Ιερομόναχος Ισαάκ
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Ήρθαν δύο πατέρες στο Στόμιο (στην Κόνιτσα) για να μείνουν μαζί μου. Είχα ένα μεγάλο κελλί και θέλησα να το χωρίσω σε δύο, αλλά δεν είχα χρήματα. Απεφάσισα να δανεισθώ πεντακόσιες δραχμές.
»Στον δρόμο βρήκα ένα εικονοστάσι. Έκανα τον σταυρό μου, άναψα το καντήλι και προχώρησα. Έφθασα σε ένα σπίτι και κάτι με ωθούσε να χτυπήσω. Ήταν πρωί. Ο οικοδεσπότης, όταν με είδε, χάρηκε. “Σε ήθελα”, μου είπε, “αυτά τα είχα τάξει για την Παναγία”, και μου έδωσε πεντακόσιες δραχμές, ακριβώς όσες μου χρειάζονταν.
»Έχοντας υπ’ όψιν μου αυτό το γεγονός άλλη φορά αισθάνθηκα μια παρόμοια εσωτερική παρόρμηση – κάτι με έσπρωχνε μέσα μου – να πάω σε μια μεγάλη πόλη (Ιωάννινα). Μη μπορώντας να κάνω διαφορετικά, υπάκουσα και πήγα. Δεν ήξερα τι πάω να κάνω, δεν είχα συγκεκριμένο σκοπό. Βαδίζοντας στους δρόμους, πέρασα έξω από ένα κατάστημα, μπήκα και αγόρασα μερικές κούπες για τα καντήλια της Εκκλησίας, έτσι για να βρίσκωνται. Και όταν έφθασα σε ένα σπίτι, σε μια πάροδο, η εσωτερική αυτή ώθηση με έσπρωχνε να μπω μέσα. Υπάκουσα και χτύπησα την πόρτα. Βγήκε και άνοιξε μια μαυροφόρα γυναίκα 45 χρονών. Μόλις με αντίκρυσε, αμέσως έπεσε στα πόδια μου και επί 15 λεπτά φώναζε συνεχώς: “Ιησού μου, σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ, Ιησού μου”.
»Περάσαμε μέσα, όπου υπήρχαν και άλλες δύο γυναίκες. Από τις 11 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα καθήσαμε και συζητούσαμε. Ύστερα κάναμε παράκληση στην Παναγία. Αυτή γονατιστή έκλαιγε και έψελνε την Παράκληση απ’ έξω.
»Η γυναίκα αυτή χήρεψε νέα. Ήταν πολύ πλούσια. Έδινε σε ορφανά κοριτσάκια ένα μέρος της περιουσίας της, την οποία δούλευαν οι συγγενείς τους. Περίμενε να αξιοποιήση σωστά την περιουσία της και μετά να πάη σε μοναστήρι. Πήγε εν τω μεταξύ στα Ιεροσόλυμα και έγινε καλόγρια κρυφή. Φορούσε μαύρα ρούχα, σαν καλογερικά. Παρακαλούσε επίμονα τον Θεό να στείλη κάποιον μοναχό να της διδάξη την μοναχική ζωή. Αφού τακτοποίησε την περιουσία της με τέτοιον τρόπο, αργότερα πήγε σε μοναστήρι σ’ ένα νησί (*).
»Αυτή μου είχε πει ότι στο τάδε περίπτερο υπάρχει και κάποια άλλη κρυφή μοναχή, την οποία πήγα και συνάντησα. Αυτή η τελευταία ανέλαβε να αναθρέψη τα ορφανά του αδελφού της που έχασαν και την μητέρα τους. Συχνά ο νους της αρπαζόταν σε θεωρία! Οι άνθρωποι που πήγαιναν να ψωνίσουν, δεν καταλάβαιναν την κατάστασή της. Νόμιζαν ότι από την πολλή στενοχώρια τα είχε λίγο χαμένα και αφαιρείτο. Έπαιρναν μόνοι τους πράγματα από το περίπτερο και άφηναν τα χρήματα. Και οι δυο ήταν εκλεκτές ψυχές».
(*) Στην Φανερωμένη Σαλαμίνος. Εκεί μόνασε και εκοιμήθη η αδελφή Άννα, κατά κόσμον Αθηνά Χατζή, που στα χρόνια της Κατοχής είχε μεγάλη Εθνική δράση.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 141.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου