Του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Κένυας στη Romfea.gr
Σκέψεις και στοχασμοί για τη ζωή και τη μαρτυρία της
Το Ευαγγέλιο είναι μια κλήση αγάπης. Στην καρδιά του Ευαγγελίου βρίσκεται ένα μήνυμα που αντηχεί μέσα στους αιώνες: η σωτήρια αγάπη του Θεού, αποκαλυμμένη μέσα στην ταπείνωση, τη συγχώρηση, τη διακονία και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπινου προσώπου.
Δεν είναι ένας ιδιωτικός θησαυρός για να παραμείνει κρυφός, αλλά ένα φως «τοῦ φωτίσαι τοὺς καθημένους ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου» (Λουκ. 1:79). Από την αρχή, ο Χριστός έδειξε ότι το χαρμόσυνο μήνυμα μεταμορφώνει τις σχέσεις, θεραπεύει τις διαιρέσεις και αγκαλιάζει τον ξένο.
Η διακονία Του χαρακτηριζόταν από έλεος προς τους αμαρτωλούς, συμπόνια για τους φτωχούς και σεβασμό προς την αξιοπρέπεια όλων. Η Εκκλησία, ως Σώμα Του, υπάρχει για να καθιστά αυτήν την αγάπη ορατή στον κόσμο — με τον λόγο, τα μυστήρια και την έμπρακτη διακονία προς τον πλησίον.
Στα Ευαγγέλια, ο Κύριός μας βρίσκεται όχι μόνο στην συντροφιά των «σεβαστών» της κοινωνίας, αλλά και ανάμεσα σε εκείνους που η κοινωνία αγνοούσε ή περιφρονούσε: τελώνες, Σαμαρείτες, λεπρούς, τη γυναίκα στο φρέαρ.
Η συνειδητή Του επιλογή να υπερβεί τα όρια των προκαταλήψεων σκανδάλισε κάποιους και ενέπνευσε άλλους. Οι απόστολοι Τον ακολούθησαν σε αυτό το δύσκολο και δαπανηρό μονοπάτι.
Συχνά παρεξηγήθηκαν, ακόμη και διώχθηκαν, επειδή εισήλθαν στα σπίτια και στις ζωές ανθρώπων που ακόμη δεν είχαν δεχθεί την πίστη.
Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αντιμετώπισε εχθρότητα επειδή κήρυττε ότι οι Εθνικοί είναι συγκληρονόμοι μαζί με τους Ιουδαίους εν Χριστώ (Εφ. 3:6). Η μαρτυρία αυτών των αγίων ανδρών και γυναικών δείχνει ότι, για να παραμείνει κανείς πιστός στο Ευαγγέλιο, συχνά κατηγορείται ότι «πάει πολύ μακριά» — γιατί η αγάπη η ίδια «εἰς τέλος» προχωρεῖ (Ιω. 13:1).
Η Μεγάλη Αποστολή: Η καθολική εντολή της Εκκλησίας.
Πριν από την Ανάληψή Του, ο Χριστός ανέθεσε στους μαθητές Του μια αποστολή χωρίς σύνορα: «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη…» (Ματθ. 28:19). Δεν είναι μια πρόταση μόνο για όσους έχουν περιπετειώδες πνεύμα — είναι η καθοριστική εντολή προς την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Το ίδιο Ευαγγέλιο πρέπει να κηρύττεται στους πιστούς Ορθοδόξους, στον απλό άνθρωπο της αγοράς, στον άπιστο, ακόμη και σε εκείνους που ακολουθούν διαστρεβλωμένες ή ελλιπείς εκδοχές της αλήθειας.
Έτσι φθάνει το φως της σωτηρίας σε όσους παραμένουν στο σκοτάδι. Ο Απόστολος Παύλος το ενσάρκωσε αυτό, όταν έγραφε: «Τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» (Α΄ Κορ. 9:22). Αυτό δεν είναι συμβιβασμός· είναι η ενανθρωπημένη μέθοδος του ίδιου του Χριστού — να συναντά τους ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονται, ώστε να τους οδηγήσει εκεί όπου βρίσκεται Εκείνος.
Μέσα σε αυτό το αποστολικό πλαίσιο κατανοούμε τη ζωή της Γαβριηλίας Παπαγιαννή (1897–1992), που συχνά αποκαλείται «Η Ασκητὴς τῆς Ἀγάπης». Καλά μορφωμένη, πολύγλωσση και βαθιά ριζωμένη στην Ορθόδοξη πίστη της, απαρνήθηκε τα προσωπικά της υπάρχοντα στη μέση της ζωής της και ξεκίνησε να υπηρετεί τον Χριστό στις πιο φτωχές και παραμελημένες γωνιές του κόσμου.
Με εκπαίδευση στη φυσιοθεραπεία, ταξίδεψε στην Ινδία το 1954 και, για χρόνια, διακόνησε τους ασθενείς — ιδίως σε αποικίες λεπρών. Αρνήθηκε οποιονδήποτε μισθό, προτιμώντας να ζει ολοκληρωτικά από την πρόνοια του Θεού. Η παρουσία της ανάμεσα σε Ινδουιστές, Μουσουλμάνους, απίστους και Χριστιανούς δεν ήταν απομάκρυνση από την Ορθοδοξία, αλλά ζωντανή εφαρμογή της καθολικής κλήσεως του Ευαγγελίου.
Εργάστηκε για ένα διάστημα μαζί με τη Μητέρα Τερέζα στην Καλκούτα· δύο γυναίκες από διαφορετικές χριστιανικές παραδόσεις, ενωμένες στην υπηρεσία «τῶν ἐλαχίστων τούτων» (Ματθ. 25:40). Η μέθοδος της Γαβριηλίας δεν ήταν να κηρύττει μόνο με λόγια και επιχειρήματα, αλλά να ενσαρκώνει το μήνυμα του Χριστού με την ίδια της τη ζωή, εφαρμόζοντας αυτό που η ίδια ονόμαζε «το απόστολο της χαμόγελου».
Ἀγαπούσε καθολικά: «Να αγαπᾶτε όλους τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς διάκριση, γιατί έτσι θὰ βρείτε εἰρήνη». Ὁρίσε τις πέντε «γλώσσες» της ιεραποστολής: χαμόγελο, δάκρυ, άγγιγμα, προσευχή, αγάπη, και δεν περίμενε τίποτε λιγότερο από την ολοκληρωτική εγκατάλειψη στο θέλημα του Θεού: «Ἄν ἀφήσουμε τὸν ἑαυτό μας στὰ Χέρια τοῦ Θεοῦ, Ἐκεῖνος θὰ μᾶς πλάσει ὅπως Θέλει… Ἀλλά ὅταν θέλουμε νὰ γίνουν τὰπράγματα σὺμφωνα μὲ τὸ μικρό μας θέλημα… τότε ὁ Θεὸς μᾶς λέει: “Ἄφησε τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερο”». Ἡὑπακοὴ τῆς ἀγάπης, καὶ ὄχι τῆς φιλοδοξίας, χαρακτήριζε τὸ μονοπάτι της.
Λιγότερο γνωστή, ἀλλὰ ἐξίσου σημαντική, εἶναι ἡ περίοδος τῆς διακονίας της στὴν Ἀνατολικὴ Ἀφρική. Το 1968–1969, ἦλθε στὴν Κένυα, ὅπου συνεργάστηκε μὲ τὸν πρῶτο Ἑλληνορθόδοξο ἱεραπόστολο στὴν περιοχή, Ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπασαραντόπουλο. Ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὴ διδασκαλία, ἰδίως μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἕνωσης Μητέρων σὲ ἐνορίες τῆς Ναϊρόμπι καὶ τῶν περιχώρων της.
Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, ποὺ γνώριζε τὸ ἔργο της ἀπὸ κοντά, μαρτύρησε ὅτι δὲν ἦταν μόνο μορφωμένη ἀλλὰ καὶ βαθιά ταπεινή, γεμάτη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὰ δικά του λόγια: «Αὐτή εἶναι πραγματικὴ Ἁγία». Ἡ προσφορά καὶ τὸ ἔργο της, τόσο στὴν Ἀφρική ὅσο καὶ πέραν αὐτῆς, ἦταν ἀπεριόριστα, πάντοτε προσανατολισμένα στὴν παροχὴ ἐλπίδας, καθοδήγησης καὶ μαρτυρίας τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Στὶς μέρες μας, κάποιες φωνὲς μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ἀμφισβητοῦν τὴν ἐπιλογὴ της νὰ συνεργασθεῖ μὲ«αἱρετικοὺς» καὶ ἀπίστους. Ἀλλὰ τέτοιες ἐνστάσεις παρανοοῦν τὴν φύση τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τὴν ἐντολὴτοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι νὰ κλειδώνει τὶς θύρες τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ νὰ μεταφέρει τὰ κλειδιὰ σε ἐκεῖνους ποὺ βρίσκονται ἔξω.
Τὸ νὰ εὐαγγελίζεται κανείς σημαίνει νὰ ξεπερνᾶ τὶς ζώνες ἀσφαλείας του, νὰ συναντᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖποὺ ζοῦν, νὰ μοιράζεται τὰ βάρη τους, καὶ νὰ ἀποκαλύπτει τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν διακονία. Ἡ Ἐκκλησία δὲν διατηρεῖ τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν ἀπομόνωση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνσάρκωσή της· ἀγαπώντας τὸν ξένο, ὑπηρετῶντας τὸν θλιμμένο, συναντώντας τοὺς ἄλλους στὴν ἀνάγκη τους. Δὲν μποροῦμε νὰμεταφέρουμε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ ἐκεῖνους ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι χωρὶς νὰ μποῦμε καὶ ἐμεῖς μέσα στὸσκοτάδι, κουβαλῶντας τὸ φῶς.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔλεγε: «Οὐδὲν ψυχρότερον Χριστιανοῦ, τοῦ μὴ φροντίζοντος περὶ τῆς σωτηρίας τοῦ πλησίον». Ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ νὰ ἀναζητοῦμε τὸν ἀπολωλότα. Τὸ ἀποστολικὸ παράδειγμα μᾶς δείχνει ὅτι ἡ συναναστροφή μὲ ἐκεῖνους ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν πίστιν δὲν εἶναι προδοσία· εἶναι ὑπακοή.
Ἐὰν τὴν μελετήσουμε προσεκτικὰ, θὰ βροῦμε ὅτι δύο ὀρθόδοξες ἀρχὲς φωτίζουν τὸ ἔργο της:
Ἡ ἀγάπη προηγείται τῆς κρίσεως. Ἐντελλόμαστε νὰ ἀγαπῶμε καὶ τοὺς ἐχθρούς μας (Ματθ. 5:44). ὉἍγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ δίδασκε: «Ἀπόκτησε τὸ Πνεῦμα τῆς εἰρήνης, καὶ χιλιάδες γύρω σου θὰ σωθοῦν».
Τὸ πρῶτο βῆμα τῆς ἱεραποστολῆς εἶναι νὰ φέρουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ Τὸν συναντοῦν δι᾿ ἡμῶν.
Ἡ ἱεραποστολὴ εἶναι ἐνσαρκωμένη. Ὁ Χριστὸς δὲν ἔσωσε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ μακριά· ἔλαβε σάρκα, ἔζησε ἀνάμεσά μας, καὶ ἔφερε τὰ βάρη μας. Ἐτὶ καὶ οἱ ἱεραπόστολοι ζοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ διακονοῦν· μοιράζονται τὸ φαγητὸ τους, περιποιούνται τὶς πληγές τους, προσφέρουν μόρφωση, ὡς ἐκδήλωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἀλλοίωση τῆς πίστεως· εἶναι ἡ πιὸ γνήσια ἔκφρασή της.
Τὸ 2022, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀναγνώρισε ἐπισήμως τὴ Γαβριηλία ὡς Ἁγία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἐπιπόλαιο ἐγκώμιο, ἀλλὰ καρπὸ προσεκτικῆς, προσευχητικῆς διακρίσεως ἀπὸ τὴν ἱεραρχία, ἐν ὄψει τῆς ἀνθεκτικῆς μαρτυρίας τῆς ζωῆς της καὶ τῶν πνευματικῶν καρπῶν ποὺ ἔφερε.
Ἐνώ μερικοὶ ἐνδέχεται ἀκόμη νὰ ἐγείρουν ἐρωτήματα, ἡ κρίσις τῆς Ἐκκλησίας μᾶς προσκαλεῖ νὰπροσεγγίσουμε τὴ ζωή της μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ὡς πρότυπο γιὰ τὴν ἐποχή μας, ἡ Ἁγία Γαβριηλία μᾶς δείχνει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν περιορίζεται σὲ λόγια ποὺλέγονται σὲ ἀσφαλεῖς χώρους. Ζεῖται μὲ τὸν πιὸ δυνατὸ τρόπο στὶς ἀβόλευτες, ἐπικίνδυνες καὶ ἀπαιτητικὲς συναντήσεις, ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συναντᾷ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάγκη.
Ἡ προθυμία της νὰ διακονήσει Ἰνδουιστὲς στὴν Ἰνδία, Ὀρθοδόξους στὴν Ἀφρική, Μουσουλμάνους στὴ Μέση Ἀνατολή, καὶ ξένους παντοῦ, δὲν ἦταν ἐγκατάλειψη τῆς πίστεώς της· ἦταν ὁμολογία της.
Καθὼς τὴν τιμοῦμε, ἀς ἀφήσουμε τὸ παράδειγμά της νὰ μᾶς προκαλέσει: νὰ ἀφήσουμε τὴν ἀσφάλειά μας, νὰσυναντήσουμε τοὺς ἄλλους μὲ ἀγάπη, καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα.
Διότι στὴν Τελικὴ Κρίση, ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μᾶς ρωτήσει πόσο προσεκτικὰ ἀποφεύγαμε «τοὺς λάθος ἀνθρώπους», ἀλλὰ ἂν Τὸν ταΐσαμε ὅταν πεινοῦσε, Τὸν ντύσαμε ὅταν ἦταν γυμνός, καὶ Τὸν ἐπισκεφθήκαμε ὅταν ἦταν ἄρρωστος (Ματθ. 25:31–46).
Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς, ἡ ζωή της δὲν εἶναι ἀπλῶς ἕνα διήγημα τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ ἕνας καθρέπτης στραμμένος σὲ καθέναν ἀπὸ ἐμᾶς.
Τὸ ἐρώτημα γιὰ ἐμᾶς δὲν εἶναι ἂν ἐκεῖνη προχώρησε πολὺ μακριά, ἀλλὰ ἂν ἐμεῖς προχωροῦμε ἀρκετά. Ἡἐτυμηγορία ποὺ ἐκδίδουμε γι᾿ αὐτήν εἶναι, τελικὰ, ἡ ἐτυμηγορία ποὺ ἐκδίδουμε γιὰ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγγέλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου