Τρίτη 12 Αυγούστου 2025

Ευεργετινός. Βιβλίο 1ο. Υπόθεση Ε΄ (5): ). Πρέπει να θυμόμαστε αδιάκοπα τον θάνατο και τη μέλλουσα κρίση γιατί όσοι δεν τα περιμένουν και δεν τα συλλογίζονται αυτά συνεχώς, εύκολα κυριεύονται από τα πάθη.

Υ
ΠΟΘΕΣΗ Ε΄ (5). Πρέπει να θυμόμαστε αδιάκοπα τον θάνατο και τη μέλλουσα κρίση γιατί όσοι δεν τα περιμένουν και δεν τα συλλογίζονται αυτά συνεχώς, εύκολα κυριεύονται από τα πάθη. [Από τον βίο του αγίου Αντωνίου – Από τον βίο του αγίου Ιωάννη του ελεήμονος – Από το Γεροντικό – Του αγίου Εφραίμ – Του αββά Ησαΐα – Από το Γεροντικό].

Από τον βίο του αγίου Αντωνίου

Ο άγιος Αντώνιος έλεγε στους μαθητές του: «Για να μην πέφτουμε σε αμέλεια και χαλαρώνουμε την άσκηση, είναι καλό να συλλογιζόμαστε διαρκώς τον λόγο του αποστόλου Παύλου “Πεθαίνω κάθε μέρα” (Α΄ Κορ. 15, 31). Γιατί αν έτσι ζούμε και εμείς, σαν να πεθαίνουμε δηλαδή κάθε μέρα, δεν θα αμαρτήσουμε. Θέλω να πω το εξής: κάθε μέρα, όταν ξυπνήσουμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα βραδιάσουμε· και όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, να σκεφτόμαστε ότι δεν θα ξυπνήσουμε, αφού η διάρκεια της ζωής μας είναι από τη φύση της άγνωστη και μετριέται κάθε μέρα από τη θεία πρόνοια. 

Αν έτσι σκεφτόμαστε, ούτε θα αμαρτήσουμε, ούτε θα επιθυμήσουμε τίποτε, ούτε θα οργιστούμε με κανέναν, ούτε θα μαζέψουμε θησαυρούς στη γη, αλλά, καθώς κάθε μέρα θα περιμένουμε να πεθάνουμε, θα επιδιώξουμε την ακτημοσύνη και θα συγχωρούμε όλα σε όλους. Επίσης, δεν θα θελήσουμε να απολαύσουμε επιθυμία γυναίκας ή κάποια άλλη βρώμικη ηδονή, αλλά ως πρόσκαιρη θα την αποστραφούμε, έχοντας συνεχώς αγωνία και προσμένοντας την ημέρα της κρίσεως. Γιατί πάντοτε ο μεγάλος φόβος και η αγωνία των τιμωριών εξουδετερώνουν την ευχάριστη αίσθηση των ηδονών και ανορθώνουν την ψυχή, όταν πέφτει».


Από τον βίο του αγίου Ιωάννη του ελεήμονος

Ο μέγας Ιωάννης, ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, θέλοντας να χαράξει βαθιά στον νου του τη μνήμη του θανάτου και να την έχει διαρκώς παρούσα μπροστά στα μάτια του, έκανε το εξής: Πρόσταξε να ετοιμάσουν τον τάφο του και να μην τον ολοκληρώσουν, αλλά να τον αφήσουν μισοτελειωμένο. Έπειτα πρόσταξε τους τεχνίτες, να έρχονται σε κάθε επίσημη γιορτή και να του λένε φανερά, μπροστά σε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος: «Δέσποτα, το μνήμα σου είναι μέχρι σήμερα ατελείωτο. Δώσε εντολή να το ολοκληρώσουμε, γιατί είναι άγνωστο ποια ώρα θα έρθει ο κλέφτης, δηλαδή ο θάνατος».


Από το Γεροντικό

Είπε ο αββάς Αγάθων: «Ο μοναχός πρέπει να έχει όλη την ώρα στον νου του το δικαστήριο του Θεού».


Στην περιοχή του ποταμού Ιορδάνη ζούσε κάποιος αναχωρητής και αγωνιζόταν πολλά χρόνια. Καθώς τον σκέπαζε ο Θεός, δεν είχε επιθέσεις από τον εχθρό, αλλά έμενε σχεδόν απολέμητος. Από αυτή την αιτία, σε όλους όσοι πήγαιναν σε αυτόν για να ωφεληθούν, μιλούσε πολύ υποτιμητικά και χλευαστικά για τον σατανά και έλεγε ότι τίποτε δεν είναι και τίποτε δεν μπορεί να κάνει στους αγωνιστές· μόνο αν βρει κάποιους όμοιους με αυτόν, βρωμερούς και υποδουλωμένους συνεχώς στην αμαρτία, αυτούς τους παραλύει. Αυτά όμως τα έλεγε, γιατί δεν καταλάβαινε ότι η χάρη του Θεού δεν άφηνε τον σατανά να του επιτεθεί. 

Όταν πλησίαζε το τέλος του, επέτρεψε ο Θεός και του παρουσιάστηκε φανερά ο διάβολος και του είπε: 

– «Τι σου έκανα, αββά; Γιατί με χλευάζεις; Μήπως σε ενόχλησα σε τίποτε;».

Αυτός τον έφτυσε και άρχισε να του λέει τα συνηθισμένα λόγια: 

– «Φύγε από μπροστά μου, σατανά (Ματθ. 4, 10)· τίποτε δεν μπορείς να κάνεις στους δούλους του Χριστού». 

– «Ναι, ναι», του είπε εκείνος, «έχεις να ζήσεις άλλα σαράντα χρόνια, και σε αυτά δεν θα βρω μία ώρα να σε ρίξω;». 

Με τα λόγια αυτά εξαφανίστηκε, ενώ ο μοναχός άρχισε αμέσως να παλεύει με τους λογισμούς και να λέει μέσα του: «Τόσα χρόνια έχω που ταλαιπωρούμαι εδώ, και ο Θεός θέλει να ζήσω και άλλα σαράντα; Θα πάω λοιπόν στον κόσμο να δω τους συγγενείς μου, να μείνω μαζί τους λίγα χρόνια, και πάλι θα γυρίσω, για να συνεχίσω την άσκηση μου». 

Έτσι σκέφτηκε και έτσι έκανε. Βγήκε από το κελλί του και πήρε τον δρόμο για τον κόσμο. Ωστόσο δεν προχώρησε πολύ, και ο φιλάνθρωπος Θεός τον σπλαχνίστηκε και, για να μην πάνε χαμένοι οι ασκητικοί κόποι του, του έστειλε έναν άγγελο να τον βοηθήσει. 

Και ο άγγελος τον συνάντησε και τον ρώτησε: 

– «Πού πηγαίνεις, αββά;». 

– «Στην πόλη», απάντησε. 

– «Γύρισε πίσω στο κελλί σου», του είπε τότε ο άγγελος, «και μην έχεις καμία σχέση με τον σατανά. Και να ξέρεις ότι γελάστηκες από αυτόν». 

Ο μοναχός ήρθε στον εαυτό του, γύρισε στο κελλί του και σε τρεις μέρες πέθανε.


Ένας γέροντας είπε: «Όταν εργάζομαι, κατεβάζω το αδράχτι και, πριν το ανεβάσω, φέρνω μπροστά στα μάτια μου τον θάνατο». 

Ο ίδιος άλλοτε είπε: «Ο άνθρωπος που όλη την ώρα έχει τον θάνατο μπροστά στα μάτια του, νικά την ολιγοψυχία».


Κάποιος γέροντας είπε: «Σε κάθε έργο που πας να κάνεις, πάντοτε να λες· “Αν τώρα έρθει ο Θεός να με πάρει, τι γίνεται;”. Και πρόσεξε τι θα σου αποκριθεί ο λογισμός. Αν σε καταδικάζει, σταμάτησε αμέσως και πέταξε το έργο που κάνεις και πάρε άλλο, στο οποίο να μη φοβάσαι να σε βρει ο θάνατος. Γιατί ο αγωνιστής πρέπει κάθε ώρα να είναι έτοιμος να φύγει. Είτε κάθεσαι στο εργόχειρο, είτε βαδίζεις στον δρόμο, είτε τρως, αυτό να λες πάντοτε στον εαυτό σου· “Αν τώρα μας καλέσει ο Θεός, τι γίνεται;”. 

Και πρόσεξε τι σου αποκρίνεται η συνείδηση σου και βιάσου να κάνεις όπως σου λέει. Και αν θέλεις να μάθεις αν σε ελέησε ο Θεός, ρώτησε τη συνείδηση σου· και μην πάψεις να τη ρωτάς, μέχρι να βεβαιωθεί η καρδιά σου και να σου πει η συνείδησή σου· “Έχουμε εμπιστοσύνη στην ευσπλαχνία του Θεού, ότι οπωσδήποτε θα μας ελεήσει”. 

Εξέτασε όμως προσεκτικά την καρδιά σου, μήπως λέει διστακτικά αυτόν τον λόγο· αν δυσπιστεί έστω και όσο μια τρίχα, το έλεος του Θεού είναι μακριά από εσένα».


Όταν ο αββάς Αρσένιος ήταν στα τελευταία του και πλησίασε η ώρα του, τον είδαν οι αδελφοί να κλαίει και τον ρώτησαν: 

– «Και εσύ φοβάσαι, πάτερ;». 

Και εκείνος απάντησε: 

– «Αλήθεια σας λέω· αυτός ο φόβος που έχω τώρα, ποτέ δεν με άφησε από τότε που έγινα μοναχός». 

Και λέγοντας αυτά ξεψύχησε.


Του αγίου Εφραίμ

Αδελφέ, κάθε μέρα να περιμένεις τον θάνατο σου και να ετοιμάζεσαι για εκείνη την πορεία. Γιατί το φοβερό πρόσταγμα θα έρθει την ώρα που δεν το περιμένεις, και αλίμονο σε όποιον βρεθεί απροετοίμαστος. Αν μάλιστα είσαι νέος, πολλές φορές ο εχθρός σου ψιθυρίζει: «Νέος είσαι ακόμη απόλαυσε τις ηδονές σου, και στα γεράματα μετανοείς. Γνωρίζεις βέβαια πολλούς που και εδώ απόλαυσαν τις ηδονές και έπειτα μετανόησαν και κέρδισαν τα ουράνια αγαθά. Τι θέλεις λοιπόν από αυτή την ηλικία να ταλαιπωρείς το σώμα σου; Δεν σκέφτεσαι μήπως αρρωστήσεις;».

Εσύ όμως να αντισταθείς στον εχθρό και να πεις: «Διώκτη και εχθρέ των ψυχών! Πάψε να μου ψιθυρίζεις τέτοια πράγματα. Αν ο θάνατος με βρει στα νιάτα μου και δεν προλάβω να γεράσω, τι θα απολογηθώ μπροστά στο δικαστικό βήμα του Χριστού; Γιατί βλέπω πολλούς νέους να πεθαίνουν και γέρους να ζουν πολλά χρόνια, και είναι άγνωστη στους ανθρώπους η ώρα του θανάτου. Αν λοιπόν με βρει ο θάνατος, μπορώ να πω τότε στον Κριτή: “Ο θάνατος με πήρε νέο και γι’ αυτό γύρισε με στη ζωή, για να μετανοήσω;’’. Όχι βέβαια. 

Άλλωστε βλέπω πως δοξάζει ο Κύριος όσους τον υπηρετούν από τα νιάτα μέχρι τα γεράματα. Ο ίδιος είπε στον προφήτη Ιερεμία· “Θυμήθηκα το έλεος της νιότης σου και την αγάπη της ωριμότητας σου, καθώς ακολουθούσες πιστά τον άγιο Θεό του Ισραήλ (Ιερ. 2, 2). Αντίθετα, βλέπω πως έλεγξε ο προφήτης Δανιήλ, αν και ήταν νέος, εκείνον που από τα νιάτα του ως τα γεράματα πορεύτηκε με τον λογισμό της πλάνης· του είπε· “Γερασμένε μέσα στην κακία, τώρα σε βρήκαν οι αμαρτίες που έκανες προηγουμένως’’ (Δαν. Σωσάννα 52). 

Γι’ αυτό και το άγιο Πνεύμα μακαρίζει όσους από τα νιάτα τους σηκώνουν τον ζυγό του Χριστού και λέει· “Είναι καλό για τον άνθρωπο να σηκώσει τον ζυγό από τα νιάτα του” (Θρήνοι Ιερ. 3, 27). Φύγε λοιπόν μακριά μου, εργάτη της ανομίας και κακέ σύμβουλε. Ο Κύριος ο Θεός να αχρηστεύσει τα τεχνάσματα σου, και εμένα να με σώσει από τις παγίδες σου με τη δύναμη και τη χάρη του». 

Να έχεις λοιπόν, αγαπητέ, πάντοτε στον νου σου την ημέρα του τέλους σου, όταν θα είσαι ξαπλωμένος στο στρώμα σου και θα ψυχορραγείς. Αλίμονο, τι μεγάλος φόβος και τρόμος σφίγγει την ψυχή εκείνη την ώρα, και μάλιστα αν έχει τη συνείδηση να την κατηγορεί! Αν έκανε κάτι καλό σε αυτή τη ζωή, αν δηλαδή υπέμεινε θλίψεις και προσβολές για χάρη του Κυρίου και αν έκανε όσα είναι αρεστά σε αυτόν, οδηγείται με πολλή χαρά από αγίους αγγέλους ψηλά στον ουρανό. Όπως ο εργάτης που μοχθεί στη δουλειά όλη τη μέρα, περιμένει τη δύση του ηλίου για να πάρει, μετά από τον κόπο, τον μισθό του και να ξεκουραστεί, έτσι περιμένουν και οι ψυχές των δικαίων την ημέρα εκείνη. 

Οι ψυχές, αντίθετα, των αμαρτωλών είναι γεμάτες φόβο και τρόμο εκείνη την ώρα. Όπως ένας κατάδικος, που τον έπιασαν οι φύλακες και τον πηγαίνουν στο δικαστήριο, έχει αγωνία και τρέμει ολόκληρος καθώς σκέφτεται τα βασανιστήρια που θα του κάνουν, έτσι και οι ψυχές των αμαρτωλών τρέμουν φοβερά την ώρα εκείνη, καθώς συλλογίζονται το ατέλειωτο βασανιστήριο της αιώνιας φωτιάς και τις άλλες τιμωρίες που δεν θα έχουν τέλος και σταματημό. 

Και αν κάποιος πει στους αγγέλους που τον τραβούν με βία: «Αφήστε με λίγο να μετανοήσω», κανείς δεν τον ακούει· ή μάλλον του αποκρίνονται: «Όταν είχες καιρό, δεν μετανοούσες, και τώρα υπόσχεσαι να μετά νοήσεις; Όταν το στάδιο ήταν σε όλους ανοιχτό, δεν αγωνίστηκες, και θέλεις να αγωνιστείς τώρα, που όλες οι πόρτες έκλεισαν και πέρασε ο καιρός του αγώνα; Δεν άκουσες τον Κύριο που είπε· “Να είστε άγρυπνοι, γιατί δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα’’; (Ματθ. 25, 13).» 

Αυτά και τα παρόμοια γνωρίζοντας από πριν, αγαπητέ, να αγωνίζεσαι, όσο ακόμη έχεις καιρό. Και να κρατάς τη λαμπάδα της ψυχής σου πάντοτε αναμμένη με την εργασία των αρετών, ώστε να βρεθείς έτοιμος, όταν έρθει ο Νυμφίος (πρβ. Ματθ. 25, 1-13), και να μπεις μαζί του μέσα στον ουράνιο γαμήλιο θάλαμο μαζί με τις άλλες παρθένες ψυχές, οι οποίες με τη ζωή τους φάνηκαν αντάξιες του.


Του αββά Ησαΐα

Είναι τρία πράγματα που δύσκολα τα αποκτά ο άνθρωπος, και αυτά φυλάνε όλες τις αρετές: το πένθος, το να κλαίει κανείς για τις αμαρτίες του και το να έχει τον θάνατο του μπροστά στα μάτια του. Εκείνος που καθημερινά συλλογίζεται και λέει στον εαυτό του: «Ακόμη σήμερα και φεύγω από τον κόσμο», ποτέ δεν θα αμαρτήσει στον Θεό· ενώ εκείνος που ελπίζει να ζήσει πολλά χρόνια, θα μπλεχτεί σε πολλές αμαρτίες. Όταν κάποιος ετοιμάζεται να δώσει λόγο στον Θεό για όλα τα έργα του, ο Θεός φροντίζει να καθαρίσει από την αμαρτία κάθε βήμα του· όποιος όμως αδιαφορεί και λέει: «Ας έρθει πρώτα εκείνη η ώρα», ζει μέσα στα κακά. 

Καθημερινά, πριν κάνεις οτιδήποτε, θυμήσου που βρίσκεσαι και που πρόκειται να πας, όταν χωριστείς από το σώμα, και μην αμελήσεις την ψυχή σου ούτε μία μέρα. Φρόντισε πάντοτε να θυμάσαι και να έχεις μπροστά στα μάτια σου τον θάνατο, τις αιώνιες τιμωρίες και εκείνους που βασανίζονται και υποφέρουν εκεί· και να λογαριάζεις τον εαυτό σου ως έναν από εκείνους μάλλον, παρά από τους ζωντανούς. 

Αλίμονο μας· ενώ πρόκειται να φύγουμε από τη γη, όπου είμαστε προσωρινοί, φροντίζουμε όλα μας τα χρόνια για τα γήινα και φθαρτά πράγματα, και τίποτε από αυτά δεν μένει στην εξουσία μας, όταν έρθει η αναπόφευκτη ώρα να φύγουμε από εδώ. 

Αλίμονο μας· ενώ πρόκειται να λογοδοτήσουμε στον φοβερό Δικαστή για κάθε πράξη της επίγειας ζωής μας, ακόμη και για περιττό λόγο (Ματθ. 12, 36) και για τις πονηρές και ακάθαρτες σκέψεις και για τα κρυφά της ψυχής, εμείς, σαν να είμαστε αθώοι, σε όλη τη διάρκεια τη ζωής μας, δεν φροντίζουμε για τις ψυχές μας. Γι’ αυτό μας περιμένει εκεί η άσβεστη φωτιά της γέεννας και το σκότος το εξώτερο και το ακοίμητο σκουλήκι και το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών και η αιώνια ντροπή μπροστά σε όλους τους αγγέλους και τους ανθρώπους. 

Αλίμονο μας· ενώ δεν αντέχουμε τα τσιμπήματα και τα δαγκώματα των ψύλλων και των κονίδων και των ψειρών και των μυγών και των κουνουπιών και των μελισσών, αδιαφορούμε που ο νοητός δράκοντας μας δαγκώνει καθημερινά και μας ρουφά και μας καταπίνει και μας καταπληγώνει από παντού με τα φαρμακερά κεντριά του θανάτου, και δεν θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτόν. Και πως θα μπορέσουμε να υποφέρουμε τις φοβερές και ατέλειωτες τιμωρίες;


Από το Γεροντικό

Είπε ο αββάς Ευάγριος: «Να θυμάσαι αδιάκοπα την αιώνια κρίση και να μην ξεχνάς ότι θα φύγεις από τη ζωή· έτσι δεν θα υπάρξει αμαρτία στην ψυχή σου».


Είπε κάποιος γέροντας: «Όταν κάθεσαι στο κελλί σου, συγκέντρωσε τον νου σου και θυμήσου τη μέρα του θανάτου σου. Φαντάσου τη νέκρωση του σώματος· σκέψου την οδύνη κατά τον χωρισμό της ψυχής· παρατήρησε τη ματαιότητα αυτού του κόσμου· θυμήσου τις τιμωρίες στον άδη· συλλογίσου, πως άραγε να είναι τώρα εκεί οι ψυχές* σε ποια φαρμακωμένη σιωπή, ή σε ποιο φοβερό στεναγμό, ή σε τι μεγάλο φόβο και τρόμο, περιμένοντας διαρκώς την ατέλειωτη οδύνη και τις ανυπόφορες τιμωρίες, στις οποίες πρόκειται να κατά δικαστούν. 

* Αναφέρεται στην προσωρινή κατάσταση των ψυχών μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. 

Κοντά σε αυτά, φέρε στον νου σου την ημέρα που θα αναστηθούν οι νεκροί και θα παρουσιαστούν στο δικαστικό βήμα του Χριστού· επίσης, το φοβερό και φρικτό εκείνο δικαστήριο, όπου η αιώνια ντροπή θα πλημμυρίσει τους αμαρτωλούς μπροστά στον Θεό και τους εκλεκτούς αγγέλους του και όλους τους ανθρώπους που έζησαν από την αρχή ως τη συντέλεια. Στη συνέχεια, αυτή την ντροπή θα διαδεχτούν οι ανυπόφορες και ατέλειωτες τιμωρίες: η άσβεστη φωτιά της γέεννας, το σκουλήκι που δεν έχει τελειωμό, το τρίξιμο των δοντιών, το εξώτερο σκότος, ο τάρταρος και τα άλλα αμέτρητα βασανιστήρια που περιμένουν αυτούς τους ανθρώπους.  

Οι δίκαιοι, από την άλλη μεριά, θα λάμψουν περισσότερο από τον ήλιο (πρβ. Ματθ. 13, 43) και θα βασιλέψουν αιώνια μαζί με τον Χριστό, συμμετέχοντας στην ανέκφραστη δόξα του, ψάλλοντας και αυτοί μαζί με τα αγγελικά τάγματα τον επινίκιο ύμνο. Θα απολαμβάνουν αδιάκοπα εκείνη τη μακαριότητα και τα ουράνια αγαθά, χωρίς πια να φοβούνται κάποια μείωση ή διακοπή της ανέκφραστης εκείνης χαράς και ευφροσύνης· γιατί, όπως λέει ή Γραφή, ‘‘έφυγε μακριά από εκεί κάθε οδύνη, λύπη και στεναγμός’’ (Ησ. 35, 10). Θα έχουν λοιπόν αιώνια ευφροσύνη και ατέλειωτη γιορτή, και τα αγαθά εκείνα, που ξεπερνούν κάθε νου, θα είναι γι’ αυτούς ασφαλισμένα και αναφαίρετα. «

Αυτά να σκέφτεσαι συνεχώς· να τα μελετάς αδιάκοπα· και φρόντισε με όλη σου τη δύναμη να γλυτώσεις από αυτά που περιμένουν τους αμαρτωλούς, και να κερδίσεις τα αγαθά που είναι ετοιμασμένα για τους δίκαιους. Και αν έχεις αφοσιωμένο τον νου σου σε αυτά, θα αποφύγεις και τους κακούς λογισμούς».


Είπε ο αββάς Ηλίας: «Εγώ τρία πράγματα φοβάμαι πάντοτε· όταν θα είναι να χωριστεί η ψυχή μου από το σώμα, όταν θα παρουσιαστώ στον Θεό και όταν θα βγει η δικαστική απόφαση για εμένα».


Ένας γέροντας είπε: «Αν ήταν δυνατό, στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, μετά την ανάσταση των νεκρών, να ξαναβγούν από τα σώματα οι ψυχές των ανθρώπων, όλος ο κόσμος θα πέθαινε από τον φόβο και τη φρίκη και το σάστισμα. Γιατί, πως θα μπορούσε να αντέξει κανείς να δει τους ουρανούς να σχίζονται, τον Θεό να εμφανίζεται με οργή και αγανάκτηση, μαζί του να κατεβαίνουν οι αναρίθμητες στρατιές των αγγελικών δυνάμεων και όλη την ανθρωπότητα να συγκεντρώνεται σε ένα μέρος;

Αυτά λοιπόν ας συλλογιζόμαστε πάντοτε και ας ζούμε χωρίς να ξεχνούμε ότι σε τέτοιον Κριτή και σε φρικτό δικαστήριο θα παρουσιαστούμε και θα λογοδοτήσουμε για τις πράξεις της ζωής μας».


Κάποιος αδελφός αγωνιστής ήρθε από ξένη χώρα στο όρος Σινά και έμεινε σε ένα μικρό κελλί. Την πρώτη του μέρα εκεί βρήκε ένα μικρό σανίδι, επάνω στο οποίο ο αδελφός που έμενε κάποτε στο κελλί είχε γράψει: «Ο Μωυσής προς τον Θεόδωρο· είμαι παρών και μαρτυρώ». Το πήρε λοιπόν και κάθε μέρα το κρατούσε μπροστά στα μάτια του και ρωτούσε εκείνον που το έγραψε, σαν να ήταν παρών: «Άραγε που να είσαι, άνθρωπε, και λες· “Είμαι παρών και μαρτυρώ”; Άραγε σε ποιον κόσμο, σε ποιον τόπο να βρίσκεσαι; Πού να είναι το χέρι που τα έγραψε αυτά;». Και κάνοντας έτσι όλη τη μέρα και έχοντας στη μνήμη του τον θάνατο, περνούσε τη ζωή του θρηνώντας. 

Ο αδελφός αυτός είχε εργόχειρο την καλλιγραφία· και ενώ πήρε από τους αδελφούς χαρτιά και παραγγελίες για να τους γράψει βιβλία, πέθανε χωρίς να γράψει τίποτε για κανέναν· το μόνο που έγραψε επάνω στα χαρτιά καθενός, ήταν: «Συγχωρήστε με, κύριοι και αδελφοί μου, γιατί ήμουν απασχολημένος με κάποιον και γι’ αυτόν τον λόγο δεν ευκαίρησα να σας τα γράψω».


Ένας γέροντας πήγε σε κάποιον από τους πατέρες που ζούσε στη Ραϊθώ και του είπε: 

– «Αββά, όταν στέλνω τον υποτακτικό μου σε κάποια διακονία, στενοχωρούμαι, και μάλιστα όταν αργεί να γυρίσει». 

Εκείνος του αποκρίθηκε: 

– «Εγώ, όταν στέλνω τον διακονητή μου σε κάποια υπηρεσία, κάθομαι κοντά στην πόρτα και κοιτάζω. Και όταν μου λέει ο λογισμός “Πότε άραγε θα έρθει ο αδελφός;”, λέω και εγώ στον λογισμό. ‘‘Αν όμως προλάβει άλλος αδελφός και έρθει να με πάρει για τον Κύριο, δηλαδή άγγελος, τι γίνεται;”. Και έτσι κάθε μέρα κάθομαι κοιτώντας την πόρτα, ανησυχώντας και κλαίγοντας για τις αμαρτίες μου, και λέω· “Άραγε ποιος αδελφός θα έρθει πρώτος, ο επίγειος ή ο ουράνιος;”». 

Ο γέροντας ένιωσε κατάνυξη. Γύρισε στο κελλί του και από εκεί και πέρα έκανε και αυτός όπως εκείνος.


Κάποιος γέροντας καθόταν στη Ραϊθώ και είχε την εξής πνευματική εργασία: Καθόταν πάντα στο κελλί του σκεφτικός, κοιτώντας κάτω, και κουνώντας συνεχώς το κεφάλι έλεγε με στεναγμό: «Άραγε τι θα γίνει;».

Σώπαινε για λίγο και πάλι με τον ίδιο τρόπο έλεγε το ίδιο. Συγχρόνως δούλευε και το εργόχειρο του, πλέκοντας σχοινιά. Έτσι πέρασε όλες τις μέρες της ζωής του, φροντίζοντας για τον θάνατο του.


Ευεργετινός. Λόγοι και διδασκαλίες Αγίων Πατέρων. Βιβλίο Πρώτο.
Εκδόσεις, Το περιβόλι της Παναγίας, Α΄ έκδοση 2001.
Μετάφραση: Δ. Χρισταφακόπουλος.

Μπορείτε να διαβάσετε και υπόλοιπα άρθρα του βιβλίου εδώ: Μοναχού Παύλου: Ευεργετινός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου