Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τό ‘βλεπα τὸ βράδυ ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, ἐξωτικό, χρυσοκόκκινο, νὰ χρυσώνει τὰ σπίτια, τὰ μικρὰ τὰ βουνά, τὰ βράχια, τὰ πανιὰ τῶν καραβιῶν, σὰν νὰ ἤτανε χρυσοκαπνισμένα. Τὸ θέαμα ἤτανε πανηγυρικό, κ’ ἔπεφτα σὲ ἔκσταση, σὰν νὰ ἐρχότανε ἐκεῖνο τὸ φὼς ἀπο ἕναν ἄλλον κόσμο, ἀπὸ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κατά ‘κεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος.
Πόσο ποιητικὰ ἐκφράζει ὁ λαός μας τὴ μεγαλοπρέπεια ποὺ ἔχει ἐκείνη ἡ ἱερὴ ὥρα, λέγοντας πὼς ὁ ἥλιος «βασιλεύει». Ἀληθινά, ποιός βασιλιάς ντύθηκε ποτὲ μὲ τέτοια πορφύρα; Θὰ ‘λεγε κανένας, πὼς δὲν εἶναι ὁ ἥλιος αὐτὸς ὁ βασιλέας ἀλλὰ ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων.
Ἔχω τὴν ἰδέα, μάλιστα, πὼς ὁ εὐλαβὴς λαός μας, λέγοντας «ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε», ἐπῆρε τὰ λόγια, γυρίζοντάς τα, ἀπὸ τὸ «Προκείμενον» ποὺ λέγει ὁ ψάλτης τὸ Σαββατόβραδο στὸν ἑσπερινό: «ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο», ἴσα-ἴσα τὴν ἴδια ὥρα ποὺ βασιλεύει ὁ ἥλιος. Ἐκείνη τὴν ὥρα τὸ χρυσορρόδινο φὼς μπαίνει ἀπο τὸ παράθυρο τῆς ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι κατὰ τὸ δυτικὸ μέρος καὶ χτυπᾶ ἀπάνω στὸ σκαλιστὸ τέμπλο, κάνοντάς το νὰ λαμποκοπᾶ σὰν «χρυσοπλοκώτατος πύργος». Λίγο πρὶν τὸ «Προκείμενον», λέγει ὁ ψάλτης ἢ κανένας καλόγερος ἢ κανένας ταπεινός ἀναγνώστης τὸ «Φῶς ἱλαρόν», ἐκεῖνον τὸν θεσπέσιον ἑσπερινὸν ὕμνον.
Ἔχω γράψει πολλὲς φορὲς γι’ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη καὶ κατανυκτικὴ ὥρα: Σ’ ἕνα τέτοιο γράψιμό μου λέγω τα παρακάτω: «Πρὸς τὸ βράδυ, ἕνα χρυσαφένιο γλυκὸ φῶς μπαίνει μέσα στὸν ἁγιασμένο πύργο τῆς ἐκκλησιᾶς (στὸν τροῦλλο), σὰν νὰ τὸν γεμίζει μὲ θυμίαμα. Τούτη τὴν ἱερὴ ὥρα βουΐζει ὁ τελευταῖος φτερωτὸς προσκυνητής, ἕνας ἀθῶος καντηλοσβήστης…
Κάνω τὸν σταυρό μου καὶ συλλογίζουμαι: «Τούτη τὴν ὥρα χρυσαφώνεις τὰ παλιὰ τέμπλα στὰ μοναστήρια, στολίζεις μὲ ἀκριβὰ πετράδια τὸ φτωχὸ εἰκονοστάσι, ποὺ εἶναι μέσα στὴν σπηλιὰ τοῦ ἀσκητῆ, ἢ κανένα σκοτεινὸ κουβούκλι ποὺ κάνει τὴν προσευχή της καμιὰ ταπεινὴ καὶ πικραμένη ψυχή.
Τὴν ἴδια ὥρα, ὅμως, μπαίνεις καὶ σὲ σπίτια ψυχρὰ καὶ δίχως πνοή, ποὺ κάθουνται μέσα ἄπιστοι ἄνθρωποι καὶ δὲν σὲ παίρνουνε εἴδηση, ἀλλοίμονο! Ὦ χαιρέτισμα ἀρχαγγελικό, ὦ ἁγιασμένη πορφύρα, ποὺ ἔγινες ἀπὸ τὰ ἀθάνατα αἵματα, ποὺ χύσανε οἱ Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.
Μπαίνεις καὶ σὲ φυλακὲς σκοτεινές, ἐκεῖ ποὺ βασανίζουνται οἱ ἀπελπισμένοι, γιὰ νὰ τοὺς δώσεις λίγη ἐλπίδα. Μπαίνεις καὶ σὲ τρῦπες ὑγρὲς κι ἀνήλιαγες. Μπαίνεις καὶ σὲ ἄψυχα κι ἄσλαχνα ἐργοστάσια, μὰ κανένας δὲν σὲ παίρνει εἴδηση, οὔτε πότε μπαίνεις οὔτε πότε φεύγεις οὔτε ποιά μέρα θὰ σβήσεις, φεύγοντας γιὰ πάντα, σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν γυρίζουν νὰ τὸν δοῦνε. Ἄραγε ὁ Θεὸς σὲ στέλνει μονάχα σὲ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς φέρεις τὴν ἐλπίδα του καὶ τὸν χαιρετισμὸ τῆς ἀγάπης του, καὶ σὲ περιμένουμε μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πόθο;…»
Ἀλλοίμονο! Σὲ στέλνει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μὰ αὐτοὶ δὲν σὲ βλέπουν, ὦ φῶς ἱλαρόν*, ὦ φὼς ἑσπερινόν, ὦ φῶς ἀνέσπερον!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου