Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται ἢ ψάλλει ἀπρόσεκτα καὶ ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερὸ πὼς δὲν ξέρει ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς πάλι, σὰν εὔσπλαχνος, θέλει νὰ ἐλεήσει αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νὰ πῶ, νὰ μὴν προσεύχεται κανεὶς καθόλου, παρὰ νὰ προσεύχεται χωρὶς προσοχή.
Ἡ σωστὴ προσευχὴ εἶν᾿ ἐκείνη ποὺ δὲν γίνεται ἁπλᾶ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ καὶ μὲ τὴν καρδιά. Ὅποιος λοιπὸν δὲν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικὰ δὲν κάνει προσευχή, καὶ εἶναι ὑπόλογος γι᾿ αὐτὸ ἀπέναντι στὸν Θεό.
Ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται χωρὶς συμμετοχή του νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς του, κατὰ βάθος περιφρονεῖ τὸν Θεό.
Καὶ πῶς θὰ ἐλεηθοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μὲ κενὰ λόγια, κι ὅταν ὁ νοὺς μας συντυχαίνει μὲ τοὺς δαίμονες;
Πῶς νὰ μὴν παροργίζουμε τὸν Κύριο, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ ἀπευθυνόμαστε σ᾿ Ἐκεῖνον κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ νοὺς μας συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα, ἄτοπα ἢ καὶ αἰσχρά;
Ἕνας τέτοιος νοὺς δὲν ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ δὲν θὰ παραδοθεῖ σ᾿Αυτόν. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καὶ κατάνυξη;
Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὴ σταθερὴ καὶ ἐνεργητικὴ συμμετοχή τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς μας; Δὲν θὰ τὸ κατορθώσουμε μόνοι μας.
Στὴν τέλεια προσευχὴ θὰ φτάσουμε, μόνο ἂν ζητήσουμε ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Κύριο νὰ μᾶς φωτίσει μὲ τὸ Πνεῦμα Του τὸ Ἅγιο, γιὰ ν᾿αποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλωσύνης Του, νὰ νιώσουμε σὲ ποιό φοβερὸ Θεὸ μπροστὰ στεκόμαστε.
Καὶ ἀκόμα, ἂν Τὸν παρακαλοῦμε θερμὰ ὄχι γιὰ μάταια καὶ πρόσκαιρα πράγματα, ἀλλὰ γιὰ τὴν κάθαρσή μας ἀπὸ τὰ πάθη καί, προπαντός, τὴν ἀπόκτηση ταπεινοῦ φρονήματος.
Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τὴν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ταπεινωθεῖ βαθειὰ μπροστὰ στὴ μακροθυμία Του.
Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς –καὶ ἑπομένως ἀδύνατο νὰ κατανυχθεῖ καὶ ἡ καρδιά– ἂν δὲν δεχθεῖ πρῶτα τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως, ποὺ δίνεται κατ’ ἐξοχὴν μ᾿ ἕναν τρόπο: μὲ τὴν ἐπίμονη καὶ ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ ἐλέους Του.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔμαθε γράμματα καὶ μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νὰ διαβάσει τὰ βιβλία του χωρὶς φῶς; Ἔχει τὰ βιβλία. Ἂν ὅμως δὲν ἔχει καὶ τὸ φῶς, πῶς θὰ τὰ μελετήσει; Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν προσευχή.
Πῶς θὰ «μελετήσουμε» καὶ θὰ γνωρίσουμε τὸ Θεό, χωρὶς τὸ μυστικὸ φῶς τῆς θείας γνώσεως; Αὐτό το φῶς δὲν εἶναι παρὰ μιὰ νοητή, θεόσταλτη δύναμη, ποὺ περικυκλώνει καὶ μαζεύει τὸ νοῦ, τὸν ἐμποδίζει νὰ φεύγει καὶ νὰ διασκορπίζεται στὰ γήινα καὶ τὸν καθηλώνει στὴν πανευφρόσυνη θέα καὶ κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν φωτίζει τὸ νοῦ μας, ἡ προσευχή μας εἶναι ἄστατη καὶ ἄκαρπη. Καὶ ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν ἀναγκαῖα – πλανιέται, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ πὼς γίνεται σκλάβος στὸ νοητὸ τύραννο, ποὺ τὸν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σὲ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦ κόσμου τούτου».
Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν μ᾿ ὅλες μας τὶς δυνάμεις γιὰ νὰ νικήσουμε τὸ «σπερμολόγο» διάβολο, ποὺ μὲ πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τὸν ἀνεκτίμητο πνευματικὸ καρπὸ τῆς προσευχῆς καὶ κρατάει τὴν ψυχή μας στὸ σκοτάδι.
Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», νὰ στείλει τὸ Ἅγιὸ Του Πνεῦμα καὶ νὰ διαλύσει μὲ τὸ ἄκτιστο φῶς Του τὸ σκοτάδι αὐτὸ τῆς ψυχῆς μας, ποὺ μόνο ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, «τὸν πανταχοῦ παρόντα καὶ τὰ πάντα πληροῦντα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου