Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Σὰν νά ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου...


[Σὰν σήμερα,] ἑκατὸ χρόνια πρίν (3 Ἰαν. 1911), ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ ὁ κυρ Ἀλέξανδρος τῶν γραμμάτων μας, ἡ μεγαλύτερη ἴσως μορφὴ τῆς νεώτερης λογοτεχνίας μας, καὶ ὁπωσδήποτε ὁ πιὸ γνήσια ἑλληνικὸς καὶ βαθιὰ ἀνθρώπινος ἐκπρόσωπός της...

* * *

Στὸν μισὸν καὶ πλέον αἰώνα ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη τ᾿ ἀντιστύλια τοῦ οἰκοδομήματός του ἔπεσαν ἕνα πρὸς ἕνα. Ἡ ἀγροτικὴ φάση πέρασε στὴ βιομηχανική, τὸ χωριὸ στὴν πολιτεία, ὁ χριστιανὸς στὸν ἄπιστο· κοινοτοπίες πού, ἂν εἶχαν τὴν ἴδια σημασία τοῦ ἀναπότρεπτου γιὰ τὸ πνεῦμα ὅση ἔχουν γιὰ τὴν καθημερινή μας ζωή, θὰ ἔπρεπε ἡ μορφὴ τοῦ Σκιαθίτη διηγηματογράφου νὰ ἔχει γίνει ἀέρας. Δὲν ἔγινε.

Μιὰ μέρα τὸ παρελθὸν θὰ μᾶς αἰφνιδιάσει μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐπικαιρότητάς του. Δὲ θά ᾿χει ἀλλάξει ἐκεῖνο, ἀλλὰ τὸ μυαλό μας. Ἕνα ψήλωμα νοητό, ποὺ θὰ χρειαστεῖ νὰ τὸ ξανανεβοῦμε γιὰ νὰ ἐκτιμήσουμε σωστὰ τὶς διαστάσεις τῶν πραγμάτων γύρω μας.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἡ μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», 1975· στὸ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἐν λευκῷ», ἐκδ. Ἴκαρος, 2006 (ζ' ἔκδ.· α' ἔκδ. 1992), ISBN 960-7233-26-3· σελ. 59-106· τὸ ἀπόσπασμα, σελ. 62) [...] Ἔτσι ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης μιλᾷ γιὰ τὴ ζωή, ἔτσι ὁ γεωργὸς ὀργώνει τὴ γῆ. Καὶ ὁ ἀγωγιάτης γκιζερᾷ στοὺς δρόμους. Καὶ ὁ βοσκὸς βόσκει τὰ βοσκήματα στὴ βοσκή.

Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ σταθεῖ καὶ νὰ τοῦ βγεῖ, γιὰ νὰ περιγράψει καλύτερα τὰ ἔξω καὶ τὰ μέσα μας!

Ὁ Παπαδιαμάντης ζωγραφίζει τὸ ἀόρατο. Κινηματογραφεῖ τὸν ἄνεμο. Βάζει τὴ σιωπὴ καὶ χορεύει. Καὶ φανερώνει στὰ ἀλλόκοτα μάτια μας τὴν ὀρατὴ τὴν κίνηση τοῦ νεαροῦ δέντρου, ποὺ μεγαλώνει.

Ἡ γλῶσσα του σωφυλλιάζει μὲ τὸν ἦχο τῆς σταλαματιᾶς, καὶ μὲ τὸ διάνεμα τῶν φύλλων τῆς λεύκας. Τὸν κοιτᾶμε νὰ φωτίζει ἁπλὰ τὶς ἔγνοιες καὶ τὸν καημὸ τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου, καὶ νιώθουμε νὰ μᾶς λογχίζουν τὰ κοντάρια τὸ φῶς, ὅταν ὁρμάει ἡ μέρα τὸ πρωῒ καὶ κυριεύει τοὺς λόφους.

Ὅλα τὰ φέρνει καὶ ὅλα τὰ παίρνει τὸ κυμάτισμα τῆς φωνῆς του: Τὴ λίγη ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν πολλὴ ἀπαντοχή τους. Τὸ πέρασμά μας ἀπὸ τὴ ζωὴ τὸ βιαστικό. Καὶ τὸ φευγιό μας γιὰ πάντα. Τὶς χαρὲς ἁπλὲς καὶ τὶς λύπες ἀμεμψίμοιρες. Ὁ ἀσβέστης του ψέλνει, οἱ θάλασσες ἀνεβαίνουν, τὸ κυπαρίσσι του φυλάει σκοπιὰ τὸ νούμερο δύο μὲ τέσσερες.

Εἶναι τὸ ξόμπλι του ἕνα δίχτυ ἡσυχίας, ποὺ μέσα του πέφτουν καὶ χωνεύουν καλόβολα ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.

Ὄμβροι, ἀνεμοζάλη, ἡ ἄνοιξη τῶν σπάρτων. Ἡ θροὴ τοῦ καλαμιῶνα, οἱ ἀπορρῶγες βράχοι, ἡ δρόσος Ἀερμών. Τὰ δέντρα, οἱ πόες, τὰ πουλιά, οἱ αἰγιαλοί, οἱ ὁρίζοντες. Ἡ ἀνυμέναιη κόρη ποὺ ἔμεινε, τὰ ράσα τοῦ καλοῦ ἱερέα, τοῦ παπα-Ἀδαμάντιου, ἡ ξενιτειά, τὰ καράβια καὶ τὰ κάρβουνα. Καὶ ἀκόμη ἡ στολὴ ἡ χιονόλευκη τοῦ μπαρμπα-Γιαννιοῦ τοῦ Ἔρωντα παραμονὴ Χριστούγεννα [1]. [...] Τὸ ποίημά του «Ὄνειρο στὸ κῦμα» εἶναι τὸ στέμμα τῆς ἐρωτικῆς ποίησης ὁλόκληρης τῆς νέας λογοτεχνίας μας.

[...] Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Καύκασος σὰν ὄρος συναθροίζεται ὁλόκληρος στὴ στιγμὴ τοῦ Προμηθέα, παρόμοια τὸ ποιητικὸ σῶμα τοῦ Παπαδιαμάντη ἐκκεντρώνεται σὲ δυὸ γραμμὲς ποὺ ὀρθώνουν τὸν αἰώνιο ἄνθρωπο καὶ τὸ πικρὸ φυσικό του. Αὐτὸ τὸ δίστιχο [2] εἶναι τὸ δαχτυλικὸ ἀποτύπωμα ποὺ ἄφηκε σήμανση τὸ δάχτυλο τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ μάγμα τοῦ χρόνου:

Σὰν νά ᾿χαν ποτὲ τελειωμὸ
τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου.


(Δημήτρης Λιαντίνης, «Τὰ ἑλληνικά», ἐκδ. Βιβλιογονία, 1999, ISBN 960-7088-05-0· κεφ. «Ποίηση καὶ ζωή», σελ. 60-61)

[1] «Ἔρωτας στὰ χιόνια»
[2] «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας»

* * *

Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδερφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.

(Ὀδυσσέας Ἐλύτης, «Ἄξιoν Ἐστί», ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα 1959)
Πηγή: http://kratylos.blogspot.com/search/label/%E1%BC%98%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7%CF%82

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου