νὰ τὸν ἀποδείξουν ἀναξιόπιστο στὰ μάτια τοῦ λαοῦ. Μὰ ὁ Χριστὸς διέφευγε πανεύκολα τὶς παγίδες τους. Ὁ δημιουργὸς τοῦ νόμου μποροῦσε ποτὲ νὰ εἶναι ἀδαὴς σὲ ὅσα ὁ ἴδιος νομοθέτησε;
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Χριστὸς ἀντέστρεψε τὰ πράγματα. Πέρασε στὴν ἀντεπίθεση. Ὥστε θεωρεῖστε σοφοὶ καὶ ἔξυπνοι; Νὰ σᾶς ρωτήσω κι ἐγὼ λοιπὸν κάτι. Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸν Μεσσία ποὺ περιμένετε, δηλαδὴ τὸν Χριστό; Τίνος θὰ εἶναι υἱὸς (ἀπόγονος); Τοῦ Δαυΐδ, ἀπάντησαν ἐκεῖνοι. Τότε γιατί ὁ Δαυΐδ, μιλώντας μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸν ἀποκαλεῖ Κύριό του; Λέει ὁ Δαυΐδ σὲ ἕναν ψαλμὸ (109, 1): Εἶπε ὁ Κύριος (ὁ Θεὸς) στὸν Κύριό μου (τὸν Μεσσία-Χριστό), κάθισε στὰ δεξιά μου μέχρι νὰ βάλω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιο στὰ πόδια σου. Συνεπῶς, ἂν ὁ Δαυΐδ τὸν ὀνομάζει Κύριο, πῶς γίνεται νὰ εἶναι υἱός του; (Ἄρα ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο υἱὸς τοῦ Δαυΐδ, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὡς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι Κύριος τοῦ Δαυΐδ).
Ἀπὸ τοὺς «σοφοὺς» ἑρμηνευτὲς τοῦ νόμου κανένας δὲν μπόρεσε νὰ ἀπαντήσει οὔτε λέξη στὸν Χριστό. Καὶ μιὰ καὶ ἀποστομώθηκαν ἔτσι, δὲν ξανατόλμησαν ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τὸν ξαναρωτήσουν τίποτε. «Φάσκοντες (ἰσχυριζόμενοι ὅτι) εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν»(Ρωμ. 1, 22).
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. «Ὅλος ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς εἶναι στραμμένος ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες οἱ μοντέρνες ἐπιστῆμες συναγωνίζονται ποιὰ θὰ καταφέρει τὸ ἰσχυρότερο χτύπημα στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, …νομίζοντας ὅτι χωρὶς τὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ κάνουμε τὰ πάντα» (ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς).
Ξεχνοῦν ὅτι ὁ Χριστὸς παίζει τοὺς «σοφοὺς» στὰ δάχτυλά του (Α΄ Κορ. 3, 19).
Καλὴ εὐλογημένη ἑβδομάδα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου